ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997

    Ένα γράμμα απ' τη Λιλή...

    steinway
    27.09.2005, 18:24

    Διαβάζοντας το παρακάτω γράμμα της Λιλή Ζωγράφου, ένας κόμπος δέθηκε μέσα μου!! Τι γαλλικός, τι αγγλικός, την ίδια αίσθηση έχει ο ξένος ο τάπητας...
    Ίσως η εποχή να μην ταιριάζει, μα τι σημασία έχει αυτό;
    Η αλληλογραφία είχε...που ήταν το μόνο ελληνικό σημάδι...Ένα σημάδι έννοιας που της άνθιζε το γέλιο...!! Και της έφερνε ηχητικές-ελληνικές- καλημέρες κ καλησπέρες...
    Αξίζει να το ανοίξετε το γράμμα της και να ασχοληθείτε...κι αν θέλετε να τη μάθετε περισσότερο, διαβάστε τη ''Συβαρίτισσα...''


    Πρωτοχρονιά 1968

    Πέτρο, αγάπες μου
    Αυτό, αυτό δεν ήταν χαρά, αυτό ήτανε ένα δώρο από τον ουρανό. Με ποια άλλη λέξη να πει κανείς “ευχαριστώ” και να ’χει τη δύναμη που ’χε η ευγνωμοσύνη μου για τη χαρά που μου δώσατε; Μα Σας διψούσα, μα σας πεινούσα, μωρέ! Καθόσασταν εκεί, στο τραπεζάκι της γωνιάς και πίνατε τα ούζα κι είπε κάποιος απ’ όλους τ’ όνομά μου και με νοσταλγήσατε; Τι θαύμα! Δεν πέθανα λοιπόν; Δεν με δολοφονήσατε με τη λησμόνια; Και ξέροντας και τη μανία μου με τη συλλογή μου, μου βάλατε στο φάκελο κείνα τα υπέροχα γραμματόσημα;
    Ευχαριστώ.
    Μόνο δεν ξέρατε πόσες φορές, πόσες αμέτρητες φορές σας έχω σκεφθεί όλον ετούτο τον καιρό και με πόση τρυφερή λαχτάρα! Όταν άνοιξα το φάκελο κι είδα τα ονόματά σας στην κάρτα, δυνάμωσα το πικάπ κι άρχισα να κλαίω, δυνατά, χαρούμενα!
    Είναι η όγδοη μέρα που δεν είδα άνθρωπο και δεν αντάλλαξα κουβέντα με κανέναν. Τα Χριστούγεννα ήμουν κρεβατωμένη με το έλκος μου. Δεν είναι ν’ ανασάνεις. Δουλέβεις σαν γάϊδαρος και μόλις κάνεις πως σταματάς πέφτεις ξερός. Δουλέβω σ’ ένα Λύκειο έξω από το Παρίσι. Δυο ώρες διαδρομή aller-retour τραίνο και μετρό και 36 ώρες δουλειά και 800 φράγκα. Ωραία, ευγενικά, πολύ ευγενικά, μόνο που εσύ νιώθεις σαν ψάρι που σε ξέχασαν στην κατάψυξη. Τα σπλάχνα σου ακινητοποιημένα στον αμείλιχτο καθωσπρεπισμό τους. Τι να τα κάνεις σ’ έναν κόσμο που το κάθε άτομο αντιπροσωπεύει μια κονσέρβα -καλής ή άριστης education- made in France; Γυρίζεις λοιπόν στο σπίτι σου ανακουφισμένος. έχεις κάτι αληθινό: την απουσία των ανθρώπων. και κάτι τρομαχτικότερο: τον εαυτό σου. Αν μια στιγμή δοκιμάσεις την απόπειρα να βγεις, σε σταματά η φωνή σου. - Τι κι αν βγω; αναρωτιέσαι. Λες να υπάρχει κανείς “άντρας” στο Παρίσι και να τον βρω εγώ; Μα τότε γιατί δε μου ’πεσε ποτέ το Εθνικό Λαχείο κι ένα σπίτι; Δεν λέω, συνηθίζονται πολύ και οι κυρίες - μεταξύ τους. Έλα όμως που ’μαι χωριάτα, πρωτόγονη κι αντρού. Και να εκπολιτιστείς στην ηλικία μου; Αδύνατον. Κι ύστερα, δεν υποφέρω φίλε μου την καλή τους ανατροφή. Μα τόση πολλή καλή ανατροφή, τόσο παρόμοια, που βγαίνεις από το σπίτι, λες αντίο στη Σουζάννα που κάθεται διπλωμένη με τις πυτζάμες της στο ντιβάνι και διαβάζει. Της λες αντίο, και σε κουκουλώνει μ’ ένα γλυκερό a bientot cherie! Σου κολλάνε τα δάχτυλα, τ’ αυτιά, τα τσίνουρα καθώς φτάνεις στο μετρό. Κι ακούς, a bientot cherie. γυρίζεις βέβαιη πως η Σουζάννα βγήκε ξυπόλητη στο δρόμο. δεν είναι η Σουζάννα, είναι μια ξανθή. Προχωρείς, κατεβαίνεις St. Lazare, ακούς a bientot cherie, στρίβεις, βέβαιη πως τώρα που θα μου πάει; Είναι μια χοντρή. Μπαίνεις στο καφενείο, πλησιάζεις σ’ ένα τραπέζι που αδειάζει, περιμένεις να βγουν οι δυο κυράδες για να καθίσεις, a bientot cherie, λέει η Σουζ ενώ εσύ κυττάς κατάματα τις άγνωστες. Διαβάζεις με λαιμαργία την εφημερίδα σου και ξάφνου ακούς δίπλα στ’ αυτί σου “a bientot cherie”, και αφηρημένη είσαι έτοιμη ν’ απαντήσεις, σηκώνοντας το κεφάλι, μα τούτη τη φορά είναι ένας. Η ευγένεια έχει στοιχειώσει στη γουρουνίσια υπόσταση των γάλλων. Να μην αλλάζει κανενός ο τόνος, η κίνηση, ο παλμός! Να μην έχει ένα άτομο μια διαφορετική εκδήλωση, ανάμεσα σ’ αυτά τα εκατομμύρια σκουλίκια! Να μην είναι τίποτ’ άλλο, παρά γουρουνιά κι ευγένεια;
    Το ’χα ξεχάσει το Παρίσι! Ήξερα μόνο πως δεν είχα καμιά επιθυμία να ξαναγυρίσω. τίποτ’ άλλο. Άι πια να μιλάμε για τη διανόησή μας, που συχνάζει στο Appolinaire, κάθε βράδυ. αμ πως; όχι δηλαδή μπας κι επειδή είμαστε Ρωμιοί δεν ξέρουμε να ζήσουμε σαν Γάλλοι; Ναι, λοιπόν τι λέγαμε; Α, ναι! οι άλλοι μισοί χασικλήδες, κι οι υπόλοιποι στον ιππόδρομο. Άι, σε περιφρονούν λίγο που δεν σε συναντούν στο St. Germain. Εγώ έχω ένα μικρό διαμέρισμα στο Sacre-Coeur. Κάνω βδομάδες ολόκληρες ν’ ακούσω ελληνικά και να μιλήσω. παραμιλάω μόνη μου. Δουλέβω τη μέρα, τη νύχτα γράφω, γράφω, γράφω για να πεθάνω από τον μόχθο, αλλά τουλάχιστον να πεθάνω ολόκληρη και ταυτόχρονα μαζί με την ελληνική ουσία μου. Είμαι αδύνατη τρομαχτικά. γιατί χρειάστηκε 7 μήνες να παραδεχτώ τη μοναξιά μου μέσα σε τούτη την άψογη παγωμένη αδιαφορία του πολιτισμένου κόσμου. Ξέρω την κάθε μέρα, την κάθε ώρα, την κάθε κίνηση που θα κάνω, την κάθε λέξη που θα πω, και πόσες φορές θα κουνήσω το κεφάλι μου για χαιρετισμό. Το μόνο που δεν ξέρω είναι η νύχτα. Αν θάρθει ολόκληρη πάνω στην καρδιά και τον νου να με θολώσει κι αν μέσα στη σιωπή, θα υπερισχύσω εγώ ή εσείς, τα φαντάσματα των ποτηριών με τους ατσάλους ήχους, τα σαλιγκάρια που μας λαδώνουν τα δάχτυλα, τα γαλανά μάτια της Βενετίας, τα λαμπρά του Σπύρου, με την ακατάσχετη φλυαρία του -αγόρι μου και σε μάλλωνα- τα γυαλιστερά παπούτσια των τσιγγάνων στα χωματόσπιτα της Πάτρας, κόμπος, κόμπος η οδύνη και η νοσταλγία να φτιάχνουν βραχνά στον ανυπεράσπιστο λαιμό σου και να σε πνίγουν. Και να μην υπάρχει ένας άνθρωπος να του πεις - θυμάσαι; Που να τον βρεις; Τούτη η ώρα ξεκόλλησε προσωπεία, απογύμνωσε μέλη σακάτικα, μικρότητες, ευτέλειες, αχ πως ασκήμηνε τον Ρωμιό το σταχτί Παρίσι! Που κρυβόταν τόση ασκήμια; Στο θάμπος του ήλιου μας ή στη διαύγεια της νύχτας μας που δεν ήταν ποτέ απόλυτα σκοτεινή; Ή μήπως στην επιείκια των βλεμμάτων μας; Γυμνός, πενιχρός, χωρίς ανάστημα, χωρίς περπατησιά, ούτε χάρη. Που είναι ο αδερφός μου; Αλλά πόσα αδέρφια είχα; 5-6; Και ξαφνικά να βρεθείς εδώ σ’ αυτή την κρισάρα χωρίς έλεος, που έλεος; Η ζωή σου παίρνει μια έκταση προς τα πίσω. Μπροστά η έρημος. Γιατί να την κυττάζεις; Ίδια θα ’ναι κι αύριο. Η έρημος δεν αλλάζει τοπίο. Άνθρωποι ώρα μηδέν. Και τώρα έχω την ευτυχία να σας γράφω. Μη με ξεχνάτε. Η λησμόνια είναι δολοφονία, κατ’ επανάληψη. Γράψτε μου αδελφάκια! Σας πήρα κάποτε το γέλοιο σας, σας έδωσα το δικό μου. Τώρα ο κόσμος κοιμάται ναρκωμένος από τις φαγάρες και τη λαιμαργία του. Εμείς τρώγαμε τη χαρά μας, τη ζωντάνια μας, τις παρουσίες μας και… φαγητό. Γι’ αυτούς το φαϊ είναι όλη τους η ουσία. Μια ουσία που την κατουρούν κάθε πρωί πριν τρέξουν στο μετρό. Σας φιλώ και λίγο πιο πολύ, τον ένα από τον άλλον.

