H ελληνική τζαζ σήμερα
Του Γιώργου Χαρωνίτη, από το ένθετο Επτά Ημέρες της Καθημερινής (23-01-05)
Xρονικά -αλλά και αισθητικά- η σύγχρονη περίοδος της ελληνικής τζαζ ξεκινάει αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Πράγμα που σημαίνει πως, σήμερα, 25-30 χρόνια μετά, υπάρχει αρκετή εμπειρία για να τεθούν κάποια βασικά θέματα και να μπουν (αυτά και κάποια άλλα!) σε τάξη...
Η έννοια «τζαζ» (όπως και κάθε άλλος μουσικός όρος) προϋποθέτει / υπονοεί έναν «ήχο» ή μια αισθητική / καλλιτεχνική «στάση» που, συνήθως, προσδιορίζεται διαισθητικά και μόνο. Μιλώντας, λοιπόν, για «ελληνική» τζαζ, αυτό που περιμένουμε είναι να δούμε / ακούσουμε αυτόν τον «ήχο» ή τη «στάση» να δένεται και να συμπλέει με ό,τι έχουμε στον νου μας ως «ελληνικό» πράγμα -σε σχέση πάντα με τη μουσική- αλλά και να διαπιστώσουμε τυχόν ελληνική παρουσία στο «διεθνικό» μόρφωμα της τζαζ. Ας έχουμε υπ' όψιν αυτές τις παραμέτρους όσο θα εξιστορούμε το «φαινόμενο»...
H ευρωπαϊκή τζαζ
Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του '60 και τα πρώτα χρόνια του '70 ήταν μια «σκοτεινή» περίοδος για την Ελλάδα - και η στρατιωτική δικτατορία ήταν το επιστέγασμά της. Δεν θα αναλύσουμε εδώ τις λεπτομέρειες - απλώς θα πούμε ότι η κοινωνία μας ήταν απομονωμένη σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στον υπόλοιπο κόσμο. Δεν υπήρχαν «πληροφορίες» - και όσες υπήρχαν, έφταναν σ' εμάς διαστρεβλωμένες. Ο μέσος Eλληνας (ανεξαρτήτως ηλικίας ή «γενιάς») ήταν αδύνατον να αντιληφθεί τα πραγματικά μεγέθη των ποικίλων γεγονότων και συμβάντων μιας εποχής πολυτάραχης και πολλαπλώς ενδιαφέρουσας...
Ακριβώς εκείνη την περίοδο, η Ευρώπη αρχίζει να αποκτά τη «δική της» τζαζ - με την έννοια ότι σε χώρες, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Πολωνία, οι χώρες της Σκανδιναβίας, των Βαλκανίων κ.ά. φαίνονται τα πρώτα δείγματα μιας μουσικής που καθαρά στηρίζεται στον «ήχο» και στη «στάση» της τζαζ, αλλά όμως δείχνει να απογαλακτίζεται από τα αμερικανικά «χαρακτηριστικά» της παράδοσής της. Η ίδια η αμερικανική τζαζ, φθάνοντας στο επίπεδο της «free», ξεπερνάει οποιονδήποτε εθνικό ή φυλετικό χαρακτήρα και ανοίγεται στον κόσμο. Στη δεκαετία του '60, η τζαζ είναι η πρώτη πραγματικά «world» μουσική...
Στην Ελλάδα αυτό το ηχητικό «άνοιγμα» δεν συμβαίνει. Μια δικαιολογία (που περιέχει κάποια λογική αξία) είναι ότι η χώρα μας διαθέτει ένα πολύ ισχυρό λαϊκό μουσικό υπόστρωμα που, σε συνδυασμό με τις ιδιάζουσες κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν δεκαετίες ολόκληρες, διαθέτει τα δικά της «μπλουζ» και δεν χρειάζεται καμιά εισαγωγή! Επίσης, με δημιουργούς επιπέδου Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι, όπου το λαϊκό τραγούδι γίνεται πραγματική ποιητική τέχνη, οι Eλληνες φαίνεται να μην έχουμε ούτε το ροκ σαν ανάγκη! Αυτό όμως δεν δικαιολογεί τη μουσική απομόνωση και την έλλειψη αλληλεπίδρασης με τα έξω...
Nέοι ήχοι
Μια πρώτη ένδειξη ενός νέου «ήχου» φαίνεται στα γκρουπ που είχε ο Διονύσης Σαββόπουλος στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '70 - κυρίως στα Μπουρμπούλια. Ο ευφυής και δημιουργικός αυτός καλλιτέχνης διαθέτει τις πληροφορίες για να πλησιάσει τη μουσική του Frank Zappa και το εκπληκτικό ένστικτο και ταλέντο να προσαρμόσει το όλο πράγμα στα ελληνικά (ή στα βαλκανικά) όρια. Οι δίσκοι του εκείνης της περιόδου («Μπάλλος», «Το βρώμικο ψωμί») παρουσιάζουν ένα ισχυρό ντόπιο τζαζ-ροκ που, μέχρι σήμερα, κυριαρχεί ως εντύπωση. Και αυτό, πριν καν η ελληνική κοινωνία ακούσει ηλεκτρικό Miles Davis, John McLaughlin ή Chick Corea...
Tο Tρίτο του Mάνου
Η μεταπολίτευση φέρνει μια «τακτοποίηση» στην ελληνική ζωή - με την έννοια ότι αφήνει τον κόσμο να βρει τον δρόμο του. Μια από τις καλύτερες περιπτώσεις αυτής της «τακτοποίησης» -και μία από τις ελάχιστες στιγμές πραγματικής αξιοκρατίας- είναι ότι ο Μάνος Χατζιδάκις γίνεται διευθυντής της κρατικής ραδιοφωνίας. Μεμιάς, σ' αυτόν τον χώρο, όλα αλλάζουν! Οι μουσικές (ποικιλόμορφες, ποικιλότροπες και πολυμεταβλητές) βρίσκουν δρόμους για να ακουστούν - και ακούγονται από ένα πολύ μεγάλο (και διψασμένο) κοινό. Ανάμεσά τους, το «ποπ κλαμπ» και το «ροκ κλαμπ» με τον Γιάννη Πετρίδη, η «ανθολογία του μπλουζ» με τον Θόδωρο Σαραντή, και το «τζαζ κλαμπ» (ή η «βραδιά της τζαζ», η «παγκοσμιότητα της τζαζ» κ.λπ.) με τον Σάκη Παπαδημητρίου. Aυτός ο πιανίστας και συγγραφέας από τη Θεσσαλονίκη, σηκώνει όλο το «βάρος» της ενημέρωσής μας για την τζαζ εκείνα τα χρόνια. Με δύο βιβλία («Εισαγωγή στην τζαζ» και «Θέματα και πρόσωπα της σύγχρονης τζαζ»), σειρά άρθρων στο περιοδικό «Hχος και Hi-Fi», ομιλίες και διαλέξεις ανά την Ελλάδα και, φυσικά, με τις ραδιοφωνικές εκπομπές του, ανοίγει σε πολλούς από εμάς έναν κόσμο μαγικό...
Το κλαμπ του Μπαράκου
Σχεδόν παράλληλα (και μιλάμε για 1974, 1975, 1976...) ένας άλλος μοναχικός ιππότης, ο Γιώργος Μπαράκος, ανοίγει στην Πλάκα, στην πλατεία Ραγκαβά, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, ένα κλαμπ - που όλοι μας πια, από εκεί και πέρα, το ξέρουμε ως ΤΟ τζαζ κλαμπ. Στην αρχή παίζει μουσική από δίσκους (από την πλούσια δισκοθήκη του Μπαράκου), μπορεί κανείς εκεί να ξεφυλλίσει και να διαβάσει περιοδικά και βιβλία και γενικά να αρχίσει να έρχεται σε πιο στενή επαφή με την τζαζ και τις συναφείς μουσικές, πίνοντας (σε τιμή σχεδόν συμβολική!) το ποτό του. Το Τζαζ Κλαμπ του Μπαράκου είναι κέντρο πληροφόρησης ή και ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα σε σχέση με την τζαζ εκείνη την εποχή...
Σιγά σιγά αρχίζουν να γίνονται και τα πρώτα live. Σχήματα και μουσικοί, που σχετίζονταν κυρίως με το ελληνικό ροκ βρίσκουν ένα νέο δρόμο έκφρασης. Γκρουπ από ανατολικοευρωπαϊκές χώρες (την Ουγγαρία π.χ.) μας επισκέπτονται, συνδιαλέγονται με δικούς μας μουσικούς, δημιουργούν μια κατάσταση που, πολύ σύντομα, βρίσκει θετικότατη ανταπόκριση... Και, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του '70, φαίνονται τα πρώτα χειροπιαστά δείγματα: η έκδοση ενός περιοδικού και (το κυριότερο) η εμφάνιση ελληνικής τζαζ δισκογραφίας.
