ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Aρθρα

    Η προδοσία στο κλέφτικο τραγούδι (Μέρος Β) - Τα Τραγούδια

    Τα τραγούδια [1] με θέμα την προδοσία στο κλέφτικο τραγούδι που αναλύθηκαν στο Α' Μέρος της μελέτης, εκδοχές και παραλλαγές τους.

    Η προδοσία στο κλέφτικο τραγούδι (Μέρος Β) - Τα Τραγούδια

    Γράφει ο Ιουλία Λυμπεροπούλου (ioulialibera)
    23 άρθρα στο MusicHeaven
    Πέμπτη 07 Φεβ 2013

    Στο Β’ Μέρος παρατίθενται όλοι οι στίχοι των τραγουδιών που αναλύθηκαν στο Α’ Μέρος της μελέτης.

    Για ορισμένα τραγούδια εντόπισα κάποιες εκδοχές που ακόμα σήμερα τραγουδιούνται ευρύτερα, δε συμπίπτουν, όμως, πλήρως με όσες παραθέτω. Θα είχε ενδιαφέρον να συμμετέχουν σε αυτή την προσπάθεια εντοπισμού και οι αναγνώστες στην περίπτωση που γνωρίζουν κάποια όχι ευρέως διαδεδομένα τραγούδια από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους. Αναφέρομαι πάντα σε όσα προσεγγίζουν το ζητούμενο της μελέτης και όχι σε κλέφτικα γενικά. Τα τραγούδια για τα οποία βρήκα εκδοχές ή και παραλλαγές για τον ίδιο ήρωα είναι «Του Λιάκου», «Του Λεπενιώτη», «Του Κατσαντώνη, «Του Βλαχοθανάση» και «Παλληκάρια για κλεψιά», που έως ένα σημείο αντιστοιχεί στο γνωστό «Σαράντα παλληκάρια». Για το τραγούδι «Του Νάσου» συμπεριέλαβα μόνο δύο παραλλαγές. Δε γνωρίζω αν πρόκειται για απλή συνωνυμία ή ταυτοπροσωπία με τον ήρωα της ανάλυσης του Α’ Μέρους αποτελώντας ίσως άλλα επεισόδια και διαφορετικές αφηγήσεις της ζωής του. Μπορεί ακόμα να διασώθηκε το όνομα ή ο απόηχος των παλιότερων τραγουδιών σε μεταγενέστερα.

    Στα πιο διαδεδομένα τραγούδια υπάρχουν περισσότερες παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, που αποτελούν, όμως, διαφορετικά τραγούδια, στην ουσία, μη συσχετιζόμενα άμεσα με την προδοσία. Έτσι ποικίλουν τίτλοι, όπως «Του Λιάκου η μάνα», ή μιλούν για την αγαπημένη του ήρωα κτλ. Εμένα το θέμα μου ήταν η προδοσία και προσπάθησα να εντοπίσω δημοτικά κλέφτικα βάσει των εξαρχής κριτηρίων επιλογής των συγκεκριμένων τραγουδιών. Κάποια από αυτά θεωρώ ότι ίσως να πλησιάζουν εγγύτερα στις αρχικές φόρμες χωρίς να είναι μεταγενέστερες, λίγο ή πολύ, δημιουργίες, τόσο ως προς το στίχο όσο και ως προς την εκτέλεση. Προτίμησα τραγούδια φορέων της παράδοσης, επαγγελματιών ή μη, που προσθέτουν τη δική τους πινελιά, μία ζύμωση σύμφωνη με την από στόμα σε στόμα προφορικότητα της λαϊκής παράδοσης. Για τα συγκεκριμένα τραγούδια εννοείται η εκτέλεση και όχι η προσθαφαίρεση ή διαφοροποίηση στίχων.

    Τέλος, μία παρατήρηση που αφορά την ενδεχόμενη τροποποίηση της λειτουργίας των δημοτικών στη σύγχρονη κοινωνία βάσει της μετατόπισης του κέντρου βάρους των αναγκών της. Παλιότερα τα τραγούδια έπαιζαν ρόλο στη μετάδοση γεγονότων, πέραν της συναισθηματικής αποφόρτισης κτλ. Σαν επίκαιρα εποχής θα μπορούσε κανείς να το φανταστεί ως μία διαδικασία χρονοβόρα βέβαια, όχι όμως με στόχο τη συντήρηση της ιστορίας μέσα από αυτά με την έννοια που το εννοούμε σήμερα. Σήμερα επιφορτίζεται με το καθήκον της πραγματοποίησης τέτοιων καταγραφών για τη διατήρηση της μνήμης, για την εκπόνηση μελετών κ.ά. ο ερευνητής ή ενίοτε άνθρωποι με μεράκι, βαθιά γνώση και με αγάπη για το δημοτικό τραγούδι, όπως υπήρξε η κυρία Δόμνα Σαμίου. Γι’ αυτό νομίζω ότι πλέον τα περισσότερα είναι συνοπτικά και εξωραϊσμένα. Η αφήγηση συνήθως συρρικνώνεται και μένει ο απόηχος της ύπαρξης των ηρώων. Κυρίως όσων ηρώων, δηλαδή, θέλησε το λαϊκό κριτήριο να διατηρήσει τη μνήμη ζωντανή. Έχουν γραφτεί τραγούδια για πολλούς από τα οποία μόνο οι στίχοι διασώζονται στις συλλογές, δεν τραγουδιούνται πια.