    Λιλή


    0Δ0Σ ΠΑΝΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ 102









    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : steinway στις 27-09-2005 18:29 ]
    xristoforoupanagiotis
    27.09.2005, 18:36
    Ευχαριστούμε STEINWAY.
    Εξαιρετικό και συγκινητικο
    Σε γνώρισα κάποια βραδιά
    παραμονές του Κλήδονα
    σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω
    ήμουν παιδί στα δεκαεννιά
    τα χείλη μου ξεκλείδωνα
    να πίνω να φιλώ και να ρωτάω

    Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά
    πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία
    κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά
    είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία

    Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά
    βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα
    ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής
    κ ι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ

    Σου φέρνω έναν παλιό σκοπό, ένα τραγούδι σαν κι αυτό
    και το λαγούτο μου θα κάνω εγώ κομμάτια
    να ξέρεις, θα 'χω στην καρδιά εκείνη τη ζεστή αγκαλιά
    κι αυτά τα πύρινα, τα φλογερά σου μάτια

    Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, αχ Συβαρίτισσα κυρά
    κι όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα
    κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό

    Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα.
    Πασχαλίδης για Ζωγράφου

    steinway
    27.09.2005, 18:45
    Ναι θυμάμαι...η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα!!
    Voltage
    27.09.2005, 19:28
    Για την αναφορά στην αγαπημένη.., ευχαριστώ !
    steinway
    27.09.2005, 21:29
    Ένα γράμμα αρκεί, για να καταλάβει κανείς πόσο χειμαρρώδης άνθρωπος ήταν...η Συβαρίτισσα..!!
    Να 'ναι καλά εκεί στα ψηλά! Θα μας φωτίζει χρόνια πολλά ακόμη, με τα γραπτά της...

    ΥΓ: πρόσφατα άρχισα να την διαβάζω, αλλά με πάει όπου θέλει κιολας!