"Είπε η γυναίκα: "Στην ακτή ανατολικά της χώρας υπάρχει ένα νησί που πάνω του υψώνεται ένας γιγάντιος ναός με πάρα πολλές καμπάνες".
Το παιδί πρόσεξε ότι φορούσε παράξενα ρούχα και ότι ένα πέπλο κάλυπτε τα μαλλιά της. Δεν την είχε ξαναδεί.
"Είδες ποτέ αυτό το ναό;" το ρώτησε εκείνη.
"Πήγαινε μέχρι εκεί και πες μου τη γνώμη σου".
Γοητευμένο από την ομορφιά της γυναίκας, το παιδί πήγε μέχρι το μέρος που του υπέδειξε. Και δεν είδε τίποτ' άλλο απ' αυτό που έβλεπε συνήθως κανείς: το γαλανό ουρανό και τον ωκεανό.
Απογοητευμένο, κατευθύνθηκε προς τα σπίτια, όπου έμεναν μερικοί ψαράδες και τους ρώτησε για ένα νησί με ένα ναό.
"Ναι υπήρχε, αλλά πριν από πολύ καιρό, όταν εδώ ζούσαν ακόμα οι προπαππούδες μου" είπε ένας γερο-ψαράς.
"Μετά έγινε ένας σεισμός και το νησία καταποντίστηκε στη θάλασσα. Κι όμως, παρ' όλο που δεν μπορούμε πια να δούμε το νησί, καταφέρνουμε ακόμα ν' ακούμε τις καμπάνες του ναού του, όταν η θάλασσα τις κάνει να ταλαντεύονται εκεί κάτω, στο βυθό".
Το παδιί επέστρεψε στην παραλία και περίμενε ν' ακούσει τις καμπάνες. Πέρασε εκεί όλο το απόγευμα, αλλά το μόνο που κατάφερε να ακούσει ήταν ο ήχος των κυμάτωνκαι τα κρωξίματα των γλάρων.
Όταν έπεσε το βράδυ, οι γονείς του πήγαν να το πάρουν. Το επόμενο πρωί, το παιδί ξαναγύρισε στην παραλία.
Δεν μπορούσε να πιστέψει πως μια τόσο όμορφη γυναίκα ήταν δυνατό να πει ψέμματα. Αν μια μέρα εκείνη επέστρεφε, θα μπορούσε να της πει ότι δεν είχε δει το νησί, αλλά ότι άκουσε τις καμπάνες του ναού που χτυπούσαν χάρη στην κίνηση των νερών.
Πέρασαν έτσι μερικοί μήνες. Η γυναίκα δεν ξαναγύρισε και το αγοράκι την ξέχασε. Τώρα είχε βάλει σκοπό ν' ανακαλύψει τα πλούτη και τους θυσαυρούς του βυθιμσμένου ναού. Αν άκουγε τις καμπάνες, θα μπορούσε να τον εντοπίσει και να πάρει τον κρυμμένο θησαυρό.
Τώρα πια δεν τον ενδιέφεραν ούτο το σχολείο, ούτε η παρέα των φίλων του. Έγινε το αγαπημένο αστείο των άλλων παιδιών, που συνήθιζαν να λένε:
"Δεν είναι πια σαν κι εμάς. Προτιμάει να κάθεται και να κοιτάζει τη θάλασσα, επειδή φοβάται μήπως χάσει όταν παίζουμε".
Και βλέποντας το παιδί να κάθεται κοντά στην θάλλασα, όλοι γελούσαν
Αν και δεν κατάφερνε ν' ακούσει τις καμπάνες του ανού, το παιδί μάθαινε κάθε ημέρα διάφορα πράγματα. Παρατήρησε ότι, ακούγοντας για πολλή ώρα τον ήχο των κυμάτων, ο φλοίσβος δεν του αποσπούσε πια την προσοχή.
Πέρασε λίγος καιρός και συνήθισε και τα κρωξίματα των λάρων,τ ο βούισμα των μελισσών, τον άνεμο που σφύριζε ανάμεσα στους φοίνικες.
Έξι μήνες μετά τη συνάντησή του με τη γυναίκα, κανένας θόρυβος δεν αποσπούσε πια την προσοχή του παιδιού. Τις καμπάνες όμως του βυθισμένου ναού δεν τις είχε ακούσει ακόμα.
Μερικοί ψαράδες πήγαιναν να κουβεντιάσουν μαζί του και επέμεναν:
"Εμείς τις έχουμε ακούσει" έλεγαν.
Το αγοράκι όμως, συνέχιζε να μην τις ακούει.
Λίγο καιρό αργότερα, οι ψαράδες άλλαξαν τροπάρι:
"Είσαι πολύ επικεντρωμένος στον ήχο των καμπανών εκεί κάτων. Παράτα τα και άρχισε να παίζεις ξανά με τους φίλους σου. Ίσως μόνο οι ψαράδες να καταφέρνουν να τις ακούσουν".
