"Σήμερα είναι η μέρα", σκέφτηκε.
Πως γίνεται και όλες οι σημαδιακές μέρες χτυπάνε συναγερμό σε ολόκληρο το σώμα…το στομάχι σφίγγεται, οι μύες τεντώνονται, η καρδιά χοροπηδάει…
Ανοιξε τα μάτια της και ανακάθισε στο κρεβάτι.
Σήμερα είναι η μέρα, σκέφτηκε.
Πως γίνεται και όλες οι σημαδιακές μέρες χτυπάνε συναγερμό σε ολόκληρο το σώμα…το στομάχι σφίγγεται, οι μύες τεντώνονται, η καρδιά χοροπηδάει…
Ήρθε λοιπόν αυτή η μέρα. Πόσο καιρό την φανταζόταν ξανά και ξανά, πόσες φορές τη ζούσε νοερά και όλο και πιο πολύ συμφιλιωνόταν με την ιδέα ότι δε θα αργήσει να έρθει…
Δε θα κυλούσε φυσιολογικά η μέρα, αυτό ήταν σίγουρο. Οι ώρες μέχρι να πάει στην εκκλησία θα κύλαγαν νερό. Έτσι κι αλλιώς είχε ετοιμασίες: Έπρεπε να φτιάξει τα μαλλιά, να κάνει μακιγιάζ, να ισιώσει το λευκό φόρεμα…να είναι η ομορφότερη, να τραβάει όλα τα βλέμματα. Πρέπει να είναι η πιο όμορφη στην εκκλησία. Απλά πρέπει.
…..
«Είναι η μέρα που δε θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω», σκέφτεται συνέχεια.
Στέκεται πολύ κοντά σε μία από τις λαμπάδες. Ζαλίζεται από τη φλόγα, αλλά δεν γυρνά το βλέμμα της προς εκείνον. Τον κοιτά μόνο με την άκρη του ματιού, καθώς οι ψαλμωδίες γεμίζουν την εκκλησία, καθώς ο κόσμος χαμογελά και κουτσομπολεύει. Η μητέρα της είναι πίσω της. «Σου πάει το λευκό» της είχε πει την ώρα που έφευγαν από το σπίτι. Είχε χαμογελάσει. Ναι, της πάει. Μόλις είδε το φόρεμα ήξερε ότι εκείνο θα έπαιρνε για να το φορέσει ακριβώς εκείνη την ημέρα.
Η τελετή συνεχίζει… κι εκείνη συνεχίζει να τον κοιτά με την άκρη του ματιού. Δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται πως γνωρίστηκαν, όλα αυτά που έζησαν μαζί, και το ως έφτασαν ως εδώ... Σε μια εκκλησία, εκείνος με κουστούμι λευκό (και σε κείνον πως πάει το λευκό!)κι εκείνη να τον κοιτά με την άκρη του ματιού.
Η τελετή τελείωσε. Το ζευγάρι έχει πάρει θέση, χαμογελαστό, για να χαιρετήσει. Τώρα είναι μπροστά του. Τον κοιτάζει κατάματα. Παίρνει το χέρι του στο δικό της.
-Να ζήσετε…
Της χαμογελάει.
-…Και στα δικά σου!