    Το λαϊκό κριτήριο έκανε τέτοιου είδους επιλογές σε βάθος χρόνου, δεν αποτελεί σύγχρονο φαινόμενο. Δημιουργούσε, αποσιωπούσε ή αναδείκνυε βάσει των αναγκών που κάλυπτε στην εκάστοτε συγκυρία. Στην εκτέλεσή τους, όμως, ως μοιρολογιών ή με στοιχεία θρήνου η θλίψη για το κακό τέλος ίσως να υπονοεί την προδοσία, ακόμα κι αν δεν προσδιορίζεται λεκτικά. Ο θάνατος την ώρα της μάχης θεωρείται τιμημένος και αξιοπρεπής, δεν επιφέρει την ίδια θλίψη που προκαλεί η προδοσία. Το νόημα, δηλαδή, μπορεί κάποιες φορές να διασώζεται στη μουσική πιο πολύ παρά στο στίχο. Ακόμα και στα τραγούδια των συλλογών, όμως, δε δηλώνεται πάντα ρητά η προδοσία, όπως στο τραγούδι «Του Λεπενιώτη», για παράδειγμα. Οι ανώνυμοι φορείς και δημιουργοί γνώριζαν τα επί μέρους, δεν ενδιέφερε η διευκρίνιση. Το Λεπενιώτη βάρεσαν λέει ο στίχος, ενώ προηγούνται αρνητικές υποδηλώσεις όπως «ανταριάσανε τα βουνά, συννέφιασαν οι κάμποι, βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο […] μαύρα παιδιά». Η συμμετοχή της φύσης στο θρήνο ως κλασικό μοτίβο και ο χαρακτηρισμός όσων δέχονται το μήνυμα καταθλιβόμενοι συμπυκνώνουν το νόημα με οικονομία λόγου. Γνωρίζουμε το γεγονός της προδοσίας από άλλες πηγές σε αυτή την περίπτωση. Συνδυαστικά γίνονται οι μελέτες, άλλωστε, για την απόπειρα ταύτισης των ηρώων με πραγματικά πρόσωπα. Η απουσία φλυαρίας, επιπλέον, και περίτεχνων φράσεων αποτελεί χαρακτηριστικό των παλαιότερων κλέφτικων. Αντίθετα, οι αρκετά μεταγενέστερες προσθήκες ή και δημιουργίες ολοκληρωτικά νέων τραγουδιών με τόνο θριαμβευτικό, με αναφορά γενική στους κλέφτες και στα κλεφτόπουλα ή με την παράθεση περιγραφών λεπτομερειών, π.χ. ενδυματολογικών, μοιάζουν μάλλον με λόγιες κατασκευές και εξυπηρετούν άλλους στόχους.

     

    Του Χρίστου Μηλιόνη[2]

    Το τραγούδι χρονολογείται στα μέσα του 18ου αι. ως ένα από τα πιο παλιά κλέφτικα. Ο Χρίστος Μηλιόνης έζησε την ίδια εποχή, όπως μας πληροφορεί ο Δ. Πετρόπουλος, καθώς διασώζεται σφραγίδα με χρονολογία του 1744.

     

         Τρία πουλάκια κάθουνταν στην άκρη στο λημέρι.

         Το’ να τηράει τον Αρμυρό, τ’ άλλο κατά το Βάλτο,

         το τρίτο, το καλύτερο, μοιριολογάει και λέγει:

         «Κύριέ μου, τί να γίνηκεν ο Χρίστος ο Μηλιόνης;

      5 Μηδέ στον Βάλτο φάνηκε, μηδέ στην Κρυαβρύση,

         μας είπαν πέρα πέρασε κι εμπήκε μέσ’ στην Άρτα

         και πήρε σκλάβο τον κατή, επήρε και τ’ ς αγάδες.

         Κι ο μουσελίμης τ’ άκουσε, βαριά του κακοφάνη.

         Τον Μαυρομάτην έκραξε και τον Μουχτάρ Κλεισούρα:

    10 «Εσείς, αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,

         τον Χρίστον να σκοτώσετε, τον καπετάν Μηλιόνη.

         Έτσι προστάζ’ ο βασιλιάς και μόστειλε φερμάνι».

         Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μην είχε φέξειֹ

         κι ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη.

    15 Στον Αρμυρό τον έφτασε κι ως φίλοι φιληθήκαν.

         Ολονυχτίς επίνανε, όσο να ξημερώση,

         κι όταν έφεξε η αυγή, πέρασαν στα λημέρια.

         Κι ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη:

         –Χρίστο, σε θέλ’ ο βασιλιάς, σε θέλουν κι οι αγάδες.

    20 –Όσο’ ν’ ο Χρίστος ζωντανός, Τούρκο δεν προσκυνάει.

         Με το τουφέκι τρέξανε ο ένας να φάη τον άλλο.

         Φωτιά εδώσαν στη φωτιά, πέφτουν κι οι δυο στον τόπο».

     

    Η προδοσία στο κλέφτικο τραγούδι (Μέρος Β) - Τα ΤραγούδιαΤο τραγούδι του «Μηλιόνη» συγκεντρώνει αρκετά χαρακτηριστικά στοιχεία που συναντώνται σκόρπια στα κλέφτικα. Δομικά το τραγούδι ξεκινά με το σύνηθες μοτίβο αναφοράς στη φύση, και πιο συγκεκριμένα με τα «τρία πουλάκια» (στίχος 1). Τα πουλιά ως πληροφορητές και παρατηρητές συνιστούν σημείο αναφοράς του δημοτικού τραγουδιού γενικότερα. Το ίδιο ισχύει και για τον αριθμό τρία, το μαγικό αριθμό[3], και τα πολλαπλάσιά του. Εδώ, το τριμερές σχήμα επεξηγεί, αναλύει και σε κάθε στάδιό του εξελίσσει προοδευτικά το νόημα. Έτσι, τα δύο πρώτα πουλάκια κοιτάνε προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ενώ το τρίτο μάς εισάγει στο θέμα. Αρχικά με μία ερώτηση και κατόπιν με δύο αλλεπάλληλες αρνήσεις, εντείνοντας την αγωνία ωσότου μας φανερωθεί το γεγονός που πυροδότησε το επεισόδιο (στίχοι 6-7). Από τον επόμενο στίχο ξετυλίγεται η διήγηση με το συνδυασμό διαλογικών και αφηγηματικών μερών. Στον τελευταίο στίχο το τραγούδι ολοκληρώνεται με το θάνατο των δύο ηρώων, του ήρωα και του αντιήρωα καλύτερα, ο οποίος αποτυπώνεται με τρόπο ακαριαίο και αναμφισβήτητο.

    Οι εικόνες είναι καθαρές και διαδέχονται η μία την άλλη με γοργό ρυθμό. Οι περιγραφές είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Η διήγηση εξυπηρετεί την ποιητική καταγραφή ενός γεγονότος που αξίζει να μνημονευθεί, σύμφωνα με το λαϊκό στοχασμό. Λειτουργικό ρόλο σε αυτό παίζουν τα ρήματα είτε δηλώνοντας ενέργεια είτε μία κατάσταση χωρίς πολλές λεπτομέρειες ή πλατειασμούς. Με λεκτική οικονομία η ιστορία αρχίζει, εκτυλίσσεται και ολοκληρώνεται. Το παρόν και το παρελθόν εναλλάσσονται μέσα από τους χρόνους, όπως εναλλάσσονται και τα αφηγηματικά με τα διαλογικά μέρη, ζωντανεύοντας τις εικόνες και τους χαρακτήρες.

     

    Του Λιάκου[4]

    Ο αλβανόφωνος κλέφτης Λιάκος Παναρίτης (από το χωριό Παναρίτη), πρωτοπαλίκαρο του Τσαχίλα και αργότερα αρχηγός του καπετανάτου του Ολύμπου, έδρασε στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα.

          Λιάκο, σε κλαίουν τ’ Άγραφα, οι βρύσες και τα δέντρα,

          σε κλαίει ο δόλιος ψυχογιός, σε κλαίν’ τα παλλικάρια.

          Δεν σ’ το είπα, Λιάκο, μια φορά, δεν σ’ το είπα τρεις και πέντε,

          προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα το βεζίρη;

     5 Όσο ’ναι Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει,

          πασά ’χει ο Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το τουφέκι.

          Κακό καρτέρι τόκαμαν από το μετερίζι.

          Διψούσ’ ο Λίακος κι έρχεται με το σπαθί στο χέρι.

          Έσκυψε κάτω για να πιη νερό και να δροσίση,

     10 τρία τουφέκια του ’δωκαν, τα τρία αράδα αράδα.

          Το ’να τον παίρνει ξώπλατα, το άλλο εις τη μέση,

          το τρίτο, το φαρμακερό, τον πήρε εις τ’ αστήθι.

          Το στόμα τ’ αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι,

          κι η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί και κελαηδάει και λέει:

     15«Πού είσθε, παλληκάρια μου, που είσαι, ψυχογιέ μου;

          Για πάρετέ μου τα φλουριά, πάρτε μου τα τσαπράζια,

          πάρε και το σπαθάκι μου το πολυξακουσμένο.

          Κόψετε το κεφάλι μου, να μη το κόψουν Τούρκοι

          και το πηγαίνουν στου πασά, ψηλά εις το διβάνι,

     20 το ιδούν εχτροί και χαίρουνται, οι φίλοι και λυπούνται,

          το ιδή και η μανούλα μου κι απ’ τον καημό πεθάνη».

     

    Σε αυτό το τραγούδι βρίσκουμε ένα σύνηθες μοτίβο για το κόψιμο του κεφαλιού. Το κεφάλι είναι το ανώτερο σημείο του ανθρώπινου σώματος και συμβολίζει την υπερηφάνεια όταν στέκεται όρθιο και «ψηλά». Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα τραγούδια η φροντίδα για την τύχη του κεφαλιού, καθώς «αντιπροσωπεύει την προσωπικότητα και τη φήμη του ήρωα. Γι’ αυτό έχει σημασία να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Συνιστά τη συμβολική επιβίωση του ήρωα. Είναι αναγνωρίσιμο. Η διαπόμπευση συνεπάγεται εξευτελισμό. Ενώ η ατίμωση υπήρξε πάγια τακτική της εξουσίας. Αποθαρρύνει, επίσης, τους άλλους από τον ηρωισμό»[5]. Πιο συνοπτικά, συνδέεται, επομένως, με το «φόβο της μεταθανάτιας διαπόμπευσης»[6]. Ίσως εδώ να συναντάμε άλλη μία φορά τις αρχαϊκές αντιλήψεις για τις οποίες έχει μιλήσει ο Π. Σπανδωνίδης. Σε αυτή την πράξη δίνεται βαρύτητα, καθώς συμβολίζει πρώτιστα την υπερηφάνεια του κλέφτη και κατά συνέπεια τους ανάλογους κώδικες που διέπουν την κοσμοθεωρία του. Εμπιστεύεται το κεφάλι στα αγαπημένα του πρόσωπα και τους συναγωνιστές του. Αναδεικνύονται και πάλι οι στενές συντροφικές σχέσεις, ο ακρογωνιαίος λίθος για την αποτελεσματικότητα της δράσης τους και τη διασφάλιση της επιβίωσής τους. Το κεφάλι, επιπρόσθετα, αν δεν ατιμωθεί, αλλά διαφυλαχτεί, θα μπορεί να εποπτεύει συμβολικά και μετά το θάνατο. Άρα ο θάνατος δεν είναι ένα τέλος, είναι πέρασμα και, αν το πέρασμα γίνει ομαλά, τότε η υστεροφημία του κλέφτη εξισώνεται με μία συμβολική «ύπαρξη». Η εποπτεία και η συνέχεια της ζωής μετά φαίνεται και στο επίσης συχνό μοτίβο της παραγγελιάς για ψηλό κιβούρι[7].

    «Του Λιάκου» μία εκδοχή του τραγουδιού σε ερμηνεία Γιώργου Μεϊντανά.

    Ο ρυθμός είναι αργός και μακρόσυρτος, θυμίζοντας μοιρολόι, καθώς θεωρείται από την αρχή δεδομένος ο θάνατος του ήρωα. Η δωρική βαθιά φωνή του Γιώργου Μεϊντανά, που διαθέτει την εμπειρία του βυζαντινού ψαλμού, φέρει αυτά τα χαρακτηριστικά και υποστηρίζει το ύφος του θέματος.

    Διαφορετική εκτέλεση από τον Κώστα Σκαφίδα.

    Ανάλογη περίπτωση με κόψιμο του κεφαλιού βρίσκουμε και στο τραγούδι του Λεπενιώτη.

     

    Η προδοσία στο κλέφτικο τραγούδι (Μέρος Β) - Τα ΤραγούδιαΤου Λεπενιώτη[8]

    Ο Κώστας Λεπενιώτης είναι αδελφός του Κατσαντώνη και υπαρχηγός στο σώμα του τελευταίου. Κατέφυγε στα Επτάνησα το 1809, για να αποφύγει τους διωγμούς του Αλή Πασά. Αμνηστεύτηκε όμως και ορίστηκε αρματολός Αγράφων, αλλά έπεσε θύμα οργανωμένης δολοφονίας από ανθρώπους του Αλή Πασά εκ των υστέρων.

