Η Björk ανήκει στην κατηγορία των ελάχιστων καλλιτεχνών που έχουν καταφέρει να αποκτήσουν πιστούς ακροατές τόσο στη "μάζα" όσο και στην "ελίτ" του κοινού, και αυτό την κάνει πολύ σημαντική
Oι φωνητικοί ακροβατισμοί της Björk Guðmundsdóttir που γεννήθηκε στο Reykjavik της Ισλανδίας το 1965, έγιναν για πρώτη φορά διεθνώς γνωστοί με τους Sugarcubes, το σύνολο του οποίου ηγήθηκε από το 1986 μέχρι το 1992. Η Björk, ξεκίνησε μία σόλο καριέρα με το Debut το 1993, με επόμενο σταθμό το Post του 1995, ενώ στο Homogenic του 1997 συνταίριαξε δεδομένα, τελευταίας τεχνολογίας, ερωτικά τραγούδια και φωνητικούς πειραματισμούς. Γλυκές μελωδίες, χορευτικά κολάζ, εύθραυστες εντάσεις, απρόσμενες δομές και δραματικές αισθήσεις συνιστούν την επίμονα εφευρετική δημιουργία της Iσλανδής ιέρειας του μοντερνισμού, η φωνή της οποίας πλέει πάνω από τα κομμάτια, χάνοντας αυτόβουλα τον εαυτό της σ’ ένα λαβύρινθο αντηχούντων beat και ταραγμένων εγχόρδων.
Η Björk ανήκει στην κατηγορία των ελάχιστων καλλιτεχνών που έχουν καταφέρει να αποκτήσουν πιστούς ακροατές τόσο στη "μάζα" όσο και στην "ελίτ" του κοινού, και αυτό την κάνει πολύ σημαντική. Είτε σου αρέσει είτε όχι, πρέπει να παραδεχτείς ότι υπάρχει στην Björk κάτι το special και σε πληροφορώ ότι δεν είναι δύσκολο να το καταλάβεις.
Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να βρεις μία χώρα στην οποία η Björk να μην είναι special. Η χώρα από την οποία προέρχεται, η Ισλανδία, δεν φημίζεται σαν χώρα μεγάλων και σπουδαίων καλλιτεχνών, και η ίδια είναι μικρή, σπυριάρα και εύθραυστη. Απ’ την άλλη μεριά, πίσω απ’ αυτή τη μικρή, σπυριάρικη και εύθραυστη επιφάνεια, κρύβεται μία ατσάλινη ψυχή που θα μπορούσε πολύ εύκολα να ανταγωνιστεί τους πιο σκληρούς και αιμοσταγείς Βίκινγκς του παρελθόντος, μετατρέποντας αυτή την ασυνήθιστη και παράξενη φωνή που είναι το ένα λεπτό απαλή και μαλακή σαν ένα μικρό λουλούδι, και στο αμέσως επόμενο μετατρέπεται σε μία φωνή βραχνή και σκληρή σαν θηλυκό λιοντάρι. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο απαλό και στο σκληρό, και η εξερεύνηση της δυνατότητας αυτής της εναλλαγής -που από την αρχή της καριέρας της είναι το βασικό της δυνατό σημείο-, μπορεί να αποτελέσει αιτία για ενθουσιασμό, ακόμα και αν αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο πίσω απ’ αυτό.
