Μια αναδρομή στην μεγάλη ιστορία των μικρών μπουάτ.
Ο μικρός χώρος με ένα πιάνο, μια κιθάρα και μια φωνή πάνω στη λιλιπούτεια σκηνή, τοποθετημένη σε απόσταση αναπνοής από τους θαμώνες, χρωστά την έμπνευσή του στον Γιώργο Μπουκοβάλα, ο οποίος το 1961 άνοιξε τον «Τιπούκειτο», στην οδό Νικοδήμου στην Πλάκα, εκεί όπου τα νοίκια ήταν φθηνά, οι πολυκατοικίες αποκλεισμένες δια νόμου και οι άνθρωποι του μόχθου. Οι νεαροί Λάκης Παππάς πρώτα και Κώστας Χατζής στη συνέχεια, γίνονται οι μουσικοί του μαγαζιού και ο κόσμος αρχίζει να συγκεντρώνεται για να ακούσει τα τραγούδια «γυμνά». Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα οι μπουάτ («boîte» ή ««κουτί», στα ελληνικά) αρχίζουν να φυτρώνουν σαν μουσικά μανιτάρια στην περιοχή. «Απανεμιά», «Κιβωτός», «Δώμα», «Εσπερίδες», «Στέκι του Γιάννη», «Ερωτόκριτος», «Ρουλότα», «Καρυάτις», «Λυχνάρι», «Νεφέλες», «Σοφίτα», «Συμπόσιο», «Σχολείο», «Ταβάνια», «Τετράδιο», «Τζάκι», «Χάντρες», «Χρυσό Κλειδί», «Κατακόμβη», «Λεωνίδας», «Λημέρι», «Αυλαία», «Σκορπιός», «Στοά» και ο κατάλογος τις επόμενες δύο δεκαετίες ατελείωτος.
Ενδεικτικό της αποδοχής των μπουάτ ήταν οι μέχρι και τρεις παραστάσεις που περιελάμβανε το πρόγραμμα: 8-10, 10-12, 12-2 μετά τα μεσάνυχτα. Κύριο χαρακτηριστικό τους, η άμεση επικοινωνία ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στο κοινό. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος ανδρώθηκε μουσικά στις μπουάτ, θυμάται: «Έπρεπε να τα καταφέρεις με το τίποτα. Με μία κιθάρα, άντε κι ένα πιάνο. Οι θαμώνες κάθονταν μισό μέτρο απ’ τον τραγουδιστή και οι τελευταίοι το πολύ στα πέντε-έξι μέτρα. Έπρεπε να ‘σαι απλός και άμεσος και έτοιμος να αυτοσχεδιάσεις.» Και αναπολώντας μας λέει: «Στη «Στοά». 1964-65. Στην οδό Ξάνθου, στο Κολωνάκι. Με τη Μαρία Φαραντούρη και το Μάνο Λοΐζο. Απίστευτο πρόγραμμα. Το θυμάμαι και δεν το πιστεύω. Στη «Ρουλότα». 65-66. Οδός Βουλής. Πλάκα. Με την Καίτη Χωματά και τον Θάνο Μικρούτσικο ως πιανίστα».
Το 1964 η μουσική που ακουγόταν στις μπουάτ απέκτησε και όνομα: «Νέο Κύμα». Νονός ο Αλέκος Πατσιφάς και η νεοσύστατη δισκογραφική εταιρεία Λύρα. «Νέο Κύμα» κατά το γαλλικό «nouvel vague». Οι μουσικοί του είτε μόλις είχαν αποφοιτήσει από το σχολείο (Καίτη Χωματά, Πόπη Αστεριάδη) είτε ήταν φοιτητές (η Αρλέτα και ο Νίκος Χουλιαράς σπούδαζαν στη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Γιώργος Κοντογιώργος σπούδαζε ιατρική και ο Μιχάλης Βιολάρης ήταν φοιτητής φιλολογίας.) Εξέχουσα μορφή τους και ο εκλιπών Γιώργος Ζωγράφος που είχε ξεκινήσει ως ηθοποιός (απόφοιτος της Σχολής Καρόλου Κουν) και πρωτοτραγούδησε στην μπουάτ «Θαλάμη» της Μυκόνου κάνοντας στη συνέχεια σπίτι του για δυο δεκαετίες τις πλακιώτικες μπουάτ.
Ποιο αίσθημα εξέφραζαν οι μπουατ το περιγράφει ωραία ο Μανώλης Ρασούλης στο βιβλίο του «Εδώ είναι του Ρασούλη», εκδ. Ιανός:
«Ήταν οι δικοί μας χώροι. Πήγαινες μ’ ό,τι ρούχα φορούσες. Καθόμασταν δίπλα-δίπλα κι όλοι μαζί μέσα σε μια κοινή μοίρα και πρεμούρα να επικοινωνήσουμε, να πλατσουρίσουμε σαν νήπια στο συλλογικό μας ασυνείδητο και σε μια νέα εθνική συνειδητότητα». Ο Σαββόπουλος προσδιορίζει τις πηγές του κινήματος των μπουάτ ως εξής:«Ήταν η εποχή της ελπίδας διεθνώς. Εδώ στην Ελλάδα το φοιτητικό κίνημα 1-1-4 ήταν αυτονομημένο και ακηδεμόνευτο από το κόμματα. Μιλούσαμε εμείς και αυτοί άκουγαν. Η νεολαία χρειαζόταν τα τραγούδια της. Υπήρχαν βέβαια ποπ γκρουπάκια αλλά η τέχνη τους δεν ξεπερνούσε τα στενά όρια της χορευτικής μόδας. Λίγο πολύ μαϊμουδίζανε τους ξένους, ενώ η νεολαία ήθελε κάτι που να τις επιτρέψει να αισθανθεί μοντέρνα, χωρίς να χάσει την ψυχή της. Αυτό έψαχνε να βρει στις μπουάτ.» Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, παιδί και αυτός των ίδιων χώρων καταθέτει τη δική του αναφορά: «Τον Ιούνιο του 1968 κατέβηκα για πρώτη φορά στην Αθήνα και ο Πατσιφάς φρόντισε να με βάλει δίπλα στο Γιώργο Ζωγράφο κι αυτός ανέλαβε να με συστήσει στο εξαιρετικό κοινό που γέμιζε κάθε βράδυ την αυλή της μπουάτ "11" που βρισκόταν στο νούμερο 11 της Κυδαθηναίων. Τραγουδούσα μπροστά στην αφρόκρεμα του πνεύματος και έκανα γνωριμίες με σπουδαίους ανθρώπους. Για μένα ήταν η αυλή του παραδείσου. Δεν έβλεπα την ώρα πότε θα βραδιάσει για να ξαναζήσω τη μαγεία».
Τόπος γνωριμίας, λοιπόν, οι μπουάτ και συνάντησης. Όχι μόνο απλοί μουσικοί χώροι, κέντρα διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Αυτό μας τονίζει και ένας άνθρωπος που επί 50 χρόνια ζει και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στη περίφημη Μνησικλέους,έναν από τους χαρακτηριστικότερους δρόμους των μπουάτ, ο κύριος Κούκλης ο οποίος στοχεύει μάλιστα σε περίπου δυο μήνες να ανοίξει μια μπουατ, ένα μουσικό καφενείο, όπως το ονομάζει, στο οποίο θα τραγουδά ένας παλιός τροβαδούρος, ο Θοδωρής Ρουμπάνης. «Οι μπουάτ» μας λέει ο Κούκλης, «αν δεν είχαν προοδευτικά μηνύματα δεν μπορούσαν να σταθούνε. Ήταν προορισμένες για τους νέους αλλά και για τον απλό, φτωχό λαό. Ερχόντουσαν σε αυτές και πίνανε το βερμουτάκι τους, το κρασάκι τους, την πορτοκαλάδα τους και πλήρωναν ένα φθηνό εισιτήριο. Στις μπουάτ ερχόντουσαν και ποιητές και παρουσίαζαν τα ποιήματά τους. Θυμάμαι τακτικό θαμώνα τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Γινόντουσαν συζητήσεις για το τραγούδι, την τέχνη, την πολιτική…»
Το κίνημα των μπουάτ - γιατί περί κινήματος επρόκειτο – ανακόπτεται, όπως και τόσες άλλες πτυχές του λαϊκού πολιτισμού, από τη χούντα των συνταγματαρχών. Δεν σταματά όμως, παρά συνεχίζει με νέα μορφή, νέα σχήματα, και ένα πιο έμμεσο κοινωνικο-πολιτικό λόγο. Μετά τη Χούντα, η έξαρση του πολιτικού τραγουδιού περνάει και στις μπουάτ, με κύριο εκφραστή τον Πάνο Τζαβέλλα και το «Λημέρι» του, όπου ακούγονται κάθε βράδυ τα Αντάρτικα. Στο υπόγειο μιας τέτοιας μπουάτ, το 1973 -«Αγρύπνια» το όνομά της και είκοσι μέρες η «ζωή» της –ελέω δικτατορίας- κατέβηκε ο Νίκος Ξυλούρης για να ακούσει και ο ίδιος την παράσταση του Χρήστου Λεοντή, για την οποία είχε δημιουργηθεί θόρυβος. Όπως μας λέει ο συνθέτης, εκεί γνωρίστηκε με τον Ξυλούρη και εκεί οφείλει τη γέννησή του, ένας από τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών: το «Καπνισμένο Τσουκάλι», τα μελοποιημένα, δηλαδή, ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, τα οποία παρουσίαζε στο κοινό ο συνθέτης με άλλους τραγουδιστές.
