Το κείμενο που ακολουθεί είναι δικό μου και είνια υποψήφιο για ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό.Περιμένω την γνώμη σας...
Η Γέφυρα
Βράδυ. Το μόνο φως στον ορίζοντα ήταν του φεγγαριού . Ήταν μία απόκοσμη νύχτα. Κάπου στο βάθος αχνοφαινοταν το περίγραμμα ενός ανθρώπου που περπατούσε με αργό ρυθμό.
Η Μιράντα ήταν φιλήσυχος άνθρωπος μα τώρα την τραβούσε η πανσέληνος . Δεν την ενδιέφερε που βρισκόταν και το μόνο που έκανε ήταν να βαδίζει και να βαδίζει στον σκοτεινό δρόμο.
Ξαφνικά στο βάθος του δρόμου ακούστηκε ένα βογγητό. Τράβηξε την προσοχή της και προχώρησε δειλά. Είδε ένα κουφάρι που ήταν μικρό για ανθρώπινο. Το σκυλί ανασηκώθηκε και την κοίταξε με ένα βλέμμα που ζητούσε απελπισμένα βοήθεια.
Η Μιράντα το αγνόησε και συνέχισε τον δρόμο της. Το σκυλί όμως την ακολουθούσε παρά το τραυματισμένο πόδι του. Η κοπέλα την ώρα του γυρισμού της το κοίταξε. Είχε φτάσει στο κατώφλι του σπιτιού της κι όμως το σκυλί την είχε ακολουθήσει σαν πιστός φίλος. Έτσι η κοπέλα πήρε μια απροσδόκητη απόφαση. Θα έπαιρνε το σκυλί μαζί της, στο σπίτι της. Άλλωστε δεν την ένοιαζε η αντίδραση του συζύγου της.
Ο άντρας της ήταν ναυτικός κι έτσι σκέφτηκε πως το σκυλί θα ήταν μία καλή συντροφιά . Ενώ θεράπευε το πόδι του άρχισε να περιεργάζεται τα χαρακτηριστικά του. Δεν ήταν ιδιαίτερα χαριτωμένο και παρόλο που ήταν μεγάλο και μαύρο το βλέμμα του επιδείκνυε ότι ήταν έξυπνο παρά το κακοσχηματισμένο σώμα του . Όμως παρά το γεγονός ότι φαινόταν ένα συνηθισμένο σκυλί είχε μία ταλαιπωρημένη έκφραση και ένα χρυσό μενταγιόν κρεμασμένο από τον λαιμό του.
Το σκυλί αυτό στα μάτια της φαινόταν ως ένα απροστάτευτο πλάσμα το οποίο χρειαζόταν την βοήθεια της και αυτή ήταν σίγουρο ότι θα το περιέθαλπε . Το σκυλί την κοιτούσε λυπημένο. Πόσο θα ήθελε να πει την ιστορία στην ευεργέτη του άλλα όσο και να προσπαθούσε να μιλήσει από το στόμα του έβγαιναν αδύναμα γαυγίσματα κάνοντας την γυναίκα να πιστεύει ότι ακόμα πονούσε.
Κάποια στιγμή η Μιράντα ένιωσε την ανάγκη να κοιμηθεί αλλά δεν μπορούσε ξέροντας ότι αυτό το πλάσμα ίσως να χρειαζόταν την βοήθεια της οποιαδήποτε στιγμή μες στο βράδυ . Είχε ήδη δεθεί πολύ με αυτό το σκυλί…
Το φως της ημέρας βρήκε την Μιράντα στον δερμάτινο καναπέ αγκαλιά με το σκυλί. Η κοπέλα σηκώθηκε και το κοίταξε για άλλη μια φορά. Κοιμόταν βαθιά και ήταν κουρνιασμένο σε μια μεριά του δερμάτινο καναπέ . Το πόδι του ήταν καλύτερα τώρα και μπορούσε πλέον να περπατήσει, αν και αδέξια.
Εκείνη την ήμερα επέστρεφε ο άντρας της μετά από απουσία τριών μηνών και καθώς δεν αγαπούσε τα ζώα είχε αρχίσει να σκέφτεται πιθανούς τρόπους για να αποφύγει την δυσανασχέτηση του, όταν ξαφνικά το κουδούνι χτύπησε …
.
Γεννήθηκε μία κρύα μέρα του χειμώνα. Όταν για πρώτη φορά περπάτησε ένιωσε αμέσως μια γλυκιά ελευθερία και μια έντονη επιθυμία να φύγει από τη μητέρα του για να εξερευνήσει τον κόσμο. Έτσι, εγκατέλειψε την οικογενειακή του εστία, αν μπορεί κανείς να θεωρήσει εστία ένα χαρτόκουτο στον σκουπιδότοπο. Εκεί ξεκίνησαν οι περιπέτειες του. Αρχικά καμάρωνε γι’ αυτή την επιλογή του, μα αργότερα τα πόδια άρχιζαν να κουράζονται και η πείνα να το κυριαρχεί . Περπάτησε όσο άντεξε και στο τέλος λύγισε και σωριάστηκε κάτω μιας και δεν είχε φάει τίποτα εδώ και μέρες.
Ξύπνησε εξασθενημένο και κοίταξε γύρω του. Ήταν σε ένα καράβι. Γύρω του οι ναύτες το κοίταζαν με ιδιαίτερη περιέργεια. Έφαγε με λαιμαργία το φαγητό που του έδωσαν . Δεν είχε αναρρώσει πλήρως αλλά μπορούσε να περπατήσει, έστω και λίγο.
Oι μέρες στο πλοίο κυλούσαν ήρεμα. Ο καπετάνιος αν και αρνητικός στην αρχή τελικά συμπάθησε το σκύλο και υποσχέθηκε πως μετά το τέλος του ταξιδιού θα τον έπαιρνε μαζί του, στο σπίτι του. Ο σκύλος ένιωσε για πρώτη φορά μετά από καιρό πως άνηκε κάπου. Λίγες μέρες πριν φτάσει το πλοίο στον προορισμό του όμως ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα . Η απόγνωση και η αβεβαιότητα απλώθηκαν στο πλήρωμα. Σε μια στιγμή απελπισίας ο καπετάνιος κρέμασε ένα μενταγιόν στον λαιμό του σκυλιού και πήδηξε στην μαύρη δύνη του νερού. Όλοι οι ναύτες του πλοίου τον ακολούθησαν με κίνητρο να σώσουν την ζωή τους και λίγο αργότερα ο σκύλος κατάλαβε πως δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να κάνει το ίδιο.
Βυθίστηκε στο νερό. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή στο στήθος του. Τι παράδοξο, ο τρόμος του θανάτου την έκανε να χτυπά ακόμη πιο δυνατά, κρατώντας τον γενναία στην ζωή. Το τρομερό κύμα χτύπησε τον σκύλο ξεβράζοντας τον σε μία προβλήτα. Τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι αλλά παρά τον αφόρητο πόνο μπήκε στην πόλη καταφέρνοντας να απομακρυνθεί από το λιμάνι.
Όταν μπήκε στην πόλη είδε μία αχνή ανθρώπινη φιγούρα. Βόγγηξε σπαρακτικά περιμένοντας βοήθεια. Αποφάσισε να ακολουθήσει την γυναίκα στην οποία άνηκε η φιγούρα παρά την αρχική της απόρριψη Η γυναίκα τελικα δέχτηκε τον σκύλο στο σπίτι της βοηθόντας και φροντίζοντας τον.
.
Η Μιράντα άνοιξε την πόρτα και είδε δυο άντρες με πένθιμο ύφος. Ακαριαία, έπλασε χίλια δυό εφιαλτικά σενάρια με το μυαλό της. Όταν οι δύο αγέλαστοι άνδρες μπήκαν στο σπίτι επικράτησε απόλυτη σιγή για λίγο. Ξαφνικά ο ένας από τους δύο άντρες μίλησε. Υπήρξε ένας δισταγμός στην φωνή του. Το σκυλί που τόση ώρα σιωπούσε άρχισε να γαυγίζει λυσσαλέα. Η Μιράντα το κοιτούσε ανέκφραστη. «Κυρία μου δυστυχώς ... χθες το βράδυ ξέρετε... ήταν τρομερό το ναυάγιο...»,τραύλισε ο άντρας. Δυσκολευόταν να τελειώσει την φράση του.Αλλά δε χρειαζόταν. Η Μιράντα κατάλαβε. Το χειρότερο από τα σενάρια που είχε φανταστεί επιβεβαιώθηκε. Ο άντρας της ήταν νεκρός. Η γυναίκα παρακάλεσε τους δύο άντρες να φύγουν. Ήθελε να μείνει μόνη. Μόνη με τον εαυτό της και τον σκύλο της. Οι άντρες έφυγαν τρεκλίζοντας κάποιες αμήχανες λέξεις. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της η Μιράντα έπεσε ξέπνοη στον καναπέ. Ο σκύλος, αψηφώντας τον πόνο του ποδιού του πήδηξε στην αγκαλιά της. Η Μιράντα τον έσφιξε πάνω της. Χάιδεψε αφηρημένα το μενταγιόν που είχε στο λαιμό του και ασυναίσθητα, σαν κάποιος να την καθοδηγούσε, το έβγαλε και το πέρασε στο δικό της λαιμό. Ήταν το μενταγιόν που ο άντρα της είχε αγοράσει για εκείνη .
Το σκυλί τότε γλίστρησε από τα χέρια της γυναίκας και έφυγε με ορμή απο την πόρτα που είχαν αφήσει ανοιχτή οι δύο άντρες. Η Μιράντα δεν θέλησε να το σταματήσει. Ίσως, σκέφτηκε, το σκυλί άνηκε κάπου αλλού και δεν ήταν γεννημένο για την θαλπωρή και την αγάπη που θα μπορούσε να του προσφέρει στη θέση του άντρα της που πέθανε...
Στο βάθος του δρόμου ίσα που διακρινόταν μια μικρή σιλουέτα, που έμοιαζε με σκύλου, να εξαφανίζεται σταδιακά στο ασθενικό φως του φεγγαριού.
Tελos
Φίλε μου ένα μόνο θα σου γράψω...ότι έχεις πολύ ταλέντο...από εκεί και πέρα η ιστορία σου αφήνει αρκετά κενά και χρειάζεται δουλίτσα...οι εναλλαγές σκηνών είναι αρκετά γρήγορες πχ από το σκοτεινό τοπίο στο οποίο η γυναίκα συναντά το σκυλί στο σπίτι της και η έλευση της επόμενης μέρας με την ταχύτατη αφήγηση της ιστορίας του σκύλου η οποία αποκαλύπτεται από το συγγραφέα(εσένα δηλ )και όχι από το στόμα κάποιου ήρωα της ιστορίας είτε αυτός αποτελεί κεντρικό,είτε δευτερεύον πρόσωπο στην εξέλιξη της πλοκής...
Στα συν βάζω έξυπνο σενάριο και αφήγηση που γεννά συναίσθημα παρά την γρήγορη εναλλαγή των σκηνών και στα μείον προχειρότητα οργάνωσης της πλοκής όπως και σχετικά φτωχή έκφραση...
Και σαν Χρήστος απλά σου λεώ ένα ΜΠΡΑΒΟ γιατί έχεις πραγματικά ταλέντο αν στην ηλικία των 13 μπορείς να γράφεις με τέτοια ωριμότητα και να καθηλώνεις εμένα τον απλό μέσο αναγνώστη να σε διαβάσει...
Καλή συνέχεια κι επιτυχία στο διαγωνισμό στον οποίο λαμβάνει μέρος το λογοτέχνημά σου...αν υπηρετήσεις την τέχνη σου πιστά σα σκυλί τότε θα ανταμειφθείς με πολλά χρυσά μεταγιόν-μετάλλεια λογοτεχνίας στο μέλλον...