Ανήκει στη γενιά των τραγουδοποιών που προτιμά να κάνει «θόρυβο» με τη δουλειά του και όχι το αντίστροφο. Ποιητικός και πολιτικός στις προσωπικές και μουσικές επιλογές του, ο Πάνος Μπούσαλης χαράζει το δικό του δρόμο χωρίς τη «βια που μετράει τη γη», αριθμώντας ήδη πολλές εμπειρίες δίπλα σε καταξιωμένους ανθρώπους του χώρου, αλλά και μουσικούς της γενιάς του. Με αφορμή την επικείμενη εμφάνισή του στον Σταυρό του Νότου Club, στις 28/1, παρέα με τον Μανόλη Ανδρουλιδάκη, και εν αναμονή της δεύτερης δισκογραφικής του εργασίας, μιλάει στο MusicHeaven για το «ανοικτό βιογραφικό που είναι η ζωή», όπως λέει ο ίδιος.
Ας ξεκινήσουμε από το επίκαιρο της συναυλίας. Ποιο είναι το ιστορικό της σύμπραξής σας με τον Μανόλη Ανδρουλιδάκη;
Κατ'αρχάς καλησπέρα και σ' ευχαριστώ για την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε. Με τον Μανόλη μας συνδέει η κοινή μας θητεία δίπλα στον Χρήστο Λεοντή. Αυτός ως κιθαριστής κι εγώ ως ερμηνευτής. Εκεί έγινε η γνωριμία και από εκεί ξεκίνησε η συνεργασία μας που καρποφόρησε με τη συμμετοχή μου στο cd του Μανόλη Χάλκινα Φεγγάρια (σε στίχους Βασίλη Κανιάρη, με την παρουσία επίσης των Βασίλη Λέκκα, Γεράσιμου Ανδρεάτου και με τη φωνή της συγκλονιστικής Μαρίας Δημητριάδη σε ένα ανέκδοτο τραγούδι, πράγμα που είχε πολύ μεγάλη σημασία για μένα αλλά και για όλους μας νομίζω). Ακολούθησαν κάποιες αναγνωριστικές εμφανίσεις σε μουσικές σκηνές και μια καλοκαιρινή συναυλία. Είναι μια σχέση όπου ο ένας εμπνέει και παρακινεί τον άλλο και έτσι η συνεργασία απλώνεται και σε άλλα πεδία και εργασίες που θα έρθουν, με το καλό, στο φως.
Τι θα ακούσουμε, λοιπόν, στην παράστασή σας;
Θα ακούσουμε τραγούδια από τη δεξαμενή του καλού ελληνικού τραγουδιού. Όπως το νιώθουμε και το κατανοούμε εμείς. Από τους παλιότερους και διαχρονικούς συνθέτες και ποιητές (Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λοϊζο, Λεοντή, Ρίτσο, Βάρναλη, Γκάτσο κ.ά.) ως τους πιο σύγχρονους δημιουργούς (Ιωαννίδη, Περίδη , Χαϊνηδες κ.ά.). Θα παίξουμε φυσικά και δικά μας τραγούδια, από τον δίσκο του Μανόλη που προανέφερα, από τον πρώτο δικό μου, «Γκέμμα», εκδ. Μετρονόμος, 2011, και από τον δεύτερο υπό έκδοση δίσκο μου. Και κάποιες διασκευές από αγαπημένα παραδοσιακά. Και φυσικά θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε και την Ρίτα Αντωνοπούλου που συμμετέχει φιλικά στο πρόγραμμά μας.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της νέας σου δισκογραφικής δουλειάς;
Συνήθως το δεύτερο παιδί είναι πιο ζωηρό. Δεδομένου και της εμπειρίας του πρώτου, έχω πάρει περισσότερο επάνω μου την ενορχήστρωση, με την συνδρομή του φίλου και συνεργάτη Νίκου Παπαναστασίου. Μια συγγένεια με τη «Γκέμμα» όλο και κάπου θα υπάρχει. Θα δεις με το καλό όταν ολοκληρωθεί ο δίσκος τον χαρακτήρα του. Ευελπιστούμε σε ένα διάστημα εύλογο να τον έχουμε, είναι διαδικασία που δεν μπορείς με ακρίβεια να ορίσεις τον χρόνο. Προχωράμε και βλέπουμε.