Η δικτατορία όμως με τον ένα ή τον άλλον τρόπο συνέβαλε καθοριστικά στην αρχή του τέλους των μπουάτ. Τη δεκαετία του ’80 η διαδρομή τους συνεχίστηκε με κατεβασμένες όμως πια τις ταχύτητες. Η περιοχή της Πλάκας αρχίζει να αλλάζει, οι μπουάτ γίνονται ταβέρνες, δημιουργούνται νέα μεγαλύτερα κέντρα (τα οποία εξ ορισμού δεν μπορούν να αναβιώσουν το κλίμα των μπουάτ), οι τραγουδιστές «αυξάνουν» τις απαιτήσεις τους, και το τραγούδι ακολουθεί το δρόμο της ΕΟΚ…Στη δεκαετία του ‘90 τα πράγματα χειροτερεύουν και έτσι φτάνουμε στις αρχές του 2000 όταν και οι παραδοσιακές μπουάτ περιορίστηκαν στις εξής τρεις: Οι «Εσπερίδες», η «Απανεμιά» και οι «Βάτραχοι». Οι δύο τελευταίες συνεχίζουν μέχρι σήμερα να κρατούν ψηλά το λάβαρο εκείνων των χρόνων.
Οι «Εσπερίδες» ήταν η μπουάτ του Γιάννη Αργύρη, του «Πατριάρχη των μπουάτ». Τραγουδιστής και στιχουργός ο ίδιος, έξοχος μίμος και σατυρικός ηθοποιός, χάρισε το λόγο του σε τραγούδια-σταθμούς του Νέου Κύματος: «Έλα μαζί μου», «Πάει κι αυτή η Κυριακή», «Κάποιος γιορτάζει», «Μην κουραστείς να μ’ αγαπάς». Σε μια κουβέντα του με τον αείμνηστο Πάνο Γεραμάνη («Η ζωή μου ένα τραγούδι», εκδ. Καστανιώτης») ο Αργύρης μνημόνευσε τα εξής: «Έδωσα πραγματικές μάχες με το εμπορικό κατεστημένο της μουσικής και με τον λαϊκισμό για να περάσει η αντίληψη των μπουάτ στις αρχές του ’60».
Σε αυτές τις μάχες, ο Αργύρης βγήκε νικητής, κρατώντας τη φλόγα του ’60 ζωντανή στις «Εσπερίδες», από το 1964 ως και το 2004, όταν και έκλεισε ο χώρος. Σήμερα ο Γιάννη Αργύρης, απών μεν από τα μουσικά πράγματα λόγω μιας σοβαρής ασθένειας που το ταλαιπωρεί από τις αρχές της δεκαετίας, παραμένει ωστόσο παρών στις συνειδήσεις και στις καρδιές τόσο των τραγουδιστών που πέρασαν από τις «Εσπερίδες» (Μαρία Φαραντούρη, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιάννης Πουλόπουλος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς κ.ά.) όσο και του κοινού.