        Ανταριάσανε τα βουνά, συννέφιασαν οι κάμποι,

        βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο

        κι εκειό τ’ αστέρι το λαμπρό που πάει να βασιλέψη.

        Κι οι κλέφτες το καρτέρεσαν και το συχνορωτάνε:

    5  — Πες μας, πες μας, αστέρι μου, κάνα καλό χαμπέρι.

        — Τι να σας πω, μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω;

        Το Λεπενιώτη βάρεσαν μες στο δεξί το χέρι,

        δεν μπορ’ να βγάλη το σπαθί, ν’ αδειάση το τουφέκι.

        Ψιλή φωνίτσα έσυρεν, όσο κι αν εδυνότουν:

    10 «Το πού ’σαι, Τσόγκα μ’ αδελφέ, και συ, Λάμπρο Σουλιώτη,

        γυρίστε να με πάρετε, πάρτε μου το κεφάλι,

        να μην το πάρη η Τουρκιά κι αυτός ο Νακοθέας».

     

    «Του Λεπενιώτη» σε ερμηνεία Γιώργου Παπασιδέρη.

     

    «Του Λεπενιώτη» σε ερμηνεία ηλικιωμένης Σαρακατσάνας.

     

    Του Νάσου[9]

    Πρόκειται πιθανόν για τον κλέφτη Νάσο Κουμπόπουλο, που πολέμησε με το Δίπλα και τον Κατσαντώνη, τέλη 18ου με αρχές 19ου αι., όπως μας πληροφορεί ο Δ. Πετρόπουλος από τα Ενθυμήματα του Ν. Κασομούλη.

     

           Το λέν’ οι κούκκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια,

           το λέει κι ο πετροκότζυφας στα κλέφτικα λημέρια:

          «Οι κλέφτες εσκορπίσανε και γίνηκαν μπουλούκια.

          Ο Δίπλας πάει στ’ Άγραφα κι Αντώνης πάει στο Βάλτο

    5    κι ο Νάσος πέρα πέρασε κατά τα βλαχοχώρια,

          για να βαφτίση ένα παιδί, να πιάση μια κουμπάρα.

          Κουμπάρες τον καρτέρησαν, με το παιδί στα χέρια.

          Τη μια κερνάει τάλλαρα, την άλλη δίνει γρόσια

          και στες κουμπαροπούλες του τάλλαρα και ρουμπιέδες.

    10   Και κει απιστιά του γίνηκε, τον Νάσο εσκοτώσαν».

     

    Ένα άλλο τραγούδι για το πρόσωπο του Νάσου σε ερμηνεία Γιώργου Νάκου με τίτλο «Νάσο μ’ δεν είχες πρόβατα», που κατατάσσεται γενικά στα κλέφτικα. Δε γνωρίζω κάτι για αυτή την εκδοχή.

     

    «Του Νάσου τα μαλλιά», που έχει στοιχεία μοιρολογιού. Αν υποθέσουμε ότι όλα αναφέρονται στο ίδιο ιστορικό πρόσωπο, ο θρήνος του μοιρολογιού ενδέχεται να υπονοεί την προδοσία, εφόσον γνωρίζουμε ότι υπάρχει τέτοια εκδοχή από τις συλλογές. Με επιφύλαξη η υπόθεση. Και πάλι δε γνωρίζω κάτι για το τραγούδι. Η ερμηνεία είναι του Σταύρου Μπόνια.

     Το ίδιο τραγούδι ερμηνεύει φορέας της παράδοσης.

     

    Του Κατσαντώνη

    Ομοίωμα από το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας Παύλου Βρέλλη.
    Ομοίωμα από το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας Παύλου Βρέλλη.

    Ο Κατσαντώνης, σύμφωνα με το Δ. Πετρόπουλο και με το Ν. Γ. Πολίτη, καταγόταν από οικογένεια Σαρακατσάνων της Ηπείρου και ανέπτυξε κλέφτικη δράση στην Αιτωλοακαρνανία και τα Άγραφα. Ήταν το φόβητρο των Σπαχήδων (εξισλαμισμένοι ιππείς) και των  Χαρατζήδων (φοροεισπράκτορες των Τούρκων) του Αλή Πασά. Αρχικά ήταν πρωτοπαλίκαρο του Δίπλα και το 1800 αναγνωρίστηκε ως Καπετάνιος. Το 1806 σκότωσε τον έμπιστο του Αλή Πασά, τον Βεληγκέκα. Το 1807 συνελήφθη άρρωστος με τύφο σε ένα σπήλαιο στο Μοναστηράκι Ευρυτανίας, οδηγήθηκε στα Γιάννενα και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

    (1η παραλλαγή)[10]

     

        Βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα, λίγου να ξανασάνου,

        να χαιρετήσου τα βουνά, τα πρώτα μου λημέρια,

        ν’ αφήσου διάτα στα πιδγιά, διάτα τουν Λιπινιώτη,

        φουχτιά να βάλη στ’ Άγραφα στου μέγα Μαναστήρι,

    5  για να καή κι ηγούμινους μ’ όλους τους καλουίρους,

        που παν κι μι προυδώσανι στους σκυλου-Αρβανίτις.

        Μι πήραν κι μι πάιναν, στα Γιάννινα μι πάνουν,

        Στα Γιάννινα κι στουν πασιά, στη φυλακή μι βάνουν.

     

    Το σχόλιο του Α. Πολίτη σε σχέση με τους δύο τελευταίους στίχους αφορά την απουσία του δράματος στα μεταγενέστερα τραγούδια, όπου αντί για θάνατο έχουμε φυλάκιση του ήρωα[11].

    Το βρήκα σε μία εξωραϊσμένη ίσως και πιο συνοπτική εκδοχή με τον τίτλο «Βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα».

    Η ερμηνεία εδώ του Κώστα Καρίπη. Είναι ενδιαφέρουσα γιατί συνδυάζει το δημοτικό με το lament του μικρασιάτικου ήχου.

     

    Σε ερμηνεία επίσης Δημήτρη Αραπάκη.

     Από την παραλλαγή που ακολουθεί συμπεριλαμβάνεται μόνο η Β’ εκδοχή στην ανάλυση του Α’ μέρους. Παραθέτω και την Α’, όμως, γιατί αποτυπώνει τη δυναμική των σχέσεων όλων των πλευρών. Στα τραγούδια αυτά θίγονται συχνά οι συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ κλεφτών και εκκλησιαστικών αρχών και φορέων. Εδώ γίνεται επιπλέον αναφορά σε πληθυσμούς που θεωρούνταν «προσκυνημένοι», ενώ στο τέλος το κόψιμο του κεφαλιού μετατοπίζεται για τους αντίπαλους στη μεταθανάτια φροντίδα για τα άρματα.

     

    (2η παραλλαγή)[12]

    Α’

         Αυτού που πας, μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι,

         να χαιρετάς την κλεφτουριά, κι' αυτόν τον Κατσαντώνη.

         Πε του να κάνη φρόνιμα κι' όλο ταπεινωμένα,

         δεν είν' ο περσινός καιρός να κάνει όπως θέλει·

      5 φέτος το πήρε γκέντσιαγας, το πήρε ο Βεληγκέκας,

         ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.

         Κι ο Κατσαντώνης το ’μαθε και το σπαθί του ζώνει,

         και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.

         Χαμπέρι στέλνει στην Τουρκιά, σ’ αυτόν το Βεληγκέκα:

    10 «Όπου θα τά ’βρει τα παιδιά, ας τά ’βρει κι ας τα πάρει!».

     

         Κι ο Βεληγκέκας έτρωγε σ’ ενού παπά το σπίτι.

         Τρία κοράσια τον κερνούν, κ οι τρεις ξανθομαλλούσες.

         Η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,

         η τρίτην η καλύτερη με τ’ ασημένιο τάσι.

    15 Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν κι εκεί που λακριντίζαν,

         μαύρα μαντάτα του ’ρθανε από τον Κατσαντώνη:

         «Να βγεις, Βέλη μου,  στ’ Άγραφα, να βγεις ν' ανταμωθούμε».

         Κι ο Βεληγκέκας τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη·

         στα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει.

    20 «Πού ’σαι, τσαούση ογλήγορε, μάσε τα παλικάρια,

         να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη».

     

         Κι ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι τού είχε.

         Κι ο Βεληγκέκας πάει μπροστά με εξ’ εφτά νομάτους.

         «Πού πας, Βέλη ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;»

    25 «Σ’ εσέν’, Αντώνη κερατά, σ’ εσένα παλιοκλέφτη».

         «Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν είν’ εδώ ραγιάδες,

         για ναν τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια.

         Εδώ ’ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,

         βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν».

     

    30 Τρεις μπαταριές του ρίξανε, τη μια μεριά σ’ την άλλη.

         Η μια τον πήρε ξώδερμα, η άλλη σ’ το κεφάλι,

         κι η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε σ’ την καρδιά του.

         Το στόμα αίμα γιόμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι,

         κι η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί, τα παλικάρια κράζει:

    35 «Πού είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα παρ’ τ’ άρματά μου,

         να μην τα πάρει η κλεφτουριά κι ο σκύλος Κατσαντώνης».

     

    Β’

     

       Έχετε γεια, ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες,

       και σεις Τσουμέρκα κι Άγραφα, παλικαριών λημέρια.

       Αν δείτε τη γυναίκα μου, αν δείτε και το γιο μου,

       ειπέτε τους πως μ’ έπιασαν με προδοσιά κι απάτη.

    5 Αρρωστημένο μ' ήβρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα,

       ωσάν μωρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο.

     

    Από τις πιο γνωστές ίσως εκδοχές του τραγουδιού «Του Κατσαντώνη» σε ερμηνεία Σάββα Σιάτρα.

     

    «Του Κατσαντώνη» σε ερμηνεία Γιώργου Μεϊντανά. Πάλι αναφέρεται στον Κατσαντώνη, αλλά όχι στη δική του αιχμαλωσία και προδοσία, όπως καταγράφεται στα προηγούμενα τραγούδια.

     

    Του Βλαχοθανάση[13]

    Κατά τον Α. Πολίτη πρόκειται για πρόσωπο που μάλλον έδρασε στον Όλυμπο στις αρχές του 19ου αιώνα ή και νωρίτερα.

     

        Ανέβηκα στον Όλυμπο και κοίταξα τριγύρω,

        τριγύρω γύρω θάλασσα, κι από στεριά Αρβανίτες,

        και πάλι πίσω γύρισα, μες στα παλιά λημέρια,

        τα βρίσκω όλα έρημα όλα χορταριασμένα·

      5 ψιλή λαλίτσα έβγαλα, όσο κι αν ημπορούσα:

        «Πού ’σαι, Αντρίτσε μπράτιμε κι Αλεξαντρή κουμπάρε;».

        «Αλεξαντρής δεν είναι εδώ, πήγε στην Ελασσώνα,

        πήγε να μάση Αρβανιτιά, νά ’ρθει να σε βαρέση».

        «Και τι κακό τον έκαμα, θέλει να με βαρέση;

    10 Ήρθε μέ παλιογραβάνια, τόν έκαμα καινούργια,

        ήρθε με παλιοτσάρουχα, τόν έκαμα πλεγμένα,

        ήρθε με παλιοπίστολα, τόν έκαμα ασημένια,

        πέντε παιδιά τόν βάφτισα, κανέν’ να μη τον ζήση».

     

    Υπάρχει και άλλη παραλλαγή του τραγουδιού, που εντόπισα στις συγκεκριμένες συλλογές, αλλά αρχίζει διαφορετικά και δεν αναφέρεται σε προδοσία.

    Ενδεικτικά μία εκδοχή «Του Βλαχοθανάση» σε ερμηνεία του Τάκη Καρναβά. Το τραγούδι θυμίζει, στο ξεκίνημά του κυρίως, το παραπάνω καταγραμμένο, χωρίς να επισημαίνεται η προδοσία. Ανάλογα με την περιοχή που τραγουδιέται, ο Όλυμπος αλλάζει και γίνεται άλλο βουνό ή περιοχή.