Διαβάζοντας το βιογραφικό σου διαπιστώνει κανείς οτι το κέντρο βάρους των συνεργασιών σου είναι με συνθέτες και καλλιτέχνες παλαιότερης γενιάς (Λεοντής, Κόκοτος, Φαραντούρη, Λέκκας, Νικολάου κ.ά.) Ποια είναι η σχέση και η άποψή σου για τους σημερινούς νέους τραγουδοποιούς και τραγουδιστές;
Σίγουρα οι συνεργασίες που ανέφερες είναι κομβικές και καταλαμβάνουν καθοριστικό μέρισμα στο βιογραφικό μου. Είναι μαθητεία δίπλα σε σπουδαίους ανθρώπους που αγαπάω και θαυμάζω. Έχω συνεργαστεί και με πολύ αξιόλογους νεότερους δημιουργούς και ερμηνευτές , όπως ο Νεοκλής Νεοφυτίδης, η Τέτη Κασιώνη, ο Γιώργος Καλογήρου, ο Σπύρος Καββάδας, η Όλγα Πάσχου η Ειρήνη Τουμπάκη, η Ιωάννα Φόρτη, ο Γιάννης Χίνος, Ο Ηλίας Βαμβακούσης, η Μαρία Παπαγεωργίου. Υπάρχουν κι άλλα παιδιά που εκτιμώ όπως ο Σταμάτης Μορφονιός, ο Γιάννης Λεκκόπουλος, ο Γιώργος Καγιαλίκος για παράδειγμα, κι άλλοι που τωρα μου διαφεύγουν και σίγουρα θα υπάρχουν και παιδιά που δεν έχει τύχει να γνωρίσω τη δουλειά τους. Συμπάσχω με όλους τους νέους καλλιτέχνες, συγκεκριμένα με αυτούς που δίνουν όμορφα τον αγώνα τους, γιατί ξέρω πόσο δύσκολο είναι το τοπίο της τέχνης, ειδικά για τους νέους και ''αυτοδημιούργητους'', πόσα φορτία -εσωτερικά και εξωτερικά- πρέπει να κουβαλήσει κανείς, πόσο δύσκολη είναι η ισορροπία αλλά και καθ' αυτός ο βιοπορισμός.
Εσύ ασκείς το επάγγελμα που σπούδασες, Μηχανολόγος-Μηχανικός, ή ασχολείσαι εξ' ολοκλήρου με το τραγούδι;
Το άσκησα για κάποια χρόνια αλλά σιγά σιγά το άφησα και με άφησε. Μου έδωσε εργαλεία σκέψης που είναι χρήσιμα και στο τραγούδι νομίζω.
Έχοντας συμπληρώσει περίπου μια δεκαετία στα μουσικά πράγματα, ποιες ήταν οι εύκολες και δύσκολες στιγμές από αυτήν την πορεία;
Δύσκολες πολλές, αλλάζει ο βαθμός και ο χαρακτήρας της δυσκολίας από χρόνο σε χρόνο όσο αλλάζει η γεωγραφία μέσα μου, αλλά και οι αντικειμενικές συνθήκες. Υπάρχουν πράγματα που πλέον αντέχω δυσκολότερα, και κάποια άλλα που ίσως τώρα διαχειρίζομαι καλύτερα. Δεν έλειψαν οι δυσκολίες, αλλά αυτός είναι ο συγκεκριμένος δρόμος. Ή τον περπατάς ή αλλάζεις ρότα και ζωή, οπού και εκεί θα βρεις άλλα εμπόδια. Όσο μεγαλώνω, μεγαλώνει ο σεβασμός μου στους ηλικιωμένους ανθρώπους που έχουν κάνει τόσο δρόμο και έχουν δώσει τόσους αγώνες. Η ζωή είναι ένα ανοιχτό βιογραφικό.
Όμορφες στιγμές έρχονται κι αυτές είτε σαν φυσική χαρά, σαν ολοκλήρωση, μέσα από την δημιουργία, μέσα από την ανθρώπινη επαφή, από τον αγώνα και τα αποτελέσματά του, χειροπιαστά και μη. Έχω πολλές όμορφες στιγμές ως τώρα, δεν έχω παράπονο. Αλλά και τα παράπονα δημιουργικά είναι. Όλα μετέχουν, συνομιλούν και όσο ασκείσαι στην ομορφιά τόσο πιο έντονα την βιώνεις και αυτήν και την ανάποδη όψη της.
Μίλησέ μου για την εμπειρία σου από τις συναυλίες που έχεις δώσει στη Νέα Υόρκη, το Τορόντο, το Σαν Φρανσίσκο και την Κάτω Ιταλία. Πώς προέκυψαν;
Ήταν η καθεμία τους, μια ξεχωριστή αίσθηση. Και οι συναυλίες αλλά και η επαφή με άλλα περιβάλλοντα ήταν πολύ δυνατή εμπειρία. Τα ταξίδια και η διαμονή στο εξωτερικό κράτησαν πολύ καιρό, έζησα την ομογένεια, συγκινήθηκα, διδάχθηκα, άλλαξα. Υπήρξαν στιγμές πραγματικά ευλογημένες και στιγμές που έφτασα στα όριά μου αφού οι δυσκολίες τέτοιων αποστολών κάποιες φορές σε ξεπερνούν, όταν λείπεις για πολύ μεγάλα διαστήματα, όση αγάπη κι αν βρίσκεις η προσαρμογή δεν είναι πάντα εύκολη . Η αγάπη όμως που ένιωσα εκεί και η αποδοχή είναι κάτι που δεν περιγράφεται. Ευγνωμονώ έναν έναν τους ανθρώπους που μου στάθηκαν στα ταξίδια αυτά.
Στη Νέα Υόρκη είχαμε το μεγάλο αφιέρωμα στον Νίκο Ξυλούρη σε συνεργασία με το κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού Νέας Υόρκης, που παράγει εξαιρετικό έργο.
Στο Τορόντο, που το θεωρώ σπίτι μου, ταξίδεψα δύο φορές και έχω ζήσει περίπου 4 μήνες εκεί, τραγουδώντας για διάφορους ελληνικούς συλλόγους. Ήταν πιο οικογενειακές οι συνθήκες στο Τορόντο.
Στο Σαν Φρανσίσκο έζησα τον πιο ωραίο μήνα της ζωής μου, κατοικώντας σε μια φάρμα κοντά στον Ειρηνικό. Εκεί βίωσα μια πολύ δυνατή στιγμή, όταν τραγούδησα στο Σαν Χοσέ, μια πόλη στην άλλη άκρη του κόσμου, (όπου οι Έλληνες δεν είναι τόσο οργανωμένοι σε κοινότητες αφού δεν είναι τόσοι πολλοί, και δεν έχουν συχνά την ευκαιρία να έρχονται σε άμεση επαφή με το ελληνικό τραγούδι). Τραγούδησα κάποια στιγμή το «Τζιβαέρι». Όταν συνειδητοποίησα, εν μέσω του τραγουδιού, που βρισκόμουν, όταν είδα ανθρώπους να κλαίνε σαν παιδιά, ανθρώπους που είχαν 30 και 40 χρόνια να έρθουν στην Ελλάδα, καταλαβαίνεις πως ένιωσα.
Στην Κάτω Ιταλία δώσαμε με τον Λίνο Κόκοτο δυο συναυλίες στα υπέροχα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Είχε κάτι από όνειρο αυτό το ταξίδι. Η Απουλία με αφομοίωσε με το καλημέρα, με μάγεψε. Ωραίοι ρυθμοί. Δρόμοι, χρώματα.
Έχεις μελοποιήσει ποιήματα, εκτός των άλλων μεγάλων ποιητών, και ενός σημαντικού απόντα, γνωστού-αγνώστου στο ευρύ κοινό, του Αντρέα Παγουλάτου. Ποια ήταν η σχέση σας;
Ο Αντρέας ήταν μέντορας, πατέρας, αδερφός. Ο πιο γλυκός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Γεμάτος από αποθέματα πίστης σε ό,τι καλό κουβαλάει η ανθρωπότητα, δεν έχανε ποτέ την δημιουργικότητά του, την ορμή του να ενώσει καλλιτέχνες διαφορετικούς μεταξύ τους, να μεταδώσει τη γνώση του, αλλά και να μάθει κι ο ίδιος, ιδιαίτερα από νέα παιδιά. Ήταν έφηβος μέχρι να φύγει. Του χρωστάμε πολλοί πολλά. Η ποίηση με συγκινεί, με ενδιαφέρει, με αφορά. Φυσικά προέκυψαν και οι μελοποιήσεις. Μέσα από την τριβή αυτή, ο λόγος πέρασε στη μουσική.
Ζώντας και δημιουργώντας στην Αθήνα σου λείπει καθόλου η ατμόσφαιρα του χωριού όπου μεγάλωσες;
Όχι απλά μου λείπει. Είμαι μετανάστης κανονικός. Όσο περνάει ο καιρός αποζητάω το χωριό όλο και περισσότερο και πυκνώνω τις επισκέψεις μου. Προσπαθώ να δουλέψω μέσα μου αυτή την ισορροπία για να μπορώ να βρίσκουν το χώρο τους τα φυσικά μου. Και τα μεταφυσικά μου. 'Ένας στίχος του Δάντη Αλιγκέρι λέει: «Στο μεσοστράτι επάνω της ζωής μου, σε σκοτεινό πλανήθηκα ρουμάνι, τι ήταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος». Στο ψάξιμο κι εγώ...
Φώτο: Takis Kouros
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο