Το μόνο που ζητώ για να μου πεις
αν μένεις έτσι αμόλυντη όπως σ’ έμαθα
αγνή, σαν ένα κρίνο της σιωπής
που εφύτρωσε στο χώμα του για μένα
θυμάσαι πως μεγάλωνες στα χέρια μου;
τριαντάφυλλο που χάιδευα στα φύλλα
που φίλαγα τα μάτια του και πέθαινα
σε χίλια σ’ αγαπώ του, ονειρεμένα
ετούτη την αγάπη να ‘χω πλάι μου
και τίποτα στον κόσμο, απ’ τ’ άγγιγμά της
οι νύχτες με το σώμα της στα χέρια μου
τρελαίνοντας τα γόνιμα όνειρά της
αλίμονο κι αν άλλαξες στο ελάχιστο
με διάλεξες, σε διάλεξε το εγώ μου
ποτέ μου δε θα ξόδευα τη χάρη μου
ποτέ και τον αμόλυντο εαυτό μου
το μόνο που ζητώ για να μου πεις
κι ας είναι μια κουβέντα τελευταία
γεννιόμαστε απ’ τον έρωτα ΕΜΕΙΣ
ή σβήνουμε, αστέρια από τη μέρα;
γιώργος_κ
Γεια σου. Ποιο είναι τ’ όνομα σου; Μίλα. Μίλα μου ψιθυριστά. Σιγά, να μην τ’ ακούει κανένας τ’ όνομά σου. Μίλα μου αθόρυβα, όπως περνά στον ουρανό ένα σύννεφο. Όπως διαλύεται το δάκρυ στις λακκούβες των χειλιών σου. Πες μου ποιος άνεμος σε έφερε, γιατί άργησες; Πες μου, γιατί να ‘ναι τα μάτια σου πιο γαλανά απ’ τη θάλασσα, γιατί τα χείλη σου πιο κόκκινα απ’ το αίμα; Τι σ’ έκαμε να ‘ρθεις, ψιθύρισέ μου. Στο πλάι μου, ποιο αγέρι σε ακούμπησε γλυκά στην αγκαλιά μου; Τι σ’ έφερε κοντά μου, ζητώντας γιατρειά απ’ την αγάπη μου; Ψέματα. Έχω πάψει ν’ αγαπώ. Είμαι αναίσθητος, τρελός, παράφρονας. Είμαι κλεισμένος χρόνια σε μια φυλακή βιβλίων, που με κοιτάζουν απ’ τους τοίχους σα να θέλουν να με φάνε. Είμαι έγκλειστος σου λέω χρόνια, σε ιδιωτικό φρενοκομείο, χωρίς παράθυρα και πόρτα. Κι απ’ αυτή τη φυλακή μιλάω τώρα. Τριγύρω πεταμένα, σκόρπια τα χαρτιά μου. Οι σκέψεις μου πετάνε στο δωμάτιο σκορπισμένες. Μιλώ σε τοίχους που δεν έχουνε αυτιά να με ακούσουν και σε πατώματα που όσο κι αν τα βρέχω με το δάκρυ, δε με νιώθουν. Κι αν κάνω πως ξεσκίζω κάποια μέρα και τις φλέβες μου, εκείνα δε θα νιώσουν, το αίμα όλου του κορμιού μου που θα στάζει. Κάνω παρέα μ’ άψυχα πράγματα. Μελάνια, πλαστικούς στιλούς, κομμάτια εφημερίδας και περιοδικά ληγμένα. Εδώ, μες στο βασίλειο του καπνού, μια γκρίζα απόχρωση κυριαρχεί και ψέμα. Πολύ ψέμα. Χούφτες το ψέμα που ‘χουν πει. Δε θα ‘βρεις άλλο τίποτα στο λέω, να πλανάται στον αέρα. Μια λάμπα ‘κατοστάρα που την καίω όλη μέρα. Κι απάνω στον λευκό τον τοίχο καρφωμένο, σημείωσα τη μέρα που μου ήρθες. Σου χάιδεψα απαλά τους ώμους να καθίσεις. Κι απλώνονταν τα πλούσια μελαχρινά μαλλιά σου στο κορμί. Να πόσο απαλό είναι το δέρμα σου. Ποιο είναι τ’ όνομά σου; Δε βλέπω παραισθήσεις. Κοιτάζω όσο πιο βαθιά μπορώ τις κόρες των ματιών, να πάρω τις χαμένες απαντήσεις. Ποιοι πόθησαν ετούτο το κορμί, για πες μου; Ποιοι το χάρηκαν; Ποιοι γεύτηκαν πιο πρώτοι τους χυμούς του; Tο άρωμα του αλαβάστρινου κορμιού σου, ποιοι σου το ‘κλεψαν; Σημείωσα τη μέρα που μου ήρθες. Γνωρίζω και τη μέρα που θα φύγεις. Μ’ απάθεια σου λέω, δε το νοιάζομαι. Αυτό που ‘ναι να γίνει θ’ απογίνει κι αυτό που ‘ναι γραφτό θα ειπωθεί. Αντίο κι ας σε γνώρισα για λίγο. Κρατώ στο πέρασμά σου μόνο τούτο: “αν θέλεις να προκόψεις, φύγε απ’ το δωμάτιο και πνίξε τους φονιάδες του εαυτού σου...”
