Εισαγωγή
Το θέμα του άρθρου αυτού ουσιαστικά αφορά την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού στην πόλη του Ηρακλείου.
Ένα ρεμπέτικο που δεν πρέπει να το περιορίσουμε, τουλάχιστον σε ότι αφορά τον 19ο αιώνα, στα στενά «λαϊκά» του πλαίσια, μια και η ντόπια μουσική έχει τη δική της θέση και παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικό-κοινωνικού γίγνεσθαι των ανθρώπων που ζουν στις παρυφές της κοινωνίας της πόλης. Μίας πόλης που στα βάθη των αιώνων, δέχθηκε σημαντικές επιρροές, τόσο δυτικότροπες όσο και προερχόμενες από την ανατολή, στην κουλτούρα της, ενώ παράλληλα υπήρξε ένα εμπορικό, αγροτικό, μεταποιητικό και εν γένει οικονομικό κέντρο στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Με έντονα χαρακτηριστικά νεοπλουτισμού, που της έδιναν ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, κυρίως στην περίοδο που αναφερόμαστε αλλά που δεν της έλειπαν και τα χαμηλά, εξαθλιωμένα οικονομικά και κοινωνικά «λούμπεν» στρώματα.
Οι ρίζες του ρεμπέτικου χάνονται στο βάθος των χρόνων. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως μαζί με το δημοτικό τραγούδι, είναι η παραδοσιακή μας μουσική . Στη περίπτωσή μας μάλιστα, τα όρια μεταξύ παραδοσιακού και ρεμπέτικου, είναι μερικές φορές δυσδιάκριτα. Δημιουργήθηκε και έγινε κτήμα όλων εκείνων που ένιωθαν τοποθετημένοι έξω από τα περιχαρακωμένα όρια της «καθώς πρέπει» τάξης και του πάσης φύσεως κατεστημένου. Όλων εκείνων που είδαν να ορθώνεται μπροστά τους ο τοίχος του κοινωνικού αποκλεισμού, είτε λόγο της οικονομικής τους ανέχειας, είτε λόγο των επιλογών στον τρόπο ζωής τους αλλά ακόμα και λόγο της καταγωγής τους.
Για την πόλη αυτή, αλλά και γενικότερα για την Κρήτη, δεν υπάρχουν ιστορικές μελέτες που να αφορούν τους δύο τελευταίους αιώνες σε σχέση με τα μουσικά ρεύματα που την αφορούν ή τουλάχιστον δεν έπεσαν στην αντίληψή μας, εκτός από ελάχιστες πρόσφατες εργασίες. Αυτό θα είχε σαν συνέπεια, κάποιος που δεν έχει άμεση σχέση με τη μουσική κουλτούρα της πόλης και του νησιού, να θεωρήσει ως δεδομένο ότι η μόνη μουσική παράδοση που υπήρχε, είναι κάποια τοπικά ακούσματα που λίγο πολύ μοιάζουν με αυτά που σήμερα αποκαλούμε κρητικά τραγούδια. Πρόκειται σαφέστατα για μία λανθασμένη άποψη που ενδεχομένως να οφείλεται στην άρνηση κάποιων ερευνητών να ασχοληθούν με την πολιτιστική ιστορία των κοινωνικά περιθωριοποιημένων ατόμων και περιοχών της Κρήτης.
Πέρα λοιπόν από εκείνους που ανθούσαν οικονομικά και είχαν πρόσβαση στην μόρφωση και στην κοινωνική καταξίωση, πέρα από τη μεσαία τάξη και τις αναπτυσσόμενες συνοικίες που διαρκώς μεγάλωναν την πόλη, υπήρχαν και τα σημεία της ένδειας, της επαιτείας, της εξαθλίωσης, όπου εδημιουργείτο ένας άλλος πολιτισμός, μία άλλη κουλτούρα, την οποία σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραβλέπουμε καθώς αποτελεί και αυτή μέρος του πολιτισμού του τόπου. Αναγκαίος είναι και ένας, μάλλον, αυθαίρετος διαχωρισμός της περιόδου για την οποία μιλάμε, σε εκείνη πριν την καταστροφή της Σμύρνης, και σε αυτή μετά το 1922 και την άφιξη των προσφύγων στη Κρήτη. Και αυτό διότι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα αλλά και στην αρχή του 20ου, έχουμε ακόμα μουσουλμανικούς πληθυσμούς ενώ μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, μιλάμε πλέον όχι μόνο για χριστιανικούς πληθυσμούς αλλά και με πλήρη ελληνική συνείδηση. Είναι σαφές το γεγονός ότι στα ντόπια χαμηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα προσθέτονται και οι πρόσφυγες που φέρνουν τη δική τους κουλτούρα, τις δικές τους συνήθειες, αλλά και τη φτώχια τους.