Ο γιος του Ρουμπή,
του Κουμπή,
του ρουμποκομπολογή,
βγήκε να ρουμπέψει,
να κουμπέψει,
να ρουμποκομπολογέψει,
και τον πιάσαν οι ρουμπήδες,
οι κουμπήδες,
οι ρουμποκομπολογήδες
Η συκιά μας η διπλή,
η διπλογυριστή,
κάνει τα σύκα τα διπλά,
τα διπλογυρι-γυριστά.
Πάει ο σκύλος ο διπλός,
ο διπλογυρι-γυριστός,
να φάει τα σύκα τα διπλά,
τα διπλογυρι-γυριστά.
(Tο Αγαπημένο μου) !!!!!
Ο τζίτζιρας, ο μίντζιρας,
ο τζιντζιμιντζιχόντζιρας,
ανέβηκε στην τζιντζιριά,
στη μιντζιριά,
στην τζιντζιμιντζιχοντζιριά,
να φάει τα τζίντζιρα, τα μίντζιρα,
τα τζιντζιμιντζιχόντζιρα.
Έφαγα και χόρτασα,
ζεστά ξερά
σκαστά κουκιά,
με τη ζεστή ξερή
σκαστή κουτάλα
Βαρέλι νεροβάρελο, ποιος σε νεροβαρελόδενε;
Του νεροβαρελοδέτη ο γιός.
Της καρέκλας το πόδι ξεκαρεκλοποδαριάστηκε.
Ε! το ξεκαρεκλοποδομένο!
Νερό, λινάρι, νερολίναρο, νεροκαθαρολίναρο.
Κούπα καπακωτή,
κούπα καπακωμένη,
κούπα ξεκαπάκωτη,
κούπα ξεκαπακωμένη.
Έχω μια αμυγδαλιά , που κάνει
μύγδαλα, τσίγδαλα ,
μυγδαλοτσιγδαλότσιγδα
Ο βαρκάρης με τη βάρκα έκανε βαρκάδα με μια βάρκα, αλλά έμπασε νερό η βάρκα και του βράχηκε η βράκα. Με τη βάρκα του βρεγμένη και τη βράκα μουσκεμένη ορκίστηκε να μην ξαναβαρκοβραχεί ούτε να ξαναβρακομουσκευτεί.
Εβγήκα στην πήλινη , τη δήλινη , την πιρνολινοκούκουδη,
να μαζέψω τα πήλινα , τα δήλινα , τα πιρνιλινοκούκουδα.
Κι ήρθε ο λύκος , ο πήλινος , ο δήλινος , ο πιρνολινοκούκουδος
να μου φάει την όρνιθα την πήλινη , τη δήλινη , την πιρνολινοκούκουδη,
που κάνει τα αυγά τα πήλινα ,τα δήλινα , τα πιρνολινοκούκουδα
Ανεβαίνω , κατεβαίνω , μπαινοβγαίνω ,
κι ανεβομπαινοβγαίνοκατεβαίνω.
Βρίσκω τις πόρτες κλειδωτές , κλειδωμένες
και κλειδαροαμπαρωμένες....
Καλημέρα καμηλιέρη
καμηλιέρη καλημέρα...
Από πίσω από τη σφάκα
έκρυψ' ο παπάς τη φλάσκα.
Σφάκα φύλαγε τη φλάσκα ,
φλάσκα φύλαγε τη σφάκα...
Δω στα κάτω κόβουν πεύκα .
Τάχα πεύκα κόβουν τάχα ;
Πέμπτη πέφτει ο πεύκος κάτω...
water please