Tο περιοδικό «Tζαζ»
Το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Τζαζ» κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1977. Εκδότης του ήταν ο Κώστας Γιαννουλόπουλος, υπεύθυνος ύλης ο Σάκης Παπαδημητρίου και art director ο Δημήτρης Αρβανίτης. Με το περιοδικό αυτό (που κυκλοφορούσε κάθε τρεις μήνες και κράτησε ώς το 1982), για πρώτη φορά υπήρξε μια συντονισμένη δημοσιογραφική κάλυψη της τζαζ στη χώρα μας... Από την άλλη, μέσα από το γενικότερο κλίμα των live στο τζαζ κλαμπ, προκύπτει το πρώτο τζαζ γκρουπ που ηχογραφεί δίσκο: είναι το τρίο του πιανίστα Μάρκου Αλεξίου, του μπασίστα Γιώργου Φιλιππίδη και του ντράμερ Γιώργου Τρανταλίδη που κάνει τον δίσκο «Sphinx», ενώ σχεδόν ταυτόχρονα, ο πιανίστας Σάκης Παπαδημητρίου και ο σαξοφωνίστας Φλώρος Φλωρίδης, δίνουν το ιστορικό άλμπουμ «Αυτοσχεδιάζοντας στου Μπαράκου». Παράλληλα, ο συνθέτης Κυριάκος Σφέτσας, που δουλεύει δημιουργικά στη ραδιοφωνία με ένα γκρουπ που εισάγει μια fusion τζαζική ηχητική και τεχνοτροπία στην ελληνική μουσική, υλοποιεί το, κλασικό πια, άλμπουμ «Χωρίς σύνορα» - που είναι η πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια σύνδεσης της παράδοσής μας με την τζαζ. Ο Μίμης Πλέσσας επαναδραστηριοποιείται τζαζικά και, μέσα από δύο συναυλίες στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, δίνει μια σύνοψη της ελληνικής τζαζ δραστηριότητας, ξεκινώντας από πράγματα της εποχής του σουίνγκ (του πιανίστα Μανώλη Μικέλη συμπεριλαμβανομένου) και καταλήγοντας σε τζαζ ροκ. Το συναυλιακό αυτό event εκδίδεται σε δύο άλμπουμ με τίτλο «40 χρόνια τζαζ»...
Το 1980, με πρωτοβουλία της ομάδας του περιοδικού «Τζαζ» και σε συνεργασία με το Iνστιτούτο Γκαίτε, γίνεται το φεστιβάλ «Praxis Jazz». Είναι η πρώτη φορά που η Αθήνα (αλλά και η Θεσσαλονίκη για κάποιες από τις εκδηλώσεις) έχει την εμπειρία μιας ολοκληρωμένης γεύσης live σύγχρονης τζαζ. Στο πρώτο αυτό φεστιβάλ, η συμμετοχή του aμερικανού σαξοφωνίστα Sam Rivers προκαλεί μαζική υστερία!
Αν δίνω την εντύπωση ότι εκείνα τα χρόνια (τέλη δεκαετίας '70 με αρχές '80) η κατάσταση για την τζαζ ήταν ιδιαιτέρως ανθηρή, ήταν όντως! Υπήρχε ένα νεανικό κοινό (με προέλευση κυρίως από τους φοιτητικούς χώρους) που διψούσε για μια νέα μουσική - και αυτό το κοινό αυξανόταν ραγδαία. Τα θέατρα γέμιζαν - όχι μόνο σε συναυλίες θρυλικών μουσικών, όπως ο Dexter Gordon, αλλά ακόμα και σε δευτεροκλασάτους κεντροευρωπαίους αυτοσχεδιαστές. Υπήρχε μια αγορά - και αυτό το αντιλαμβάνονταν οι εταιρείες και οι εισαγωγείς δίσκων. Το τζαζ κλαμπ του Μπαράκου γέμιζε εύκολα (και ήταν πάντα φιλικό προς τον χρήστη!).
Mπουζουκερί ναι, τζαζ κλαμπ όχι!
Hδη από το 1977 λειτουργούσε και ένα δεύτερο τζαζ κλαμπ, το Half Note - αρχικώς από τον Νίκο Σαχπασίδη και μετά από τον Δημήτρη Δικτάκη. Οι ραδιοφωνικές εκπομπές πλήθυναν - το ίδιο και η αρθογραφία η σχετική με την τζαζ σε ποικίλα έντυπα. Το καλοκαίρι του 1982 οι Sphinx έπαιξαν σε έναν κατάμεστο Λυκαβηττό - ενώ το φεστιβάλ «Praxis», με τη φροντίδα του Κώστα Γιαννουλόπουλου, έγινε ετήσιος θεσμός. Γκρουπ και μουσικοί έβρισκαν τον δρόμο τους και τον τρόπο για να εκφραστούν μέσα από την τζαζ - και μια νέα γενιά καλλιτεχνών έκανε την εμφάνισή της: το γκρουπ Iskra είναι το πιο χαρακτηριστικό, με τον David Lynch, τον Νίκο Τουλιάτο, τον Τάκη Φαραζή, τον Γιώργο Φακανά κ.ά.
Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '80, η κατάσταση της τζαζ στην Ελλάδα ήταν αρκετά παγιωμένη - έχοντας όμως υποστεί κάποια ισχυρά πλήγματα. Το σημαντικότερο ήταν ότι το τζαζ κλαμπ του Γιώργου Μπαράκου δεν υπήρχε πια. Eνα σχέδιο «αναβάθμισης» της Πλάκας, που είχε εκπονηθεί από τον Αντώνη Τρίτση και την Μελίνα Μερκούρη, προέβλεπε απομάκρυνση από την περιοχή όλων των μαγαζιών που δεν ταίριαζαν με τα χρηστά πασοκικά ήθη (και με μια «νεοσκυλάδικη», ούτως ειπείν, καλλιτεχνική αντίληψη των πραγμάτων). Eτσι, οι θορυβώδεις μπουζουκερί παρέμειναν - ενώ το τζαζ κλαμπ απεμακρύνθη! [Οι νεκροί, ούτως ή άλλως, δικαιώνονται και, παρ' όλο που τιμούμε τον άνδρα και (κυρίως) τη Γυναίκα, δεν μπορούμε παρά να τους «χρεώσουμε» το κακό αυτό προηγούμενο]. Ο Γιώργος Μπαράκος προσπάθησε, για λίγο, να συνεχίσει το κλαμπ στην Κυψέλη - όμως το παιχνίδι είχε χαθεί... Υπήρχε, βέβαια, το Half Note του Δημήτρη Δικτάκη και είχε ανοίξει και το «Om Κέντρο έκφρασης» του Νίκου Βαλκάνου, όμως με τίποτα αυτά τα στέκια δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως κεντρικά για την ανάπτυξη της τζαζ...
Πετυχημένα φεστιβάλ
Το θετικό είναι ότι τα φεστιβάλ, όχι μόνο πήγαιναν υπέροχα αλλά και αυξάνονταν. Πέρα από το Praxis (υπό τον Γιαννουλόπουλο), που το 1985 έφτασε στο καλλιτεχνικό του ζενίθ, ο Δήμος Θεσσαλονίκης ξεκίνησε το 1984 το δικό του Φεστιβάλ («Τζαζ και αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής») με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Φλώρο Φλωρίδη (κυρίως), που κράτησε ώς τις αρχές της δεκαετίας του '90. Μέσω αυτών των δύο θεσμικών (πλέον) φορέων, ο κόσμος σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη μπορούσε να απολαύσει μεγάλους σύγχρονους μουσικούς της τζαζ. Και από το 1987, το Διεθνές Φεστιβάλ της Πάτρας, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Θάνο Μικρούτσικο, στόχευσε την τζαζ σε κεντρικό σημείο, κάνοντας πραγματικά υπέροχες συναυλίες... Η «ελεύθερη» ραδιοφωνία, επίσης, σε ένα πρώτο στάδιο, έδωσε στην τζαζ χώρο για να κάνει παιχνίδι - και στο μυαλό μου έρχονται εύκολα αναμνήσεις από το «Κανάλι 15», τον «902 Αριστερά στα FM», τον «Δίαυλο 10»...
Το κακό είναι (όπως λέγεται) πως τα καλά πράγματα δεν έχουν διάρκεια. Eτσι, παρ' όλο που οι συναυλίες τζαζ αυξάνονταν στα τέλη της δεκαετίας του '80 (με venoes όπως το Ρόδον να είναι αρχικώς μέσα στο παιχνίδι), το φεστιβαλικό πράγμα όλο και έφθινε. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '90, η μόνη σταθερή αναφορά στη live τζαζ ήταν τα Silk Cot Jazz Concerts (με ονόματα όπως Miles Davis, Art Ensemble of Chicago, John Zorn's Naked City, Carla Bley κ.ά.)
Aνάμιξη ειδών
Στη δεκαετία του 1990 ένα δυο πράγματα είχαν γίνει σε όλους μας καθαρά. Oτι η τζαζ (σαν αυτόνομο μουσικό ιδίωμα) δεν θα στεκόταν αν δεν έβρισκε επαφή με την τρέχουσα ελληνική μουσική πραγματικότητα - και ότι δεν θα άντεχε χωρίς κάποια μίνιμουμ υποστήριξη από τα media. Βέβαια, ραδιοφωνικές εκπομπές γίνονταν (όλο και πιο ελάχιστες είναι η αλήθεια καθώς το ραδιόφωνο έπαιρνε μια άλλη, πιο «τζουκ μποξ» φυσιογνωμία) και σταθερή δημοσιογραφική κάλυψη υπήρχε (ο εξής ένας ή δύο!), όμως δεν ήταν αρκετά καθώς η ίδια η μουσική άλλαζε: σε dance και world υποδομές που απευθύνονταν σε νέο κοινό. Την αναγκαιότητα αυτήν την είδε ο Κώστας Γιαννουλόπουλος (που ξεκίνησε τον Jazz FM το 1991), την είδα κι εγώ (που ξεκίνησα το μηνιαίο περιοδικό «Jazz & Τζαζ» τον Απρίλιο του 1993). Το σημαντικό όμως είναι ότι «την είδαν» και κάποιοι μουσικοί -ή ίσως μια νέα γενιά μουσικών- που βεβαιώθηκαν ότι η τζαζ (σαν ιδέα και όχι σαν αυστηρά προκαθορισμένο μουσικό ιδίωμα) μπορούσε να αποτελέσει το όχημα για μια δημιουργική προσέγγιση ελληνικής (ή και ευρύτερης) μουσικής παράδοσης με την τζαζική τεχνοτροπία και, παράλληλα, μια ανοιχτή σύμμειξη μουσικής και στάνταρντ τραγουδοποιίας...
Αυτή η σκέψη δεν στηρίζεται σε ιδεολογήματα. Αποτελεί καθαρή πρακτική εδώ και πολλά χρόνια - αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι γκρουπ όπως οι Χειμερινοί Κολυμβητές, ήδη από τα μέσα της δεκαaετίας του '80 είναι ένα τοπ μουσικό όχημα (Φλώρος Φλωρίδης, Μιχάλης Σιγανίδης, Κώστας Βόμβολος κ.ά.) σύγχρονης τζαζ υποδομής. η ότι οι
Mode Plagal (σύσσωμοι!) υπήρξαν working group με τον Νίκο Πορτοκάλογλου στα πρώτα χρόνια των nineties. Το σχήμα με το όνομα Human Touch (David Lynch, Σταύρος Λάντσιας, Γιώτης Κιουρτσόγλου) δούλεψε θαυμάσια με τον Διονύση Σαββόπουλο - και το ίδιο γίνεται αυτήν τη στιγμή (σε ελαφρώς διαφορετική σύνθεση) με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, βγάζοντας μια εκπληκτικά όμορφη και δυναμική μουσική που κάποιοι (όπως εγώ) μπορούν να την ονομάζουν (αδίστακτα!) τζαζ και κάποιοι άλλοι όχι! Oμως η ταμπέλα δεν έχει σημασία - η ουσία έχει...
Και η ουσία είναι ότι βρισκόμαστε σε έναν κόσμο, όπου η ροή πληροφοριών είναι τεράστια (και ανεξέλεγκτη) και η πρόσβαση σε δεδομένα σχεδόν απεριόριστη. Κανείς πια (σαν άτομο ή σαν ομάδα) δεν δικαιούται να έχει τον μικρόκοσμό του και ούτε, φυσικά, να περιφρουρεί τον περιορισμένο χώρο του. Μπορούμε να κατανοήσουμε τον μέγιστο Βασίλη Τσιτσάνη να εκφράζεται με λατρεία για τον μετριότατο Paul Mauriat, όμως δεν μας είναι καθόλου αρκετό να χειροκροτούμε έναν πολύ καλό δικό μας (νέο) πιανίστα, κιθαρίστα, σαξοφωνίστα ή οτιδήποτε όταν παίζει εξαίσια το «Stella By Starlight» ή το μπλουζ «Moment's Notice» του John Coltrane - για τον απλό λόγο ότι, καλλιτεχνικά, αυτά μπορούμε να τα βρούμε σε άπειρες διεθνικές εκδοχές (πέραν των αυθεντικών)...
Το πρόβλημα της ταυτότητας
Το πρόβλημα της ελληνικής τζαζ (και όχι μόνο) είναι η ταυτότητα: η αίσθηση (και σ' εμάς αλλά και στους ξένους) ότι αυτό που παράγεται (και ακούγεται) έχει να κάνει με τον κόσμο, τη ζωή και τα όνειρα που βιώνουμε στον χώρο μας - και στη χώρα μας. Αυτό ήδη έχει μπει σε μια κατεύθυνση όπου η μείξη (fusion) των επιμέρους στοιχείων και ειλικρινής και πρωτότυπη είναι. Η δουλειά των
Mode Plagal, της Σαβίνας Γιαννάτου και των Primavera en Salonico, οι μουσικές (κινηματογραφικές κυρίως) της Ελένης Καραΐνδρου κ.ά. διαθέτουν αυτά τα «κρίσιμα» στοιχεία και χαρακτηριστικά - και όλα αυτά έχουμε αρχίσει και εμείς (ως κοινό) να τα «χωνεύουμε», αλλά και από τη διεθνή «αγορά» να γίνονται αποδεκτά. Ο Φλωρίδης, με τα πολλαπλά «δικά» του αλλά και με την Μπάντα της Φλώρινας, δείχνει μια αυθεντικότητα που έχει και παρελθόν, και παρόν και μέλλον...
Πάρα πολλοί Ελληνες μουσικοί (με τη σφραγίδα «τζαζ») έχουν δώσει -ή μπορούν να δώσουν- θαυμάσια μουσική. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να ξεφύγει κανείς (μουσικός ή ακροατής, δημιουργός ή καταναλωτής) από την «ετικέτα» και να κατανοήσει τη μουσική (ή το τραγούδι) στις πραγματικές διαστάσεις -αν έχει αξία ή όχι! Αυτό είναι ένα γενικότερο θέμα- όμως τα προβλήματα στην pop (και η τζαζ είναι τέτοια) έχουν πάψει προ πολλού να είναι ειδικά. Τα μεγάλα διεθνή τζαζ φεστιβάλ (έξω βέβαια!) εδώ και δεκαετίες δεν στηρίζονται αποκλειστικά στην τζαζ - παίζουν ροκ, φολκ, world, οτιδήποτε. Με αυτήν τη λογική, το πρόγραμμα του Half Note Jazz Club είναι πολυμορφικό - και πολύ καλά κάνει! Κάθε εβδομάδα φέρνει στη γειτονιά μας ένα γκρουπ (τζαζ ή μη) που μπορεί να είναι σημαντικό (ή ασήμαντο). Αυτό έπρεπε να κάνουν και άλλοι, πιο μεγαλόσχημοι φορείς ή διοργανωτές (επίσημοι ή μη, φεστιβαλικοί ή ιδιωτικοί) - αν ήξεραν τη δουλειά τους!
Συμπυκνώνοντας όλα τα παραπάνω, η ιστορία της ελληνικής τζαζ, όπως γράφεται (καθημερινά) από όλους τους εμπλεκόμενους (κυρίως μουσικούς και καλλιτέχνες) βρίσκεται σε καλό δρόμο. Αρκεί κανείς να έχει πάντα έναν βασικό στόχο: καλή δουλειά, σωστή παραγωγή, φιλικό προϊόν. Χωρίς ετικέτες σουπερμάρκετ - καθώς είναι βέβαιο ότι ο 20χρονος νέος έχει μια διαφορετική για την «τζαζ» αίσθηση από αυτή που έχω εγώ. Oμως αυτό δεν πρέπει να μας περιορίζει - σημασία έχει η μουσική που κάνουμε ή ακούμε να έχει ουσία, ομορφιά, συγκίνηση και ταυτότητα (αν μιλάμε για «ελληνική»). Αλλιώς είναι χάσιμο χρόνου...
Περισσότερα:
H τζαζ στην Eλλάδα
Kώστας Γιαννουλόπουλος
[ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : vouliakis στις 30-12-2005 16:28 ]