Ύστερα από ένα χρόνο περίπου, το παιδί είπε στον εαυτό του:
"Μπορεί να έχουν αυτοί δίκιο. Καλύτερα να μεγαλώσω, να γίνω ψαράς και να έρχομαι σε αυτήν την παραλία κάθε πρωί, αφού έχω αρχίσει να την αγαπώ". Και σκέφτηκε ακόμα:
"Ίσως να πρόκειται απλώς για ένα μύθο. Με το σεισμό οι καμπάνες έσπασαν και δε θα χτυπήσουν ποτέ πια".
Εκείνο το απόγευμα αποφάσισε να γυρίσει σπίτι.
Πλησίασε τον ωκεανό, για να του ζητήσει την άδεια.
Κοίταξε άλλη μια φορά το θέαμα της Φύσης και τότε, επειδή δεν ήτνα πια επικεντρωμένος στις καμπάνες, μπόρεσε να χαμογελάσει στο τραγούδι των γλάρων, στο θόρυβο της θάλασσας, στον άνεμο που σφύριζε ανάμεσα στους φοίνικες. Άκουσε από μακριά τις φωνές των φίλων του που έπαιζαν και χάρηκε στη σκέψη ότι πολύ σύντομα θα επέστρεφε στα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας.
Το παιδί ήταν ευχαριστημένο. Και, όπως μόνο ένα παιδί ξέρει να κάνει, ευχαρίστησε που ήταν ζωντανό. Ήξερε ότι δεν είχε χάσει το χρόνο του, επειδή είχε μάθει να παρατηρεί και να σέβεται τη Φύση.
Τότε, θαυμάζοντας τη θάλασσα, τους γλάρους, τον άνεμο, τα φύλλα των φοινίκων και τις φωνές των φίλων που έπαιζαν, άκουσε επίσης και την πρώτη καμπάνα.
Και μία άλλη ακόμα.
Κι έπειτα άλλη μία, μέχρι που όλες οι καμπάνες του βυθισμένου ναού αντήχησαν, γεμίζοντάς το χαρά.
Χρόνια αργότερα, ενήλικος πια, ξαναγύρισε στο χωριό και στην παραλία των παιδικών χρόνων του.
Δεν ήθελε πια να πάρει κανένα θησαυρό από το βυθό της θάλασσας. Ίσως να ήταν απλώς καρπός της φαντασίας του, ίσως να μην είχε ακούσει ποτέ τις βυθιμσμένες καμπάνες, εκείνο το μακρινό απόγευμα, παιδί ακόμα. Αποφάσισε πάντως, να κάνει έναν περίπατο στην παραλία, για ν' ακούσει τον ήχο του ανέμου και τα κρωξίματα των γλάρων.
Σάστισε όταν είδε, καθισμένη πάντω στην άμμο, τη γυναίκα που του είχε μιλήσει για το νησί με το ναό.
"Τι κάνεις εδώ;", τη ρώτησε.
"Σε περίμενα", απάντησε εκείνη.
Εκείνος πρόσεξε ότι, αν και είχαν περάσει πολλά χρόνια, η γυναίκα είχε ακόμα την ίδια εμφάνιση. Το πέπλο που της κάλυπτε τα μαλλιά δεν έδειχνε καθόλου τσαλακωμένο από το χρόνο.
Εκείνη του έτεινε ένα γαλάζιο τετράδιο με λευκές σελίδες.
"Γράψε: "Ένας πολεμιστής του φωτός δείχνει προσοχή στα μάτια ενός παιδιού. Γιατί αυτά τα μάτια ξέρουν να βλέπουν τον κόσμο χωρίς πικρία. Όταν επιθυμεί να μάθει αν αυτός που βρίσκεται στο πλευρό του είναι άξιος εμπιστοσύνης, προσπαθεί να δει τον τρόπο, με τον οποίο θα τον κοίταζε ένα παιδί".
"Τι είναι ένας πολεμιστής του φωτός;"
"Πιστεύω πως εσύ ξέρεις", απάντησε εκείνη χαμογελώντας.
"Αυτός που είναι ικανός να κατανοήσει το θαύμα της ζωής, να παλέψει μέχρις εσχάτων για κάτι που πιστεύει. Και τότε ακούει τις καμπάνες που η θάλασσα κάνει ν' αντηχήσουν στο κρεβάτι του".
Δεν είχε θεωρήσει ποτέ τον εαυτό του πολεμιστή του φωτός. Η γυναίκα έδειξε να μαντεύει τη σκέψη του.
"Όλοι είναι ικανοί γι' αυτό. Και κανείς δε θεωρεί ότι είναι πολεμιστής του φωτός, αν και τελικά είναι".
Εκείνος κοίταξε τις σελίδες του τετραδίου. Η γυναίκα χαμογέλασε ξανά.
"Γράψε", είπε στο τέλος εκείνη......"
Η αρχή του βιβλίου
"Το εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός" του
Paulo Coelho
Ένα βιβλίο γεμάτο μικρά σημειώματα, σαν σε ημερολόγιο, για να ανακαλύψουμε το θησαυρό της ζωής μας...Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα..