Η ιδιαίτερη σχέση του δημοτικού τραγουδιού με το ρεμπέτικο τραγούδι αποτελεί το θέμα της πολύ προσεγμένης μελέτης του Μάρκου Φ. Δραγούμη, προϊσταμένου του «Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών» και καθηγητή του Ωδείου Αθηνών. Πρόκειται για μελέτη μουσικολόγικη, και ως εκ τούτου πολλές «μουσικοτεχνικές» λεπτομέρειες τη συνθέτουν, ωστόσο το συμπέρασμά της μπορεί να γίνει κατανοητό εύκολα και από μη ειδικό, χάριν του απλού ύφους και της αναλυτικής γραφής του κ. Δραγούμη, ο οποίος χρησιμοποίησε πολύ εύστοχα, για την προσέγγιση του θέματος, το παράδειγμα του πολύ γνωστού σκοπού της «Πολίτισσας». Η παρακάτω μελέτη αποτέλεσε αντικείμενο σχετικής ομιλίας του κ. Δραγούμη, επ’ ευκαιρία της αφιερωμένης στον μεγάλο μουσικοδιδάσκαλο Σπύρο Περιστέρη, μουσικολογικής σύναξης της 10ης και 11ης Νοεμβρίου του 2000, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών και βρίσκεται δημοσιευμένη σε σχετικό τόμο – δημοσίευμα του «Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας» της Ακαδημίας Αθηνών, με τίτλο «Οι δύο όψεις της ελληνικής μουσικής κληρονομιάς», εκδ.2003.
Γράφει το μέλος
gate43 άρθρα στο MusicHeaven
«Η σχέση του δημοτικού μας τραγουδιού με το ρεμπέτικο είναι ένα θέμα που αξίζει να εξεταστεί προσεκτικότερα, τόσο από τη φιλολογική, όσο και από τη μουσικολογική του άποψη. Μια τέτοια μελέτη θα μπορούσε να ξεκινήσει από το τραγούδι Βάρκα Γιαλό του Τσιτσάνη, που κυκλοφόρησε σε δίσκο της Odeon το 1946. Εδώ ο συνθέτης, αφού δανείζεται τη μελωδία και εν μέρει το κείμενο ενός θρακικού τραγουδιού, του προσδίδει ρεμπέτικο ύφος, με τον τρόπο που το ενορχηστρώνει, την οργανική εισαγωγή και τις
συγχορδίες που του προσθέτει.
Μια άλλη, εντελώς άγνωστη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση ρεμπέτικου τραγουδιού που χρησιμοποιεί δημοτική μελωδία είναι η «Πολίτισσα» του Βαμβακάρη, που κυκλοφόρησε σε δίσκο της
Parlophone το 1939.
ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ
Πολίτισσα μου έμορφη,
γλυκιά μελαχρινή μου
μονάκριβο πουλί μου.
Είσαι για μένα θησαυρός,
για μένα είσ' η ζωή μου
γλυκιά μελαχρινή μου.
Με μια ματιά που μου 'ριξες,
σ' αγάπησα με πόνο
και μέρα νύχτα λιώνω.
Έλα και δος μου ένα φιλί,
που σ' αγαπώ με πόνο
και μέρα νύχτα λιώνω.
Θα 'ρθώ να δω τη μάνα σου,
Πολίτισσα γλυκιά μου
και θα γενείς δικιά μου.
Ο δημοτικός αυτός σκοπός, που άρεσε τόσο πολύ στον Βαμβακάρη και αργότερα στον Μουφλουζέλη, καταγράφηκε στις αρχές του 20ου αι. από τους Pernot και Παχτίκο, στη συνέχεια δε από τους Ρήγα, Καβακόπουλο κ.ά., με διαφορετικά βέβαια κείμενα, σε διάφορα μέρη της δυτικής, βόρειας και ανατολικής Ελλάδος, μέχρι και τη Μικρά Ασία.
Για την πολυταξιδεμένη αυτή μελωδία έχουν προκύψει πρόσφατα νέα στοιχεία, που δείχνουν ότι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στον τόπο μας, όχι μόνο σε όλον τον 20ου αι., αλλά και παλιότερα, από τις αρχές του 19ου αι. Την πληροφορία αυτή την οφείλουμε σε δύο πηγές, μία έντυπη και μία χειρόγραφη, που αποκτήθηκαν πριν από λίγα χρόνια από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
Παραθέτω μεταφρασμένη από τα γαλλικά, τη σελίδα τίτλου της έντυπης πηγής: Onorato Costa, Αναμνήσεις από την Ανατολή ή Λαμπρή Φαντασία, έργο 12, για
κιθάρα και φλάουτο, Λονδίνο 1983. Το έργο αυτό πρωτοεκδόθηκε από τον ίδιο τον συνθέτη στη Βιέννη το 1832. Για τον Onorato Costa (1781-1850) ξέρουμε μόνο ότι ήταν Ιταλός, ότι είχε σχέσεις με μέλη της ρουμανικής αριστοκρατίας και ότι τύπωσε στη Βιέννη, ανάμεσα στα 1818 και 1832, αρκετά έργα για σόλο
κιθάρα ή για συνδυασμούς οργάνων με τη συμμετοχή της
κιθάρας.
Οι Αναμνήσεις από την Ανατολή διαρκούν γύρω στα δώδεκα λεπτά και χωρίζονται στα εξής επτά συνεχόμενα μέρη:
i. Andante Sostenuto
ii. Allegro Vivace
iii. Andante Amoroso, βασισμένο στη μελωδία της ελληνικής ρομάντσας «Ήλιος Λαμπρός» (δεν έχει βρεθεί ως τώρα κάποιο ίχνος πρωταρχικής έκδοσης της).
iv. Allegro
v. Largo,, βασισμένο στον ελληνικό εθνικό χορό «Συρτός».
vi. Allegretto, σε ουγγαρέζικο ύφος.
vii. Allegro assai
Ο «Συρτός» που ενσωματώνεται εδώ από τον Costa μοιάζει με τον σκοπό της Πολίτισσας, τόσο στον τρόπο, τη μελωδική έκταση και καμπύλη, όσο και στη διαίρεση σε φράσεις, στα ρυθμικά σχήματα και στο μέτρο. Υπάρχουν όμως και διαφορές. Το πρώτο μισό του Συρτού είναι κατά ένα μέτρο πιο σύντομο από εκείνο της Πολίτισσας. Επίσης, αν και το δεύτερο μισό, τόσο του Συρτού, όσο και της Πολίτισσας, σχηματίζονται από την επανάληψη της ίδιας δίμετρης φράσης, στην Πολίτισσα η κατάληξη του πρώτου δίμετρου αποφεύγει την τονική, ανεβαίνοντας προς την τέταρτη βαθμίδα, για να δημιουργηθεί η λεγόμενη «ανοικτή πτώση» (βλ. Μουσικό παράδειγμα).
Οι διαφορές αυτές δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Η παράλειψη του ενός μέτρου που διαπιστώνουμε στον Συρτό περνάει απαρατήρητη, γιατί στην Πολίτισσα το παραπανίσιο μέτρο, τόσο στη μελωδία, όσο και στον ρυθμό, επαναλαμβάνει ουσιαστικά αυτό που προηγήθηκε. Και γι' αυτό ίσως θεωρήθηκε περιττό από τον Costa. Όσο για την «ανοικτή» μορφή της πτώσης, που λείπει από τον Συρτό, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι απουσιάζει και από άλλες παραλλαγές αυτής της μελωδίας, όπως π.χ. από τη μικρασιάτικη εκδοχή που δημοσίευσε ο Καβακόπουλος το 1956. Μια ακόμα πιο μικρή διαφορά που χωρίζει τις δυο αυτές μελωδίες στο δεύτερο τους μέρος είναι η πέμπτη βαθμίδα της κλίμακας τους, που στον Συρτό είναι φυσική και στην Πολίτισσα με ύφεση. Τέτοιες μικροαλλοιώσεις είναι συνηθισμένες ιδιοτροπίες ερμηνευτών στη δημοτική μας μουσική και δεν πρέπει να μας επηρεάζουν υπερβολικά όταν κάνουμε συγκρίσεις.
