Περιμένεις πως θα ΄ ρθει καιρός
Όπου κρότος κι αχός
Ολ΄ αυτά που μισείς θα χαλάσει .
Μα φοβάσαι να βγεις μοναχός ,
σαν σπαθί , σαν εχθρός ,
αν και ξέρεις , ταχιά θα βραδιάσει .
Ν΄ απορεί να μπορεί και να θέλει
είναι όλα απλά και χωρίς
του Νεμρωδ να τον φτάνουν τα βέλη
θα ξαναβγει στο χάος νωρίς .
Νυχτωμένα , τριγύρω σιγή .
Το ξημερωμ΄ αργεί ,
λίγο φως λαχταράς , λίγο δυόσμο .
Μια αόρατη τρόμου φραγή ,
της χαράς αρπαγή ,
δεν σ΄ αφήνει ν΄ αλλάξεις τον κόσμο .
Του ορίζοντα βρόγχος σφιχτός ,
ο Καιρός ο κακός ,
του ουρανού που σου κρύβει το χρώμα .
Μ΄ από τούτα τα τείχη εκτός
λάμπει ο Ήλιος καθώς
που τα κρίνα βυζαίνουν το Χώμα .
Ξημερώνει και μ’ αίματα βάφει
τα βουνά και τους κάμπους η Αυγή .
Ιστορία διδάσκουν οι τάφοι ,
μα Ζωή σε διδάσκει η Κραυγή .