Είναι χαρακτηριστικά τα σχόλια που έχουν αναγράψει μέλη του group «Εσπερίδες», στο Facebook, άνθρωποι που μεγάλωσαν με τη μπουάτ για τριανταπέντε αδιάλειπτα χρόνια. Εμπνευστής της σελίδας ένας ερασιτέχνης μουσικός της τελευταίας γενιάς που έπαιξε στις «Εσπερίδες», στις αρχές του 2000, ο Βασίλης Γαλλιάκης ο οποίος μας περιγράφει ένα από εκείνα τα βράδια:
«Κοντεύει 21:00 σε λίγο ξεκινάμε. Πρώτα βγαίνουν οι ‘’Τουλίπες’’ (Γιάννης κ Γιώργος). Οι περαστικοί κοιτάνε απο το Παραθυράκι πάνω απο τα σκαλοπάτια, «Ή Μέσα ή Μέσα» φωνάζει ο Γιάννης Αργύρης. Παρέα με τον Αλέξανδρο κουρδίζουμε τις κιθάρες, πίνουμε τσικουδιές και σπάμε πλάκα με τον Γιάννη, που κάνει πλάκα στον Γιώργο, που κάνει πλάκα στον Γιάννη. Ο κόσμος σιγά σιγά μαζεύεται. Βλέπεις όλες τις ηλικίες. Σε λίγο βγαίνουν οι ‘’Ανεμώνες’’(Βασίλης κ Αλέξανδρος). Τα ηχεία είναι γερασμένα , όπως και οι Μπουάτ μας αλλά ο κόσμος τραγουδάει μαζί μας και οι πιο τολμηροί ανεβαίνουν στην σκηνή. Χειροκρότημα, «ΑΙΣΧΟΣ» φωνάζει ο Γιάννης Αργύρης. Πολλές φορές απο τα γέλια δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε !! Πήγε 11:00, ο Στέργιος παίζει πιάνο παρέα με το Χρήστο και τον Ντάνο. Σε λίγο θα ανέβει ο Γιαννάκης, να πει ανέκδοτα που τα έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές . Δεν έχει όμως σημασία, για κάποιο Μαγικό λόγο, πάντα γελάμε σα να τα ακούμε πρώτη φορά. Η ώρα κοντεύει 03:00. Δεχόμαστε παραγγελιές και αφιερώσεις. Ο Βαγγέλης κερνάει. Τραγουδάμε Κατσιμιχαίους, Κελαηδόνη, Γερμανό, Παρίο, Παπακωνσταντίνου, Σαββόπουλο, Πυξ Λαξ, Θαλασσινό, Ιωαννίδη, Σιδηρόπουλο και Θηβαίο. Κάπως έτσι Ξημερώνει... Ώρα για ύπνο...μια τελευταία βόλτα στη μεταμεσονύχτια Αθήνα. «Αυτό είναι το Αγαπημένο μου σημείο της Αθήνας...» μου λέει ο Γιαννάκης καθώς περνάμε από την Βιβλιοθήκη. Θα τα πούμε αύριο... Ποιος είπε ότι οι Εσπερίδες έχουν κλείσει;»
Κι όμως οι «Εσπερίδες» έκλεισαν όταν συμπληρώθηκε τριακονταπενταετία και οι ιδιοκτήτες του χώρου έκαναν έξωση στο όνειρο ζητώντας μεγαλύτερο ενοίκιο. Σήμερα ο χώρος παραμένει γυμνός. Κοιτάζοντας μέσα από τα κάγκελα βλεπει κανείς ξεθωριασμένες τις φωτογραφίες που διακοσμούσαν τους τοίχους, βλέπει συνθήματα στους τοίχους, βλέπει τα περίφημα σκαλάκια της χορταριασμένα…Ο «υπόγειος ουρανός» όπως μας λέει χαρακτηριστικά σήμερα ο Γιάννης Αργύρης έχει μετατραπεί σε ένα βρώμικο υπόγειο. Κι όμως δεν του άξιζε τέτοιο μέλλον. Σε ένα χώρο που κάθε βράδι για τόσες δεκαετίες νέοι και νέες συναντιόντουσαν για να αναπνεύσουν τα τραγούδια και τα αστεία νούμερα, που όπως θυμάται ο Αργύρης «είχε έρθει μέχρι και ο Όρσον Γουέλσς, ο μεγάλος Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης, τον οποίο μάλιστα μια κυρία μπέρδεψε με τον Μάνο Χατζιδάκι με αποτέλεσμα να θυμώσει», που «αρκετές φορές είχε έρθει ο Ωνάσης» και που «το κοινό δεν διακρινόταν σε πράσινους, κόκκινούς ή μπλε» «η αδιαφορία της πολιτείας και πιο συγκεκριμένα της Ντόρας Μπακογιάννη», (όταν ήταν Δήμαρχος της Αθήνας) συνεχίζει να είναι επιδεικτικά χαρακτηριστική. Ούτε καν σε επίπεδο τιμητικής σύνταξης…
Στριμωγμένη στην οδό Θόλου, το ιστορικό σοκάκι της Πλάκας και πλάι στις εγκαταλειμμένες «Εσπερίδες», η «Απανεμιά» κρατάει ακόμα ψηλά τη σημαία της «μπουατικής» διασκέδασης. Τον χώρο ανοίγει, στα 1964-65, ο ηθοποιός Σπύρος Καμπάνης μαζί με την τραγουδίστρια Μαίρη Δαλάκου η οποία μας θυμίζει την ιστορία της μπουάτ:
Στην οδό Θόλου λοιπόν όπως τη θυμάμαι γύρω στο '64 - '65, μπαίνοντας δεξιά συναντούσες ένα μπαράκι, του ηθοποιού Αρτέμη Μάτσα.. Αμέσως μετά "Οι Εσπερίδες" του Γιάννη Αργύρη και "Οι Νεφέλες" δυο νέων ηθοποιών του Αλέκου Κουρή και Σπύρου Καμπάνη.. Εκείνη την περίοδο περίπου άρχισα να πρωτοεμφανίζομαι κι' εγώ εκεί στις Νεφέλες, που ήταν στο σπίτι του ζωγράφου - σκηνογράφου Μίνου Αργυράκη. Πάνω - πάνω ο Μίνως, στο μεσαίο, "Η Κιβωτός της Άμυ", ένα μίνι θεατράκι που παιζόντουσαν μονόπρακτα. κι από κάτω "Οι Νεφέλες", διακοσμημένες με φωτεινές διαφάνειες του Αργυράκη και του Ευγένιου Σπαθάρη. Κάποια στιγμή, ο Αρτέμης Μάτσας κλείνει το μπαράκι του κι' ο Σπύρος Καμπάνης μου εκμυστηρεύεται την πρόθεση του να πάρει τον χώρο, να τον μετατρέψει σε boite και αν θέλω να τραγουδήσω εκεί, αναλαμβάνοντας την καλλιτεχνική ευθύνη. Συμφωνώ και βαφτίζουμε την boite Απανεμιά, απ' το ποίημα του Σπύρου που είχα μελοποιήσει πρόσφατα και είχαμε επίσης παρουσιάσει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του '66. Στάθηκε τρομερά δύσκολο να δοθεί η άδεια, είχαμε παραλάβει ένα αχούρι που δύσκολα συμμαζευόταν, ο Σπύρος, έβαλε και την τελευταία του δραχμή κι' οι δυο βάλαμε προσωπική εργασία, μέχρι και τον πατέρα μου έπεισα να μου παραχωρήσει έργα του ζωγραφικής να βάλουμε στους τοίχους, τελικά πήραμε την άδεια και ξεκινάμε. Οι φίλοι μας - θαμώνες, μας ζέσταιναν κάθε βράδυ καθώς κι' ένα τζάκι που ανάβαμε τα κρύα βράδυα...Εκεί ηχογραφήθηκε ζωντανά κι' ο δίσκος μου "Απανεμιά" κι' εκεί μας βρήκε κι' η δικτατορία με το ανελέητο κυνηγητό της ασφάλειας με επικεφαλής τον περιβόητο Οδυσσέα Σπανό, τραγουδούσαμε με τσίλιες που αναλάμβαναν βάρδιες απ' τις γύρω boites. Κάθε βράδυ μας την έπεφταν, τη μια μπας και τραγουδάμε απαγορευμένα ( που κάτω απ' τη μύτη τους τα λέγαμε ) την άλλη, "ο φωτισμός είναι ελλιπές"! Μας υποχρέωσαν να πουλάμε τα ποτά σ' εξευτελιστική τιμή για να μας τσακίσουν, "διότι δεν υπάρχει ο όρος boite, άρα αυτό είναι καφωδείον"! Κι' εκεί.... ως από μηχανής θεός εμφανίστηκε θερμός υποστηρικτής μας ο δημοσιογράφος Παύλος Παλαιολόγος που είχε το αρθογράφημα της πρώτης σελίδας στο "Βήμα" ερχόταν μας έπαιρνε συνεντεύξεις κι' έγραφε διαρκώς για μας, θέλοντας ν' αποκαταστήσει τ' όνομά μας που κάποιοι διαστρέβλωναν! Να σημειώσετε, πως την ίδια εποχή είχαν κλείσει την Τρούμπα στον Πειραιά και ξάφνου δίπλα μας ξεφύτρωσαν του κόσμου τα "κωλάδικα", έτσι τα 'λεγαν αυτά όμως δεν τα ενοχλούσε η Ασφάλεια! Από την Απανεμιά πέρασαν όσο τραγουδούσα κι' εγώ, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Δημήτρης Μητροπάνος, τα Τζαβαράκια, ο Νίκος Χουλιαράς, ο Θοδωρής Κάτσαρης, ο Μανώλης Μητσιάς κι η Ρένα Κουμιώτη, σε παρθενική εμφάνιση και οι δύο! Είχαμε και τις Τρίτες του Μάρκου Βαμβακάρη! Φίλοι και καλλιτέχνες, σαν τον Μάνο Λοϊζο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Φώντα Λάδη, τον Γιάννη Σπανό, τον Κώστα Χατζή και άλλοι περνούσαν και διανθίζανε μ' αυτοσχέδιες σφήνες τις βραδιές μας...Μέχρι και πρόσωπα άγνωστα ακόμα τότε, που αργότερα έμελλε να γράψουν πορεία, έρχονταν και μας παρακολουθούσαν όπως ο Γιώργος Νταλάρας,(ερχόταν στα διαλλείματα απ' το παραπάνω μπαράκι που τραγουδούσε με την κιθάρα του) η Ελένη Καραϊνδρου, ο Βασίλης Δημητρίου....
Γύρω στο '70 σήκωσα παντιέρα ότι θέλω να κάνω διακοπές για το καλοκαίρι...Ο Βαγγέλης ο Ντίκος, που αρχικά ερχόταν ως θαμώνας, τ' άκουσε και ζήτησε να το επενοικιάσει, όπως κι' έγινε. Φεύγουμε για την Αρχαία Ολυμπία και αίφνης ένα επείγον τηλεφώνημα μας γνωστοποιεί ότι η Απανεμιά έπιασε φωτιά! Πώς έγινε αυτό; Κάποιος από εκείνους που ετοίμαζαν το χώρο, πέταξε μια γόπα, μέσα στο μπαρ υπήρχε μια μπουκάλα υγραερίου, που σκάζοντας η φωτιά κατέλαβε με ταχύτητα κι' απειλούσε και τις Εσπερίδες που ήταν κολλητά κι όχι μόνο....Μείνανε μόνο οι τοίχοι, το πάτωμα κι' η οροφή, ξύλινα, εξαφανίστηκαν μέχρι να καταφέρει το πυροσβεστικό να πλησιάσει κάπως μέσα από τα στενάκια...Μέχρι και το πιάνο που νοίκιαζα στ' όνομά μου απ' τον Διαμαντόπουλο έγινε στάχτη...Κατόπιν αυτού, ο Σπύρος τσάκισε, εγώ είπα πως φτάνει, μέχρι εδώ, καλά ήταν τόσα χρόνια για τούτον το χώρο. Αποφασίσαμε να μην αναλάβουμε την ανακατασκευή του που θα 'ταν στ' αλήθεια κανονικό χτίσιμο. Έτσι πέρασε στα χέρια του Βαγγέλη Ντίκου, που θέλω να ελπίζω ότι τώρα που ετοιμάζει το βιβλίο του όπως άκουσα, θα συμβαδίζει η μνήμη του με τη προσωπική μου κατάθεση γεγονότων…Και κάτι ακόμα...Ο Μίνως Αργυράκης εμπνεύστηκε τα σκηνικά για την "Οδό Ονείρων" απ' τις "Νεφέλες", που άλλωστε είχε όπως είπα και πιο πριν την προσωπική του σφραγίδα.... ήταν κάτι σαν το προσχέδιο ας πούμε...κι όχι απ' την Απανεμιά που χρονολογικά φάνηκε αργότερα....
Κι επειδή ο Σπύρος δεν είναι πια ανάμεσά μας, θεώρησα χρέος κι ανάγκη επιτακτική να διευκρινίσω ότι: Η προσφώνηση που συνηθιζόταν για τούτη την boite ήταν: «Η Απανεμιά του Σπύρου Καμπάνη»
Η Απανεμιά, λοιπόν, από τη σαιζόν ’70-’71 περνάει στα χέρια του Ντίκου. Το 1977 ο Ντίκος, μάλιστα, κυκλοφορεί στην Columbia τα «Τραγούδια της Απανεμιάς», ένα δίσκο με 12 αντιπροσωπευτικά τραγούδια του χώρου και του κοινού του.
