Κατεβαίνω που λέτε τις προάλλες στο αγαπημένο μου ουζερί μετά το μπάνιο, έτσι για μια ποικιλία περιποιημένη με παγωμένο ουζάκι, το καλύτερο αντίδοτο σύμφωνα με τον παππού μου για την αντιμετώπιση του καύσωνα (και άσε τους τηλέ-γιατρούς να κόπτονται για την άφθονη κατανάλωση νερού, τι διάολο πρόβατα είμαστε;)
Στο καφέ-εστιατόριο-ουζερί-μπαράκι του Κώστα τώρα επικρατούσε η συνηθισμένη ιλαρότης, μπολιασμένη με μπόλικο τουριστόκοσμο (άστε να λένε για την κρίση εδώ η πληρότης αγγίζει το φουλ), η συνηθισμένη ιλαρότης είπα; Μάλλον κατά τι ανεβασμένη, με τον Κώστα να πηγαίνει από παρέα σε παρέα και να γελάει πνιχτά, όταν κάποτε ήρθε και σε μας για να πάρει παραγγελία (μετά από αρκετή ώρα αν ρωτάτε, αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να το πάρεις απόφαση, ότι δηλαδή οι ρυθμοί κίνησης στο νησί ξεπερνούν ακόμη και αυτούς της Τζαμάικας σε υποτονικότητα),
-Τι έγινε ρε Κωστή θα μας πεις και σε μας το αστείο να γελάσουμε λίγο;
-Χαχα δε το μάθατε ακόμη εδώ γελάει όλο το νησί, μέχρι και στην εφημερίδα θα το γράψουν (και όντως το ανέφερε ο τοπικός τύπος στο τεύχος Ιουλίου)
-Άντε και μας έσκασες, από τη μύτη θα μας βγει το χταποδάκι!
-Καλά σκάνε που λέτε μύτη με ποδήλατα, σακίδια, ξέρεις τώρα κάτι μπατίρηδες για κάμπινγκ, κοκκινοκώληδες (σημ. μετ. ο όρος αυτός υποδηλώνει στη νησιώτικη αργκό κυρίως τους εκ Μεγάλης Βρετανίας ορμώμενους τουρίστες, ενίοτε δε και γερμανοσκανδιναυούς, γενικά τους Βόρειους), έρχονται λοιπόν παραγγέλνουν τρεις πορτοκαλάδες-τη μπατιριά τους μέσα!-μου τείνουν ένα χάρτη του νησιού και πολύ ευγενικά με ρωτάνε «Excuse me sir, could you guide us to go to Megalochori?»
-Παρένθεση για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου, τον χάρτη τον είχανε διπλωμένο έτσι ώστε δε φαινόταν η κορυφή του με το όνομα του νησιού-
-Ακούω που λες και παραξενεύομαι, Μεγαλοχώρι; Τι Μεγαλοχώρι; Έχουμε τέτοιο και δεν το ξέρω; Τι κάνω τότες στο νησί 40 χρόνια, μπρίκια κολλάω; Φωνάζω και τη μάνα μου να δει…ρε μάνα ξέρεις εσύ κανένα Μεγαλοχώρι; τίποτες, μαζεύεται και κόσμος και κοιτάμε το χάρτη από δω, τον κοιτάμε από εκεί και σα να μη μας τα έλεγε καλά, τι καλά δηλαδή, που ήτανε άλλα νταλα-της Παρασκευής (που ειρήσθω εν παρόδω γιορτάζει και σήμερα) το γάλα! Δε μας έκοψε βλέπεις ευθύς εξαρχής να δούμε αν ο χάρτης είναι όντως του νησιού μας, τι στα κομμάτια ζωντόβολα και ζωντόβολα σωρό έχουν έρθει, αλλά με λάθος χάρτη ποτές!
Στο μεταξύ άρχισαν να κοιτάνε και τα ξεπλυμένα κοθώνια ψιλοειρωνικά, σου λέει εσείς δεν ξέρετε τον τόπο σας, μου θέλετε και τα μάρμαρα του Παρθενώνα; Δηλαδή δεν το είπαν αλλά είμαι σίγουρος ότι το σκέφτηκαν και γυρνάω που λες εκνευρισμένος το χάρτη και τι να δω ότι έγραφε στην κορυφή; Island of Santorini!!!
Κατάλαβες μωρέ τα βούιδα (σημ. μετ. η λέξη αυτή προέρχεται από το αρχ. ελλ. ουσ. ο βούς – του βοός, που υποδηλώνει το ευγενές αυτό ζώο το βόδι, η χρήση ωστόσο του οποίου ως επίθετο, δεν είναι ότι πιο ευγενικό μπορεί να απευθύνει κανείς σε συνομιλητή και κοίτα να δεις που το έχω υιοθετήσει μια και γεμίζει το στόμα σου ρε αδελφέ!), που μας την παίζανε και έξυπνα, πήγανε Πειραιά και μπλέξανε τα παπόρια, λες και ήταν τρένο της γραμμής, κατεβήκανε σε λάθος νησί αν έχεις το Θεό σου!!!
Χαχαχα, εδώ το γέλιο βγήκε αβίαστα, θες για την μνημειώδη γκάφα, θες για τη βλακεία των ξένων, πάντως και εμείς με τη σειρά μας το καταχαρήκαμε!
-Και μετά τι έγινε ρε συ Κώστα;
-Αφού σταματήσαμε να γελάμε, τους εξηγήσαμε πως εδώ δεν είναι Santorini, ότι κάνανε λάθος στον Πειραιά και ότι είναι ζωντόβολα (εντάξει το τελευταίο δεν το είπαμε, μια και ο Ξένιος Δίας πιάνει και τους λετσοτουρίστες, αλλά εννοήθη σαφώς και πειστικώς)
-Και αυτοί πως αντέδρασαν;
-Εντάξει στραβομουτσούνιασαν στην αρχή και κατάλαβαν και την καζούρα που τους κάναμε, αλλά μια και ήταν πιτσιρικάδες δε βάλανε δα και μαύρες πλερέζες, Greek island σου λέει το ένα, Greek island και το άλλο και εντάξει την Καλδέρα μπορεί να μη τη δουν, αλλά έννοια σου και έχουμε και εμείς κάτι τοπία μούρλια.
Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία τριών Βρετανών που είπανε Σαντορίνη γιοκ, αλλά δε πιστεύω να τους κακόπεσε στην τελική και μας χάρισε άφθονο γέλιο…ακούς εκεί where is Megalochori?
8 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΠάει λοιπόν ο χειμώνας στην παραμεθόριο, σαν μια δεύτερη θητεία την έβλεπα στην αρχή και βλέποντας από το Φθινόπωρο ακόμη τον κόσμο του καλοκαιριού να εξαϋλώνεται θαρρείς στις πόλεις, τα μαγαζιά να κλείνουν σαδιστικά ένα-ένα και να μένει μόνο τα καφενείο στην πλατεία, όπου μείναμε πια οι τρείς χωρίς όμως τον κούκο (φήμες λένε ότι ξεχειμώνιασε στα Εξάρχεια), άρχισε να μου τη βαράει άσχημα και σαν να άκουγα ξανά τον ΕΜΘ Λοχία/ΔΒ Καρανικολή Ευστάθιο να μας υποδέχεται στο στρατόπεδο με τα ενθαρρυντικά λόγια «νέοι θα πεθάνετε, δε τον βγάζετε τον χειμώνα εδώ ρεεε».
Η δε φωτογραφία είναι το κοσμικό κέντρο του νησιού και το να σουλατσάρεις εκεί χειμωνιάτικα ήταν σαν ένα μνημόσυνο στο περασμένο καλοκαίρι όπου παρέα με τις βρικολακιασμένες φιγούρες των μαυρισμένων μπικινοφορεμένων κοριτσιών είναι σας διαβεβαιώ εξίσου ευχάριστο με το να βλέπεις το άλμπουμ των αποτυχιών σου (το δικό μου παρεμπιπτόντως είναι τίγκα στη φωτογραφία).
Και ο σκοπός που λίαν σπαστικά μου τριβέλιζε το μυαλό ήταν
Απόψε πέφτει παγωνιά
στο δρόμο και στη γειτονιά
και μες στο βράδυ το θολό
θυμάμαι και μελαγχολώ.
Απόψε φθινοπώριασε
και τ' όνειρο ξεθώριασε
καρδιά μου κάνε υπομονή
κι ο ήλιος θα ξαναφανεί.
Απόψε μύρισε βροχή
χειμώνας μπαίνει στην ψυχή
και στο δρομάκι το στενό
με πιάνει το παράπονο
Γκάτσος χειμωνιάτικος σε τέμπο πιο κρύο και από τα καλαμπούρια του Χατζηνικολάου…
Αλλά εκεί που άρχισε ο Καρυωτάκης μέσα από το άθλιο σήριαλ του να μου γνέφει ειρωνικά για το δημοσιοϋπαλληλικό μου όνειρο και την πραγματικότητα της επαρχίας, του γραφείου και της ψυχικής πλήξης, κάτι σαν άλλαξε.
Η αλλαγή βέβαια δεν ήταν απότομη και εκρηκτική όπως συμβαίνει στις αμερικάνικες ταινίες, με ψηφιακά εφέ, σιλικονάτες γκόμενες και διαλόγους ηλιθίων, απλά άρχισα να γίνομαι το ένα μου με το περιβάλλον μου και η πατησιώτικη νευρικότητα άρχισε να υποχωρεί μπρος στην νησιώτικη ηρεμία.
Σιγά-σιγά άρχισε να μου αρέσει το 10λεπτο περπάτημα προς τη δουλειά, τα καλημέρα με τις 5-6 γνωστές φάτσες στο δρόμο, τα επιτραπέζια παιχνίδια στη μοναδική καφετέρια της Χώρας με τους λοιπούς Καρυωτάκηδες, παρντόν δημοσίους υπαλλήλους, τους κυριακάτικους ομαδικούς περίπατους –εξού και η φωτογραφία - σε απίθανες δημοσιές,
Ακόμη την κυριακάτικη εφημερίδα, το τάβλι και το κερασμένο από το νικητή σπιτικό γλυκό στο καφέ της Γιώτας, από ένα φίλο μου δάσκαλο -και μονίμως ηττημένο- από τα Γιαννιτσά, κάτι κρασο-ψητουρο-ουζο κατανύξεις σε σπίτια και φάσεις όπως η καντάδα, το θέατρο της Τσικνοπέμπτης, μαθήματα χορού, γίογκας και τέτοιων θαυμάσιων αηδιών τις οποίες ούτε είχα πάρει ποτέ μυρωδιά πόσο χαβαλέ μπορεί να βγάζουν. Και τέλος ένα πολύ ωραίο Πάσχα που πέρασα στο νησί γεμάτος από εικόνες, μουσική και 5 κιλά ντόπιο κατσίκι (οι μεζέδες δεν πιάνουν),
Και όπως λένε και τα Κίτρινα Ποδήλατα
Όλα γίνονται ξανά
ο ήλιος λάμπει ψηλά κάθε μέρα
ήταν χειμώνας μακρινός, ήταν σκιά
μα τώρα δες, γύρισε η σφαίρα
Ανέβα στα φτερά μου
και θα δεις να πετάς
αν μπεις μες στην καρδιά μου
θα το δεις καθαρά
όλα γίνονται ξανά
Όλα γίνονται ξανά
στην αγκαλιά σου γιορτάζει η μέρα
της μοναξιάς το κενό δεν είναι πια εδώ
θα σ'αγαπώ, δίπλα μου έλα
Chercher la femme δε λένε και οι Γάλλοι;
Και άντε και πηδήξου κύριε ΕΜΘ Λοχία/ΔΒ Καρανικολή Ευστάθιε
9 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΔεν ξέρω αν θυμάστε την ταινία «Η Κόμισα της Κέρκυρας» με τους Βλαχοπούλου Αλεξανδράκη και δη το σημείο όπου ο τελευταίος σχεδιάζει να κάνει μια καντάδα για να την ρίξει; Σίγουρα το θυμάστε, τι στα κομμάτια τόσες και τόσες επαναλήψεις ούτε πλύση εγκεφάλου στο Big Brother…
Ρωτάει λοιπόν τον Αλεξανδράκη κάποιος «Σοβαρά θα τραγουδήσεις;», «Είσαι καλά ρε; Εγώ έτσι και ανοίξω το στόμα μου θα φύγει το Ποντικονήσι από τη θέση του, άλλους θα βάλω να τραγουδάνε και εγώ θα ανοίγω το στόμα μου» και έτσι εγγεννήθη το πρώτο play-back στον ελληνικό κινηματογράφο.
Αυτό τώρα το αναφέρω για να δείξω την ταύτιση απόψεων που έχω με τον μακαρίτη τον Αλεξανδράκη τόσο για τις φωνητικές μου ικανότητες στο τραγούδι, όσο και την ασχετοσύνη στο θέμα της καντάδας, έλα όμως που εδώ που βρέθηκα έκανα πράγματα τα οποία δεν περίμενα ότι θα έκανα ποτέ μου, ίνα εκπληρωθεί το λαϊκό ρηθέν «μεγάλη μπουκιά φάε μεγάλα λόγια μη λες», εμένα που με βλέπετε άμα μου έλεγε κανείς πριν κανά χρόνο ότι θα συμμετείχα σε καντάδα, το λιγότερο θα γέλαγα, το περισσότερο…άντε να μη πω τι θα έκανα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι με αιφινδιάσανε από τη μια και από την άλλη συμμετείχε στην όλη φάση και ένας κόμματος τόσο λιμπιστός, που όλο το νησί έχει καταθέσει τα διαπιστευτήρια του και είπα και εγώ δε βαριέσαι ας δοκιμάσω τουλάχιστο και η ρόμπα της καντάδας ένδοξο παράσημο στην μάχη για την –ας την πούμε Βασιλική- τι 100ος τι 101ος που λένε!
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, Επτάνησα, καντάδα και απόκριες πάνε πακέτο και είθισται στο νησί και δη στη Χώρα να ξεκινάει μια παρέα στα καντούνια, να τραγουδάει, να μπαίνει στα σπίτια, να τραγουδάει ξανά και να τους κερνάνε ποτό και γλυκά (το μόνο ενδιαφέρον της υπόθεσης αν με ρωτάτε).
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια κάπου ξεφτάει το όλο θέμα, ίσως γιατί η πολιτιστική συνείδηση έχει πια αλλοτριωθεί, ίσως γιατί οι άνθρωποι πια κλείνονται στο καβούκι τους και δεν κάνουν συλλογικά δρώμενα, ίσως ακόμη … τέσπα 1002 λόγοι υπάρχουν αλλά παραμένουν ακόμη και κάποιοι άνθρωποι που έχουν τη ζωντάνια, την όρεξη και πάνω απ’όλα την χαβαλετζήδικη διάθεση, για να κάνουν κάτι συμμετοχικά και δημιουργικά και πιστεύω ότι για κάτι τέτοιες εστίες κρατάει ακόμη η επαρχία την υγεία του αυθεντικού και συλλογικού που λείπει από τις πόλεις.
Όλα αυτά βέβαια καλά και άγια και όταν είχαν πρωτορίξει την ιδέα από Γενάρη ακόμη να ξαναγίνει καντάδα στη Χώρα «έτσι για να καταλάβουμε Αποκριές και Επτάνησα μωρέ παιδιά!» εγώ σαν γνήσιος Αθηναίος επικρότησα αλλά στην απέξω-στον καναπέ-από μακρυά και αγαπημένοι που λένε-αλλά όλα και όλα επικρότησα!
Έφτασε λοιπόν η πρώτη Κυριακή της Αποκριάς, απόγευμα και παίρνω το λαπτοπ να πάω στο καφέ με το ασύρματο ίντερνετ, να συνδυάσω ρακόμελο και κυβερνοχώρο (αταίριαστος συνδυασμός) και όντας αρκετά βαρύθυμος με την ελπίδα να ξεσκάσω λίγο, ώσπου με την άκρη του ματιού μου πιάνω το κόμματο με μια φίλη μου καθηγήτρια να κατεβαίνουν πιο κάτω, σημείωση, μέχρι τότε ο κόμματος αγνοούσε ακόμη και την ύπαρξη μου και υποσχέθηκα στον εαυτό μου αυτή η απαράδεκτη κατάσταση να αλλάξει οσονούπω,
Ανοίγω το βήμα –πάντα με το λαπτοπ υπό μάλης- και καλά για να χαιρετίσω την φίλη μου «Βρε Μαράκι τι κάνεις χαθήκαμε;» δε μπορεί σκέφτηκα θα με γνωρίσει στη φίλη της και φυσικά «Γειά σου Κώστα όλα καλά από εδώ η Βασιλική» εγώ -και καλά αδιάφορος- τη χαιρέτισα και αυτή -πραγματικά αδιάφορη- με χαιρέτισε επίσης «Λοιπόν πάμε στην κυρία Ελένη για πρόβα καντάδας και καπάκι το βραδάκι το κάνουμε κιόλας, έρχεσαι; θα΄χει πλάκα!», διάθεση ανάμεσα πατάτας και αγκινάρας εγώ, αλλά θες ότι με συγκινούσε η Βασιλική, θες ότι με έτρωγε και ο απαυτός μου έτσι να σπάσω τη σπαρίλα που ένιωθα και «εννοείται και έρχομαι, εγώ παιδί μου είμαι γέννημα θρέμμα κανταδόρος, αμ πώς;» και πήγα.
Στης κυράς Ελένης το κουτούκι τώρα ήταν μια γουστόζικη κατάσταση με καμιά 10αριά άτομα (κυρίως καθηγητές και κάτι ψιλά ντόπιοι) να έχουνε στρώσει σκηνικό ρακοκρασοτσιγαρόπιώματος, οι κιθάρες να κουρδίζονται και οι σπανακοπιτούλες της κυράς Ελένης να λιανίζονται αλύπητα. Θρονιάστηκα και εγώ κοντά στη Βασιλική και επι το έργον,
τώρα αν ενδιαφέρεστε για το ρεπερτόριο, αυτό πήγαινε κάπως έτσι:
Καταρχάς με το κλασικό
«Λαλούν τ΄ αηδόνια και πλαντάζω
ανθούν τα ρόδα και μεθώ
το φεγγαράκι κουβεντιάζω
και μου’ ρχεται να τρελαθώ…»
επίσης με το must
«απόψε την κιθάρα μου
τη στόλισα κορδέλες
και στα καντούνια περπατώ
για τσ΄ όμορφες κοπέλες….»
ακόμη το ναζιάρικο
«το γελεκάκι που φορείς
εγώ το΄χω ραμμένο
με πίκρες και με βάσανα
το’χω φοδραρισμένο
άντε το μαλώνω, το μαλώνω
άντε κι ύστερα το μετανιώνω
άντε το μαλώνω και το βρίζω
άντε την καρδούλα του ραγίζω…»
το καψούρικο
«τικ-τικ, τίκι-τικιτάκ κάνει η καρδιά μου
σαν σε βλέπω να διαβαίνεις,
τικ-τικ, τίκι-τικιτάκ θέλω μικρή μου
να μαντέψω που πηγαίνεις…»
το διαχρονικό πουλοτράγουδο
«κελαηδήστε ωραία μου πουλάκια
κελαηδήστε, τραγουδήστε
κελαηδήστε, τραγουδήστε
τον ωραίο σας σκοπό…»
και ακόμη εν συντομία το «ανέβηκα στην πιπεριά…» έτσι για να θυμόμαστε και το αρχαίο σκανταλιάρικο και απελευθερωτικό πνεύμα της αποκριάς, το «σε ένα παπόρο μέσα…» άλλωστε είμαστε ή δεν είμαστε Επτάνησα; το κατσαμπακοειδές «θα γίνω βραζιλιάνα…» στο οποίο πάντα το μαράκες μου ακούγεται με ένα λ αντί για ρ, το αθηναϊκό-πλακιώτικο «Μπαρμπα Γιάννη με τις στάμνες»… και ό,τι ρετρο κανταδο τράγουδο τέλος πάντων ταίριαζε στην περίσταση,
μάλιστα προς το τέλος ένας ροκάς ντόπιος που επαγγέλλεται μπάρμαν και ομολογουμένως ήταν ο τελευταίος που περίμενα να δω σε καντάδα, αλλά είπαμε προπαντός η συλλογικότητα, πρότεινε πολύ σοβαρά να παίξουμε για τον Μητροπολίτη το θρησκευτικό άσμα
«ποιος δαίμων, ποιος δαίμων
ποια τύχη μ΄ έφερε να σε γνωρίσω
και μετά την γνωριμία
παρ΄ευθύς να σ’εραστώ
δεν υπάρχει Θεός δι’ εμέ
δεν υπάρχει για μένα Θεός
κι αν υπάρχει είναι κακούργος
και δι’ εμέ θα’ναι σκληρός»
αλλά αυτή η επιλογή θεωρήθηκε από τους υπόλοιπους κάπως υπερβολική (γιατί άραγες;) και απορρίφθηκε, εν τω μεταξύ τα σπανακοπιτάκια είχαν φαγωθεί μέχρι ενός, τα ρακιά είχαν στραγγίξει, τα τσιγάρα είχαν καπνιστεί, οι κιθάρες είχαν κουρδιστεί και ήταν πια ώρα να ξεκινήσουμε να κανταδοτρομοκρατήσουμε τον κόσμο.
Εγώ φυσικά αισθανόμουν κουμπωμένος, δηλαδή ντρεπόμουνα του θανατά, η Βασίλω πέρα βρέχει, αλλά είχα μπει πια στο χορό και βουρ στο καντούνι 15 μυστήριοι να ξελαρυγγιάζονται «απόψε την κιθάρα μου» σε ένα κοινό που αρχικά απαρτιζότανε από νυχτερίδες, κουκουβάγιες και φαντάσματα και τοκ-τοκ μπαίνουμε στο πρώτο σπίτι…
…οι άνθρωποι με τα σώβρακα που λέει ο λόγος αλλά το καταχαρήκανε και νασου τα κεράσματα (το καλό της υπόθεσης που λέγαμε) νάσου τα μεζεκλίκια, μέχρι και χορευτικά δρώμενα από τις πιωμένες δασκάλες και βγήκαμε από το σπίτι κάπως σαν τα παιδιά μετά από τα κάλαντα, έχοντας πάρει γερό μπουναμά.
Το κολάι λοιπόν το πήραμε, χαβαλές γινότανε και το αλκοόλ, που έρρεε άφθονο και εναλλασσόταν ανάλογα με την κάβα του κάθε νοικοκύρη (ας πούμε γύρναγε από ρακί, σε κρασί, σε λικέρ αμύγδαλο, σε ότι θές…) έφτιαξε ένα κεφάλι και μια διάθεση άλλο πράγμα και εμένα τουλάχιστον μου έφυγαν η ντροπή, τα σεκλέτια και δε πα να κουρεύεται και η κάθε Βασιλική…
Ξεκινώντας από την Κάτω Χώρα φτιάξαμε κεφάλι, φτάνοντας στη Μέσα Χώρα είχαμε γίνει ντίρλα και στην Πάνω Χώρα πια τρεκλίζαμε και θυμάμαι αμυδρά να επαναλαμβάνω λιαν δυνατά και φάλτσα το «τα 12 Ευαγγέλια τα κάνει 13»,
Στιγμές της καντάδας που μου έμειναν,
η συγκινητική, σε έναν παράλυτο πια παππού, που στα χρόνια του ήταν τραγουδιστής και κανταδόρος μέγας,
η τραγελαφική, στο αστυνομικό τμήμα όπου πέσαμε σε ανάκριση Αλβανού και χαίρετε,
η αποθέωση της ρόμπας, στη γεμάτη από κόσμο ταβέρνα όπου με έπιασε αυτό το stage-fright που λένε και οι Άγγλοι και ήμουν στο τσακα να την κοπανήσω-όντας ο πιο γραφικός πάντα με το λαπτοπ υπό μάλης-αλλά το ποτό με έπεισε να μείνω
και τέλος η κατάληξη σε φιλικό σπίτι όπου κορυφώθηκε η ποτο-φαγητο-κανταδο κατάσταση.
Τι μου έμεινε από την όλη φάση, σαν επιμύθιο να πούμε;
Μα πώς υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνεις γελοίος, αλλά άμα το κάνεις μαζί με άλλους 14, τσοντάρεις και λίγη μουσική, απαραιτήτως πολύ ποτό και πασπαλίσεις από πάνω λίγο αποκριάτικο πνεύμα, τότε μπορεί και να καταλάβεις πως είναι καλύτερα να είσαι αυθόρμητα καραγκιόζης από το να είσαι στημένα σοβαροφανής και σίγουρα έχει πιο πολύ-απείρως πιο πολύ-χαβαλέ!
9 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΤην παραπάνω φωτογραφία με τη σέξι μαθήτρια δεν τη βάζω γιατί ζήλεψα τις κινεζούλες του kinezes-trexoun-gimnes (εντάξει ίσως λίγο), ούτε για να κάνω φτηνό εντυπωσιασμό με μια all-time-classic αντρική φαντασίωση (εντάξει ίσως λίγο), απλά γιατί έρχεται γάντι στην παρακάτω αληθινή ανεκδοτική ιστορία που μου έφτιαξε το κέφι τον προηγούμενο καιρό που είχα τις μαύρες μου.
Είμαστε λοιπόν στην μια εκ των τριών καφετεριών που μένουν ανοιχτές στο νησί το χειμώνα (και πάλι καλά δε λέω;) και η κουβέντα πήγε στις στιγμές εκείνες που αισθανόμαστε αμήχανα μπροστά σε μια άβολη κατάσταση και πώς αντιδράμε (από το θέμα και μόνο της κουβέντας καταλαβαίνετε πόσο είχαμε μπαφιάσει) και νάσου πετιέται και μια καθηγήτρια που μας διηγήθηκε το εξής ωραίο:
-Είμαι που λέτε 1ο έτος στη Βιολογία, 1ο μάθημα συγκεκριμένα και πάμε στο εργαστήριο, καθόμαστε το λοιπόν πίσω από τα μικροσκόπια μας και μπαίνει μέσα ο καθηγητής για το μάθημα.
