Με αυτή τη φράση, σηματοδοτεί την απαξίωσή του προς τον τρόπο διασκέδασης, τον ξεπεσμό του μουσικού επαγγέλματος, την ποιότητα των θαμώνων, την ακαταλληλότητα των μαγαζατόρων όλης εκείνης της εποχής. Η κατάσταση, όπως τη βρήκε, αλλά και όπως είχε εξελιχτεί στα επόμενα λίγα χρόνια, τον ανάγκασε να μην ασχοληθεί, «σχεδόν», ποτέ με το επάγγελμα του μουσικού, ούτε και να βιοποριστεί όμως ποτέ ως μουσικός.
Έφτασε στην Ελλάδα φέρνοντας μαζί του, περίεργους τρίχορδους ταμπουράδες, που το μέγεθός τους, ως προς το ελεύθερο μήκος της χορδής, έφθανε, ο μεν μεγάλος τα 64 cm, ενώ ο μικρότερος, είχε αντίστοιχο μήκος χορδής τα 52 cm.
Εξ αυτών των οργάνων, μάλλον, ο Πειραιώτης κατασκευαστής οργάνων, Κυριάκος Πεσμαζόγλου η Λαζαρίδης, έκανε αντιγραφές, έχοντάς τα ως μοντέλα.
Τα όργανα αυτά δεν μπορούσαν να τα παίξουν άλλοι δεξιοτέχνες των εγχόρδων, σε όλον τον Πειραιά, αλλά και εξ όσων είχαν δοκιμάσει, παρά μόνον αυτός, που δεν ήταν άλλος από τον:
Γιοβάν Τσαούς (το λοχία του τουρκικού στρατού – εξ ου κ’ η τσαούς = λοχίας παρωνυμία του).
Το κανονικό του όνομα, ήταν Γιάννης Ετσειρίδης ή Γιάννης Ειντζιρίδης ή Γιάννης Ιντζιρίδης.
Γεννήθηκε το 1893 στην Κασταμονή του Πόντου.
Πέθανε τον Οκτώβριο του 1942 στις 22:00 – ενώ μετά από πέντε περίπου ώρες τον ακολούθησε η γυναίκα του Αικατερίνη, στη Κοκκινιά Πειραιά Αττικής.
Τα γεγονότα της καταστροφής του 1922, μέσ’ στην «κοσμοσυρροή», στη λαίλαπα στο φόβο και στον τρόμο, που ακολούθησε ολόκληρη αυτή τη γενιά, φεύγει κι αυτός με προορισμό την Ελλάδα και τον αναγκαστικό δρόμο της προσφυγιάς.
Το 1923 βρίσκεται ήδη στον Πειραιά.
Μέσα σε λίγα χρόνια καταφέρνει η οικογένειά του να χτίσει ένα σπίτι κοντά στον ΟΛΠ, κατάσταση που του επιτρέπει να παντρευτεί την Αικατερίνη Χαρμουτζή ή Χουρμούζη, το 1927.
Έχοντας από μικρός ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, αποκτώντας μεγάλη εξοικείωση με τα έγχορδα που έπαιζε η οικογένειά του, έφτασε να γνωρίζει πολύ καλά τη χρήση πολλών - πολλών οργάνων όπως:
σάζι, ούτι, ταμπουρά, τζουρά, γόνατο, μπαγλαμά, βιολί, μπουζούκι, ταμπούρ, πιάνο και άλλα όργανα που τον καθιστούσαν αναμφισβήτητο μοναδικό δεξιοτέχνη, ξεχωριστό στον κύκλο των γνωστών, μοναδικό μουσικό.
Από τα δεκαοχτώ του κιόλας, είχε ήδη καταξιωθεί στη Μικρά Ασία.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στον τουρκικό στρατό, ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, καλεί τον Γιοβάν Τσαούς στο σαράι του, προκειμένου να παίξει για το χαρέμι του.
Ο Γιοβάν Τσαούς, ένας τραγουδιστής ο Μπουχράν και ο Ζουρναλή Μεμέτ, ήσαν οι τυχεροί, που δεν ευνουχίστηκαν, παρ’ όλο που βρέθηκαν μέσα στα παλάτια και στα ιδιαίτερα, του Τούρκου Σουλτάνου, χαρέμια.
Όταν του ζητούσαν να παίξει σε διάφορα μαγαζιά, είχε τη στερεότυπη απάντηση, με τη φράση, που μάλλον είναι αληθινή:
«Δε θα παίζω εγώ για να χορεύουν οι πουτάνες» και με την οποία, σηματοδοτεί την απαξίωσή του, προς τον τρόπο διασκέδασης, τον ξεπεσμό του μουσικού επαγγέλματος, την ποιότητα των θαμώνων, την ακαταλληλότητα των μαγαζατόρων, όλης εκείνης της εποχής.
Η κατάσταση, όπως τη βρήκε, αλλά και όπως είχε εξελιχτεί στα επόμενα λίγα χρόνια, τον ανάγκασε να μην ασχοληθεί, «σχεδόν», ποτέ με το επάγγελμα του μουσικού ούτε και να βιοποριστεί όμως ποτέ ως μουσικός.
Έτσι, στο ισόγειο του σπιτιού του, ο Γιοβάν Τσαούς και η Αικατερίνη Καραγιώργη Χουρμούζη ή Χαρμουτζή, ιδρύουν ραφτάδικο, που από κοινού εκμεταλλεύονταν έως το 1930.
Λίγο αργότερα 1931-1932 ανοίγουν ένα οινομαγειρείο, κοντά στην περιοχή του Περάματος, αργότερα πάλι μετατρέπουν το ραφτάδικο σε οινομαγειρείο το 1933.
Η ενασχόλησή του με τη μουσική, η ικανότητά του με τα όργανα, το ταλέντο του, αναλίσκεται, στην κατεύθυνση της προσωπικής του ευχαρίστησης, αλλά και των οικείων του ή των φίλων του.
Το είδος των μοναδικών μακρόσυρτων ταξιμιών, που εισήγαγε στην Ελλάδα, με την έλευσή του, άφηναν μακράν πίσω του, όλους τους εγχώριους μουσικούς, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα, την ύπαρξη, μιας άλλης μοναδικής μουσικής σχολής, που άνθιζε στην Ανατολή, αλλά που έμελλε μετά την καταστροφή, να πάψει η ακμή της.
Με την σύζυγό του, που αγαπούσε ιδιαίτερα, όπως όλα αυτό μαρτυρούν, δούλευαν μαζί στο ραφείο, στο οινομαγειρείο, στη σύνταξη των τραγουδιών τους, αφού όλα, αλλά και όλοι οι διάφοροι δικοί τους άνθρωποι, λένε πως, των τραγουδιών τους στίχους, αυτή τους έγραφε.
Έζησαν μια σύντομη ζωή, 1927 μέχρι τον Οκτώβριο του 1942, όπως ακριβώς την ήθελαν, με αγάπη αλληλοκατανόηση, με την κοινή πορεία των δεκαπέντε περίπου ετών, να τους οδηγεί, στο χαμό.
Έναν άδικο χαμό, που προήλθε από τροφική δηλητηρίαση, (πείνας ένεκεν), από χαλασμένο αλεύρι, που προήλθε από στάρι ή καλαμπόκι που είχε μείνει πολλές μέρες στη θάλασσα.
Μέσα σε λίγες ώρες το ζεύγος, με πρώτον τον Γιοβάν και σε λίγες ώρες την Αικατερίνη, οδηγήθηκε στο θάνατο.
Για τη δυσκολία χρήσης κατά το παίξιμο των οργάνων του, αναφέρεται ένα συμβάν, σύμφωνα με το οποίο ο Μάρκος, άφησε κάποια στιγμή κάτω το μπουζούκι του, με το οποίο έπαιζε εκείνη τη στιγμή, για να πάρει από τα χέρια του Γιοβάν Τσαούς το δικό του. Προσπάθησε να συνεχίσει με αυτό, αλλά ζοχαδιάστηκε τόσο πολύ, που παρ’ ολίγον να το σπάσει, λέγοντας:
«Αυτό το πράμα ξέρει μόνο ένα αφεντικό»…
Παραθέτω πάρα κάτω στίχους από τα δώδεκα, ευρισκόμενα/αναφερόμενα/καταγεγραμμένα επισήμως, προσωπικά τραγούδια του Γιοβάν Τσαούς. Είναι ίσως τα μόνα που έχουν σωθεί με τ’ όνομά του. Ήταν πλατειά διαδεδομένο, το γεγονός, πως του ’κλεβαν τα τραγούδια, ενώ τα μοναδικά που έγραψε σε δίσκους ήσαν αυτά τα δώδεκα κομμάτια, στη διάρκεια 1936 – 1939 οπότε κ’ η μεταξική λογοκρισία.
Ο πρόωρος χαμός τους ζεύγους, άφησε ένα κενό. Ίσως η ιστορία της μουσικής να εμπλουτιζότανε με άλλες κατευθύνσεις που ο Γιοβάν Τσαούς θα το οδηγούσε.
Η έλευση των μορφωμένων στο λαϊκό τραγούδι, το επερχόμενο κύμα του αρχοντορεμπέτικου, οι απαγορεύσεις της λογοκρισίας, ο απόηχος της εθνικής αντίστασης, οι εξορίες που ακολούθησαν, ίσως να οδηγούσαν σε πιο έντεχνες διαδικασίες, από πλευράς στίχου (εκ μέρους της Αικατερίνης), αλλά και από πλευράς μουσικής εκ μέρους του Άριστου, (απ’ όλους) Καταξιωμένου, Μεγάλου αυτού οργανοπαίχτη.
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς – Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
δίσκος Columbia DG-6242 του 1936
Γεια σου Γιοβάν Τσαούση με την πενιά σου!
Μέρες και νύχτες περπατώ αμάν αμάν
μέσα στη Δραπετσώνα
για μια σουλτάνα βλάμισσα αμάν αμάν
πεντάμορφη κοκόνα
Μου 'χει ποτίσει την καρδιά αμάν αμάν
με πίκρες και φαρμάκι
γι αυτό το ρίχνω στο κρασί αμάν αμάν
να φύγει το μεράκι
άλα
(Γιοβάν Τσαούς:)- Γειά σου Στελλάκη μου!
Ως πότε πες μου βλάμισσα αμάν αμάν
δεν είναι αμαρτία
να λιώνω εγώ για σένανε αμάν αμάν
και να 'σαι εσύ η αιτία
Αχ! Άλα
Έλα γλυκιά μου βλάμισσα αμάν αμάν
να γίνουμε ζευγάρι
οι μάγκες θα μας έχουνε αμάν αμάν
το μόνο τους καμάρι
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
δίσκος Columbia DG-6502 του 1939
Που είναι τα λόγια που 'λεγες
οι όρκοι και τα χάδια
και τα ολόγλυκα φιλιά
που μου 'δινες τα βράδια
Ξέχασες που μου έλεγες
τρελά πως μ' αγαπούσες
κι ότι χωρίς εμένανε
να ζήσεις δε μπορούσες
Μα τώρα μ' απαρνήθηκες
για μένα δε σε νοιάζει
και κάθε μέρα βάσανα
μες στην καρδιά μου βάζεις
Μα δεν πειράζει, θα σκεφτείς
μια μέρα το τι κάνεις
χωρίς αιτία κι αφορμή
που θες να με ξεκάνεις
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Καλυβόπουλος
δίσκος HMV AO-2295 του 1936
Το μπουζούκι μου βαστάω
το ζεϊμπέκικο βαρώ
εμπρός φίλοι σηκωθείτε
και αρχίστε το χορό (γεια σου Καλυβόπουλε)
Ο Γιοβάν Τσάους βαράει
το μπουζούκι του γλυκά
κι η κιθάρα ακολουθάει
το ζεϊμπέκικο σιγά
Φέρε κάπελα ρετσίνα
στου Τσαούση την υγειά
για να παίξει το μπουζούκι
να χορέψουν τα παιδιά (γεια σου Κικίδη αούτη)
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
δίσκος Columbia DG-6304 του 1937
Γειά σου Γιοβάν Τσαούς με το ταμπούρι σου!