      

    Του Χρόνη[14]

    Ο Αλή Τσεκούρας, δερβέναγας, συνέλαβε με προδοσία, όπως μας πληροφορεί ο Ν. Γ. Πολίτης, τα παιδιά του αρματολού Χρόνη από τη Δωρίδα και τα αποκεφάλισε. Ο Χρόνης εκδικήθηκε το φόνο. Έζησε στο β’ μισό του 18ου αιώνα και δολοφονήθηκε έξω από το Γαλαξίδι κατά το 1791. Οι πελοποννησιακές παραλλαγές του τραγουδιού αναφέρονται σε άλλο Χρόνη από το Αγραπιδοχώρι Πηνείας. Ο Αλή Τσεκούρας στις παραλλαγές αυτές ήταν Τούρκος από την Τρίπολη και ονομαζόταν Τσεκούρας λόγω της σκληρότητάς του.

     

        ― Πολλά τουφέκια αντιβογούν, μιλιόνια καριοφίλια.

        Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;

        ― Κι ουδέ σε γάμο πέφτουνε, κι ουδέ σε πανηγύρι.

        Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει στο σημάδι.

     5 Πάγει κι ο Χρόνης για να ιδεί, σεργιάνι για να κάμει.

        «Ώρα καλή, μπουλούκμπαση». «Καλώς το Χρόνη οπού ’ρθε.

        Πώς τά ’χεις, Χρόνη μ’, τα παιδιά, τι κάνουν τα παιδιά σου;»

        «Σε προσκυνούν, μπουλούκμπαση, και σου φιλούν τα χέρια.

        Δώδεκα μέρες έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω».

    10 «Για άπλωσε, Χρόνη, στον τορβά, για λύσε το δισάκι,

        θα βρεις δυο μήλα κόκκινα, δυο πατρινά λεμόνια».

        Πάγει κι ο Χρόνης και κοιτάει μες στον τορβά και βλέπει,

        βλέπει το πρώτο του παιδί, το πρώτο παλικάρι·

        τηράζει κι άλλη μια φορά, τ’ άλλο παιδί του βλέπει.

    15 Πέφτει στραβός με το σπαθί στο τούρκικο τ’ ασκέρι,

        βαρεί δεξιά, βαρεί ζερβιά, βαρεί μπροστά και πίσω,

        κόβει Αρβανίτες δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες.

     

    «Από τα τραγούδια των Κολοκοτρωναίων»[15]

    Η προδοσία στο κλέφτικο τραγούδι (Μέρος Β) - Τα Τραγούδια

    Δύο κλέφτες πλησιάζουν έναν καλόγερο «στ’ αμπέλι στο Βιδόνι». Του ζητούν ψωμί και κρασί και τον προειδοποιούν να μην τους προδώσει απειλώντας τον με ατιμωτικές πράξεις. Εκείνος, όμως, πάει στη Δημητσάνα και ενημερώνει το χωριό για τους ξένους, παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις του ότι: «Καλόγερος δε μαρτυρά, δε γίνεται προδότης».

     

       Καλόγερος εκλάδευε στ’ αμπέλι στο Βιδόνι,

       βλέπει δυο ξένους κι έρχονται, δυο λεροφορεμένους

       κι από μακριά τον χαιρετάν κι από κοντά του λένε:

       ― Ώρα καλή, καλόγερε. ― Καλώς τα παλληκάρια.

    5 ― Καλόγερε, φέρε ψωμί, φέρε κρασί να πιούμε.

       ― Κοπιάστε πάνω στο ληνό, παιδιά, να ησυχάστε,

        να πα κι εγώ για το ψωμί, κρασί για να σας φέρω.

        ― Κοίτα καλά, καλόγερε, μήπως μας μαρτυρήσης,

        για θα σου κόψω τα μαλλιά μαζί με το κεφάλι.

    10 ― Καλόγερος δε μαρτυρά, δε γίνεται προδότης.

     

       Και κάνει τον ανήφορο και πάει στη Δημητσάνα.

       Ψιλή φωνίτσα έρριξε, όση κι αν εδυνάστη:

       «Μικροί μεγάλοι στ’ άρματα και γέροι στα τουφέκια,

       τ’ έχω δυο ξένους στο ληνό, στ’ αμπέλι, στο Βιδόνι».

     

    Βρήκα ένα διαφορετικό τραγούδι για τους Κολοκοτρωναίους. Το χαρακτηρίζει ένας τόνος θριαμβευτικός και δεν αφορά την προδοσία.

     

    «Του Σάφακα»[16]

    Ο Σάφακας από την Αρτοτίνα, κατά το Δ. Πετρόπουλο, πολέμησε στην Επανάσταση. Το 1927 παραδόθηκε και φυλακίστηκε στα Γιάννενα. Δραπέτευσε, όμως, αναζητώντας το βλάμη του, που τον σκότωσε σύμφωνα με το τραγούδι.

     

        Ήταν η μέρα βροχερή κι η νύχτα χιονισμένη,

        Σάφακα καπετάνο μου κι άξιο παλληκάρι,

        πόφυγες απ’ τα Γιάννινα οπού ’σουνε ρεείμι[17]

        και στη σαρτάνα πέρασες απάν’ απ’ το γεφύρι

     5 και το σταυρό σου έκανες, το Θιο παραμιλούσες,

        πότε να βρης τους φίλους σου και το Σωτήρη Στράτο,

        τον έχεις φίλο κι αδελφό και βλάμη στο βαγγέλιο.

        Πικρό καρτέρι σόκαμε στο μοναχό το δέντρο,

        τρία τουφέκια σόριξε, τα τρία αράδα αράδα.

    10 Το ’να σε πήρε ξώδερμα και τ’ άλλο μέσ’ το χέρι,

        το τρίτο το χειρότερο στη μέση από τα φρύδια.

        «Λόγγοι, χαμπλώστε τα κλαδιά, βουνά αναμεριστήτε,

        να πάη η φωνή στη μάννα μου, στη μαύρη μου γυναίκα.

        Και σεις, αγέρες, πάψετε, ν’ ακούσ’ όλος ο κόσμος,

    15 Βγήκε ο Σωτήρης ο άπιστος κι αρνήθη το βαγγέλιο».

