του Μπέρτολτ Μπρεχτ
Φτάνουν Χριστούγεννα λοιπόν!
Παραμονή,
κι’ εμείς σαν όλους ετοιμάσαμε γιορτή.
Μα δεν είν’ άνετα σαν φάτνη εδώ μέσα ;
Μπαίνει το κρύο από παντού,
δεν έχει μπέσα.
Χριστούλη, κόπιασε,
γεννήσου αν θες,
μα κοίτα :
Σου στρώσαμε ,
δεν έχει τζάκι όμως και πίττα…
Τρέμουμε
κι’ όλοι αγκαλιαζόμαστε σφιχτά
σαν τους πρωτόγονους
σε σκοτεινή σπηλιά.
Το χιόνι πέφτει στο κορμί μας ,
το παγώνει
το χιόνι εισβάλλει στην καλύβα και σαρώνει.
Κόπιασε, χιόνι, μπες,
θα βρεις φίλους εδώ :
Κι εμάς μας έδιωξαν από τον ουρανό.
Κρασί ζεσταίνουμε,
παλιό και δυνατό
κάνει καλό με τέτοιον άγριο καιρό.
Ζεστό κρασί
ξύλα στην πόρτα καρφωμένα.
Έξω,
ουρλιάζουνε αγρίμια θυμωμένα.
Κοπιάστε , αγρίμια, να κρυφτείτε απ’ το χιονιά :
Ούτε τ αγρίμια έχουνε ζεστή φωλιά.
Θα ρίξουμε τα πανωφόρια στη φωτιά,
να γίνει η φλόγα της για λίγο πυρκαγιά,
να ζεσταθούμε ενώ θα καίγεται η στέγη,
να ζούμε όταν το σκοτάδι πια θα φεύγει.
Κόπιασε , άνεμε –
εκεί έξω πώς αντέχεις;
Κι εσύ κουράστηκες,
κι εσύ σπίτι δεν έχεις.
Χίλιοι καλοί χωράνε ... αν έχουμε τη ζεστασιά των Χριστουγέννων μέσα μας... ακόμα και το οι άνεμοι... το χιόνι... Καλά Χριστούγεννα σε όλους!