Από το Παρίσι, το Τόκιο και τη Νέα Υόρκη, ο Στίβεν Αντωνάκος εκθέτει τώρα και στην Αθήνα
Φωτισμένοι πίνακες
Της ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ (spinou@enet.gr)
Οσοι περνούν από το σταθμό του μετρό στους Αμπελόκηπους είναι αδύνατον να μην προσέξουν τη φωτεινή εγκατάσταση του Στίβεν Αντωνάκου με κόκκινους, πράσινους, γαλάζιους σωλήνες νέον. Οσο χαμηλών τόνων είναι ο ίδιος τόσο πιο δυναμικά είναι τα έργα του, είτε πρόκειται για μικρής κλίμακας συνθέσεις, είτε για εντυπωσιακές επεμβάσεις πάνω σε προσόψεις κτιρίων.
Η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του πρωτοπόρου καλλιτέχνη της διασποράς θα εγκαινιαστεί στις 18 του μήνα στο Μουσείο Μπενάκη της Οδού Πειραιώς, σε συνεργασία με το Ιδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου και με την επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Κατερίνας Κοσκινά. Θα παρουσιαστούν 250 έργα που καλύπτουν τη διαδρομή του από το 1954 μέχρι σήμερα -σχέδια, κολάζ, έργα με νέον, κατασκευές καθώς και φωτογραφίες έργων σε δημόσιους χώρους- και καταδεικνύουν το σημαντικό ρόλο που έπαιξε στη χρήση νέων μέσων στη δεκαετία του '60 και του '70 στην Αμερική.
Μόλις τεσσάρων χρόνων ήταν ο Στίβεν (Στυλιανός) Αντωνάκος όταν οι γονείς του μετανάστευσαν από τον Αγιο Νικόλαο Λακωνίας στη Νέα Υόρκη. Στα 15 του η δασκάλα ανακάλυψε το ταλέντο του στη ζωγραφική και τον ενθάρρυνε: «Δεν σκεφτόμουν ότι θα γίνω καλλιτέχνης, αλλά μου άρεσε η αρχιτεκτονική, η γεωμετρία και η κίνηση του σώματος», έχει πει στο «7».
Ενα βράδυ, όμως, στα τέλη της δεκαετίας του '50, είδε τον κόσμο με άλλη ματιά, παρατηρώντας τις φωτεινές πινακίδες με νέον και τις διαφημίσεις στους δρόμους της Νέας Υόρκης. «Μέχρι τότε έκανα τρισδιάστατα έργα με διάφορα υλικά, όπως ξύλο, ύφασμα, καρφιά, γράμματα. Το έντονο χρώμα ήταν αποκαλυπτικό για μένα, συνειδητοποίησα ότι το νέον ήταν μια πρόκληση, ένα πεδίο ανοιχτό για να συνεχίσω».
Ο 81χρονος σήμερα καλλιτέχνης μελετάει και εξετάζει τον κάθε χώρο και διαμορφώνει ανάλογα τις μορφές και τα φώτα. Πιστεύει πως το «φως αναφέρεται στη ζωγραφική, όχι στο νέον» και το επιβεβαιώνει επεμβαίνοντας σε ορθογώνιους πίνακες με χειρονομίες ζωγράφου. Σε άλλα ανάγλυφά του προσθέτει χρυσό, ασήμι και φύλλο αλουμινίου.
Τα έργα του είναι ορατά όχι μόνο τη νύχτα αλλά και με το φως της ημέρας, αλλάζουν τόνο και ένταση ανάλογα με τις αλλαγές του φυσικού φωτός μέσα στο περιβάλλον. Κι άλλες φορές, οι πίνακές του φωτισμένοι από πίσω μοιάζουν να αιωρούνται μπροστά από τον τοίχο, πλαισιωμένοι από ένα χρωματιστό νεφέλωμα: «Εβλεπα το νέον σαν να είναι συγχρόνως πολλά πράγματα, ότι είχε πολλές φωνές... ήθελα να το μεταχειριστώ για τις ίδιες τις ποιότητές του, και ήθελα να βρω νέες μορφές, που θα του έδιναν καινούριες και πλούσιες χρήσεις και έννοιες», τονίζει ο ίδιος.
Μεγάλα μουσεία από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Παρίσι και το Τόκιο έχουν φιλοξενήσει τους πειραματισμούς του. Ο ίδιος τα τελευταία χρόνια επισκέπτεται συχνότερα τη χώρα μας και της έχει αφιερώσει φωτολουσμένα παρεκκλήσια. Κι ακόμα, παραμένει θαυμαστής της κλασικής αρχαιότητας, παρότι αρνείται πως το «καθαρό» φυσικό φως της Ελλάδας τον έχει επηρεάσει, τουλάχιστον συνειδητά.
ενετ- 09/12/2007