Η Björk έχει συχνά επικριθεί ότι ζει σε έναν κόσμο ονειρικό, εντελώς δικό της, "ζει στον κόσμο της" όπως λέμε, και αργεί -λένε- να μεγαλώσει αντιμετωπίζοντας ακόμα και τα πιο σοβαρά θέματα με μία παιδικότητα. Αυτό όμως δεν είναι κακό, και τελικά αποβαίνει προς όφελός της. Αυτή η αφέλεια και η παιδικότητα που αντιμετωπίζει τα πράγματα, της δίνει την ειλικρίνεια που τόσοι άλλοι (άνδρες και γυναίκες) καλλιτέχνες προσποιούνται αναζητώντας την πρωτοτυπία. Κάθε φορά που η Björk τραγουδάει για τη ζωή, ή το θάνατο, ή οτιδήποτε άλλο, καταφέρνει να αποφύγει τις κοινοτυπίες διαλέγοντας έναν μοναδικό τρόπο επικοινωνίας. Η μοναδική της φωνή είναι βέβαια το σήμα κατατεθέν της, αλλά δεν είναι ούτε ο τόνος ούτε το εύρος που έχει σημασία. Σημασία έχει ο τρόπος που τραγουδάει και η άρνησή της να συμβιβαστεί με τη συμβατική φόρμα του τραγουδίσματος. Για να το πω απλά και λαϊκά, η Björk τραγουδάει όπως γουστάρει και όπως νοιώθει. Η πλησιέστερη αναλογία που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Tim Buckley. Αυτή η θρυλική φιγούρα που χρησιμοποιούσε τις φωνητικές του χορδές όπως ένοιωθε κάθε φορά, γιατί ήταν απελευθερωμένος από την όποια συμβατική φόρμα τραγουδίσματος. Αυτό ακριβώς κάνει και η Björk, η οποία μπορεί πολύ άνετα να τραγουδήσει μια μελωδία με "κανονικό" τρόπο, αλλά έχει την ικανότητα να μετασχηματίζει τη φωνή της σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ρυθμού ή του στίχου, και το κάνει όταν και όποτε εκείνη το κρίνει αναγκαίο. Όταν δεν το κρίνει αναγκαίο, δεν το κάνει, και όταν δεν το κάνει, το τραγούδισμά της παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός κιθαριστικού σολαρίσματος. Υψώνεται, χαμηλώνει, εντείνεται, ψιθυρίζει, κάνει fade in και fade out, και στα καλύτερά της γίνεται εξωπραγματική και σου δίνει την εντύπωση ότι θα "δραπετεύσει" ή ότι έχει κι όλας "δραπετεύσει" από το χώρο. Αυτή πάντως η προσέγγιση του τραγουδίσματος δεν είναι για πολλούς, και σίγουρα δεν είναι για τον καθένα. Με τη μπάντα της, τους Sugarcubes, μοιραζόταν το τραγούδισμα με τον Einar Orn και δεν έψαχνε για καινούργιες μουσικές κατευθύνσεις. Όταν όμως ξεκίνησε τη σόλο καριέρα της, "αναχώρησε" από τη Rock περιοχή των Sugarcubes και έγινε περισσότερο εκλεκτική. Η μικρή ισλανδική μύτη της, "μύρισε" πού βρίσκεται το χρυσάφι: Electronic Pop, αλλά με στοιχεία house και Jazz και Trip-Hop, και world και classic, αλλά και θέματα από την Ανατολή.
Με το 10ο άλμπουμ της, το Fossora, η Björk επιστρέφει στη γη, αναζητώντας την ελπίδα στον θάνατο, στα μανιτάρια και στη μητριαρχία, βρίσκοντάς την στο κλαρινέτο και στο beat.
Στον φανταστικό κόσμο της Björk, η ελπίδα πηγάζει αιώνια. Η αισιοδοξία της είναι ένα από τα πιο θρεπτικά πνευματικά πράγματα στη δουλειά της. Είναι σαν να ντύνει όλες τις συναισθηματικές πληγές του κόσμου, παρά το γεγονός ότι φτιάχνει όλο και πιο avant-garde μουσική. Μπορείτε όμως, πάντα να βρείτε τη σπίθα ή τη λάμψη του φωτός στη μουσική της Björk.