γιώργος_κ
- Στείλε ΣχόλιοΕσύ αγόρασες φιλί και κεχριμπάρι απ’ τη Συρία
χρυσό απ’ το Λίβανο
εγώ το δάκρυ σου
παντρέψαμε το μίγμα και μας βγήκε προδοσία
κι η μοναξιά τις κρύες νύχτες περιμένει στη γωνία
δεν αγοράσαμε αγάπη απ’ τις μακρινές Ινδίες
μονάχα δύο πλαστικά φιλιά που κλέψαμε απ’ τον άνεμο
είκοσι-τρία χάδια απ’ τον οίστρο μιας ποιητικής μαγείας
ήσουν η μάνα μου στην παγωμένη Καισαρεία
κι εγώ μικρός Χριστός να περιμένει ντάντεμα απ’ τα μάτια
και τη γλύκα των χειλιών σου
περνώντας ο Βασίλης απ’ τη στέγη μου, δεν πρόλαβε παρά
ν’ αφήσει δύο κέρινα φιλιά στο τζάκι, για να σε θυμάμαι
σε περιμένει ένα κεράκι φράουλας στο δώμα που δε λέει
ν’ ανάψει
σε περιμένει κι ένα πήλινο κερί του Halloween, που γύρω
απ’ το φιτίλι του στήσαν χορό παραμονή Χριστούγεννα
κομμάτια πεθαμένου έρωτα με άρωμα βανίλια
κάποιο Χειμώνα μου ‘ταξες, θα ‘ρθεις για να το δεις να σιγοκαίει
κι όσο θυμάμαι τα τριαντάφυλλα που πέθαναν λησμονημένα
κάτι μου λέει πως δε θα ‘ρθεις
τότε λοιπόν σε ποιον να τα χαρίσω αυτά που ζήλεψα;
κι αυτά που με το μόχθο μου τα φρόντισα
να μη γεράσουν απ’ το χρόνο
τώρα που θα ‘σαι αλλιώτικη εκεί στα ξένα
δε θα ‘ναι πέτρινα παλάτια πια τα μάτια σου, δίπλα στη θάλασσα
για κάποιον άλλο τα όνειρά σου θα κυλούνε σαν τα κύματα
το καρδιοχτύπι της ψυχής που πόθησε το βλέμμα μου
θα ‘χει ορφανέψει
πασπαλισμένο μ’ ελαιόλαδο ψωμί
γλυκαίνει τον ξερό μου ουρανίσκο
τα χείλη στέγνωσαν κι η γλώσσα
πάνε μήνες
φαρμάκι στο λαιμό η λαβωμένη αγάπη
πικρές οι λέξεις που κονόμησα γι’ αντάλλαγμα
απ’ τα κάλαντα της μέρας
μου έγραφες, αγόρασες κουράγιο με τα τελευταία χρήματα
και βάζο για τα κόκκινα τριαντάφυλλα που σου ‘δωσα
λεφτά δεν περισσέψαν για μια στάλα αγάπη;
γνωρίζεις πως κι οι δυο πληρώσαμε τη μοναξιά χρυσάφι
θετούς γονείς ζητήσαμε και φτάσαν
μητέρα η απομόνωση, πατέρας ο καημός
αδέρφια μας η πίκρα, η μιζέρια, ο στεναγμός
εγγόνια τ’ ανεκπλήρωτα κρυφά απωθημένα που λουφάξανε
στ’ αζήτητα
ο ήλιος π’ ανατέλλει πια για μας δεν έχει αξία
το φως του φεγγαριού κατρακυλάει ως την πόρτα μας
ποιος θέλει μια παρόμοια ζωή δίχως καμία σημασία;
σε περιμένει ένα κεράκι φράουλας στο δώμα που δε λέει
ν’ ανάψει
σε περιμένει κι ένα πήλινο κερί του Halloween, που γύρω
απ’ το φιτίλι του στήσαν χορό παραμονή Χριστούγεννα
κομμάτια πεθαμένου έρωτα με άρωμα βανίλια
φταίει που καίω τις αναμνήσεις μου στη φλόγα του κεριού
κι είναι τα φώτα όλης της γης τώρα σβησμένα
είναι τα λόγια της αγάπης ειπωμένα
μα τρόπο άλλο δε βρήκανε να ξαναειπωθούν
είναι Χριστούγεννα, για δως μου ένα φιλί
ίσα ν’ ανάψει απ’ την αρχή ένα κεράκι
απ’ των χειλιών σου την πνοή και απ’ το δάκρυ
που ήξερα να κρύβω πριν στα μάτια σου φανεί
φύσα ν’ ανάψει ένα κερί
να δω που κρύβεις τόση απύθμενη αγάπη
σβήσαν τα όνειρα και χάσαμε το χάρτη
ενώ ετοιμάζαμε ταξίδια στο χαρτί
φύσα ν’ ανάψει ένα κερί
να δω ακόμα αν αγκαλιάζεις τα κομμάτια μου
έτσι μου το ‘γραφες, με νότες ευτυχίας
από ‘να έρωτα που πέθανε χωρίς ν’ αναστηθεί
τ’ άφησα, ξέρεις που, στο γωνιακό παρκάκι
εκεί που έγραφες “μωρό μου σ’ αγαπώ” στο ξύλινο παγκάκι
κι ήθελα απλά έτσι για λίγο να στο πω.
γιώργος_κ
- Στείλε ΣχόλιοΑκόμα αναρωτιέμαι αν μ’ αγάπησες
μα κι αν αγάπησες, πως μπόρεσες να σβήσεις
να λησμονήσεις απ’ τη μνήμη, έτσι απλά
μέσα στο χρόνο τον ασήμαντο
τα δάκρυα της ανημποριάς που κύλησαν στα μάτια σου
ν’ αφήσεις να χαθεί απ’ τα χέρια σου
ο,τι είχες αγαπήσει
κι ανέβαινα σκυφτά τα σκαλοπάτια, βήμα-βήμα
να φτάσω ως τις άκρες των δαχτύλων σου
μα εσύ ήσουν πουθενά, εσύ ήσουν πουθενά
κι εγώ παντού σ’ αγνάντευα
στο ξεχασμένο παρελθόν που σμίξαμε οι δυο μας
στο πικραμένο τώρα που ξεχείλισε λυγμούς
στο τιποτένιο αύριο που θα ‘ρθει κάποιαν ώρα
να σε ραπίσει με τριαντάφυλλα και μαύρα λίλιουμ
που γέμισαν καπνούς
ανέβαινα σκυφτά τα σκαλοπάτια
ολόλευκος, ασάλευτος, μαρμαρωμένος βασιλιάς
που γύρισα τυχαία και καρφώθηκα στα μάτια σου
και τιμωρήθηκα
ήθελα βλέπεις χρόνο να σε πάρω απ’ το χέρι
να σου τα πω με λόγια από τα χείλη μου
υπήρξες στη ζωή μου και υπάρχεις, το πιο λαμπερό αστέρι
μα εσύ ήσουν πουθενά, εσύ ήσουν πουθενά
και ξέχναγα κι ολοένα έχανα ξοπίσω τη μορφή σου
κι ολοένα έφευγε, χανόταν απ’ το βλέμμα μου η ματιά σου
μπορείς να φανταστείς πόσο σ’ αγάπησε αυτό το παλικάρι
και πόσο ακόμα μένω ν’ αγαπώ σκυφτός
μετρώντας ένα-ένα τα σκαλιά της απουσίας σου;
γιώργος_κ
Το απόγευμα που πρωτοκοίταξα τα μάτια σου
και βρήκα μέσα τους, ένα φεγγάρι ολόγιομο
γεμάτο, δροσερό, σα ρόδα πορτοκάλι να γυρνάει
και τη ζωή να μου γελάει, σαν άλλαζε η δική μου
γιατί τον κόσμο, μου τον χάρισες κι άλλη μισή ζωή
γιατί δεθήκαμε αυτόματα, από το πρώτο βλέμμα
στης αγκαλιάς τη φυλακή, που κλείναμε τα όνειρα
μην ορφανέψουν
γιατί στην πρώτη μας στροφή, έτσι αντάμα κλάψαμε
σα νιώθαμε, ο έρωτας πως σβήνει
σα νέοι που γεννήθηκαν ταυτόχρονα, να βασιλέψουν
σ’ ένα παλάτι, με ρακένδυτους ινδιάνους της φυλής
όπου ο ένας, συμπληρώνει τη ζωή που χάθηκε
κι ο άλλος ρίχνει ζάχαρη και μέλι, να στεριώσει
κι ήθελα τόσα να σου πω, κι άλλα να σου μιλήσω
μα δε τα πρόλαβα μικρό μου, ο εφιάλτης με νικούσε
και τα μαχαίρια στήσανε χορό, να κόψουν την αγάπη
με τα πιστόλια απ’ τις θήκες, να τσοντάρουν στο χορό
κι ήθελα τόσα να σου πω, κι άλλα να σου μιλήσω
μα με την πρώτη αναποδιά, σχίστηκαν τα καλώδια
και τώρα κρέμουν στο κενό
τώρα, η επαφή ζυγιάζεται απ’ τις λέξεις σου
κι από τα γράμματα, φαρμάκι χύνεται στο στόμα
μα τώρα πια, σε αγαπώ περισσότερο απ’ το σήμερα
κι από το τώρα κόβω αγάπη, να τη δώσω στο παρόν
ποιες αμαρτίες μας πληρώνουμε με δάκρυ;
όπως μου σμίγονται τα βλέφαρα, μες στο βουβό λυγμό
έτσι ξεκίνησε να βρέχει τη Δευτέρα
από ‘να Σάββατο του Ιούνη, με τον ήλιο το ζεστό
και δε μ’ αντέχει η ψυχή, να υποφέρεις μακριά μου
ούτε το άρχισα εγώ, μήτε το θέλησα
ειν’ ένα διάλειμμα, ας πούμε, τωρινό
σαν ξαφνικό μπουρίνι, που πιάνει στο λεπτό
κι απλώνεται η ορμή του, ως τη θάλασσα
τη γαλανή τη θάλασσα, που πόθησα μαζί σου
κι είδα στα μάτια σου, λευκό τον ουρανό
ως τη στιγμή, που τα μαχαίρια των βλαχάδων
που με τον πλούτο έχτιζαν, στα δυο τον χωρισμό
μες στα τσαντίρια τους, δε μάθαιναν γι’ αγάπη
με τα πτυχία των χρημάτων, προκαλέσαν το θυμό
δε φταίω εγώ, μήτε κι εσύ καρδιά μου φταις
εσύ ερωτά μου, να κοιτάζεις την αλήθεια
όπου κι αν κρύβεται, στα τόσα παραμύθια
κι όπου το ψέμα συναντάς, θα το νικώ
γίνηκε ολόγιομη, του φεγγαριού η αγάπη μας
κι όλες τις νύχτες, που σ’ αγκάλιαζα
τρομάζαν οι εφιάλτες
τώρα, η επαφή ζυγιάζεται σε ξύλινες τραμπάλες
που παρασέρνεις με το διάβα σου
και σχίζεις τα όνειρά μου
δεν προτιμώ, μήτε να φύγεις
ούτε και να ‘ρθεις πιο κοντά μου
γιατί τα όνειρα είναι τόσα, που μπερδεύω το σκοπό
μόνο γιατί σ’ αγάπησα, με πάθος θα φωνάζω
όπου υπάρχει ανθρώπου αυτί, να το ακούσει
κι άμα ξυπνήσω ένα πρωί, να λείπεις μακριά μου
πρώτος θα δώσω έναυσμα, στο Χάρο να δοθώ
μόνο, που όσο θα ‘χω το θάνατο για εχθρό
δε θα μ’ αρέσει να τον βλέπω
μετά θα γίνω φίλος του, να τον προσμένω
κι ο πόνος, αν θα σβηστεί απ’ το μυαλό να τριγυρνάει
πάει να πει, πως δεν αξίζαμε ένα στρέμμα
απ’ αυτό τον ουρανό
που τον κοιτάζαμε βραδιές, να φέγγει με τ’ αστέρια
και στην αγκάλη του να λάμπουνε
τ’ ανθάκια του, σωρό
κι από τα λίγα που με γνώρισες
μ’ αγάπησες, με πόθησες
πρώτη μου κράτησες το χέρι, πρώτη με ζωγράφισες
πρώτη μου έδωσες το πρώτο μας φιλί
κι άρχισε ο κύκλος να διαγράφεται
με μαύρη κιμωλία
μέρα τη μέρα, σε ζωγράφιζα με λέξεις κι υποσχέσεις
πρώτος σου μίλησα, το πρώτο σ’ αγαπώ
τώρα μου λείπει, κοίτα με
να με ζαλίζουνε τα χείλη σου, μου λείπει
ειν’ ένα διάλειμμα, ας πούμε, τωρινό
με τις κινήσεις της παλάμης μας
και των στραβών δακτύλων
στα νοτισμένα τζάμια των γυαλιών, μιλούσαμε
όπως μιλούν οι ερωτευμένοι
τα ηδονισμένα μάτια μας, φωνάζανε
όπως σχεδιάζαμε τον πόθο, μ’ ένα τρόπο ερωτικό
Τώρα, Μαρία τι μένει;
ένα στερνό, κλεφτό φιλί για καληνύχτα
κι ένα χαρτί τσαλακωμένο, στο κλειστό συρτάρι
μελανωμένο από στυλό, που βράχηκε με δάκρυα
γιατί η αγάπη δεν τελείωσε, μόλις γεννήθηκε
κι ούτε που βρέθηκε το φάρμακο, να πνίξει τον καημό
γιατί η αγάπη μας μεγάλωσε, δυνάμωσε
κι από το διάλειμμα θα σβήσουμε, στου πάθους το χορό
μα δε μ’ αντέχει η ψυχή, να υποφέρεις μακριά μου
ούτε το άρχισα εγώ, μήτε το θέλησα
ειν’ ένα διάλειμμα, ας πούμε, τωρινό.
γιώργος_κ
- Στείλε Σχόλιοπρόσεξε! αυτή η πόρτα έχει φτιαχτεί να την ανοίξουμε
έχει χτιστεί κι ένα γιοφύρι από μετάξι, να διαβούμε
στον πάτο θα κυλά το γάργαρο νερό, στο πλάι τριαντάφυλλα
οι ώριμες, ζεστές, οι πορφυρές, του κόσμου οι χλωμές και βαθυκόκκινες δικές μας παπαρούνες
και πίσω από την πύλη, ποιος να ξέρει να μας πει τι θα μας ξημερώσει;
για σήμερα γεννιέται μια αγάπη, κι απ’ αύριο πεθαίνει ένα φιλί
γατζώνεται μια αγκαλιά στο μπράτσο σου και σβήνει
σαν νιόβγαλτο, ανάπηρο, νιογέννητο παιδί και σβήνει με το χρόνο
κρατιέται άραγε κι αυτό από ένα θόλο βυσσινί;
πιάσε το χέρι μου και πάμε, ποιος ξέρει να μας πει τι θα μας ξημερώσει;
θέλω ν’ ακούω την πνοή σου στο ταξίδι, για τώρα να σου πω μια καληνύχτα
που ίσως δεν προλάβω όταν πρέπει να τη βγάλω απ’ τα χείλη
γι’ απόψε μας αρκεί ένα Αντίο, που ίσως δεν προλάβουμε κανείς μας να το πούμε απ’ τα χείλη
μα θα ‘ναι μια αλήθεια, που εσύ να μην πιστέψεις
με τόκο κάποια προκαταβολή, για ένα όνειρο που ζήσαμε και πάει
θα ‘ναι ένα ψέμα που στο λέω απ’ την καρδιά μου όταν σβήνω
μα εσύ να μη μιλάς, όπως και τώρα, παρά μονάχα να συλλέγεις μία-μία τις πνοές μου
παρά μονάχα να συλλέγεις στοργικά ανάσες, ως την τελευταία
σβήσε τα δάκρυα απ’ τα μάτια σου και πάμε, θέλω μονάχα να γελάς
πιάσε το χέρι μου! ! αυτή η πόρτα έχει φτιαχτεί να την ανοίξουμε..
γιώργος_κ
- Στείλε Σχόλιο