Πριν ένα χρόνο, ο σημερινός υπεύθυνος λειτουργίας της Παναγιώτης Δημητρόπουλος είχε μιλήσει στο MusicHeaven για τη «σημερινή Απανεμιά». Μεταξύ των άλλων είχε δηλώσει:
«Η σημερινή Απανεμιά προσπαθεί να στηρίξει το ελληνικό τραγούδι, τον ελληνικό στίχο και να γεφυρώσει το παλιό νέο κύμα με το καινούργιο, που έχει πολλά να πεί. Πάντα διατηρώντας την ελληνική, πολιτιστική της ταυτότητα. Προσπαθούμε, λοιπόν, όσο μπορούμε να είμαστε ένα φυτώριο νέων καλλιτεχνών, ένας χώρος διακίνησης ιδεών όπου γίνονται πολλές ζυμώσεις και συνεργασίες. […] Το κοινό της Απανεμιάς σήμερα είναι από 18 ετών μέχρι 80. Όλοι έρχονται για διαφορετικούς λόγους, άλλοι για ψυχαγωγία, άλλοι από νοσταλγία και άλλοι από περιέργεια, πάντως όλοι περνάνε καλά! […] Κάποτε, θυμάμαι, ήρθε ένας παππούς μαζί με την εγγονή του, η οποία ήταν περίπου 17 ετών, για να της δείξει την Απανεμιά, το μέρος, δηλαδή, που πρωτογνώρισε τη γιαγιά της...»
Οι «Βάτραχοι» στη Σόλωνος είναι νεότεροι της «Απανεμιάς», κρατάνε από το 1983 με σημαία τον Γιώργο Αραπάκη και συνεχίζουν με τον τραγουδοποιό Μιχάλη Κλεάνθη, άνθρωπος των μπουάτ από το 1989. Αυτοαποκαλούνται «ανεξάρτητος χώρος έκφρασης», χώρος που όμως αποπνέει άμεσα λίγο από το άρωμα των μπουάτ. Σε αυτόν έχουν παίξει κατά καιρούς ο Θανάσης Γκαϊφυλιας, ο Βασίλης Καζούλης, ο Δημήτρης Παναγόπουλος, ο Σταμάτης Μεσημέρης, ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Νικόλας Άσιμος κ.ά. Ο Κλεάνθης μας λέει:
«Δεν κρυβόμαστε πίσω από τα φώτα και τα ηχητικά τερτίπια της εποχής. Λέμε την αλήθεια έτσι όπως ακριβώς τη νιώθουμε. Εκφράζουμε όσο μπορούμε τον φρέσκο, τον ανήσυχο νου. Τα παιδιά που παίζουν δεν βιοπορίζονται αποκλειστικά από τη μουσική, έχουν όμως τέτοιο μουσικό επίπεδο που θα μπορούσαν να παίξουν άνετα σε οποιοδήποτε μουσικό σχήμα. Σήμερα στις παραστάσεις μας παίζουμε τραγούδια σύγχρονα (κυρίως τραγουδοποιών) αλλά και παλαιότερα. Αν δεν είναι ειδικό event δεν βάζουμε στη ροή του προγράμματος απαγγελίες και αναγνώσεις βιβλίων, ούτε θεατρικά δρώμενα, όπως συνέβαινε παλαιότερα στις μπουάτ, ωστόσο και εμείς λέμε ανέκδοτα και ορισμένα λόγια ανάμεσα στα τραγούδια. Επίσης παίζουμε και λαϊκά τραγούδια, κάθε Πέμπτη. Γενικότερα πάντως μια μπουάτ για μένα είναι σαν να έρχεται κάποιος στο σπίτι σου και να τον κερνάς γλυκό σταφύλι και να του δίνεις ένα ποτήρι νερό. Να μη μεταχειρίζεσαι τους ακροατές ως πελάτες.»
Οι μπουάτ, λοιπόν, αποτέλεσαν μία από τις πιο υγιείς, ζωντανές και άμεσες εκφάνσεις του ελληνικού τραγουδιού ως τρόπου ψυχαγωγίας και επικοινωνίας. Η αναγέννησή του κλίματος της μπουάτ, όχι ως μνημόσυνο και νεκρολογία αλλά ως σύγχρονη πρόταση με άποψη και λόγο ύπαρξης, είναι ένα ενδεχόμενο που μας γεννά χαρά και αισιοδοξία. Αν μη τι άλλο, ο αυθορμητισμός και η απλότητα των μουσικών «κουτιών» είναι στοιχεία που λείπουν από το τραγούδι μας, και από τις νυχτερινές του περιπλανήσεις σε μεγάλες πίστες και μουσικές σκηνές. Ο θόρυβος από τα πιάτα, τα ποτήρια, από τους θαμώνες ακόμα και από τα παλαμάκια είναι στοιχείο αντίθετο της λογικής των μπουάτ. Η επιβίωση όσων λειτουργούν ακόμα και η διάδοση της αισθητικής τους σε ένα ευρύτερο κοινό είναι ένα στοίχημα που μπορεί και πρέπει να κερδηθεί. Με τα λόγια του Σαββόπουλου: «Άμα βρεις το κοινό στοιχείο που ενώνει εκατό ανθρώπους, μετά μπορείς να απευθυνθείς και σε εκατό χιλιάδες ανθρώπους. Αυτό μου ‘μαθε η μπουάτ. Να ψάχνεις το κοινό στοιχείο».
