"Είναι περίεργο ότι την Καθαρή Δευτέρα μας, που είναι τόσο αυστηρά (και πολύ εθελοντικά) νηστίσιμη, γίνεται, στο ελληνικό ύπαιθρο (*βγαίνουμε στο ύπαιθρο ακριβώς για να τονίσουμε την έννοια του καθαρμού...), η πιο εκδηλωτική γιορτή κοινωνικής επικοινωνίας και χαράς, με συσσωρευμένα (κούλουμα) κοινά αγαθά, ορεκτικότατους θαλασσινούς ή άλλους μεζέδες (που τους ζηλεύει η απαγορευμένη κρεωφαγία) και με κρασί σε άφθονη παροχή. Οι χοροί και τα τραγούδια επιδεικνύονται εορταστικά (βγαίνουν στο φως και οι παλιές ενδυμασίες) και μαζί τους (με τη βοήθεια του κρασιού και της ανοιξιάτικης ερεθιστικής ώρας) επιδεικνύεται και το σατιρικό παραδοσιακό πνεύμα του Έλληνα, που όταν εξασφαλίσει την ελευθερία του λόγου (η Αποκριά το επιτρέπει) γίνεται αριστοφάνεια δηκτικός. Πληθύνονται και τα ερωτοπόνηρα πειράγματα (κι ας είναι "καθαρή" Δευτέρα) και η αθυροστομία εκδηλώνεται αποκαλυπτική. Ο "χρόνος" και "τόπος" της ημέρας, μαζί με την ψυχολογία της αυριανής σαρακοστιανής απαγόρευσης, τα επιτρέπουν όλα. Οι βωμολοχίες και τα πορνόλογα ακούονται με ανεκτικότητα (και ευχαρίστηση) στην ώρα τους, πράγμα που θα ήταν αδιανόητο, για άλλες δημόσιες ώρες. Κι εδώ βρίσκεται η υπεροχή της συμπαριφοράς του λαούς, απ'τις αυθαίρετες (και αταίριαστες περιστατικά και ξεκάρφωτες) αισχρολογίες των σύγχρονων θεατρικών παραστάσεων... ή και εκδόσεων.
Η αισχρολογία και πορνολογία της Αποκριάς είχαν και την αποστολή (στην ταιριαστή ώρα τους) κάποιας μύησης των νεότερων γενεών στα μυστικά της ερωτικής επαφής (για το καλό της τεκνογονίας), παράλληλα προς τις μαγικές επιδιώξεις τους για την ελπιδοφόρα γονιμοποίηση της γης.
Μέσα στο πνεύμα αυτό κυριαρχούν, την Καθαρή Δευτέρα παντού, και οι κωμικές αναπαραστάσεις του γάμου, όπου τον γαμπρό και τη νύφη υποδύονται πενιχρά και σατιρίσιμα πρόσωπα και τα σοβαρά σύμβολα του γάμου δίνονται με αστειότερον τρόπο. Ο σκοπός της γενικής "γονιμοποίησης" (για ανθρώπους, φυτέματα και κοπάδια) υπολανθάνει σοβαρώς' αλλά ακριβώς ο φόβος των βλαπτικών πνευμάτων (απ'τη φύση και τους ανθρώπους) στις κρίσιμες αυτές ώρες, κάνει την αναπαράσταση ένα "δρώμενο" ευτελές, για να μην υπάρξει ούτε "φθόνος", ούτε "βλάβη" κατά την αληθινήν τέλεσή του. Ακόμη και οι σοβαρές αναπαραστάσεις, όπως εκείνες του "βλάχικου γάμου" της Θήβας, δεν παραλείπουν να παρεμβάλουν το κωμικό στοιχείο, ακριβώς για να αποφύγουν το πιθανό "κακό μάτι" της πραγματικότητας. Τα διάφορα βλαπτικά πνεύματα - όπως και οι άνθρωποι- ξεγελιούνται εύκολα με τη σάτιρα, ή και με το μασκάρεμα (της Αποκριάς)." (Δημήτριος Λουκάτος, "Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης") "Η ελληνική Καθαρή Δευτέρα είναι το αποκορύφωμα της απασχόλησης αυτής μικρών και μεγάλων με τους χαρταετούς, μια μέρα που η κοινή έξοδος των ανθρώπων στα "Κούλουμα" έκαμε τους μικρούς να παίρνουν όλοι μαζί τους το χαρτικό αυτό σύνεργο του υπαίθριου παιχνιδιού, να το χαίρονται ανταγωνιστικά και να το έχουν κάμει έθιμο πυκνό της Καθαρής Δευτέρας, εκεί που ήταν πρωτύτερα συνήθεια ελεύθερη, στο χρόνο της Άνοιξης και του Καλοκαιριού. Όλες οι παλιές μαρτυρίες, όσο κι οι δικές μας προσωπικές θύμησες, μας λένε πως το παιχνίδι του χαρταετού ήταν παλιότερα μια παιδική διασκέδαση του υπαίθρου και της εξοχής, άσχετη από γιορτές, που η ψυχή των παιδιών ελαχτάριζε να τη χαρεί με τις πρώτες λιακάδες της άνοιξης, ή και τις ξένοιαστες εκδρομές του καλοκαιριού, στις ώρες του κάμπου και τ'αλωνιού, όταν ο ουρανός παραστεκόταν από πάνω, χρυσός με το φως του και χαϊδευτικός με τ'αγέρι του. Έτσι θυμούνται οι Σμυρνιοί τα "τσερκένια" τους, οι Κωνσταντινουπολίτες τους "ουτσουρμάδες" τους, οι Πόντιοι τα "πουλιά", οι Θρακιώτες τα "πετάκια", οι Ελλαδικοί τον "αετό" τους, τους "μύλους", την "ψαλίδα", τα "άστρα", το "φωτοστέφανο", κι οι Επτανήσιοι τον μεγάλο "φυσούνα". Τους αμολούσαν όταν ήθελαν απ'τα χωράφια και τις πλαγιές (χαρά και των γονιών τους, που κάπου εκεί θέριζαν ή αλώνιζαν), τους αμολούσαν και μέσα στην πόλη από τις πλατείες και τα οικόπεδα. Και τύχαινε κάποτε τις Κυριακές, (περισσότερο όταν πέφτανε στο Καρναβάλι), να βρίσκονται πάνω απ'τα κεφάλια των ανθρώπων πολλοί αετοί και να γίνονται μικρομάχες ανοιξιάτικες με τους σπάγγους, τις ουρές και τα χρωματιστά πολύγωνα στον ουρανό. [...] [...] Είναι ένας πρόγονος των σημερινών πυραύλων, μικρογραφία της μεγάλης προσοχής του ανθρώπου προς τον πέρα απ'την επιφάνεια της γης χώρο, όπου εζήτησε να στείλει κάτι δικό του, έναν χάρτινο έστω εκπρόσωπο, αφού δε μπορούσε να πάει ο ίδιος. Κλασική είναι η θεωρία, πως οι χαρταετοί είναι επινόηση των Ανατολικών λαών κι είναι αλήθεια πως εκείνοι τους εσυστηματοποίησαν σε ποικιλίες και τους έδωσαν ζώσες μορφές (ψάρια, πουλιά, δράκοντες, δαίμονες, μάσκες, τοτέμ), τους εχρησιμοποίησαν σε μαγικές ώρες, σε εξορκιστικές ενέργειες και σε θρησκευτικές εκδηλώσεις. Άλλοι έδεναν σ'αυτούς (πάνω σε μικρότερο χαρτί δεμένες) τις αρρώστιες και τις συμφορές, και τις άφηναν να φύγουν μακριά, άλλοι έστελναν προς τα επάνω τις ευχές και τις επιθυμίες τους, κι άλλοι προσάρμοζαν μικρές φλογέρες στο κεφάλι του αετού για να σφυρίζουν και να διώχνουν τα κακά πνεύματα.[...] Αλλά το περίεργο είναι ότι κι η ελληνική αρχαιότητα, δεν έλειψε απ'την πρωτοβουλία της αεροτεχνικής αυτής του χαρταετού. Παραδίδεται ότι ο αρχιμηχανικός Αρχύτας του Τάραντος (Δ' αι.π.Χ.) εχρησιμοποίησε στην αεροδυναμική του τον αετό, έχουμε δε επίσης, σε ελληνικό αγγείο της κλασικής εποχής, παράσταση κόρης, που κρατεί στα χέρια της μικρή λευκή σαϊτα (είδος αετού) με το νήμα της, έτοιμη να την πετάξει. (Museo Nationale di Napoli). Βέβαια, χρειαζόταν χαρτί , πολύ και λεπτό χαρτί, για να φτάσουμε στη σημερινή τελειότητα κι ευκολία του "αετού". Αλλά το χαρτί δεν το διέθεταν οι χώρες μας (όπως αργότερα η Άπω Ανατολή), αφού με δυσκολία το έβρισκαν (παπύρους κ.τ.λ.) για να γράψουν. Γι' αυτό και πιθανά πειράματα ή παιγνίδια των αρχαίων ως τον μεσαίωνα, θα πρέπει να γίνονταν με πανί, όπως το ήξερα απ'τα πλοία κι όπως το χρησιμοποιούν ακόμη για έρευνες με "αετούς", επιστημονικές. [...] Τα πλουσιόπαιδα της Ευρώπης που διέθεταν χαρτί (είδος μεγάλης πολυτέλειας), άρχισαν πρώτα τη χρήση του παιχνιδιού "αετού" όπως το βλέπουμε κι από παλιότερες χαλκογραφίες. Γαλλική παράσταση μας δείχνει παιδί με χαρταετό ήδη το 1657 και άλλη το 1807. Από εκεί ήρθε το παιχνίδι και στην Ελλάδα, πιάνοντας πρώτες τις επαρχίες της επιμειξίας με την Ευρώπη, τα λιμάνια της Ανατολής (Σμύρνη, Χίο, Κωνσταντινούπολη), τα λιμάνια της Επτανήσου, έπειτα της Σύρας και των Πατρών και σιγά-σιγά όλες τις πολιτείες και τα αστικά κέντρα, όπου μπορούσε να αγοραστεί σπάγγος και χρωματιστό χαρτί. Το χωριό είδε το αστόπαιδο στις εκδρομές του και το μιμήθηκε, με πρόχειρα μέσα ' ένα κομμάτι χαρτί του μπακάλι (που όμως ήταν βαρύ), ένα φύλλο από τετράδιο του σχολείου, ένα κομμάτι απ'την τοπική εφημερίδα, και νήμα από κουβάρι ή την ξυλωμένη κάλτσα της γιαγιάς. Παράλληλα έφτιαχναν και πρόχειρες "σαϊτες" και "καρδιές", που μπορεί και να μην είχαν λείψει από παλαιότατη τοπική παράδοση.[...] Όποιος δεν έπαιξε ποτέ του με χαρταετό, δεν κοίταξε όσο χρειάζεται ψηλά. Όποιος δεν ένιωσε την αντίσταση του μεγάλου σπάγγου, δεν εκατάλαβε τη δύναμη του αέρα. Κι όποιος δεν εφώναξε με την ευθύνη και την πρωτοβουλία του παιδιού που βλέπει να κινδυνεύει στο ψηλό μετεώρισμά του ο αετός, δεν ένιωσε τη χαρά του να τα βγάζεις πέρα μόνος σου με τη Φύση.[...] " (Δημήτριος Λουκάτος, "Πασχαλινά και της Άνοιξης")