Βρε Διαμάντω μου χαδιάρα
και γλυκιά μου παιχνιδιάρα
έλα άνοιξε την πόρτα
να 'ρθω μέσα σαν και πρώτα
Άντε τράβα στη δουλειά σου
να μην έβρεις τον μπελά σου
και αν είσαι παλικάρι
τράβα κάνε μου την χάρη
ώχ!
Ας τα κόλπα σου Διαμάντω
θέλω σπίτι σου για να ’μπω
λαχταρώ την εμορφιά σου
και τα ολόγλυκα φιλιά σου
Τράβα φύγε από μένα
γιατί στα ’χω μαζεμένα
τράβα μ’ άλληνε να ζήσεις
ήσυχη να με αφήσεις
ώχ! άλα !
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
δίσκος Columbia DG-6359 του 1938
Δροσάτη Πελοπόννησος
όμορφη Καλαμάτα
έχεις κοπέλες νόστιμες
κι όλες με μαύρα μάτια
Έχουν σγουρά μαύρα μαλλιά
μάγουλα βελουδένια
και δυο χειλάκια κόκκινα
θαρρείς και στάζουν αίμα
Γι αυτό κι εγώ σκλαβώθηκα
μέσα στην Καλαμάτα
για μια μικρούλα παχουλή
ξανθή και μαυρομάτα
Όταν με πρωτογνώρισε
και μου ’δωσε το χέρι
τα δυο της χείλη μου ’πανε
πως θα με κάνει ταίρι
Επίστεψα στα λόγια της
τα ’βαλα στην καρδιά μου
και τα φιλιά της τα χρυσά
βαθειά στα σωθικά μου
Μα όλα ήταν ψεύτικα
τα λόγια τα φιλιά της
μου ’δωσε πίσω την καρδιά
και πήρε τη μιλιά της
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Καλυβόπουλος
δίσκος HMV AO-2295 του 1936
Γειά σου Γιοβάν Τσαούση με την πενιά σου!
Είμαι πρεζάκιας μάθετε το
μα όπου και αν πάω
όλοι "φύγε" με λέγουνε
νομίζουν θα τους φάω ’γω
Με βλέπουν και σιχαίνονται
μα ’γω δυάρα δεν δίνω
την πρέζα μόνον να τραβώ
και ό,τι θέλ’ ας γίνω
Μες στο βαγόνι κάθουμαι
για σπίτι δε θυμούμαι
κι ένα τσουβάλι βρώμικο
το στρώνω και κοιμούμαι
Τα ρούχα μου ελιώσανε
φάνηκε το κορμί μου
η πρέζα με φαρμάκωσε
τελείωσε η ζωή μου
Χαρμάνης όταν κάθουμαι
πως σκέφτομαι την πείνα
σαν μαστουρώσω βρε παιδιά
δική μου είν’ η Αθήνα
Σαν αποθάνω φίλε μου
έρχεται αστυνομία
μετά το σκουπιδιάρικο
και κάνει την κηδεία
Γεια σου Αντώνη μου ντερβίση!
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Καλυβόπουλος
δίσκος HMV AO-2321 του 1936
Η Ελένη η ζωντοχήρα
βρε τι έχει η κακομοίρα
ένα γέρο άντρα έχει
κ’ η καημένη δεν αντέχει
κάθε μέρα αναστενάζει
απ' το στόμα φλόγες βγάζει
νέα είναι δεν ταιριάζει
και ρωτά με αγκαλιάζει
Το ξεπόρτισε και λέγει
τι να κάνω κι όλο κλαίγει
ο μπακάλης τη λυπάται
κάθε βράδυ τη θυμάται
κι ο μανάβης σαν περνάγει
στέκει την παρηγοράγει
έτσι το ’θελε η μοίρα
Λένη να 'σαι ζωντοχήρα
Σαν τ' ακούει το μπαρμπεράκι
να και τρέχει με μεράκι
έλα δω βρε Ελενάκι
να σου δείξω το φαρμάκι
το 'μαθε το χασαπάκι
Τήνε εστέλνει ένα αρνάκι
κάνε το με το σπανάκι
γιατί θα 'ρθω το βραδάκι
εεεπα αρνί με το σπανάκι! Γεια σου Τσαούση μου!