* Το κείμενο συνυπογράφει ο Ηρακλής Οικονόμου και δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή στο περιοδικό Δίφωνο
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#29370 / 30.11.2015, 19:16 / Αναφορά Έζησα 16 χρόνια στην Αθήνα, και άκουσα ζωντανά πολλούς καλλιτέχνες.Τίποτα δεν μ'έχει συγκινήσει όσο οι βραδιές στις Εσπερίδες. Ο Γιάννης Αργύρης μοναδικός . |
#29371 / 02.12.2015, 09:59 / Αναφορά Ενδιαφέρουσα ματιά σε ένα κομμάτι τής Ελληνικής μουσικής Ιστορίας. Στην "Σοφίτα" τού Ηρακλή Τριανταφυλλίδη στην Πλάκα (άν το άρθρο αναφέρεται σ'αυτήν και όχι σε κάποιο άλλο συνώνυμο μαγαζί) είχα παίξει κάποιες φορές,ενώ αρκετές άλλες ήμουν απλώς θαμών.Δέν ήταν ακριβώς "κουτί".δηλαδή πολύ μικρός χώρος-είχε και υποτυπώδη σκηνή όπου χωρούσε να μπή ο εξοπλισμός ενός μικρού συνόλου με τύμπανα και δυό ενισχυτές & ηχεία.Ηταν όμως κι'αυτή ένα από τα "φυτώρια" που ανέδειξαν πολλούς καλλιτέχνες που πρωταγωνίστησαν στα μουσικά πράγματα τα επόμενα χρόνια. Οι δέ "Βάτραχοι" έχουν φιλοξενήσει και εκδηλώσεις τού Musicheaven,όπως θυμόμαστε οι παλαιότεροι (και γεροντότεροι...) ΥΓ.Είχα την τιμή να γνωρίσω τον Γιώργο Κοντογεώργο-έτσι είναι η σωστή γραφή τού επωνύμου του (που αναφέρεται σε κάποιο σημείο τού άρθρου) όταν μετέπειτα έγινε διευθυντής στο παθολογοανατομικό εργαστήριο τού Γενικού Κρατικού στην Αθήνα.Υπήρξε συνεργάτης τού Σαββόπουλου,αλλά και τού Νότη Μαυρουδή και άλλων καλλιτεχνών εκείνης τής εποχής.Συνταξιούχος σήμερα,έχει αποσυρθεί σε μεγάλη επαρχιακή πόλη όπου εξακολουθεί ν'ασχολήται με την μουσική.. |
#29380 / 16.12.2015, 19:29 / Αναφορά Ήταν το 1968 όταν πρωτομπήκα πιτσιρικάς τότε στις Εσπερίδες και στη συνέχεια έγινα φανατικός θαμώνας σε όλες τις μπουάτ, Εσπερίδες και Απανεμιά κατά κύριο λόγο. Έπαιρνα το τελευταίο υπεραστικό από τα Μέγαρα και γύριζα πίσω με το πρώτο πρωϊνό. Και εννοείται δεν περιοριζόμουν σε μία αλλά τις έπαιρνα όλες σβάρνα, με σειρά. Θυμάμαι μάλιστα ότι έβαζα τα λεφτά για το εισιτήριο της επιστροφής στην αριστερή τσέπη του παντελονιού, από τον φόβο να μην ξεχαστώ και τα φάω κι αυτά και μετά άντε γύρνα πίσω στα Μέγαρα με τα πόδια... Και τι δεν είδαν τα μάτια μας εκεί μέσα!!! Και τι μουσικές δεν ακούσαμε και μας χάϊδεψαν τ' αυτιά!!! Και ποιους δεν είδαν!!! Ήταν το πρώτο μας μουσικό σχολείο οι ιεροί αυτοί χώροι και τολμώ να πω ότι όλη αυτή η ατμόσφαιρα, οι μουσικές, οι καλλιτέχνες, όλη αυτή η μυσταγωγία, μας διαμόρφωσαν στην κυριολεξία τον εφηβικό μας χαρακτήρα και μας σημάδεψαν βαθειά, μας σημάδεψαν για πάντα!!! Πολλά μπορεί να πει κανείς και η κουβέντα θα είναι ατέλειωτη, γι' αυτό ας περιοριστούμε σ' αυτά προς το παρόν. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία! |