-Λοιπόν παιδιά πάρτε αυτό το πλαστικό με το βαμβάκι και βάλτε το στο στόμα σας, μετά τοποθετήστε το κάτω από το μικροσκόπιο, ρίχτε στο δείγμα και αυτό το μπλε υγρό από το φιαλίδιο δίπλα σας και πέστε μου τι βλέπετε…
Χαχα-χουχου εμείς και βουρ να το κάνουμε, του ρίχνουμε και το μπλε υγρό και βουτάμε το μικροσκόπιο να δούμε…ρωτάτε τι είδαμε; Μα καλά την Εντατική δε τη βλέπατε, τον Dr.House, το Grey’s Anatomy στην ξευτίλα; Μα που ζείτε; Λοιπόν είδαμε κάτι πολύχρωμα κερατάκια που όπως μας είπε περισπούδαστα ο προφέσορας ήταν λέει κυτταρικοί οργανισμοί από το άνω μέρος του στόματος κτλ κτλ,
να σημειώσω μόνο ότι όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά που έχουμε στο στόμα μας ήταν ακίνητα, ακούνητα και αγέλαστα, σαν την κίνηση το μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας ένα πράγμα, δηλαδή έτσι το νομίσαμε εμείς, έτσι μας τα εξήγησε και ο προφέσορας μέχρι που ακούμε μια κοπελιά (μακράν η πιο ωραία στην αίθουσα) να τσιρίζει:
-Ιιιιιχ τα δικά μου κουνιούνται!!!
Γυρνάμε έκπληκτοι στην κοπελιά και ο ακόμη πιο έκπληκτος προφέσορας να λέει:
-Δεν είναι δυνατόν κορίτσι μου οι κυτταρικοί οργανισμοί και μάλιστα αυτά τα δείγματα αποκλείεται να κουνιούνται διότι…
-Μα εγώ σας λέω κουνιούνται σαν τρελά! Ωχ λέτε να έχω κάποια ασθένεια και να μην το ξέρω;
Η αγωνία και η περιέργεια ήταν στο κατακόρυφο και όλοι κοιταζόμασταν με απορία και ίσως κάποιο κρυφό φόβο του τύπου «λες να έχουμε και εμείς τίποτα;», όλοι κρεμόμασταν πια από τον προφέσορα.
Τι να κάνει και ο δόλιος ο καθηγητής πάει, κοιτάει το μικροσκόπιο...αμέσως κοκκινίζει σαν παραβρασμένο πατζάρι, ξεροβήχει και λέει
-γκουχμ…λοιπόν…εεε…ξέρετε καλό θα είναι να μην παραλείπετε ποτέ την καθημερινή σας πρωινή στοματική υγιεινή, ιδίως…αν τέλος πάντων την προηγούμενη νύχτα είχατε…γκχμ…μια κάποια δραστηριότητα τέλος πάντων…δηλαδή τα…γκχμ…υπολείμματα καλό θα είναι να μην μένουν λοιπόν…-εδώ μας κοίταξε όλους απηυδισμένος- ας συνεχίσουμε το μάθημα, οι κυτταρικοί οργανισμοί που λέτε αποτελούνται από…,
Εδώ τελείωσε την ιστοριούλα η καθηγήτρια - είμαστε στην νησιώτικη καφετέρια πάλι – κοιταχτήκαμε για λίγο μεταξύ μας, αλλά όντας πονηρόμυαλοι μπήκαμε αμέσως στο ψητό έστω και χωρίς να είμαστε βιολόγοι…-
-Δηλαδή θέλεις να πεις ότι αυτά που κουνιόνταν ή πες καλύτερα κολυμπούσαν στο στόμα της λεγάμενης ήταν…
-Εμ τι άλλο;
Χαχαχαχαχχαχχαχαχα
-Έλεος!
-Τέρας διακριτικότητας ο καθηγητής πάντως!
…………………………………………………………………………………………
Τώρα αν εσείς δεν καταλάβατε τίποτα ή είστε αθώοι και απονήρευτοι άνθρωποι ή δε σκαμπάζετε γρυ από βιολογία.
Επιμύθιο: κυρίες μου (δε τολμώ να πω και κύριοι) η στοματική υγιεινή είναι το άπαν για ένα άτομο που την προηγούμενη νύχτα είχε μια τέλος πάντων κάποια δραστηριότητα που θα έλεγε και ο προφέσορας (γιατί εγώ θα έλεγα άλλα) και όπως και να το κάνουμε ρε αδερφέ, το καλό βούρτσισμα και ξέπλυμα του στόματος με γαργάρες καταπολεμά την τερηδόνα, εξαφανίζει την ουλίτιδα και πάνω απ’ όλα διώχνει τα απομεινάρια μια ημέρας ή καλύτερα νύχτας και στην περίπτωση μας, αποτρέπει την οιαδήποτε πρωτοετή φοιτήτρια βιολογίας που έχει 1η ώρα εργαστήριο από το να αισθανθεί άβολα που θα έλεγε και ο προφέσορας (γιατί εγώ θα έλεγα άλλα), άλλωστε η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά… αυτό και τέλος.
Πάντως για να είμαι και δίκαιος το γέλιο που έκανα με έβγαλε από τις σκοτούρες μου έστω και για λίγο οπότε χαλάλι…
Αλήθεια δε βρίσκετε τώρα ότι η φωτογραφία κολλάει γάντι στην ιστορία;
9 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΗ αλήθεια είναι πως ποτέ δεν είχα ξεχειμωνιάσει σε ένα τόσο μικρό μέρος, ακόμη και στο στρατό στο φυλάκιο θαρρώ πώς είχε περισσότερη κίνηση.
Η αλήθεια είναι ότι αν και ξέρω την λούμπα που κρύβει το να «κρίνεις εξ’ ιδίων τα αλλότρια» δύσκολα την αποφεύγω γιατί βλέπεις στην πραγματική ζωή είθισται οι λακκούβες με τα σκατά να κρύβονται κάτω από πλαστικά λουλούδια και να βλαστημάς αφού πρώτα πατήσεις μέσα
Είναι ψέμα ότι μου φταίει το έρμο το νησάκι, πάνω απ’ όλα φταίει το ξερό μου το κεφάλι και κάτι ντόπια τσακάλια εφάμιλλα των αθηναϊκών, με το βασικό πλεονέκτημα πως παίζουν εντός έδρας και ο διαιτητής είναι μιλημένος
Είναι αλήθεια ότι τα καλά και τα κακά έρχονται πάντα κοπαδιαστά, αλλά όπως λέει και ο ΑΡΚΑΣ «Η ΤΥΧΗ ΧΤΥΠΑΕΙ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΑΛΛΑ Η ΑΤΥΧΙΑ ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΥΠΟΜΟΝΗ»
Είναι ψέμα πώς το καθήκικο ρητό «υπάρχουν και χειρότερα» είναι παρηγορητικό για τον καθένα που πάντα θέλει τα καλύτερα και δε του αρκεί η δυστυχία των άλλων για να παρηγορηθεί
Στην τελική και αλήθεια και ψέμα και δυστυχία και ευτυχία εξαρτάται από τον καθένα πώς θα τα βιώσει, πώς θα τα αντιμετωπίσει και πώς θα τα χειριστεί…
τελικά κυρία Μανωλίδου μου τα παίρνω τα φράγκα ή τσου;
8 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΈμαθα στο Πανεπιστήμιο ότι η Ιστορία ακολουθεί κυκλική πορεία, κάνοντας ατελείωτους ομόκεντρους κύκλους απόλυτα όμοιους και απόλυτα διαφορετικούς μεταξύ τους, δηλαδή μοιάζουνε αλλά και δε μοιάζουνε, είναι κοντά αλλά ποτέ δεν τέμνονται και ποτέ δε συναντιούνται και όπως λένε και όσοι προσπαθούν να καλύψουν τη βλακεία τους μέσα από σοφές κουβέντες άλλων «εις τον αυτόν ποταμόν δις ουκ αν ενβεεις» (δε βάζω ποτέ πνεύματα αν και προσπαθώ να είμαι πνευματώδης).
Μετά η ίδια η ζωή μου το επιβεβαίωσε και το διάνθισε με αμπελο-θυμοσοφίες όπως «ο χρόνος δεν περνάει εμείς περνάμε», που συμπληρώνεται συνήθως με την αισιόδοξη διαπίστωση «ένα τίποτα είμαστε», ακόμη καλοπροαίρετες παρατηρήσεις «μα εσύ γκριζάρισες ρε φίλε ούτε ο Νικοπολίδης τέτοια κατάντια» (εξ οικείως τα βέλη φίλτατε mpriza), νοσταλγικά τραγούδια του τύπου «χρόνια που περνούν και δεν θα ξαναρθούν», ή ακόμη πιο νοσταλγικά στα όρια του παλιμπαιδισμού και της εποχής που είμαστε πιτσιρίκια με το «Έλα ν’αγαπηθούμε Νταρλινγκ» ή το Lambada.
Όπως και να έχει κάθε το δευτερόλεπτο περνάει αυτοστιγμεί από το παρόν, για να γίνει με τη σειρά του παρελθόν, καθώς βαδίζουμε σε ένα δυσδιάκριτο μέλλον (εκτός βέβαια και έχεις αγκαζε τη Λίτσα Πατέρα» και αυτή είναι η ουσία της Ιστορίας πέρα από πρώιμες-ύστερες-μέσες-νεωτερικές ή μεταμοντέρνες περιόδους που κατασκευάζουμε για να βρίσκουμε δουλειά οι γραφιάδες, για να πήζουμε τα παιδιά με χρονολογίες και για να κάνουμε τον καμπόσο «ξέρεις από πού είμαι εγώ ρε;».
Ο φόβος του μέλλοντος καλύπτεται μέσα από την επίγνωση του παρελθόντος.
Αν και η καλύτερη απόδοση του χρόνου ως έννοια πιστεύω ότι βρίσκεται μέσα από το αίνιγμα που είχε βάλει το Γκόλουμ στον Μπίλμπο (πριν ο Τόλκιν γίνει ψηφιακό τεχνούργημα και βρισκόταν μόνο μέσα στις χάρτινες σελίδες ενός βιβλίου),
This thing all things devours:
Birds, beasts, trees, flowers;
Gnaws iron, bites steel;
Grinds hard stones to meal;
Slays king, ruins town,
And beats high mountain down
Και μέσα σε όλα αυτά, νάσου και η κάθε Παραμονή Πρωτοχρονιάς να συμβολίζει αυτό το συμβολικό κλείσιμο ενός κύκλου Ιστορίας και το άνοιγμα ενός καινούργιου και βουρ τα ρεβεγιόν, τα πρωτοχρονιάτικα λαχεία (να θυμηθώ να πάρω ένα δε ξέρεις κάποιος μπορεί να έχασε την τύχη του), η τυχερή ποκερίτσα ή στην ξεφτύλα το ΠΑΡΤΑ ΟΛΑ, η φαγητοοινοποσία στα όρια του εμφράγματος και ότι παπαριά βάζει ο νούς «για το καλό της χρονιάς» πάντα.
Και πάνω απ’ όλα χείμαρρος ευχών οι οποίες καθότι και τζάμπα δε στοιχίζουν και όπως όλα τα τζάμπα είναι και εύκολες ενίοτε και άχρηστες αλλά πάνω απ’όλα για το καλό.
Οπότε Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά και Ευτυχές το Νέον Έτος 2009,
αλλά κυρίως – και αυτή είναι μια ακριβή ευχή- ΥΓΕΙΑ.
6 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΑγαπημένο τραγουδάκι του Τζιμάκου; Εγώ αβλεπτί ψηφίζω τη τραγουδάρα «…15.000 και 1 στραβάδια απολύομαι» και δώστε βάση στο στίχο παρακαλώ «…χανούμια και βαζέλες, όλο το έθνος προσκυνάει σώβρακα και φανέλες…» διαχρονικά σωστός (το Βούλγαροι το αποφεύγομε για να μη μας κυνηγάνε και με το δίκιο τους οι εν Βορείω Ελλάδα αδερφοί)!
Βασικά με αυτό το πόστ αναπαράγω μια φραπεδοκουβέντα που έκανα από φοιτητής ακόμη (η συζήτηση συνεχίζεται ακόμη σαν τις ανακριτικές της Βουλής ένα πράγμα), δηλαδή αν μια ομάδα ήταν κόμμα ποιό θα της ταίριαζε;
Εντάξει κάθε ομάδα με χιλιάδες, εκατομμύρια (ή και δισεκατομμύρια κατά τις αθλητικές φυλλάδες) οπαδούς σίγουρα έχει στις τάξεις της κάθε καρυδιάς καρύδι (είπαμε άλλωστε για φραπεδοκουβέντα)…
Ωστόσο υπάρχει και μια βάση σε αυτό, καθώς όποιος θεωρεί εαυτόν μέτοχο στην ιδέα της όποιας ομάδας αυτόματα ομαδοποιεί και τον εαυτό του σε μια κατηγορία (βάζελος, γαύρος, χανούμι κτλ) και κοίτα να δεις που αυτομάτως και ασχέτως με τη μόρφωση-παιδεία-κοινωνική θέση-επάγγελμα-φράγκα-χαρακτήρα που μπορεί να έχει, όταν νιώθει και συμπεριφέρεται ας πούμε σαν γαύρος, αποκτά όλα εκείνα τα κοινά (και υπέροχα) χαρακτηριστικά που μας καταξιώνουν ως γαύρους (είμαστε και το παινευόμαστε).
Τα κόμματα που κολλάνε τώρα; Μα κάθε ομάδα έχει μια αύρα, ιστορία και χαρακτήρα, η οποία προσομοιάζει έντονα με πολιτικά κόμματα και κοινωνικά κινήματα…
με βάση λοιπόν τα παραπάνω η φραπεδοετυμηγορία κατέδειξε ότι:
Ολυμπιακός ή αλλιώς το ΠΑΣΟΚ του ποδοσφαίρου, με μια γερή δόση ΚΚΕ. Ομάδα πλειοψηφίας όπως είναι το ΠΑΣΟΚ και όλα τα αριστερά κόμματα μαζί, έχει ως βάση τα χαμηλά λαϊκά στρώματα, έδρα το λιμάνι της χώρας Πειραιά και για πολλά χρόνια ήταν κάτω από τη σκιά της Αθήνας και των πρωτευουσιάνων-ΑΛΛΑ-με χαρισματικούς ηγέτες (δικός του Ανδρέας ο Γουλανδρής) και μπαλαδόρους παίκτες (να μη συγκρίνω τον Σιδέρη ας πούμε με Λαλιώτη δεν κάνει), έφτασε στην κορυφή-όπως το ΠΑΣΟΚ, λατρεύτηκε-όπως το ΠΑΣΟΚ και διεφθάρη-να μη το γράψω καθότι και αυτονόητο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το τελευταίο κυβερνητικό σχήμα του ΠΑΣΟΚ με Λοβέρδο, Πάγκαλο και Σημίτη (εντάξει ο τελευταίος στο πιο soft) τελείωνε γρήγορα τα υπουργικά συμβούλια για να προλάβει Θρύλο στο Τσάμπιονς Λίγκ (και τι κατάλαβαν εδώ που τα λέμε;).
Το ΚΚΕ τώρα φαίνεται στο χρώμα (παθιάρικα όντα πώς να το κάνουμε), στο σύνθημα ΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΟΜΜΑ-ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΟΜΑΔΑ, στην ιστορία (αντάρτες του ΚΚΕ σκοτωθήκανε φορώντας φανέλα του Ολυμπιακού), στο φετίχ του πανίσχυρου πατερούλη, τσάρου, Γ.Γ., ή αλλιώς του χο-χο-χο Κόκκαλη που ξαγρυπνάει για μας στο Κρεμλίνο/Ρέντη και ακόμη σε εκλογές ανάδειξης μελών, επιτροπών, συμβουλίων και δε συμμαζεύεται με σταλινικά ποσοστά 99% έτσι για να δείξουμε την (και καλά) επίφαση της συμμετοχικότητας και δημοκρατίας.
Περιοχές κόκκινες πολιτικά τε και ποδοσφαιρικά είναι ο Ρέντης, το Πέραμα, η Δραπετσώνα, τα Ταμπούρια, η Κοκκινιά (όνομα και πράγμα) η Νίκαια και ο Κορυδαλλός (αυτός που είναι στην απ’ έξω, για τον από μέσα μη πάρω και όρκο)
Κοινώς ο Θρύλος είναι η αριστερά του ποδοσφαίρου και ουσιαστικά η 1η ομάδα στην Ελλάδα, πιστή στο δόγμα «μέσα πάμε καλύτερα» και τίγκα στις αντιφάσεις: λατρεμένη από τους οπαδούς-μισημένη (μέχρι αηδίας) από τους εχθρούς, μόνιμα πρωταθλήτρια-καρεκλοκένταυρος της εξουσίας, αίσθημα δυναμισμού-αίσθημα αλαζονείας, δύναμη στο προσκήνιο-παντοδύναμη στο παρασκήνιο κ.α.
Εγώ πάντως αγαπάω την ομάδα μου με τα ελαττώματα της.
Παναθηναϊκός, δηλαδή η παλιά καλή μας δεξιά, που από μια κακή τύχη και μόνο δε φοράει γαλάζια (που είναι και εθνικό χρώμα) αλλά όπως είχε δηλώσει και ο αλήστου μνήμης πρόεδρος του-Άγγελος Φιλιππίδης-λατρεύω το πράσινο, εκτός φυσικά από αυτό του ΠΑΣΟΚ.
Και επειδή ακούω τώρα τους από ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και λοιπούς βάζελους να ωρύονται και να μου λένε για Τσίπρα (αν και αυτόν λόγω γηπέδου τον βλέπω να τρώει πόρτα) ή Κανέλλη, Κουλούρη, ή Λιάπη, το θέμα δεν είναι μόνο τα μεμονωμένα άτομα, το θέμα είναι ο αέρας της ομάδας συνολικά:
Έχουμε και λέμε, προπαντός σοβαρότης, οίκος παλαιός, ιδρυθείς το 1908 από καθαρόαιμους γκάγκαρους, κολεγιόπαιδες ευκατάστατους Αθηναίους (δε σου πάει ας πούμε το μαουνιέρηδες), άλλωστε και ο τελευταίος Αθηναίος τότε δια της ομάδας του διατηρούσε (και όσο και αν είναι αστείο και παρωχημένο σήμερα πια) και ακόμη διατηρεί ένα αέρα πρωτευουσιάνικης υπεροψίας, μια υποψία αριστοκρατίας, μια ανωτερότητα ρε παιδί μου-και άμα εδώ κολλήσεις το στυλ του (γέρου) Κωνσταντίνου Καραμανλή-έπεσες μέσα,
Ακόμη ομάδα που αιώνια καυχιέται (και θα καυχιέται) για τις ευρωπαϊκές της περγαμηνές, θυμιατίζοντας μονίμως το Γουέμπλει/Ένταξη στην ΕΟΚ…ναι δε λέω αλλά το-φρέσκα κουλούρια φωνάζει ο κουλουράς-φαίνεται ότι τόσο στη Ρηγίλλης όσο και στην Λεωφόρο έχει ξεχαστεί,
Με άλλα λόγια η ομάδα των πλουσίων, των πρωτευουσιάνων και των «παλιών» που κάνει και τον πιο φτωχό, επαρχιώτη, νέο οπαδό της να αισθάνεται…πώς το έλεγε και η διαφήμιση; Σαν να πληρώνεις τον αέρα που αναπνέεις ένα πράγμα…
Πάρε άλλωστε και τις περιοχές-εκλογικές περιφέρειες που παρεπιδημεί, με έδρα, κάστρο απόρθητο και οχυρό Ρούπελ φυσικά την Α’ Αθήνας…τι να λέμε τώρα εδώ κοτζάμ Μερκούρη έφαγε κόκκινο, ακόμη με κλασσική (σφηκο) φωλιά το Γκύζη, τη Ζωγράφου και του Παπάγου…
Για υπουργικό συμβούλιο με Καραμανλή, Σουφλιά, Παυλόπουλο, Βουλγαράκη και δε συμμαζεύεται τι να πεις; Τύφλα να έχει η θύρα 13…
Πάμε τώρα και στο συμπαθή Τρίτο της παρέας (πώς λέγαμε κάποτε Τρίτος Δρόμος;) στον Συνασπισμό, ακόμη στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά και στους πράσινους οικολόγους που μαζί με έναν αέρα προσφυγιάς μας δίνει την Ατλέτικο Μαδρίτης της Ελλάδος, δηλαδή την ΑΕΚ. Εξουσία και τίτλοι με το κιάλι μεν, αλλά να διατυμπανίζεται η ηθική ακεραιότης, η εντιμότης και το αδιάφθορον του ανδρός δε –εδώ που τα λέμε άμα δεν πιάσεις και κορυφή-εξουσία-δύναμη πώς και γιατί να διαφθαρείς;
Έχουμε και λέμε, ωραία μπάλα, ντελικάτοι ποδοσφαιριστές (βγάλε έξω εκείνο το αρχι-τσεκούρι τον Βάϊο Καραγιάννη) και μόνιμη αντιπολίτευση, αντίδραση και αντικαθεστωτική δράση, επίσης συναυλίες, πορείες, κινητοποιήσεις, άρθρα επί αρθρών, αντιρατσιστικά συνθήματα, αντιπολεμικοί αγώνες (όπως ας πούμε στη Γιουγκοσλαβία με τους βομβαρδισμούς), ΑΛΛΑ από μπάλα, γκολ ουσία και εξουσία έχει να παίξει και να κερδίσει τουλάχιστον από το 1996 και πίσω.
Τελευταία όμως είναι ανεβασμένοι αμφότεροι, αν και σύμπραξη ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, για διακυβέρνηση δύσκολο μεν αλλά όχι και ακατόρθωτο, ενώ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ-ΑΕΚ συμπρωταθλητές απλά άκυρο, βλέπεις το ποδόσφαιρο σε κάποια πράγματα είναι σαφώς πιο σοβαρό από την πολιτική.
Τέλος πάμε στον ΠΑΟΚ όπου πια δεν έχουμε να κάνουμε με κόμματα (υπεράνω βλέπεις) αλλά με καταστάσεις, δηλαδή Παναγιώτης Ψωμιάδης. Ομάδα τοπική, μακεδονομάχισσα και Θεσσαλονικοκεντρική δε θα μπορούσε να υπακούει σε ένα και μόνο κόμμα ή κίνημα, αλλά πάνω απ’ όλα είναι ο εαυτός της και σε όποιον γουστάρει.
Μωσαϊκό πολλών πραγμάτων άκρως αντιφατικών, δηλαδή λαϊκή, αριστερή, προσφυγιά, αλλά και πνεύμα ανωτερότητας, αλαζονεία για τους συντοπίτες ΑΡΗ και ΗΡΑΚΛΗ και κατεστημένο και παράδοση όσο δεν πάει. Ο ΠΑΟΚ όπως και ο Ψωμιάδης δεν παίζουν μπάλα όταν βγαίνουν από τη Θεσσαλονίκη, τι μπάλα δηλαδή που χάνουν τα αυγά και τα πασχάλια ακόμη και από ερασιτεχνικές ομάδες και πολιτικούς (φέτος μόνο πάει κάτι να γίνει), αλλά εντός έδρας είναι άλλο πράγμα, είπαμε Θεσσαλονικάρχες μέχρι κεραίας.Τέλος κόλλημα τρελό με την ομάδα, μούρλια και άφθονα χάπενινγκ κάνουν αυτή την ομάδα και αυτό τον πολιτικό τόσο ιδιαίτερα φαινόμενα…
Αυτά εν ολίγοις (που να’ τανε και εν πολλοίς δηλαδή) για το ποια πολιτική-κομματική-προσωπική ταυτότητα έχουν οι ομάδες, οι οπαδοί τους και τα πιστεύω τους κατά τη γνώμη μου πάντα.
Πάντως το ποδόσφαιρο προσφέρει τουλάχιστον και μια αίσθηση συλλογικότητας, ενώ η πολιτική πια σε απωθεί…
ΘΡΥΛΕ ΓΕΡΑ ΜΕ ΤΣΑΜΠΟΥΚΑ
για να μην ξεχνιόμαστε κιόλας ε;
3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο«Σφαίρες λέει αντηχούν στην Πατησίων…
μα χρόνια είχε τέτοιο πράγμα εκεί να ακουστεί,
μια και Ειδική Φρουρά εδρεύει πλησίον
ή μήπως αυτό άραγε να έφταιγε από την αρχή;
-Εντάξει κρίμα μεγάλο δε διαφωνώ,
απαράδεκτο το όπλο σε μαθητή να στραφεί,
γονιός είμαι και εγώ και το γονιό συμπονώ
αλλά ας μη προκαλέσουμε και κρίση κοινωνική!
-Ακούς τι λες…ακούς αλήθεια;
Εδώ μιλάμε για πόλεμο, για αναβρασμό
και εσύ μιλάς για κακοήθεια;
Το όπλο φίλε δεν ήταν τυχαίο είχε σκοπό!
-Δεν το πιστεύω, αλλά πάλι να διαλύσουμε το σύμπαν όλο;
Να έχουμε κι άλλα θύματα κι άλλη βία;
Και πότε σε έβαλα της Δικαιοσύνης εσένα μισθοφόρο;
Ρωτάς ρε πώς πληρώνουνε τα μαγαζιά την εφορία;
-Λόγια κούφια, λόγια κενά και μικροαστικά,
με ρωτάς όμως και για της ελπίδας μου το μαγαζί;
Και για το πώς παλεύω μες της κοινωνίας τα σκατά
που για να βρω την ευτυχία πρέπει να κάνω ριφιφί;
-Το θέμα είναι να μη σταθούμε
σε ένα ατυχές συμβάν…
-Όχι το θέμα είναι να κερδίσουμε
τη Ζωή που μας χρωστάν…
Κάποτε είχα διαβάσει σε ένα τοίχο πανεπιστημίου ένα γκράφιτι που έλεγε: «Γιατί να κατηγορούνε το ρεύμα για την ορμή του και όχι τις όχθες που το περιορίζουν;», …η αλήθεια είναι πώς ενώ φοβάμαι πολύ αυτή την αρμαγεδδωνική εικόνα, δε μπορώ ωστόσο να παραγνωρίσω την συντριπτική δύναμη της.
ΥΓ.1. Όταν έβλεπα σε υπότιτλο της τηλεόρασης ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ Η ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ήξερα πώς αν αυτό γινόταν στ’ αλήθεια, ένα κομμάτι από τις σπουδές μου, τη δουλειά μου και τις αξίες μου, με λίγα λόγια ένα κομμάτι της ζωής μου, θα καιγόταν αντάμα.
ΥΓ.2. Το θέμα στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι στην ουσία δεν υπάρχει πια θέμα, καθώς όταν αισθάνεσαι ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΣ από τη βία, την αναλγησία και την διαφθορά που αγγίζει κάθε πτυχή της καθημερινότητας σου (μας) δηλαδή όσα ακαδημαϊκά και πεζά ορίζονται ως συμ-πτώματα κοινωνικής παθογένειας, τότε δε νοιάζεσαι πια για τη ζωή αλλά για την επιβίωση, τότε δε σκοτίζεσαι για το “εμείς” παρά μόνο για το “εγώ” και τότε δεν ελπίζεις-πιστεύεις-προσμένεις σε κάτι καλύτερο (ιδεολογία, κίνημα, κουλτούρα) αλλά καταλήγεις αβίαστα στο ότι όλα είναι σκάρτα και κανείς και τίποτα δεν αξίζει.
ΥΓ.3. Το μόνο αισιόδοξο είναι ότι μόνο όταν πιάσεις πάτο μπορείς να αρχίσεις ξανά να ανεβαίνεις και σίγουρα το πιο σκοτεινό σημείο της νύχτας είναι λίγο πριν το ξημέρωμα…αλλά είμαστε όντως προς πάτο μεριά ή έχουμε ακόμη τράτο; Και αυτή η ρημάδα η καινούργια ημέρα πόσο κοντά (ή μακριά) να είναι άραγε;
- Στείλε ΣχόλιοΈχω ένα φιλαράκι από τα παλιά γυμνασιακά χρόνια, κιθαρίστα πρώτης, με τον οποίο είχαμε τέλεια χαθεί για καμιά 10αρια χρόνια και τον τράκαρα τις προχτες έξω από την Πειραιώς. Μετα τα ματς μουτς (που λέει ο λόγος) τα τυπικά, χάθηκες-χάθηκα-χαθήκαμε (δε ξέραμε τότε βλέπεις ότι η ζωή η ίδια είναι ένα μεγάλο παιχνίδι κρυφτού που σε κάνει να χάνεσαι όχι μόνο από τους άλλους αλλά ενίοτε και από τον εαυτό σου), καθόμαστε το λοιπόν σε μια αδιάφορη καφετέρια (από εκείνες που λειτουργούν για τις δημόσιες υπηρεσίες) και ούτε λίγο ούτε πολύ βγάλαμε μέσα σε 1 ώρα γεγονότα μιας 10ετιας. Αφήνω κατά μέρος τα δικά μου, ο Γιώργος λοιπόν επαγγέλλεται πια μουσικός…
-Τι λες ρε παιδί μου, βέβαια ήσουν από τα τότε πρώτη κιθάρα αλλά εσένα δε σε ψήνανε να γίνεις δικηγόρος ή κάτι τέτοιο;
-Ναι ρε Κώστα αλλά άμα γουστάρεις κάτι δε πα να λένε ότι θέλουν, με φαντάζεσαι ας πούμε εμένα δικηγόρο;
-Για να πω την αλήθεια ούτε κατά διάνοια και τώρα που δουλεύεις;
-Ήμουν σε ένα συγκρότημα ροκάδικο φυσικά (δε θυμάμαι πώς το είπε) αλλά γίναμε μπίλιες, τσακώθηκα και με την τραγουδίστρια που ήταν και γκόμενα μου και τώρα κάνω αγρανάπαυση, έχω κάνει άλλωστε μια καλή καβάτζα
-Ωραίος
-Να πω την αλήθεια για αυτή τη καβάτζα έχω και λίγες τύψεις καθώς τα φράγκα τα κονόμησα σε κάτι σκυλοτουρ σε κάτι σκυλομάγαζα και σε κάτι σκυλοτράγουδα άλλο πράγμα, αφού στο τέλος από το πολύ γαβ-γαβ μου άνοιξε η όρεξη για Friskies...
-Αυτά είναι τροφή για γάτες αλλά κατάλαβα που το πάς και πώς αλήθεια σου προέκυψε αυτό;
-Να κάτι αφραγκίες στην αρχή, βρέθηκε ένας γνωστός και πήγαμε σε κάτι αρπαχτές στη Λαμία, εκεί πήγαμε καλά και χωρίς να το καταλάβω έκανα το Ταξιδεύοντας την Ελλάδα αλά μπουζουκόνυχτα και (αυτό σε παρακαλώ να μείνει μεταξύ μας) σε πανηγυροκαταστάσεις, μπλιαχ!
-Και καλά εσύ δεν έλεγες από τότες ότι και καλά ο καθένας και ιδιαίτερα ο μουσικός πρέπει να κάνει αυτό που αισθάνεται, τον εκφράζει και γουστάρει αλλιώς και δυστυχισμένος θα’ναι αλλά ούτε και καλός στη δουλειά του…
-Αυτό είναι το περίεργο ρε συ Κώστα ήμουν πολύ καλός και στην εκτέλεση αλλά κυρίως στη δημιουργία σκυλοτράγουδων, εσύ τώρα πώς στα κομμάτια το εξηγείς αυτό; αφού με παρακαλάνε γονατιστοί ακόμη και τώρα να συνεχίσω, αλλά είπα φτάνει πια νισάφι!
-Μήπως είσαι σκυλάς και δεν το έχεις καταλάβει ; Άντε βρε να σε δούμε και ντουέτο με τη Θώδη-
Εδώ ο Γιώργος μου έριξε ένα τέτοιο βλέμμα που κατάλαβα ότι στο τσάκ ήταν να με Θωδοστείλει (για ένα ροκα/έντεχνο αυτό ισούται με το αντε και…)-οπότε είπα να τον καλμάρω με κοινοτοπίες όπως πλάκα κάνω (που δεν έκανα), συνέχισε να κάνεις αυτό που πιστεύεις και όλα θα πάνε καλά (που δεν το πιστεύω) και στείλε μου κανα δείγμα της δουλειάς σου ρε φίλε να σου πω τη γνώμη μου (που όντως το θέλω). Όχι για να μη χαλάσω την γυμνασιακή μου φιλία, αλλά γιατί του έχω μια παλιοσυμπάθεια του κιθαράκια καθότι και ντόμπρο-αυθεντικό-σωστό παιδί.-
Και όχι μόνο αυτό αλλά η κουβέντα αυτή με έκανε να εμπνευστώ το ακόλουθο μνημειώδες έπος με τίτλο ΚΑΨΟΥΡΟΤΡΑΓΟΥΔΑ:
«Μου δώσανε προχτές παραγγελιά
να γράψω λέει για της νύχτας τα σκυλιά
στην αρχή δίστασα δεν μου ακουγότανε καλά
την Τέχνη εγώ να πουλάω; Εγώ;-Αλλά;
Μόνο πολιτισμού ήθελα να γράφω αράδες
αλλά όπως έλεγε και ο Γιοκαρίνης,
αν δεν το κανα…
θα τρώγαμε παπάδες
Σκέφτηκα στην αρχή
με καψούρα να αρχίσω
και με τσιφτετέλια τουρκογύφτικα
τον έρωτα να υμνήσω
Και έτσι άρχισα την ανίερη δουλειά μου
«Δυο μαύρα μάτια καίνε τη ζωή μου!
Δυο μαύρα μάτια τυραννάνε την ψυχή μου!
Μια τσιγγάνα μου κλεψε την καρδιά μου!
Μια τσιγγάνα πήρε την καρδιά μου…»
«Δεν είναι κακό ρε συ μόρτη
-είπε το σκυλοαφεντικό-
αλλά να το κάνεις γίνεται ακόμη πιο καψουρικό;»
-Ότι πεις εσύ αφεντικό-
«Αγάπησα εσένανε
μα ήσουν στην αμαρτία!
Και η καρδιά σου μαύρη ήτανε
από την απληστία»
«Δεν είναι κακό ρε συ μόρτη
-είπε το σκυλοαφεντικό-
αλλά να το κάνεις γίνεται ακόμη πιο καψουρικό;»
-Ότι πεις εσύ αφεντικό-
«Μια γυναίκα με έκανε
και χάλασα το σπιτικό μου!
Ααααχ μια γυναίκα με έκανε
και βρήκα το κακό μου!
Ερωτεύτηκα και πλήρωσα
εγώ τον έρωτα μου…
με τη ζωής μου την ανέχεια
και με τα δυό παιδιά μου»
Μάγκα μου μεγάλος είσαι στιχουργός!
Μπροστά σου χλομιάζει ως και...
ο Φώντας ο υδραυλικός,
ξέρεις από τα Ταμπούρια ο δημιουργός!
Και ενώ τσέπωνα τα τριάκοντα αργύρια,
θυμήθηκα της μουσικής το δάσκαλο μου
και σκέφτηκα πώς άμα με έβλεπε-συμφορά μου-
θα μου σουρνε τα μύρια!
Πάντα μου έλεγε, «η μουσική είναι παντού,
είναι στα δέντρα, στης πόλης τα στενά ακούς;
Αλλά πάνω απ’ όλα είναι μέσα στην ψυχή σου
τετριμμένο θα μου πεις αλλά ψυχή είναι η μουσική σου
Μια σου αφήνω παραγγελία,
μην ευτελίσεις τη μουσική Ηλία!
Αν θέλεις λεφτά καλά και σώνει
πήγαινε και δούλεψε μακάρι και γκαρσόνι
Η δουλειά δεν είναι ντροπή,
ρώτα με και εμένα,
που από λιμενεργάτης ως κηπουρός στο Πέρα
έχω δουλέψει πηλοφόρι εγώ, πέρα ως πέρα
Αλλά αν την μουσική σου πουλήσεις,
και γελοιοποιήσεις…
Όμοια και την ψυχή σου εσύ
θα ποιήσεις!»
Αυτή μου άφηνε ο δάσκαλος ορμηνεία
όταν της Τέχνης μου παρέδιδε τα ηνία,
ναι αλλά ξέχασε μου φαίνεται το σοφό
εκείνο ντε το ρωμαϊκό ρητό
Που λέει «primum vivere…
….et deinde philosophari! »
Παναπει δηλαδή πώς πρώτα να φάμε κοιτάμε
και ύστερα την Τέχνη να νογάμε
Ή όπως λέει και ο λαός
νηστικό αρκούδι χορεύει;
Αμ δε που χορεύει!
Και αφού κοτζάμ αρκούδι δεν χορεύει…
Γιατί και ο μουσικός θα πρέπει να νηστεύει;
Όταν εγώ να δουλέψω πρέπει
βγάζω από τους στίχους μου το σπιτικό γιουβέτσι.
Και όταν την ψυχή μου τέρψη θέλει
βγάζω από τους στίχους μου τις μαγικές μου λέξεις
Πώς λέμε από δώ η σύζυγος
από δω το αίσθημα μου;
Έτσι λέω και εγώ, από δω το επάγγελμα
και από εδώ η καρδιά μου»
Τελικά το επάγγελμα μουσικός έχει πολλές τρύπες που ούτε καν τις φαντάζεται κάποιος όταν ξεκινάει…
8 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΠριν από καμιά βδομάδα, και με τον καιρό να είναι σε τέμπο παρατεταμένου καλοκαιριού, κανονίστηκε να πάω ομού με την δημοσιουπαλληλική παροικία του νησιού για μπανάκι στη θάλασσα και συγκεκριμένα σε ένα δημοφιλή και κοσμοπολίτικο (το καλοκαίρι και για τα μέτρα του νησιού μιλάμε πάντα) κόλπο.
Έλα μου όμως που στο συγκεκριμένο ΘΑΛΑΣΣΙΟ (για να μη γίνονται και παρεξηγήσεις και είμαι και ηθικό άτομο δε κάνει) ΚΟΛΠΟ τον περασμένο Μάη μου ήρθε ένας ΚΟΛΠΟΣ (ουχί θαλάσσιος) άλλο πράγμα.
Η θάλασσα ήταν ακύμαντη σα γιαούρτι, ο ήλιος έλαμπε, τα πουλάκια τραγουδούσαν, τα τηγανητά καλαμαράκια μοσχοβολούσαν, με άλλα λόγια ένα σκηνικό βγαλμένο θαρρείς από τα παλιά διαφημιστικά σποτάκια του ΕΟΤ και βουρ στον πατσά δηλαδή στο μακροβούτι.
Ανοίγομαι το λοιπόν χαζεύω από τα μακριά κάτι ξεπλυμένες Αγγλίδες από εκείνες που σου’ρχεται να τις ρίξεις ένα χέρι μπογιά έτσι για να πάρουν λίγο χρώμα και εκεί που παίρνω και βαθαίνω ακόμη περισσότερο, ξαφνικά στα 5 μέτρα δεξιά μου ακούω ένα φύσημα, ένα παφλασμό και γυρνώντας έντρομος βλέπω ένα μεγάλο σκούρο πράγμα να αναδεύεται στην επιφάνεια και κάτι σαν φτερούγι να ξεπροβάλλει απειλητικό.
Λένε τώρα ότι σε αυτές τις περιπτώσεις βλέπεις το φιλμ της ζωής σου να ξεπροβάλλεται εμπρός σου, αλλά ο δικός μου προβολέας θα ήταν μάλλον χαλασμένος γιατί το μόνο που αισθάνθηκα ήταν ένα παραλυτικό πάγωμα από την κορφή μέχρι τα νύχια, στα αυτιά μου άκουγα εκείνη τη φοβερή μελωδία με το βιολί ταρανανανανα από τα JAWS που προοιώνιζε την επίθεση του ασπρόμαγκα του καρχαρία και ούτε να βγάλω κιχ δεν πρόκανα.
Και ενώ προετοίμαζα τον εαυτό μου για ένα σκηνικό που θύμιζε λίγο σπλάτερ β’ διαλογής, λίγο national geographic, ξάφνου ξεπρόβαλλε το άσχημο ερπετοειδές σουλούπι μιας θαλάσσιας χελώνας που φυσικά αδιαφόρησε τέλεια για την αφεντιά μου, το πτερύγιο μετατράπηκε σε καβούκι και ο φόβος μου σε μια διάθεση να το βάλω στα γέλια.
Βέβαια μέχρι το σήμα του εγκεφάλου που έλεγε, ότι ο κίνδυνος πέρασε καθότι οι θαλάσσιες χελώνες αντίθετα με τα ζόμπι είναι χορτοφάγες (βασικά παμφάγες αλλά όχι και ανθρωποφάγες και αλήθεια το θυμάστε το θριλεράκι;), να περάσει και στο υπόλοιπο σώμα πέρασαν κάποια λεπτά και αφού πρώτα βλαστήμησα τη χελώνα μέχρι 10η γενεά και της ευχήθηκα ολόψυχα να γίνει χελωνόσουπα (είναι περιπτώσεις τελικά που η οικολογική συνείδηση πάει περίπατο) μάζεψα τα συντρίμμια μου και βγήκα όπως όπως στην ακτή.
Εκεί τα Αγγλάκια τσιρίζανε –look dear a tortoise is not it marvelous? Και λοιπές αηδίες αλλά εγώ δεν είχα όρεξη ούτε να χαζολογήσω (πράγμα σπάνιο για μένα) και βλέποντας ένα γνωστό μου ψαρά τονε ρώτησα:
-Ρε συ Μηνά τι χελώναρος είναι τούτος και με κοψοχόλιασε;
-Για το Διονυσάκη λες ή για την Ελευθερίτσα;
-Δε την γύρισα από κάτω για να τη δω, καλά ρε πλάκα μου κάνεις;(Παρένθεση: αλήθεια ρε παιδιά αν κάποιος ξέρει πώς ξεχωρίζεις μια καρέτα αν είναι Διονυσάκης ή Ελευθερίτσα να μου το πει και πολύ θα με υποχρεώσει)
-Καθόλου αυτές οι χελώνες είναι σχεδόν μόνιμες στον κόλπο και τις κάνουμε χάζι και τους πετάμε και τα απόψαρα από τα δίχτυα, πρόσεξε μόνο μη πας να τις χαϊδέψεις γιατί πετάνε κάτι δαγκωσές ξεγυρισμένες…
Εκεί λοιπόν πρωτογνώρισα τον Διονυσάκη ή την Ελευθερίτσα και συνηθίσαμε τόσο ο ένας τον άλλο (δηλαδή εγώ, γιατί ο Διονυσακησελευθερία ζήτημα και αν ξόδεψε ένα δράμι χελωνήσιας σκέψης για μένα) τόσο που κολυμπάγαμε σε απόσταση λίγων μέτρων και σημασία μηδέν, λες και ήμασταν συγγενείς που δε μιλιόμασταν για κληρονομικά.
Συμπέρασμα ο φόβος όντως είναι στο μυαλό μας και σίγουρα δεν έχουμε να φοβηθούμε παρά μόνο το φόβο και η λογική σκέψη σε συνδυασμό με την καθημερινή τριβή απομυθοποιεί τα πάντα (ακόμη και του ΚΟΛΠΟΥΣ)… ναι αλλά όλα αυτά μετά, γιατί όταν είναι η στιγμή που κάτι φαίνεται να μετουσιώνεται στο χειρότερο σου εφιάλτη και εκείνος ο αρχαίος θεός ο ΦΟΒΟΣ παρέα με το ΔΕΙΜΟ (και ουχί Δήμο) σε παίρνουν στο κατόπι, τότε κάθε λογική σκέψη, σύνεση και ψυχραιμία πάνε περίπατο εκτός βέβαια και έχεις αντί για αίμα γιαούρτι ή είσαι πολύ έξυπνος ή πολύ ηλίθιος για να φοβηθείς, καθόσο όλοι οι υπόλοιποι που αποτελούμε και την σιωπηρή πλειοψηφία είμαστε στο:
Κι ένα βυθό για κρεβάτιπου τραγούδαγε και η Ελευθερίτσα (η Αρβανιτάκη) στο ΦΟΒΑΜΑΙ (αντάμα με τις Ρόδες).
Επανερχόμαστε λοιπόν και στον Αυγουστονοέμβριο των περασμένων ημερών όπου όλη η νησιωτοπαρέα βουτάμε στα ομολογουμένως μπούζι νερά για να χαρούμε αυτές τις πρώιμες αλκυονίδες
-Χάρμα (μακράν το πιο τετριμμένο, μικροαστικό και πολυφορεμένο επίθετο για τη θάλασσα) δεν είναι;
-Μα και βέβαια υπέροχα…έξοχα…καταπληκτικά………….και άλλες τέτοιες αηδίες μια και κανείς δεν κόταγε να παραδεχθεί ότι ήταν τόσο κρύα όσο και τα αστεία του Χατζηνικολάου ή και ακόμη πιο πολύ…πολλώ δε μάλλον και εμείς οι άντρες που από τη φύσει είμαστε γεννημένα κομάντα, δε κρυώνουμε-πονάμε-κουραζόμαστε και τα συναφή.
Και ενώ όλοι το παίζαμε άνετοι και ωραίοι νάσου και σκάει μύτη ο Διονυσακησελευθερία κάνοντας μια μεγαλειώδη είσοδο με ένα ΠΛΑΦ!!!
Εκεί χασκογέλασα με τα ΑΑΑΑΧΧΧ τι είναι τούτο;;; Των υπολοίπων και βρήκα την ευκαιρία να το παίξω ράμπο
-Παιδιά ηρεμήστε μια θαλάσσια χελώνα είναι μόνο…και κολύμπησα τάχαμου άφοβα κοντά στο θαλάσσιο ερπετό-όχι βέβαια και τόσο κοντά ώστε να με δαγκώσει.
Αμέσως ανέβηκα πόντους στην εκτίμηση των γυναικών που μόλις κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να γίνουν μεζεδάκια, κοίταξαν τη χελώνα με μια μητρική τρυφερότητα και φωνούλες όπως:
άχου το καημένο το ζωάκι και εμείς που το πήραμε από φόβο, καλέ αυτός είναι γλύκας, παιδιά να του βγάλουμε ένα όνομα, να το ταΐσουμε...
και εκεί που ήταν έτοιμες να του βάλουν και λουράκι στο λαιμό ο/η χελώνα βαρέθηκε με την πάρτη μας και έδωσε μια και χάθηκε στα βαθειά (οι οποίες καρέτες σε αντίθεση με τις στεριανές ξαδέρφες τους είναι γρήγορες σαν τη καινούργια BMWμπα).
Οι λοιποί άντρες της παρέας αστεΐζονταν και καλά για να κρύψουν την απύθμενη δειλία τους μπροστά στον κίνδυνο, προσπαθώντας-μάταια είναι η αλήθεια- να προστατέψουν την τσαλακωμένη εικόνα του κομάντο και με κοίταζαν με κρυφή ζήλια.
Εγώ φυσικά άρχοντας, τσίφτης και καραμπουζουκλής πια, ήμουνα στο τσάκα να πάω να σκοτώσω μακάρι και τον κακό δράκο και όπως και να έχει οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Διονυσάκηελευθερίτσα για το free promotion αλλά και το δίδαγμα που μου έδωσε απλόχερα αν και αθέλητα (φαντάζομαι δηλαδή)…
ότι το θέμα δεν είναι να φοβάσαι (αυτονόητο)
ΑΛΛΑ
το θέμα είναι πώς να διαχειρίζεσαι τον φόβο σου
και φυσικά πώς να εκμεταλλεύεσαι και το φόβο των άλλων (και εντάξει αυτό το τελευταίο είναι ολίγον τι καθήκικο το ομολογώ αλλά δυστυχώς συμβαίνει παντού και πάντα).
6 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΜετά από μισό και βάλε χρόνο αποκέντρωσης και συνεχούς τριβής με τα λοιπά ρετάλια-παρντόν τους δημοσίους υπαλλήλους και τις υπηρεσίας τους, κατέληξα στα παρακάτω συμπεράσματα και κατηγοριοποίηση τους κατά σειρά τριβής:
1. Η κοινότητα των εκπαιδευτικών, ούσα η πολυπληθέστερη και οχληρότερη παρουσία στο νησί διαβαθμίζεται εις 2 υπο-κατηγορίας:
i. Στους 2 βάθμιους κοινώς γυμνάσιο-λύκειο καθηγητάδες, μια χορεία ψημένων στα βάσανα του φροντιστηρίου 30κάτι τυπάδων που περάσανε με την 3η τον γραπτό του ΑΣΕΠ και που τώρα απολαμβάνουν τους καρπούς του 8:30-13:30 ωραρίου και των 2 βασικών λόγων που έχει κάποιος κατά νου για να επιλέξει αυτή τη δουλειά, ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι; Μα φυσικά ο Ιούλιος-Αύγουστος, βάλε και τα 15νθημερα Χριστούγεννα, Πάσχα και έδεσε το γλυκό (να μη πιάσουμε γιορτές, εκδρομές, εκκλησιασμούς ή καταλήψεις, γιατί εμάς τους υπόλοιπους με την 20 και κάτι ψιλά κανονική άδεια θα μας πάρει το παράπονο). Φετίχ, βίτσιο τους και μόνιμο κόλλημα το σχολείο και επακόλουθο η ακατάσχετη μπλαμπλαμπολογία για κάθε πτυχή της σχολικής ζωής που πιάνει από την πρωινή προσευχή, μέχρι την αποχή που έκανε χτές το Γ2 γιατί λέει το κυλικείο δεν βάζει ζαμπόν στην ζαμπονοτυρόπιτα.
ii. Μετά έρχονται οι 1βάθμιοι-μάθε παιδί μου γράμματα-δάσκαλοι μας, αν και λόγω του γυναικοκρατούμενου των παιδαγωγικών σχολών κυρίως μιλάμε για δασκάλες (ή δασκαλίτσες που τις προσφωνούν οι ντόπιοι προκαλώντας και τον μόνιμο εκνευρισμό τους), 22κάτι κοπελίτσες που δεν πρόλαβε καλά-καλά να στεγνώσει το μελάνι του πτυχίου τους και προσληφθήκανε με το ζόρι που λένε. Ως εκ τούτου και μη έχοντας τραβήξει τα ζόρια των καθηγητών, είναι σχεδόν όλες τσαντισμένες με την άδικη μοίρα που τις έριξε σε ένα μπάι-κλασάτο νησί, αναπολούν τις πόλεις τους (ακόμη και αν πρόκειται για κάτι απίθανα χωριά), τη φοιτητική τους ζωή, τον γκόμενο που άφησαν και γενικώς ό,τι θυμούνται χαίρονται, αλλά τι να κάνεις άμα σου’ ρχονται όλα δεξιά γίνεσαι και κομματάκι γαϊδούρι…Α! Και αποτελούν διαχρονικά το 1ο target group των εγχώριων καμακιών για τις δύσκολες ώρες του χειμώνα (οι καθηγήτριες έρχονται δεύτερες).
2. Οι ένστολοι/ες που με τη σειρά τους υποδιαιρούνται σε:
i. Αστυνομικούς, τα γνωστά μπουζούκια δηλαδή όργανα που στη επαρχία απολαμβάνουν έναν ρόλο που θυμίζει την παλιά χωροφυλακή, είναι σημαίνοντα πρόσωπα στην κοινωνία, όλοι θέλουν να τα έχουν καλά μαζί τους κοινώς είναι πασάδες στα Γιάννενα και αν βάλεις και την ανύπαρκτη εγκληματικότητα, το να είσαι αστυνομικός σε νησί είναι 1 και 1 για να κάνεις επιδερμίδα
ii. Λιμενικούς, τώρα παρόλο που είναι νησί και θα περίμενες οι αγαπητοί μας γλαρόμπατσοι να έχουν τρεξίματα αλλά μπα! Οι λιμενικοί μας είναι ευτυχισμένοι άνθρωποι που χαίρονται τη ζωή τους είτε βρίσκονται στη Γαύδο είτε στον Πειραιά, τώρα δεν ξέρω αν φταίει το Σώμα ή αν τους ρίχνουν κάτι στο γάλα αλλά μόλις τους αντικρίζεις σε παραπέμπουν στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι-και μια ακόμη παρατήρηση οι γυναίκες λιμενικοί είναι μακράν οι πιο ωραίες ένστολες και πιστεύω ακράδαντα ότι αν είχαμε καλλιστεία για τη Μις Κόσμος-Μπατσίνα η Ελληνική Ακτοφυλακή θα έπαιρνε χαλαρά και τις 3 πρώτες θέσεις
iii. Στρατέους, δηλαδή κάτι ψιλά (δεν είμαστε δα και Έβρος), γενικά αυτοί περνάνε απαρατήρητοι θυμίζοντας την ύπαρξη τους μόνο στην κατάθεση στεφάνων στις εθνικές εορτές και πάνε πακέτο με κάτι αρχι-βυσματούχους ντόπιους ως επί το πλείστον φαντάρους που την περνάνε ζωή και κότα
iv. Αγροφύλακες…Όχι δεν έχω πετύχει κανέναν τους ακόμα αλλά που θα πάει κάπου δε θα τον πετύχω τον τυπά να λέει «πούτ δε κοτ ντάουν σλόουλι…»
3. Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία χωρίζεται σε αρχαιολόγους και εργάτες ή αλλιώς στους πατρικίους και πληβείους του πολιτισμού. Οι αρχαιολόγοι άντρες και γυναίκες όσο και αν δεν το παραδέχονται δεν επέλεξαν αυτό το επάγγελμα γιατί τους γουστάριζαν οι αττικοί μελανόμορφοι αμφορείς, αλλά γιατί ο Ιντιάνα Τζόουνς ήταν απίθανος τυπάς και ήταν και ο πρώτος γκόμενος (για τις αρχαιολογίνες) ή πήδαγε ωραίες γκόμενες (για τους αρχαιολόγους). Φυσικά και κάνουν τεράστιο έργο, με πολύ τρέξιμο, διάβασμα και ώρες πολλές όντας χαμηλόμισθοι και οι πιο πολλοί και συμβασιούχοι αλλά αν δεν ήταν και οι εργάτες-φύλακες η δουλειά δεν έβγαινε. Οι τελευταίοι, κάτι φάτσες βγαλμένες θαρρείς από ταινία σοβιετικού νεορεαλισμού σε κάνουν να εκτιμήσεις αυτό που λέγεται επαγγελματική ευσυνειδησία και αυτούς που χαρακτηρίζουμε αφανείς ήρωες αν και κανείς δεν πρόκειται να τους το αναγνωρίσει.
Υπάρχουν όμως και κάτι άλλα απίθανα που σε κάνουν να εκτιμήσεις τον πλουραλισμό του Ελληνικού Δημοσίου, όπως:
4. Μετεωρολογική υπηρεσία, Η τρελή καβάτζα παιδιά, σε μια φάση που θυμίζει μεν κάπως φυλάκιο στρατού ξηράς, αλλά πολύ πιο σενιαρισμένο και εντάξει μπορεί να έχουνε κυλιόμενο ωράριο, αλλά γενικά τη βγάζουνε ζάχαρη, αφεντικά του εαυτού τους και στο τέλος του δρόμου παίζει και να βρεθούν τηλεοπτικοί αστέρες να λένε τα δελτία καιρού στην TV, στο STAR οι πιο μουράτοι-στο δελτίο καιρού για τους αγρότες της ΕΡΤ οι λιγότερο μουράτοι
5. Επαρχείο, τώρα εγώ στα Διοικητικά μαθήματα στη σχολή είχα διαβάσει ότι ο θεσμός των επαρχιών είχε εξαλειφθεί εδώ και χρόνια, αλλά έλα μου που στο νησί (όπως και σε άλλα έμαθα) υπάρχουν ακόμη σε πείσμα όσων μάθαμε στο μάθημα Διοικητικής Ιστορίας (πώς λέει το άσμα Υπάρχεις και όσο Υπάρχεις θα Υπάρχω...ένα πράγμα) βέβαια από τη στιγμή που υπάρχουν Περιφέρεις, Δήμοι και Νομαρχίες τι σκατά αρμοδιότητες τους μένουν; Πάντως το σωστό να λέγεται ότι κάθε πρωί που περνάω απέξω τους βλέπω όλους τρομερά απασχολημένους…
6. Τελωνείο, εδώ ο αστικός μύθος λέει ότι ανοίγει μια φορά τον μήνα και αυτό άμα έχει δουλειά, εντάξει δηλώνω άγνοια για τα τελωνεία και το καθεστώς που τα διέπει, αλλά στη φαντασία μου είχα σχηματίσει μια εικόνα όπου στα σύνορα λέει οι μάγκες τελωνειακοί εκτελωνίζουν από παξιμάδια και βίδες μέχρι ρωσίδες για τα μπαρ αλλά στα νησάκια Τι; Πώς;; γιατί;;; Όποιος ξέρει να μου το πει και θα με υποχρεώσει, εγώ πάντως άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω τελωνειακός σε μικρό νησί μακάρι και στο Γαϊδούρονήσι (άσε που παίρνουν και κάτι επιδόματα ναααα…με το συμπάθιο).
Αυτά τα ολίγα, την άλλη φορά αν έχω όρεξη θα πιάσω και τραπεζικούς και λοιπούς υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα…τώρα αν ρωτάτε για την αφεντιά μου…δε ξέρετε που λένε ότι τις καμπούρες των άλλων τις βλέπεις εύκολα ενώ τη δικιά σου ποτέ;
4 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΗ όλη φάση ξεκίνησε προχτές όταν η γυναίκα ενός φίλου στο νησί (σημαντική λεπτομέρεια ότι είναι και δασκάλα χορού) μου ρίχνει την εξής καταπληκτική ιδέα:
-Που θα είσαι αυτή την Κυριακή στις 17:30;
-Μάλλον στο λιμανάκι χωνεύοντας το κυριακάτικο ούζο, διαβάζοντας την κυριακάτικη εφημερίδα και απολαμβάνοντας την κυριακάτικη ραστώνη, περιμένοντας το κυριακάτικο ματς…
-Λάθος! Θα είσαι στο κυριακάτικο μάθημα χορού που θα ξεκινήσω στο χωριό!
-Παρντόν;
-Μα δε σου είχα πει ότι κάνω και παραδοσιακούς χορούς και ότι τώρα στο νησί θα ξεκινήσουμε και μαθήματα, δε φαντάζομαι να μην έρθεις θα με προσβάλεις και να το ξέρεις!
Παρένθεση πρώτη, εγώ με τον χορό έχω τη σχέση που είχε ο Χίτλερ με τη Μεγάλη Βρετανία, τον μισώ και τον θαυμάζω ταυτόχρονα, τον ζηλεύω και τον ειρωνεύομαι, θέλω να τον κατακτήσω αλλά το ξέρω μέσα μου καλά ότι είμαι ανάξιος και σαν γνήσιος εγωιστής, όσα δε φτάνω τα λέω αγουρίδες…
Παρένθεση δεύτερη, ο παππούς ο ρουμελιώτης, γνήσιο παιδί του Παρνασσού χόρευε κάτι τσάμικα, κάτι χασάπικα, κάτι ηπειρώτικα, λεβέντικα και μαγγιώρικα να βλέπεις και να θαυμάζεις (οι 80αρηδες στο χωριό κάνουν άμα λάχει και για 4-20αρηδες). Οποία απογοήτευση λοιπόν που ο μονάκριβος του εγγονός όχι κλίση δεν είχε για το άθλημα αλλά και καμία διάθεση δεν έδειχνε να μάθει και το χειρότερο καμία επιτηδειότητα…α ρε εγγονέ-μου έλεγε-σε τίποτα δεν πήρες από το σόι σου ντιπ καταντιπ Μωραΐτης μου βγήκες…εγώ τώρα που ανέκαθεν κολακευόμουνα για την εκ Μάνης καταγωγή μου και θεωρούσα τη Ρούμελη δευτεράντζα πείσμωνα και πέταγα κάτι βλακείες πώς…ο σωστός ο άντρας δε χορεύει και φυσικά πήρα από τη μεριά του πατέρα μου γιατί ως γνωστόν…οι άντρες γεννάνε και οι γυναίκες τίκτουν που έλεγε και ο Αριστοτέλης (μη βαράτε κυρίες μου ο Αριστοτέλης το είπε όχι εγώ) και τον στεναχωρούσα τζάμπα και βερεσέ τον άνθρωπο και δε κοίταζα τα χαΐρια από τα Μοραΐτικα ρεμάλια που είχα για συγγενείς και αντίθετα πόσο καλοί στάθηκαν οι Ρουμελιώτες…αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Επιστρέφοντας τώρα στην προηγούμενη:
-Ρε κορίτσι μου εγώ άμα σηκωθώ και χορέψω τσάμικο θα κλάψουνε οι μανούλες τα παιδιά τους και οι κόρες τα ποδαράκια τους!
-Υπερβολές η αρχή είναι να γίνει μόνο και μετά θα δεις πώς θα λυθείς!
-Εγώ να λυθώ, οι άλλοι που θα λυθούν στα γέλια τι φταίνε;
-Θα έχει και καλό κόσμο!
-Ποιους δηλαδή, τον παπά και τον χωροφύλακα;
-Καθόλου θα είναι οι νέο διοριζόμενες δασκάλες
-Ναι ε;
-Και οι νέο διοριζόμενες νηπιαγωγίνες
-Μη μου πεις;
-Σου το λέω και προσθέτω, θα είναι και οι νέο διοριζόμενες βρεφονηπιοκόμισες
-Το τελευταίο δεν είναι λέξη εκτός και αν εννοείς τις κόμισες της Κέρκυρας, αλλά σαν να με έπεισες, άντε βάλε και τις λιμενικίνες και είμαι μέσα!
-Και αυτό λάθος λέξη είναι αλλά δε παίζουμε σκράμπλ, λοιπόν σου βάζω και δύο λιμενικίνες είσαι μέσα;
-Τα ρέστα μου, δηλαδή ναι μέσα, ελπίζω μόνο να μην μπλοφάρεις…
Τελικά μπλόφαρε αλλά μόνο εν μέρει, καθώς λιμενικίνες (εντάξει γυναίκες λιμενικοί) δεν υπήρχαν, αλλά όλο και κάτι είχε ο μπαξές.
Ο χορός τώρα μυστήρια φάση, καθώς στην αρχή αισθανόμουνα γελοίος, είχα την ακράδαντη πεποίθηση ότι διέθετα τη χάρη μιας αρκούδας με πατίνια και ίδρωνα προκαταβολικά για τα ξενυχιάσματα που θα προκαλούσα-ξέχασα να πω ότι την καθόλα ετερόκλητη παρέα συμπλήρωνε ένα ζευγάρι Ολλανδών (!) με τον άντρα καρικατούρα του κινηματογραφικού Αστερίξ, ακόμη ένας λεβεντόγερος που πέταγε κάτι χόπα και έκανε κάτι κατεβασιές που θα ζήλευε και ο Μεταξόπουλος και ένα δυο ζευγαράκια βαριεστημένων δημοσίων υπαλλήλων.
Ξεκινάμε λοιπόν με ένα θρακιώτικο που τα πήγα χάλια, με δύο νησιώτικα όπου πάτωσα, ένα τσάμικο σκέτη καταστροφή και τέλος με ένα ζευγαρωτό κερκυραϊκό που με έκανε να αποκηρύξω την Κέρκυρα, τους Κερκυραίους και όλα μαζί τα Επτάνησα!
Εντάξει η αλήθεια είναι ότι υπερβάλλω κομμάτι καθώς και οι υπόλοιποι-με εξαίρεση το λεβεντόγερο-δεν ήταν δα και το Μπολσόι μεταμφιεσμένο, και κοίτα να δεις φίλε μου που το όλο πράγμα άρχισε να έχει πλάκα, μια σχετική χαχα χουχου κουβεντούλα και άφθονο ιδρώτα-ούτε μπάλα να έπαιζα!
Δεν ξέρω τι πρόκειται να γίνει, αν και σκέφτομαι πλέον σοβαρά να συμμετάσχω στο επόμενο SO YOU THINK YOU CAN DANCE? Τι παραπάνω έχουν οι άλλοι δηλαδή;
Ενώ το καλό της υπόθεσης είναι ότι επιτέλους συμφιλιώθηκα με την ρουμελιώτικη πλευρά μου…
και όπως είπα και στη φίλη μου όταν με ρώτησε πώς μου φάνηκε το όλο σκηνικό:
-Να σου πω καλά ήταν, αλλά να μωρέ με όλα αυτά τα κλαρίνα, τα νταούλια και τους ζουρνάδες…
-Ναι;
-Μου ήρθε όρεξη να φάω κοκορέτσι…
13 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΜια και έρχεται πολύ γοργά
του Φθινόπωρου η μπόρα
μ’ έπιασε και μένα για πράγματα καλοκαιρινά
έτσι να μιλήσω…Μα τώρα; Ναι τώρα…
Αυγουστιάτικα λοιπόν και έχουμε συναυλία
εγώ πίτα από τη ζέστη, αλλά έπαιζε λέει ο Φοίβος
θα ήτανε καλός ο κόσμος, καλή κι η κομπανία
και ερρίφθη λοιπόν ο κύβος
Στα νησιά μας τώρα δεν νοείται συναυλία
που μακριά θα΄ναι από της θάλασσας τη μελωδία
και μεταξύ μας, το όλο σκηνικό, η όλη ιστορία
ένα και ένα είναι για γκομενϊστορία
Αλλά αγνοούσα για τη φάση αυτή πολλά
ας πούμε πώς για καθίσματα προτιμούν τις βάρκες!
Αμέ…δεν είναι Μέγαρο εδώ παιδιά
και βρίσκεσαι να ακούς τις νότες μέσα από τις τράτες
Ούτε ήξερα πώς τα τουριστάκια
-όχι πώς πάνε πίσω βέβαια και οι ελληνίδες-
μεθάνε τόσο πολύ από θάλασσα και παλαμάκια
που ολούθε σκορπίζουν του έρωτα ακτίνες
και δε τη βγάζεις καθαρή μακάρι και να έχεις
δέκα κουτιά από εκείνα με τα μπλε χαπάκια!
Εντάξει τώρα τον Φοίβο δεν τον κάνεις για ροκά
αλλά η μουσική ήταν δυνατή, χαβαλετζίδικη,
που μαζί με θάλασσα και φεγγάρι-γαμώ τα σκηνικά-
την έλεγες μια συναυλία όσο δεν πάει εφετζίδικη
Είχε και μια τραγουδίστρια πάνω στη σκηνή
καλή σε στίχο, σε φωνή και με ξανθά μαλλιά
αλλά μην ακούτε, ότι και να λένε για μια ξανθή
δεν είχε παρόλα αυτά και ξανθά μυαλά
Για τους άντρες τραγουδιστές…
σάμπως ξέρω και εγώ;
Σπάνια βλέπετε οι φιγούρες οι αντρικές
μου εντυπώνονται στο θυμικό
Το συμπέρασμα το γενικό;
Pall mal δεν ήταν και κακό-άντε ήτανε καλό-
Με το τέλος της βραδιάς αρκούντως ταιριαστό
καθώς άφησε άφθονες υποσχέσεις
ξέρετε τώρα για το πονηρό
αλλά ποτέ μη στηρίζεσαι στων διακοπών τις σχέσεις
Τελικά αυτή η αγάπη, η καλοκαιρινή
με έντομο μου φαίνεται ότι μοιάζει
εκείνο ντε που μια μέρα ζει
και ύστερα-το ίδιο κιόλας βράδυ-τα τινάζει
Και αυτό το λέω, όντας καμένος,
ότι είθισται τα όνειρα μιας θερινής βραδιάς
πολύ γρήγορα να ξεφτίζουνε, όταν με μένος
τα φυσήξει ο φθινοπωρινός βοριάς
Και τώρα που τα φέρνω στο μυαλό μου
ξέχασα να πω, πώς είμαι μέσα στον καφενέ
με τα γερόντια πόκα παίζω, σε καλό μου
και έχω φουλ του ρήγα με βαλέ
Άξιζε τον κόπο αλήθεια εκείνη η μέρα
-που πάς με φουλ του δέκα ρε χαλέ;
Και δε πα να’ ταν μια φευγαλέα τρέλα...
Είχε τόσο μα τόσο χαβαλέ…
5 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΗ αλήθεια είναι πώς το Φθινόπωρο κρύβει μια μελαγχολία το αφιλότιμο άλλο πράγμα και κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η τσαγκαροδευτέρα των μηνών. Διακοπές γιοκ, χειμώνας ante portas και κυρίως (κλαψ) αντίο στην καλοκαιρινή γυναικεία μόδα που αν μη τι άλλο προσφέρει άφθονο οφθαμόλουτρο και καλώς ήρθε ο χειμωνιάτικος συντηρητισμός.
Εμένα τώρα, η αλήθεια είναι ότι δε με πολυαπασχολούσαν ιδιαίτερα αυτά τα πράγματα (δεν είμαι δα και τόσο ποιητής) άσε που μου αρέσει πολύ η Αθήνα και η ζωή της όταν σφίγγουν τα κρύα-κλάσεις ανώτερη από το καλοκαίρι- αλλά να ξεφύγεις από αυτό το κλίμα δε μπορείς μακάρι να είσαι και ο Down Jones (ιδίως αυτός).
Όταν όμως έβλεπα αυτό το ηλιοβασίλεμα στο νησάκι το καλοκαίρι ήμουν μέσα στην καλή χαρά και μάλιστα πριν αριβάρω στην Αθήνα με άδεια ήμουν γεμάτος θετική προσμονή.
Αλλά βλέπεις μια ακόμη ιδιότητα του Φθινοπώρου είναι να διαψεύδει τις καλοκαιρινές προσδοκίες, γιατί βλέπεις η επιστροφή στην καθημερινότητα σε προσγειώνει βάναυσα-άτιμα παλιομισοφόρια τι τραβάν για σας τα αγόρια (Cherchez la femme) γαμώτο πάντα και παντού…Και μια και θυμήθηκα τα περί μελαγχολιών, ηλιοβασιλεμάτων και συναφών, το πιο καλό που έχω διαβάσει (και βάζω στοίχημα και αρκετοί από εσάς) είναι από τον Μικρό Πρίγκιπα του Εξπερύ:
-Αγαπώ πολύ τα ηλιοβασιλέματα. Πάμε να δούμε ένα ηλιοβασίλεμα…
-Μα πρέπει να περιμένουμε…
-Να περιμένουμε τι;
-Να βασιλέψει ο ήλιος.
Φάνηκες έκπληκτος στην αρχή, έπειτα έβαλες τα γέλια. Μου είπες:
-Νομίζω πάντα πώς βρίσκομαι σπίτι μου!
Πράγματι. Όταν στην Αμερική είναι μεσημέρι, όλος ο κόσμος ξέρει ότι ο ήλιος στη Γαλλία δύει. Αν μπορούσαμε για ένα λεπτό να πάμε στη Γαλλία, θα βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα. Δυστυχώς η Γαλλία είναι πολύ-πολύ μακριά.
Όμως πάνω στον μικρό πλανήτη σου, θ’ αρκούσε να μετακινήσεις λίγο την καρέκλα σου. Και κάθε φορά που θα το ήθελες, θα έβλεπες το ηλιοβασίλεμα…
-Μια μέρα, είδα τον ήλιο να δύει σαράντα πέντε φορές! Και λίγο αργότερα πρόσθεσες:
-Ξέρεις…άμα κανείς είναι πολύ λυπημένος, αγαπά τα ηλιοβασιλέματα…
-Τη μέρα που είδες τα σαράντα πέντε ηλιοβασιλέματα, ήσουν, λοιπόν, τόσο λυπημένος; Αλλά ο Μικρός Πρίγκιπας δεν απάντησε.
Και μετά από αυτό πιστεύω ότι επειγόντως χρειάζομαι μια μπύρα (παγωμένη AMSTEL), ένα τσιγαράκι Marlboro σκληρό (αν και το’ χω κόψει χρόνια) και την αγαπημένη μου soft (και δεν εννοώ τα cookies) ταινία την Emmanuela 1 για να έρθω στα ίσια μου…
άντε γιατί δεν αρχίσαμε καθόλου καλά λέμε…
6 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΉταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι που αγαπιώντουσαν από παιδιά, αλλά έτυχε οι δυο οικογένειες τους να μισούνται βαθύτατα. Ούτε λόγος για να αφήσουν το αγόρι να πλησιάσει το κορίτσι, αλλά ο έρωτας όλα τα νικά και έτσι με χίλιες δυο προφυλάξεις κατάφερναν και βρίσκονταν κρυφά. Η αγάπη φαινόταν να θραμβεύει!
Αλλά μια μέρα η οικογένεια του κοριτσιού αποφάσισε να το παντρέψει με έναν χοντρό, άσχημο αλλά και αλλοίμονο πολύ πλούσιο έμπορο, το κορίτσι τρέχοντας το εξομολογήθηκε στο αγόρι και αυτό αποφάσισε να την κλέψει.
Το βράδυ ήταν σκοτεινό και το αγόρι τα είχε σχεδιάσει όλα άψογα ή έτσι νόμισε τουλάχιστον, είχε έτοιμη σκάλα, φακό, σκοινί και τη μηχανή αναμμένη και ένα φίλο εμπιστοσύνης να του κρατάει τσίλιες…
Όλα όμως μάταια, καθώς ο φίλος του αποδείχτηκε ότι ήταν ένας δημοσιογράφος μεταμφιεσμένος και αφού είχε γράψει όλες τις συζητήσεις του σε κρυφή κάμερα, την είχε παραδώσει στους γονείς της κοπέλας, στο αστυνομικό τμήμα της Εκάλης και είχε ετοιμάσει και εκπομπή στην τηλεόραση με θέμα τις απαγωγές ανηλίκων.
Παρόλα αυτά το αγόρι κατέφερε με ηράκλεια προσπάθεια να ξεφύγει από την ενέδρα που του είχανε στημένη αλλά η κοπέλα έμεινε πίσω.
Απελπισμένο καθώς ήταν σκεφτόταν ποιος μπορούσε να τον βοηθήσει, έξαφνα θυμήθηκε το βύσμα του στο στρατό και τον βουλευτή της περιφέρειας του που του είχε τάξει και διορισμό-στο λιμενικό-και μια και δυο πάει στο Υπουργείο
-Κύριε Υπουργέ χάνομαι μου πήραν τη γυναίκα που αγαπώ
-Σοβαρά τόλμησαν να κάνουν τέτοια πράγμα; Έννοια σου και για τιμωρία θα τους βάλω να εκτελούν τις άγονες γραμμές του Αιγαίου! Όποιος τα βάζει με τους ψηφοφόρους μου θα πάει χειμώνα Φολέγανδρο-Αστυπάλαια να στρώσει χαρακτήρα…Όσο για τη δουλειά μια και το λιμενικό σαν να έκλεισε, τραβάει η όρεξη σου να πάς σε καμιά off-shore εταιρειούλα μου, άσε είναι εκεί και η πεθερά μου υπεύθυνη και κάνει κάτι κολοκυθόπιτες μούρλια!
Το αγόρι έφυγε ικανοποιημένο και για την κοπέλα και για την off-shore εταιρεία, άλλωστε εκεί είναι τα λεφτά ποιος το χέζει το λιμενικό τώρα;
Το άλλο πρωί όμως με τρόμο πληροφορήθηκε ότι ο Υπουργός παραιτήθηκε γιατί λέει είχε πολύ λεφτά ενώ δεν έπρεπε να έχει-μα είναι λόγος αυτός σκέφτηκε κοτζάμου υπουργός να μην έχει ένα κομμάτι ψωμί να φάει; και έπεσε σε μαύρη απελπισία
Είθισται σε τέτοιες δύσκολες περιπτώσεις οι άνθρωποι να αναζητούν παρηγοριά στην Εκκλησία και μια και δυο πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί μέσα με μια μεγάλη Μονή άρχισε τις προσευχές αλλά καθόσον και μπάνικο ήταν αλλά και μεγάλη ευλάβεια έδειχνε συγκίνησε ένα μοναχό μέχρι δακρύων που τον κάλεσε στο κελί του να τα πουν.
-Αγόρι μου μπράβο είσαι πολύ ευσεβής και πολύ αθλητικός γυμνάζεσαι ε; Μα δε βλέπω να τρως, ολίγες γαρίδες είναι, με ολίγο κόκκινο κρασάκι του 70’, με ολίγο χαβιαράκι, νηστίσιμα και φτωχικά πράγματα…
-Δε πεινάω πάτερ γιατί πονάω γι’ αυτή που έχασα, μήπως μπορείτε να σιγανώσετε την TV;
-Γιατί παιδί μου plasma του Θεού και αυτή και σου προτείνω να σκεφτείς τον μοναχικό βίο, νηστεία, προσευχή και αν είσαι και καλός και κανένα οικοπεδάκι στη Χαλκιδική δια περίσκεψη και κατάνυξη…
Το αγόρι το σκέφτηκε αλλά ήταν πολύ ερωτευμένο και αρνήθηκε-αν και του άρεσαν πολύ οι γαρίδες και η Χαλκιδική και πήρε τους δρόμους για ακόμη μια φορά.
Στο δρόμο που πήγε συνάντησε έναν προπονητή του στίβου και μόλις του είπε τον πόνο του, αυτός τον ορμήνεψε
-Να σου δώσω εγώ κάτι σκευασματάκια-μην άγχεσαι είναι φυσικότατα και εγκεκριμένα από τον ΕΟΦ της Κίνας και σε 1 μήνα θα είσαι δυνατότερος-ψηλότερος-γρηγορότερος που θα τους τσακίσεις όλους και η τύπισσα θα μείνει δικιά σου…
Στο αγόρι σαν να καλάρεσε η ιδέα αλλά δεν άντεχε να περιμένει ένα μήνα να γίνει υπερπρωταθλητής και άλλωστε στο μεταξύ ωρίμασε ένα σχέδιο μέσα του. Βλέπετε το ταξίδι, οι γνωριμίες και οι εμπειρίες τον είχαν κάνει πια σοφότερο.
Οπότε άμα τη επιστροφή, τη στήνει με ένα μοντέλο σε ένα μπαράκι στον επίδοξο γαμπρό της κοπέλας του, βιντεοσκοπεί τα πάντα και τα δείχνει παντού, γίνεται και τηλεοπτική εκπομπή για την εκμετάλλευση αλλοδαπών μοντέλων στα μπαρ της Αθήνας και ο τύπος αυτοκτονεί. Κατόπιν κατεβαίνει υποψήφιος ευρωβουλευτής-μετά βουλευτής και τέλος Υπουργός στην περιφέρεια του δικού του, φτιάχνει του κόσμου τις εταιρείες με έδρα τις νήσους Κάιμαν και υπεύθυνη την 7η ξαδέρφη του και κονομάει τρελά, μετά καθόσον και εξουσία τα κάνει καλά και με τους άγιους ανθρώπους και παίρνει για την πάρτη του το 2ο πόδι της Χαλκιδικής και δεν άφησε γαρίδα για γαρίδα, τέλος για να είναι και τεκνό και αρεστός στον φακό και στα μεσημερινάδικα πήρε και μισή μαούνα χαπάκια-από τα κινέζικα τα καλά και κέρδισε το χρυσό στην ενόργανη στους Ολυμπιακούς του Γιοχάνεσμπουργκ του 2016.
Μετά απ’ όλα αυτά πάει να ζητήσει την αγαπημένη του, οι δικοί της του στρώνουν κόκκινο χαλί να πατήσει, αυτή λιώνει από τη χαρά της και αυτός την πηδάει και εξαφανίζεται. Σιγά κοτζάμου ολυμπιονίκης-Υπουργός να μην ασχοληθεί με ένα παιδικό έρωτα όταν έχει όλα τα μοντέλα στα πόδια του-μπανάλ!
Και πέρασε αυτός καλός και εμείς χειρότερα…
[Οιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και στιγμές της επικαιρότητας δεν είναι καθόλου μα καθόλου συμπτωματική.]
7 σχόλια - Στείλε Σχόλιο