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Καλυβόπουλος
δίσκος Columbia DG-6192 του 1936
Μες τη φυλακή, στ' Ανάπλι
μ' έριξαν κατάδικο
αμάν δικαστή βοήθεια
κι' αυτό είναι άδικο
αμάν δικαστή βοήθεια
κι' αυτό είναι άδικο
βρ' αμάν αμάν άδικο
Δεν μπορούσα να βαστάξω
και να έχω αντεραστή
τον εσκότωσα και τώρα
είμαι μες τη φυλακή
τον εσκότωσα και τώρα
είμαι μες τη φυλακή
βρ' αμάν αμάν φυλακή
Άπονη, κακούργα ψεύτρα
τώρα ζήσε μοναχή
ο ένας βρίσκεται στο χώμα
κι εγώ μες τη φυλακή
ο ένας βρίσκεται στο χώμα
κι εγώ μες τη φυλακή
βρ' αμάν αμάν φυλακή
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
δίσκος Columbia DG-6242 του 1936
Με έκαψες ρε μάγκισσα
μου πήρες την καρδιά μου
με μια μονάχα σου ματιά
μου καις τα σωθικά μου
με τα γλυκά ματάκια σου
μάγκισσα με μαγεύεις
μου πήρες σκλάβα την καρδιά
και όλο με παιδεύεις
Έλα και άσ’ τα πείσματα
μάγκισσα που μου κάνεις
κι έλα να ζήσουμε τα δυο
μη θες να με πεθάνεις
έλα και δώσ’ μ’ ένα φιλί
μη μου τ' αρνείσαι φως μου
και μη μου κάνεις πείσματα
όποτ’ αν είσαι μπρος μου
Από κοντά σου σαν περνώ
κρυφά κοιτάζεις πίσω
και χώνεις μέσ’ στο σπίτι σου
για να μη σ' αντικρύσω
αμ’ έννοια σου ρε μάγκισσα
και δε θα μου γλιτώσεις
γιατί είμαι διαβολόπαιδο
και θα μου το πληρώσεις
-Γεια σου Γιοβάν Τσαούς με τις πενιές σου !
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Καλυβόπουλος
δίσκος HMV AO-2321 του 1936
Παραπονιούνται οι μάγκες µας
κ’ οι αριστοκράτες όλοι
που δεν τους φέρνουνε να πιουν
μαυράκι από την Πόλη.
Έλα βρε μάγκα µου να πιεις
από τον αργιλέ µας
που 'χουµε Πολίτικο
μαυράκι στον τεκέ µας.
Ν’ ακούσεις τον Γκιουβάν Τσαούς
που παίζει το μπουζούκι
και µε τις όμορφες πενιές
ανάβει το τσιμπούκι.
Και χανουμάκια έμορφα
θα µας τον ε πατάνε
και τσίκα μαύρη έξυπνη
και τσίλιες να φυλάνε.
Γλυκές πενιές θα ακούγανε
να χάσουν το μυαλό τους
πλούσιοι βιομήχανοι
να κάµουν το Σταυρό τους
Και αυτοί θα διατάζανε
κάντε και µας τσιμπούκι
μάγκες να μαστουριάζουμε
να ακούσωμε μπουζούκι.
Και όλα τα ανφάν γκατέ
µες στον τεκέ θα κάτσουν
μπουζούκι για να ακούσουνε
και για να μαστουριάσουν.
Γι αυτό σε λίγο βρε παιδιά
σε τούτη ’δώ τη φύση
όλος ο κόσμος κι αν χαθεί
θα βρίσκεται χασίσι.
Γεια σου Καλυβόπουλε!
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Καλυβόπουλος
δίσκος Columbia DG-6192 του 1936
Πέντε μάγκες του Περαία
πέρναγαν απ' τον τεκέ
ένας είπε απ' την παρέα
πα να πιούμε έ ναργιλέ
Μπήκαν μέσα να φουμάρουν
φώναξαν τον τεκετζή
φτιάξε ναργιλέ αφράτο
με Περσίας τουμπεκί
-Γεια σου Αντωνάκη μου λεβέντη!