Η διάδοση της μελωδίας της Πολίτισσας κατά τον 19° αι. επιβεβαιώνεται και από τη συμπερίληψη της σε ένα χειρόγραφο που ανήκε στην πατρική μου οικογένεια και που κατέθεσα πρόσφατα στο ΜΛΑ. Πρόκειται για μία οκτασέλιδη, μεγάλου σχήματος
παρτιτούρα, γραμμένη στην Αγία Πετρούπολη το 1859, που περιέχει ελληνικά «εθνικά άσματα» διασκευασμένα για πιάνο από την Καρολίνα Μ. Νιστσίνσκη (Ελλήνων άσματα εθνικά δια κλειδοκύμβαλον). Το πρόσωπο αυτό δεν αποκλείεται να ήταν Ελληνίδα από τη μητέρα της. Πάντως το χειρόγραφο της φανερώνει ότι κατείχε άριστα τα ελληνικά και ότι διαπνεόταν από ένθερμο φιλελληνισμό, αφού βλέπουμε στο εξώφυλλο του δυο ελληνικές σημαίες ζωγραφισμένες σταυρωτά. Ο σκοπός της Πολίτισσας χαρακτηρίζεται από την Καρολίνα ως «Χορός Αθηνών» και είναι το τέταρτο κομμάτι της συλλογής της. Η εκδοχή αυτή στην αρχή θυμίζει περισσότερο την Πολίτισσα από τον Συρτό, γιατί χρησιμοποιεί το επιπλέον μέτρο που αναφέραμε προηγουμένως. Αλλά μετά τη μέση ταυτίζεται ως προς τις επιμέρους καταλήξεις με τον Συρτό. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι η τροπικότητα της «ρωσικής» αυτής εκδοχής ξεχωρίζει λίγο από τις δυο προηγούμενες, γιατί είναι γραμμένη σε μικτό χρωματικο-διατονικό ήχο, με συχνή όξυνση της τέταρτης βαθμίδας, έτσι ώστε να σχηματίζει τριημιτόνιο, όταν συνδυάζεται με την τρίτη βαθμίδα (δηλ. Ρε δίεση - Ντο, όταν η βάση τοποθετείται στην τονική του τρόπου του Λα). Οι άλλες εκδοχές που παρουσιάζουν ανάλογη τροπική εικόνα -από αυτές, βέβαια, που γνωρίζω- είναι η μικρασιάτικη που δημοσίευσε ο Καβακόπουλος το 1956 και μία από τη Μύκονο, που εξέδωσε η Ellen Frye το 1973.
Με τη μελωδία της Πολίτισσας συνδέθηκαν κατά καιρούς διάφοροι χορευτικοί ρυθμοί. Σε δώδεκα από τις δεκατέσσερις παραλλαγές της που εντόπισα ως τώρα, το μέτρο είναι δίσημο, και μόνο στις δύο υπόλοιπες επτάσημο. Ωστόσο, οι χοροί που αντιστοιχούν στις εκδοχές με κοινό μέτρο διαφέρουν. Τα κομμάτια σε δίσημο μέτρο είναι είτε χασάπικα, είτε συρτά. Αλλού πάλι ο χορός δεν αναφέρεται, ή αναφέρεται η εικαζόμενη πατρίδα του, όπως στην περίπτωση του «Χορού των Αθηνών», που συναντήσαμε στο χειρόγραφο της Καρολίνας. Τέλος, η παραλλαγή που κατέγραψε ο Pernot στη Χίο το 1898 χαρακτηρίζεται ως χορός «Σμιχτός». Οι επτάσημες παραλλαγές προέρχονται από τις συλλογές Ρήγα" και Θεοφιλόπουλου". Κανένας από τους δύο αυτούς συλλέκτες δεν υποδεικνύει κάποιον ειδικό χορό. Εύκολα όμως μπορούμε να συμπεράνουμε από το μέτρο ότι πρόκειται για τον «Καλαματιανό». Η εκδοχή του Ρήγα προέρχεται από τη Σκιάθο και του Θεοφιλόπουλου μάλλον από τον Μωρία.
Οι στροφές των δώδεκα παραλλαγών της «Πολίτισσας» που συνοδεύονται από κείμενο είναι α) δίστιχες, στις δυο περιπτώσεις όπου το ποιητικό μέτρο που επικρατεί είναι το οκτασύλλαβο ιαμβικό και β) μονόστιχες, όταν χρησιμοποιείται ο πολιτικός στίχος, ή το παρακλάδι του με το πρόσθετο επτασύλλαβο, που εμφανίζεται στον Βαμβακάρη και τον Μουφλουζέλη (π.χ. Πολίτισσά μου έμορφη, γλυκιά μελαχρινή μου, μονάκριβο πουλί μου).
Από τα δώδεκα αυτά ποιήματα, μόνο τα πέντε είναι πολύστιχα. Τα υπόλοιπα επτά βασίζονται σε μεμονωμένα δίστιχα ή σε σειρές από ομοιοκατάληκτα δίστιχα, με συχνά χαλαρή νοηματική σύνδεση. Τα θρακικά δίστιχα που δημοσιεύουν ο Παχτίκος και ο Καβακόπουλος'' επαινούν τον πρωτοχορευτή και γενικότερα αυτούς που συμμετέχουν στον χορό. Τα δίστιχα από τη Μύκονο αφορούν τις ομορφιές του χωριού Άνω Μέρα, αλλά και τον πόνο που σπαράζει τους ανθρώπους του, που βλέπουν τα παιδιά τους να ξενιτεύονται. Τα δίστιχα από την Εράτυρα του νομού Κοζάνης αποτελούν επαίνους για τους νεόνυμφους, τους κουμπάρους και τα πεθερικά. Τα δίστιχα της τραγουδίστριας Θάλειας Σπανού στον δίσκο της του 1976, που περιέχει τραγούδια από τους Φούρνους της Ικαρίας, εξαίρουν τη λεβεντιά των παλαιών, έμπειρων ναυτικών (γεμιτζήδων) και μιλάνε για τον έρωτα που εμπνέουν στις νησιωτοπούλες1"1. Τέλος, τα μεμονωμένα δίστιχα των παραλλαγών από τη Σκιάθο και τη Μικρά Ασία (Αρέτσου) έχουν ερωτικό και γνωμικό περιεχόμενο αντίστοιχα.
Οι παραλλαγές της Πολίτισσας που συνδυάζονται με πολύστιχα κείμενα προέρχονται από την Ιθάκη, τη Χίο και τον Μωρία. Επίσης πολύστιχα είναι τα κείμενα του Βαμβακάρη και του Μουφλουζέλη. Η παραλλαγή της Ιθάκης17 πραγματεύεται τη γνωστή ιστορία του καραβιού που βουλιάξει επειδή περιφρονεί τις προειδοποιήσεις του κυρ-Βοριά. Η παραλλαγή της Χίου ασχολείται με ένα νέο που είναι ερωτοχτυπημένος με μια γειτονοπούλα και βάζει τη μάνα του να τον προξενέψει - απ' ό,τι φαίνεται με επιτυχία. Τέλος, η μωραϊτικη παραλλαγή αφορά πάλι μιαν ακατάδεχτη καλλονή, για χατίρι της οποίας «σφάζονται» οι νεαροί θαυμαστές της. Για το τραγούδι αυτό έλεγε ο Pouqueville, Παρίσι 1805, σ. 273-274), που είχε ταξιδέψει στα μέρη μας στα τέλη του 18ου αι., ότι ήταν αδύνατον να πας σε ένα ελληνικό σπίτι και να μην ακούσεις να το τραγουδάνε. Είναι πιθανόν όμως να κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη με άλλη μελωδία.