     

    «Βοσκοί μαρτυρούν τους κλέφτες»[18]

    Η προδοσία στο κλέφτικο τραγούδι (Μέρος Β) - Τα Τραγούδια

    Βοσκοί που ξυλοκοπούνται από άγνωστης ταυτότητας άτομα μαρτυρούν ότι πέρασαν από εκεί κλέφτες, κλέβοντάς τους ζώα. Τους δίνουν, μάλιστα, λεπτομερή περιγραφή κάποιων εξ αυτών. Ίσως για να τους βρουν πιο εύκολα ή ώστε, αν τους εντοπίσουν, να αποδειχθεί αληθινή η μαρτυρία, αποφεύγοντας περαιτέρω συνέπειες.

     

       Πιδιά μου, μη μι δέρνιτι κι μη <μι> τυραγνάτι.

       Ιμείς θα μαρτυρήσουμι τους κλέφτις που πιρνάνι.

       Ιψές, προυψές ιπέρασαν μέσ’ στη δική μας στάνη,

       μας πήραν πέντι πρόβατα, πέντι παχιά κριγιάργια,

    5 πήραν τη στιρφουκάλισια μι του χουντρό κουδούνι,

       πόχει τις χάντρις στου λιμό κι ασήμνια στου κιφάλι,

       πόχει σταυρό στα κέρατα…

     

    «Λαβωμένος σε καρτέρι»[19]

    Το τραγούδι εξυμνεί ένα παλικάρι το οποίο ξεκίνησε να πάει στο Καρπενήσι σταλμένο από τους καπετάνιους της Λαμίας, Διάκο και Δυοβουνιώτη, για να κατασκοπεύσει τις κινήσεις του εχθρού, και στο δρόμο έπεσε σε ενέδρα[20].

        Κίνησα ο μαύρος κίνησα να πάω στο Καρπενήσι,

        Τη στράτα δεν την ήξερα που πάει στο Καρπενήσι.

        Το μονοπάτι μ’ έβγαλε μέσ’ στο χωριό Φραγκίστα

        κι ανάμεσα στα δυο χωριά, πού ’ναι μια κρύα βρύση,

      5 εκεί καρτέρι μού ’χανε πέντ’-έξι Αρβανιτάδες

         και ρίξαν και με λάβωσαν στο πόδι  και στο χέρι.

         Και πίσω ο μαύρος γύρισα, πίσω κατ’ το Ζιτούνι,

         λέπω τσατίρια[21] τούρκικα, λέπω καβαλαραίους.

         Και πίσω ο μαύρος γύρισα, πήγα στους Κομποτάδες,

    10 πήγα χαμπέρια στ’ς Έλληνες και στους καπεταναίους:

        «Το Καρπενήσι καίγεται κι η Λάσπη έχει βουλιάξει». 

     

    «Παλληκάρια για κλεψιά»[22]

    Η προδοσία στο κλέφτικο τραγούδι (Μέρος Β) - Τα ΤραγούδιαΣύμφωνα με το Δ. Πετρόπουλο σε παραλλαγές του τραγουδιού οι νέοι παραβαίνουν τη συμβουλή του «γεροντόκλεφτα», διατρέχουν κίνδυνο και εκείνος τους σώζει. Ο Ν. Γ. Πολίτης στις Εκλογαί παρατηρεί ότι πρόκειται για μοτίβο των ακριτικών. Γενικά, όμως, η παράβαση της αρχικής εντολής/απαγόρευσης είναι μοτίβο παραμυθιού που ωθεί την εξέλιξη, αποτελώντας μία από τις λειτουργίες του μαγικού παραμυθιού, όπως τις έχει ορίσει και ταξινομήσει ο Βλαντιμίρ Προπ στη Μορφολογία του παραμυθιού.

    Στο τραγούδι, νεαροί κλέφτες βρίσκουν ένα «γεροντόκλεφτα» που τους δίνει συμβουλές, προκειμένου να αποφύγουν μία ενδεχόμενη σύλληψη.

     

         Σαράντα παλληκάρια από τη Λιβαδιά

         κι άλλα σαρανταπέντε απ’ τη Γουργαριά

         κινήσανε και πάνε, πάνε για κλεψιά.

         Στη στράτα όπου πάνε και στη δημοσιά

      5 παντήσαν ένα γέρο, γεροντόκλεφτα.

         ― Ώρα καλή σου, γέρο, γεροντόκλεφτα,

         άιντε να πάμε, γέρο, πάμε για κλεψιά.

         ― Βρε, δεν μπορώ, παιδιά μου, γιατ’ εγέρασα,

         μόν’ πάρτε το γιο μου το μικρότερο,

    10 που ξέρ’ τα μονοπάτια και τα σούρματα[23].

         Κι ευτού μπροστά που πάτε είν’ ένα χωριό

         κι έχει όμορφες γυναίκες και γλυκό κρασί.

         Πολύ κρασί μη πιήτε και μεθύσετε

         και πέστε με γυναίκες και σάς πιάσουνε.

     

    Η πιο γνωστή ίσως παραλλαγή τελειώνει με την άρνηση του «γεροντόκλεφτα» να τους ακολουθήσει.

    Μία εκδοχή του τραγουδιού σε ερμηνεία του Αντώνη Ξυλούρη (Ψαραντώνη).

     

    Άλλη παραλλαγή από τη Θράκη με τη Δόμνα Σαμίου.

     

    «Σαράντα παλληκάρια» σε ερμηνεία Γιώργου Παπασιδέρη.

     

    Η προδοσία στο κλέφτικο τραγούδι (Μέρος Β) - Τα Τραγούδια

     

    Βιβλιογραφία

    Αποστολάκης Γιάννης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα και η τέχνη του, Βιβλιοπωλείον Εστίας, Αθήνα, 1950.
    Καψωμένος
    Ερατοσθένης Γ., Δημοτικό Τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Πατάκη, Αθήνα, 1999.
    Πετρόπουλος Δημήτρης, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τομ. Α’, [Στη σειρά της Βασικής Βιβλιοθήκης αρ. 46], Αθήναι, 1958.
    Πολίτης Αλέξης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, Εστία Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2001.
    Πολίτης Νικόλαος Γ.
    , Δημοτικά Τραγούδια (Εκλογή από τα Δημοτικά Τραγούδια του ελληνικού λαού), γράμματα, Αθήνα, 1991 (1η έκδοση 1914).
    Σηφάκης Γρηγόρης, Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1988.
    Σπανδωνίδης Πέτρος, Οι κλεφταρματολοί και τα τραγούδια τους, Δίφρος, Αθήνα, 1963.

     

    Περισσότερες πληροφορίες για τους ερμηνευτές

    Δημήτρης Αραπάκης
    http://rebetiko.sealabs.net/forum/viewtopic.php?t=700&sid=14f441dda3552bdeb678d52a22e6c66f

    Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης)
    http://psarantonis.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=12&Itemid=29

    Κώστας Καρίπης
    http://rebetiko.sealabs.net

    Τάκης Καρναβάς
    http://artpoeticacouvelis.blogspot.gr/2011/07/cncouvelis.html

    Γιώργος Μεϊντανάς
    http://www.e-orfeas.gr/singing/tributesl

    Σταύρος Μπόνιας
    http://www.mygreek.fm/el/biography/Bonias-Stavros

    Γιώργος Νάκος
    http://rebetiko.sealabs.net/wiki/mediawiki/index.php

    Γιώργος Παπασιδέρης
    http://douridasliterature.com/tadekaxrona24b.html

    Δόμνα Σαμίου
    http://www.domnasamiou.gr/?i=portal.el.domna-samiou

     

    Παρεμπιπτόντως, όποιος θέλει μπορεί να βρει εδώ τα καταγραμμένα τραγούδια στο επίσημο site της Δόμνας Σαμίου σε αλφαβητική σειρά, με ταξινόμηση ανά είδος, τόπο καταγωγής και ηχητικό δείγμα:

    http://www.domnasamiou.gr/?i=portal.el.songs

     

    Σάββας Σιάτρας (Συνέντευξη στο MusicHeaven στον Σωτήρη Μπέκα):
    http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&sid=1043

    Κώστας Σκαφίδας
    http://www.mygreek.fm/el/biography/Skafidas-Kostas


    [1] Σε όλα τα τραγούδια διατηρείται η ορθογραφία όπως τη βρήκα στην εκάστοτε συλλογή. Επεμβάσεις έγιναν μόνο στη στίξη για λόγους καλύτερης κατανόησης. Τα στοιχεία για τις ζωές των κλεφταρματολών  είναι επίσης αντλημένα από τις συλλογές.

    [2] Δ. Πετρόπουλος, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τομ. Α’, [Στη σειρά της Βασικής Βιβλιοθήκης αρ. 46], Αθήναι, 1958, σελ. 178.

    [3] Γρηγόρης Σηφάκης, Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1988, σελ. 45.

    [4] Δ. Πετρόπουλος, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, ό.π., σελ. 196-197.

    [5] Καψωμένος Ε. Γ., Δημοτικό Τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Πατάκη, Αθήνα, 1999, σελ. 310-311.

    [6]Σηφάκης Γρηγόρης, Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, ό.π., σελ. 52.

    [7] Γ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα και η τέχνη του, Βιβλιοπωλείον Εστίας, Αθήνα, 1950, σελ. 42.

    [8] Δ. Πετρόπουλος, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, ό.π., σελ. 195.

    [9] Δ. Πετρόπουλος, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τομ. Α’, σελ. 197.

    [10] Α. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, Εστία Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2001, σελ. 65.

    [11] Α. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σελ. 65.

    [12] Ν. Γ. Πολίτης, Δημοτικά Τραγούδια (Εκλογή από τα Δημοτικά Τραγούδια του ελληνικού λαού), γράμματα, Αθήνα, 1991 (1η έκδοση 1914), σελ. 91, 92.

    [13] Α. Πολίτης, ό.π., σελ. 91.

    [14] Ν. Γ. Πολίτης, ό.π., σελ. 80.

    [15] Δ. Πετρόπουλος, ό.π., σελ. 205.

    [16] Δ. Πετρόπουλος, ό.π., σελ. 220-221.

    [17] Κρατούμενος, φυλακισμένος.

    [18] Δ. Πετρόπουλος, ό.π., σελ. 233.

    [19] Δ. Πετρόπουλος, ό.π., σελ. 215.

    [20] Δ. Πετρόπουλος, ό.π., σελ. 215.

    [21] σκηνές.

    [22] Δ. Πετρόπουλος, ό.π., σελ. 230.

    [23] σύρματα.


    Tags
    Καλλιτέχνες:Δόμνα ΣαμίουΜουσική Εκπαίδευση:ρυθμός



    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #26601   /   07.02.2013, 13:06   /   Αναφορά

    Πολύ ενδιαφέρον και το 2ο μέρος, Ιουλία. Ωραία δομημένο, καλογραμμένο και τεκμηριωμένο. Θα το διαβάσω πολλές φορές. Θερμά συγχαρητήρια.

    #26604   /   07.02.2013, 16:01

    Ευχαριστώ πολύ!!! Με προβλημάτισε το πώς να δομήσω το πρακτικό Β' Μέρος των τραγουδιών, που διαφέρει αναπόφευκτα από τη θεωρία του Α' Μέρους. Επιδίωξα, όσο γινόταν, να παρουσιαστεί το πώς φτάνουν στο σήμερα, όποια από τα τραγούδια τελικά φτάνουν, υποθέτονας επιπλέον τα αίτια διαφοροποίησης ή και αποσιώπησής τους. Για μένα είχε ενδιαφέρον αυτή η αναζήτηση. Χαίρομαι να μου λέτε ότι ενδεχομένως να έχει ενδιαφέρον και για όσους διαβάζουν το κείμενο. Ευχαριστώ πολύ και πάλι!


    #26670   /   15.02.2013, 18:19   /   Αναφορά

    Παρα πολυ καλη δουλεια και σας χρωστουμε μεγαλες ευχαριστιες ...Να ειστε καλα....

    #26671   /   15.02.2013, 18:46

    Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα τόσο ένθερμα λόγια! Χαίρομαι που σας ικανοποίησε το κείμενο! Και εσείς να είστε καλά!!!


    #26992   /   25.03.2013, 00:14   /   Αναφορά

    Εξαιρετική όσο και πρωτότυπη δουλειά. Πολλά συγχαρητήρια! Από το εύρος των ενδιαφερόντων σου, συμπεραίνω ότι έχουμε να περιμένουμε και άλλα εξ' ίσου ενδιαφέροντα άρθρα. Ανυπομονώ.

    #27004   /   27.03.2013, 09:38

    Σ' ευχαριστώ πολύ!!! Να είσαι καλά!!!