Δύο τάληρα τον δίνεις
τρία θα πληρώσουμε
αν η γκλάβα θα γεμίσει
θα σε προτιμήσουμε
Φούμαραν και ήταν τζούρα
φώναξαν τον τεκετζή
δεν κατάλαβαν μαστούρα
ήταν σκέτο τουμπεκί
-Γεια σου Γιοβάν Τσαούς !
Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες
Πάμε 'κει στο βουναλάκι
έχω ζούλα ναργιλέ
πάμε μάγκες να τον πιούμε
να μην πάμε στον τεκέ
Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες
Αν θα κλείσουν τους τεκέδες
Πειραιά Κρεμμυδαρού
τότε πια θα κουβαλάω
στη σπηλιά την κουρελού
-οπααα!
Στίχοι: Γιοβάν Τσαούς - Αικατερίνη Χουρμούζη
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
δίσκος Columbia DG-6304 του 1937
Στην Αθήνα μια μικρούλα
όμορφη και νοστιμούλα
με τα μάτια της τα μαύρα
μ' άναψε φωτιά και λαύρα
Της μιλώ δεν μ' απαντάει
την αγάπη μου πετάει
θέλει να με βασανίζει
την καρδιά να μου ραΐζει
ωχ!
Αχ μικρούλα μου αφράτη
και με ζάχαρη γεμάτη
σαν σε βλέπω με τρελαίνεις
και στον Άδη με πηγαίνεις
Μ' έκανες κακιά και λειώνω
και τα κόλπα σου τελειώνω
και στον κόσμο θα το λέω
που με τυραννείς και κλαίω
ωχ άιντα!
Αχ μικρούλα μου σκερτσόζα
και ναζιάρα καπριτσιόζα
μ' έχεις βάλει σε μεράκι
και με πότισες φαρμάκι
Μ' έκανες κι αναστενάζω
και τον πόνο μου φωνάζω
σ' αγαπώ και θα πεθάνω
ταίρι μου αν δεν σε κάνω
ωχ! -Γεια σου Μήτσο με το μπουζουκάκι σου!
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η Πνευματική Ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά τον Ν. 2121/93 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει Κυρωθεί με το Ν.100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, η αποθήκευσή του σε βάση δεδομένων, η αναμετάδοσή του σε ηλεκτρονική ή μηχανική ή οποιαδήποτε άλλη μορφή, η φωτοανατύπωσή του και η ηχογράφησή του με οποιοδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή χωρίς γραπτή άδεια του δημιουργού υπογράφοντος συγγραφέα. ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ musicheaven.gr
ΦΑΙΔΩΝ ΑΛΚΙΝΟΟΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#25673 / 01.11.2012, 11:08 / Αναφορά Ο Γιοβάν Τσαούς ήταν μια εμβληματική μορφή του μικρασιάτικου τραγουδιού και ήταν εκείνος που απ' ότι λένε οι ρεμπετολόγοι δίδαξε στο Μάρκο και στους υπόλοιπους ρεμπέτες τα ανατολίτικα μακάμια. Όπως τα λες συνέβησαν τα πράγματα, πέθανε από δηλητηρίαση πρώτα αυτός κι έπειτα από λιγες ώρες η γυναίκα του. Του είχε φτιάξει τηγανόψωμο από αλεύρι, το οποίο είχαν συλλέξει από βυθισμένο ιταλικό πλοίο. Το άρθρο σου είναι πληρέστατο και απολαυστικό. Σε ευχαριστούμε που μας έφερες στη μνήμη μια τόσο ξεχωριστή κι αδικοχαμένη μορφή της μουσικής μας παράδοσης. |
#25674 / 01.11.2012, 11:27 / Αναφορά Πληρέστατο και εκπαιδευτικού χαρακτήρα άρθρο. Μπράβο Φαίδωνα ! |
