Μαρία, τα παράγωγα του πράττω είναι -πραξ* -πρατ* -πραγ*, εξού και διάπραξη, κοινοπραξία και αυτός που φέρει την ιδιότητα να πράττει (ή πράσσει) είναι ο -πράττων (ο διαπράττων το έγκλημα). Δεν έχει καμία σχέση η κατάληξη -πρέπω, με την κατάληξη -πράττω.
Άλλο πράγμα το ρήμα διαπρέπω και άλλο διαπράττω. Το ένα προκύπτει από το πρέπω και το άλλο από το πράττω. Άλλο παράδειγμα παράγωγου του πράττω είναι το συμπράτω (σύμπραξη και όχι συμπρέπεια). Εφόσον το παράγωγο ρήμα ήταν το πράττω, το αντίστοιχο σύνθετο ουσιαστικό θα ήταν αξιοπραξία, κατά το κοινοπραξία. Κανείς δεν διαπρέπει ένα έγκλημα, το διαπράττει. Διαπρέπω είναι ένα ρήμα που έχει σχέση με τη θέση μου στο κοινωνικό σύνολο. Πραγματικά αδυνατώ να κατανοήσω τί ακριβώς εννοείς, και θα ήταν χρήσιμο να με παραπέμψεις σε πηγές που παραθέτουν αυτήν την άποψη για να δω τί ακριβώς συμβαίνει. Ο καθωσπρεπισμός δεν έχει καμία σχέση με ελληνικές ρίζες ως λέξη και φαίνεται από την ετυμολογία του. Πρόκειται για μία έννοια του "καθ' ως πρέπει" δηλαδή είναι καθορισμένος επ' ακριβώς ο τρόπος συμπεριφοράς. Η αξιοπρέπεια δεν καθορίζει επακριβώς τη συμπεριφορά, αλλά προφανώς απορρίπτει συγκεκριμένες που προσβάλουν για κάποιο λόγο τους άτυπους κανόνες του κοινωνικού συνόλου. Είναι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες. Γι' αυτό και ο καθωσπρεπισμός έχει συγκεκριμένους κανόνες ενώ η αξιοπρέπεια μεταβάλλεται ανάλογα με τα κοινωνικά σύνολα.
Παρεπιπτόντως, η λέξη αξιοπρέπεια δημιουργήθηκε κατά την μετάβαση από την ελληνιστική γλώσσα στην
Λόγια Βυζαντινή και δεν έχει καμία προφανώς σχέση προελεύσεως με τη γαλλική έκφραση. Μέσα στο λινκ θα δεις ότι αυτή η λέξη σχετίζεται με τις λέξεις υπόληψη, φήμη, αξίωμα και την κατατάσσουν σε αυτήν την εννοιολογική οικογένεια, δηλαδή τις κοινωνικές αξίες.
Ιεροπρεπής είναι αυτός που βαδίζει με τους κανόνες της ιεροσύνης. Δηλαδή υιοθετεί τη συμπεριφορά που του επιβάλλει εκείνος ο χώρος (χώρος=κοινωνικό σύνολο). Δεν αρκεί μόνο να πράττεις για να είσαι ιεροπρεπής, πρέπει να συμπεριφέρεσαι ανάλογα (η συμπεριφορά περιλαμβάνει την πράξη). Σε πολλές θρησκείες επιβάλλεται κώμη, ρουχισμός, παραίτηση των υποδημάτων πριν την είσοδο σε χώρους, παύση ομιλίας, γονάτισμα κλπ. Δεν πρόκειται στην ουσία για πράξεις αλλά για συνολικές συμπεριφορές.
Η αξία είναι επίσης κοινωνική συμβατική έννοια. Ως άνθρωπος έχεις ιδιότητες και ικανότητες. Η αξία είναι κάτι που σου αναγνωρίζεται συμβατικά για να συμμετέχεις επί ίσοις όροις σε μία κοινωνία ή και για να ξεχωρίσεις λόγω συμπεριφοράς ή ικανότητας από τους άλλους. Το ίδιο ισχύει και για τα πράγματα. Αξία δίνουμε εμείς σε αυτά ανάλογα με τη χρηστική τους ικανότητα και τα εμπορικά ισοζύγια.
σχετικά με το πράττω (λήμμα πράγμα):
#
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
* ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
o ουσιαστικά: πρᾶξις, ἀπραξία, δυσπραξία, εὐπραξία, εὐπραγία, ἀπραγμοσύνη, πολυπραγμοσύνη, πραγματεία
o ρήματα: πράττω, ἀντιπράττω, διαπράττω 'πορεύομαι διά μέσου, εκτελώ, κατορθώνω', εἰσπράττω, ἐκπράττω, καταπράττω 'κατορθώνω, εκτελώ, πραγματοποιώ', συμπράττω, εὐπραγῶ, πραγματεύομαι
o επίθετα: ἀπράγμων, κακοπράγμων, πολυπράγμων
o επιρρήματα: ἀπραγμόνως
* ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
o κρητ. πράδδω, ιων. πρῆχμα, πρῆγμα
* ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
o ουσιαστικά: ἀγαθοπραξία, δικαιοπραξία, κοινοπραξία, ἀντίπραξις, σύμπραξις, διάπραξις, ἰδιοπραγμοσύνη, πραγματευτής
o ρήματα: ἀναπράττω, εὐπράττω, ὑπερπράττω, ἀπραγμονῶ, κακοπραγμονῶ, πολυπραγμονῶ, φιλοπραγμονῶ, διαπραγματεύομαι, πραξικοπῶ
o επίθετα: ἰδιοπράγμων 'αυτός που ενεργεί για δικό του όφελος', ἰσχυροπράγμων, ὀλιγοπράγμων, μεγαλοπράγμων, φιλοπράγμων, πράξιμος
o επιρρήματα: πολυπραγμόνως
* ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
o Επιτομή Λεξικού Κριαρά %πραγ%, %πραγμ%, %πρακτ%, %πραξ%
* ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
o πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, πραξικοπηματικώς, πραγματοποίηση, πραγματοποιώ, πραγματολογικός, πραγματικότης, πραγματιστικός, πραγματισμός, πραγματογνωμοσύνη, πραγματογνώμων
* ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
o Λεξικό Γεωργακά %πραγ%, %πραγμ%, %πρακτ%, %πραξ%, %πραττ%
o Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %πραγ%, %πραγμ%, %πρακτ%, %πραξ%, %πραττ%
* ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
o Πόντ. Θράκ. πράττω, Ήπ. Κέρκ. Πόντ. Σύρ. Θράκ. πράζω. Εκτός από την έννοια 'κάνω' το ρήμα εμφανίζει ποικιλία σημασιών: 'επισκέπτομαι συχνά, συναναστρέφομαι κάποιον, εμπορεύομαι, πηγαίνω, τακτοποιούμαι, γνωρίζω'.
Εν πάσει περιπτώσει, δεν πρόκειται να αναλωθώ περισσότερο στο θέμα της ετυμολογίας, καθώς παρέθεσα ήδη μία σημασία από επίσημο λεξικό και ένα λινκ που ασχολείται με τις ετυμολογίες και τις ερμηνείες ανά τους αιώνες.
"Ονειρεύομαι τη ζωή σαν ένα γαλάζιο ουρανό, αεράκι αγνό και καθάριο η ζωή μου να πνέει, πουλί λευκό η ελπίδα μου θε πάντα να πετά ψηλά..."
[ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : StavmanR στις 09-09-2007 06:00 ]