Το δεύτερο ρεμπέτικο που χρησιμοποιεί τη μελωδία της Πολίτισσας είναι η «Μόστρα» του Γιώργου Μουφλουζέλη, που γυρίστηκε σε δίσκο το 1975. Εδώ ο Μουφλουζέλης ακολουθεί πιστά τον Βαμβακάρη στη μουσική, αλλά το κείμενο που χρησιμοποιεί διαφέρει. Και τα δύο αυτά ρεμπέτικα βασίζονται στο παράγωγο του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου (15+7) που ανέφερα πιο πάνω. Οι στίχοι της Πολίτισσας συμπίπτουν νοηματικά με την παραλλαγή από τη Χίο για τον νεαρό που χρησιμοποιεί τη μάνα του ως προξενήτρα. Μόνο που η ποιητική διατύπωση εδώ είναι καθαρά βαμβακάρεια. Στη Μόστρα ο υποψήφιος γαμπρός επαινεί την ομορφιά της αγαπημένης του, αλλά παράλληλα την προειδοποιεί ότι, για να συνεχίσει η σχέση τους, θα πρέπει να μαζέψει τη γλώσσα της. Παραθέτω τώρα το κείμενο της Μόστρας του Μουφλουζέλη, που ξεχωρίζει για το ρεμπέτικο χιούμορ του.
Η ΜΟΣΤΡΑ
Η μόστρα σου είναι όμορφη,
η γλώσσα σου τοιαύτη
που δεν την κάνω ζάφτι.
Αν παίζω το παιχνίδι σου,
εγώ πό 'χω τα γένια
εγώ 'χω και τα χτένια.
Αν σπάσουνε τα μπέτα σου,
μετά 'πό 'κεί και κάτω
θα τρώμε σ' ένα πιάτο.
Αξίζει ακόμα να παρατεθούν και οι στίχοι του θαλασσινού τραγουδιού της Θάλειας Σπανού, που όπως είδαμε βασίζεται στην ίδια μελωδία
Ο ΓΕΜΙΤΖΗΣ
Ο γεμιτζής τη θάλασσα,
ποτέ δεν τη φοβάται
γιατί την έχει στρώμα του,
πάπλωμα και κοιμάται.
Σαν ταξιδεύεις γεμιτζή,
γράψε με στο κουπί σου
να με κρατούν τα χέρια σου,
σε όλη τη ζωή σου.
Συνοψίζω. Ο σκοπός της Πολίτισσας του Βαμβακάρη είναι μία από εκείνες τις αυτόνομες δημοτικές μελωδίες που αναφέρει ο Γιώργος Αμαργιανάκης, λέγοντας ότι πάνω σε αυτές, ανάλογα με την περίσταση, τη διάθεση και τις ικανότητες των εκτελεστών, προσαρμόζονται κάθε φορά διαφορετικά ποιητικά κείμενα και ιδίως διαφορετικά δίστιχα. Όπως για τις περισσότερες δημοτικές μελωδίες, έτσι και γι' αυτήν δεν είναι γνωστός ούτε ο συνθέτης της, ούτε η συγκεκριμένη στιγμή που υιοθετήθηκε από τους προγόνους μας. Χάρις όμως στον Onoratio Costa, που την πρόσεξε και, έστω τετραγωνίζοντας την, την ενσωμάτωσε στο έργο του, γνωρίζουμε ότι έχει ηλικία τουλάχιστον δύο αιώνων. Η καταγραφή της από την Καρολίνα Νιστσίνσκη το 1859 και αργότερα από τους Pernot, Παχτίκο, Θεοφιλόπουλο κλπ. δείχνει ότι διατηρήθηκε στο ρεπερτόριο της δημοτικής μας μουσικής αδιάλειπτα ως τις μέρες μας. Και η παρουσία της από το 1939 στο ρεπερτόριο του ρεμπέτικου επιβεβαιώνει τη δημοτικότητα της και δείχνει ότι η μουσική κληρονομιά μας δεν έχει μόνο δύο όψεις, τη βυζαντινή και τη δημοτική, αλλά και μια τρίτη, εξίσου σπουδαία, το ρεμπέτικο.»