#25676 / 01.11.2012, 16:47 / Αναφορά Δεν ξερώ γιατί αλλά με το που διάβασα αυτό το άρθρο μου θύμισε τον Robert Johnson Απλά το αναφέρω, δεν ξέρω γιατί,
Υπέροχος |
#25694 / 04.11.2012, 01:19 / Αναφορά Φαίδωνα συγχαρητήρια και ευχαριστίες για το άρθρο - φόρο τιμής στον αγνοημένο και πρόωρα αδικοχαμένο αυτόν Μικρασιάτη μουσικό. Γνώστη των "δρόμων", δεξιοτέχνη και δάσκαλο της όμορφης, γλυκειάς πενιάς, που συνέβαλε στη μετάβαση από το Σμυρνέικο στο Πειραιώτικο ρεμπέτικο. Το διάβασα με πολύ ενδιαφέρον -και όχι μόνο από τον τραβηχτικό του τίτλο-!. Και απήλαυσα τα βιντεάκια με τα αυθεντικά τραγούδια του που παραθέτεις. Τραγούδια πρωτότυπα και πρωτόγνωρα στο ρεμπέτικο. Με την υπέροχη φωνή του επίσης Μικρασιάτη Στελλάκη και του Σμυρνιού Καλυβόπουλου. Το ότι σε πολλούς δίσκους αναφέρεται σαν στιχουργός η γυναίκα του δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι στίχοι γράφτηκαν από αυτήν (το ίδιο έκανε π.χ. και ο Μπαγιαντέρας). Με εντυπωσίασε ότι ο ταλαντούχος αυτός μουσικός έπαιζε και έγραφε μόνο για το κέφι του. Όπως ερασιτέχνης 'ητανκαι ο βασικός Σμυρνιός τραγουδιστής του Καλυβόπουλος. Επίσης ότι πέθανε τον Οκτώβριο του1942, τον μήνα που γεννήθηκα. Άντεξε τον ξεριζωμό και τις κακουχίες της Μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγιάς και πέθανε άδικα στην μεγάλη πείνα της Κατοχής. Ήξερα ότι έπαιζε σάζι και τα αριστουργηματικά τραγούδια του "Γιοβάν Τσαούς" και "Πέντε μάγγες του Περαία", με είχαν εντυπωσιάσει. Μου έδωσες την ευκαιρία να γνωρίσω συγκεντρωμένα και άλλα του τραγούδια, από τα οποία ξεχωρίζω τα "Γελασμένος", "Δροσάτη Πελοπόννησος" (με αναφορά στην πατρίδα μου Καλαμάτα), το χασικλίδικο με τον γλυκό ήχο της πενιάς "Ο πρεζάκιας", το σατιρικό "Η Ελένη η ζωντοχήρα" ("νέα είμαι και δεν ταιριάζει γέρος να με αγκαλιάζει", με τα ποτηράκια που κρατάνε το ρυθμό κ.ά. Τραγούδια αληθινά, για ευγενικά αισθήματα, για τον ανικανοποίητο ή προδομένο ερωτικό πόθο και πόνο, μέχρι θανάτου ("Σαν σε βλέπω με τρελαίνεις και στον Άδη με πηγαίνεις"), για την αδικία ("αμάν δικαστή βοήθεια κι αυτό είναι άδικο")... Στα τραγούδια του άκουσα για πρώτη φορά τις λέξεις "ταμπούρι" (=ταμπουράς), "Αούτη" (=Πόντιε), "Γκιουβάν" (=Γιοβάν, Γιάννη). Το ότι τα περισσότερα τ έμειναν άγνωστα πιθανόν να οφείλεται στο ότι θεωρούνταν "απαγορευμένα χασικλήδικα". |
#25709 / 06.11.2012, 09:05 / Αναφορά Θέλω να σ' ευχαριστήσω για το δημοσίευμα, και για όλες τις αναρτήσεις των τραγουδιών. |
#25750 / 11.11.2012, 21:25 / Αναφορά Eνδιαφέρον το άρθρο σου, Φ.Αλκ - αλλά στιχουργικά πολύ φτωχά τα τραγουδάκια του Τσαους, βρε παιδιά ! Γνώμη μου, ε. |