Φυσικά, ο συναισθηματικά πολύπλοκος κανόνας της, που μετράει σχεδόν 30 χρόνια, δείχνει επίσης ότι οι αδιανόητες εκπλήξεις μπορεί να είναι καταστροφικές, με την πιο δυνατή στο Vulnicura του 2015, που γράφτηκε για το οδυνηρό διαζύγιό της από τον Matthew Barney. Χωρίς όμως, τα "κάτω", δεν θα υπήρχαν τα "επάνω", δεν θα υπήρχε το ταξίδι του ήρωα για την Björk, ούτε η άβυσσος, ούτε η μεταμόρφωση, ούτε η επιστροφή. Στο Utopia του 2017, αγκάλιασε μια φαντασίωση φλάουτου με κελαηδίσματα πουλιών, και αγκάλιασε επίσης και τον εαυτό της, σαν ένα προσχέδιο αυτονομίας για τις γυναίκες καλλιτέχνιδες και σαν ένα είδος πειραματικής-ποπ "μαμάς" για τους νεαρούς θαυμαστές της.
Τα πιο συγκινητικά τραγούδια στο Fossora είναι τα δύο κορυφαία αφιερώματα ("Sorrowful Soil" & "Ancestress"), στη μητέρα της, την περιβαλλοντική ακτιβίστρια Hildur Rúna Hauksdóttir, η οποία πέθανε το 2018. Η μητέρα της Björk ήταν μηδενίστρια, γεγονός που τονίζεται δραματικά. Παρά τη φύση της, -λέει η Björk, έκανε ό,τι μπορούσε για να μεγαλώσει τα παιδιά της, μια πράξη που αγνοεί τον μηδενισμό κάποιου για το μέλλον. Το "Sorrowful Soil" γράφτηκε πριν πεθάνει η μητέρα της Björk και το "Ancestress" που γράφτηκε μετά ως πιο προσωπικό εγκώμιο, είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά τραγούδια της Björk για την ελπίδα, επειδή δείχνει τα όριά της.
Οι κύκλοι ζωής βρίσκονται στο επίκεντρο του Fossora. Το αφηρημένο ενδιάμεσο a cappella "Mycelia", που πήρε το όνομά του από τα μυκητιακά ριζικά συστήματα, είναι ένα μαγευτικό μείγμα ηρεμίας και υπερταχύτητας που θα μπορούσε να εμπνεύσει ένα βίντεο με βρύα και μανιτάρια, το "Fungal City" μεταφέρει τον δίσκο προς το φως της νέας αγάπης και το "Victimhood" φέρνει στο νου, τις ταινίες τρόμου του Ari Aster. Οι στίχοι είναι φεμινιστική (εν μέρει) σκέψη. Αναφέρεται στην παγίδα της γυναικείας ζωής, όπου η κακή μεταχείριση κάνει τη γυναίκα να αισθάνεται ότι δικαιούται συμπόνια, σεβασμό και συμπάθεια. Αυτό το επίπεδο προβληματισμού είναι εντυπωσιακό από μόνο του. Αριστούργημα.
Το τελευταίο τραγούδι του Fossora, το "Her Mother's House", είναι ένα στοχαστικό coda και μια μετατόπιση από την θλιμμένη κόρη στην άδεια κόρη, που το τραγουδάει μαζί με την κόρη της, την Ísadóra.
Στο βιβλίο με τους στίχους, οι τελευταίες γραμμές του "Her Mother's House" είναι "curved buildings, matriarch architecture", που δύσκολα ακούγεται στην ηχογράφηση, αλλά αυτή η φράση -"matriarch architecture", είναι χρήσιμη για να σκεφτείς το Fossora και την Björk σε αυτό το σημείο της καριέρα της.
Τελικά, το Fossora, δεν είναι ο δίσκος με τα μανιτάρια, ούτε το έργο της θλίψης, ούτε το έργο της ελπίδας, αλλά ούτε και το καλύτερό της άλμπουμ μετά από το Vespertine του 2001 (όπως ήθελα να το χαρακτηρίσω). Είναι ο ήχος της Björk που χτίζει το σπίτι της, ως μητέρα όλων.
Γιώργος “Orfeus” Μπιλικάς
Storyteller
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο