Καραβάκι
Είσαι αστέρι του ουρανού
γλυκό πουλί κι αγέρι.
Μες τη ζωή μου συντροφιά
μονάκριβο μου ταίρι.
Το φως σου φτάνει στις καρδιές
και τη ζωή φωτίζει.
Σαν καραβάκι αδάμαστο
στα πέλαγα αρμενίζεις.
Φάρος πυξίδα μέσα μου
το δρόμο μου χαράζεις,
στο μέλλοντα το χρόνο μου
τον βάζεις και προστάζεις.
Κι' όταν φτάσει το χαμπέρι
τότε ο μουστερής το ξέρει
στις χορδές θα το χτυπήσει
το χτες και το αύριο θα ζήσει.
Στο μπουζούκι μου επάνω
Τον καημό μου θα τον βγάλω.
Τη ζωή τη ζωγραφίζω
και με νότες τη στολίζω
Πόνοι πίκρες και φαρμάκια
δυνατά φρικτά μεράκια.
Είδος πια εν εξελίξει μες στη σκέψη μου η θλίψη
πέρα δώθε τριγυρνάει και με κόλπα με κολλάει
είναι από πηλό φτιαγμένο άγαλμα κακογραμμένο.
Κάγκελο πια ο προφήτης έχει γίνει πυροβλήτης.
Καράβι όμορφο με τα πανιά σου τα λευκά
που τα φουσκώνει ο αέρας όταν φυσά.
Μα ο τρελός βοριάς
μπατάρει αβέρτα το σκαρί σου, τα κύματα σα σε κτυπούν
πονάνε και τρίζουν οι σκαρμοί σου και τα κατάρτια σου λυγούν.
Η θάλασσα αφρίζει, στη κουβέρτα με ορμή κυλάνε τα νερά,
αλόφρονες τρέχουν οι ναύτες να κατεβάσουν τα πανιά.
Μες τα κατάρτια και τα ξάρτια σκαρφαλωμένοι όλοι μαζί
με τα τσεκούρια τους να κόψουν της κάθε δέστρας το σκοινί.
Γέρνει το πλίο πέρα δώθε και πάνω κάτω τους κουνά
μα αν δε μαζέψουν τα πανιά του κίνδυνος είναι να χαθούν,
Θα σπάσουν τότε τα κατάρτια και το ακυβέρνητο σκαρί
στην αγκαλιά του θα το πάρει το μαύρο κύμα το γαρμπί.
Παλεύουν οι ναύτες να το σώσουν τώρα που τόσο σκληρά φυσά.
Στην ένταση αυτή τη ζωγραφισμένη στον καμβά
βλέπω τη ματιά του καλλιτέχνη για την αγάπη στον αγώνα για τη ζωή.
Μια ζωγραφιά που μόνο το μυαλό και το χέρι του Μαγιακόφσκι μπόρεσε να
συλάβει και να φτιάξει.
Τα βήματά περπάταγαν ασταμάτητα.
Κάθε βήμα πήγαινε ποιο πέρα.
Κάθε βήμα πλησιάζει ακόμα περισσότερο.
Θέλω να περάσω να τα προσπεράσω
θέλω να ξεπεράσω τη μοίρα τα όρια τα σύνορα.
Παίρνω την απόφαση θα τα καταφέρω.
Ξέρω ξεχνώ το αδύνατο παλεύω με δυνατά και αδύναμα.
Κλείνω τα μάτια με ξεπερνά η ταχύτητα.
Τίνος ο χρόνος τελείωσε ρώτησε η χίμαιρα.
Να η αλήθεια κρύβετε μέσα στο μπουμπούκι ενός τριαντάφυλλου
την αγκαλιάζουν τα βελουδένια πέταλα εκεί κοντά στο πυρήνα του
ραδιενεργού ατόμου μολυσμένο και αξιοθρήνητο.
Βήματα κι άλλα βήματα πολλά βήματα κάνουν θόρυβο.
Που είναι τα σύνορα, ποια σύνορα μα αυτά του απείρου
του απείρου που χωρά μέσα στην καρδιά στη λέξη στο όνειρο
στο πιάτο, το καθαρό που λευκό περιμένει λίγο φαγητό,
στο ποτήρι σας, που το νερό θολό δακρυσμένο,
παραβγαίνει στου άπειρου την αυθάδεια.
Περπατώ να φτάσω στο άπειρο να το ξεπεράσω.
Όποιος κοιτάξει πίσω όποιος κουραστεί όποιος σκεφτεί,
ξέρει στήλη άλατος θα γίνει.
Θα τον φάνε φυλακές ορατές κι αόρατες
θα τον καταπιούν κανόνια αχόρταγα
κάποιοι άλλοι μουμιοποιούνται τυλιγμένοι με χαρτονομίσματα.
Βήματα πολλά βήματα συνεχίζουν τα βήματα άλλοτε γίνονται περισσότερα.
Ο θόρυβος τους άρχισε να ενοχλεί δεν τους αφήνει να κοιμηθούν,
διαταγές κατά του θορύβου μα τα βήματα δε σταματούν.
Οι σταγόνες συνεχώς εξακολουθούν να
συντροφεύουν με το ρυθμό της μουσικής τους τα βήματα,
βήματα γέμισαν τα κεφάλια με θόρυβο.
Θόρυβος συντονισμένος σε συχνότητες κοντά στην τρέλα.
Δεν το ξέρουν δεν μπορούν να νιώσουν, ξεπέρασαν το όριο.
Τα σύνορα τα πέρασαν η καταστροφή γεμίζει η στάθμη της ανεβαίνει
διαρκώς και ένα πράσινο καρκινικό χορτάρι γεμίζει τον τόπο.
Η ισορροπία έχασε την ευστάθεια της . . .
Η επιστροφή είναι αδύνατη και να η Αθηνά έπνιξε την Γλαύκη της
Τα βήματα φοβίζουν μα αυτά μάθανε να μη σταματάνε
Στη μέση του πουθενά.
Το αγέρι το τρελό που δυνατά σφυρά δεν το φοβάσαι
σα το κοιτάς κατάματα σα κλείνεις του το μάτι.
Τρελό αγέρι μου ζητάς μαζί σου να με πάρεις.
Τρελή αγάπη αδέσποτη του ποιητή η μούσα
ποτέ δε βρήκες φυλακή εμπόδιο δε βρήκες.
Η αγάπη και ο έρωτας που στήνουνε καρτέρι
ποιος θα βαστήξει ποιο γερά ποτέ κανείς δεν ξέρει
ανθίζουν λεμονοπορτοκαλιές ανοίγουν τα ουράνια
φεύγουνε οι κλεφτές ματιές τρέχουνε σα ποτάμια
που σιγοψιθυρίζουνε τραγούδια και στιχάκια
στα δροσερά τα κάλλη της μυριάδες αστεράκια,
της Αφροδίτης γίνανε διάφανα λογάκια.
Σε τόπους μητριαρχικούς στη φύση την παρθένα
ποτέ δεν είχες προδοθεί δε σ' έχασε το βλέμμα.
Τώρα χοντρά τα τάλιρα οι προίκες και το έχει
Σκοτώνουν κάθε αγνή καρδιά και σφάζουν με το έχει.
Μες τη γαλάζια θάλασσα καράβια τριγυρίζουν.
O ήλιος τα περιγελά, μα οι γλάροι το γνωρίζουν.
Περιπλανιέσαι μάγισσα και εσύ μαζί με εκείνα
κλέβεις το φως την ομορφιά, και παίρνεις την καρδιά μου (σμαράγδια και μπριλάντια).
Μες στην παλάμη σου απειθώ όμορφα λουλουδάκια
που συντροφιά τους έχουνε γαλάζια αστεράκια.
Στο φως τους τώρα λούζονται τα όμορφα ανθάκια.
Σ' αυτά χρωστώ την ευωδιά, τη χάρη μάγισσα μου
αχ, και τη θεσπέσια θωριά. . . πανόρια ομορφιά μου. (Όπου δεν έχει άλλη).
Τα χρώματα τους σα τα κοιτώ μου δένεται το βλέμμα
με το γαλάζιο του ουρανού μου κόβετε το αίμα.
Και ο αέρας καυτός γρήγορος ταχύτατος σαν άνεμος
Υπόχρωμος μικροσκοπικά σωματίδια σκόνης τον ροδίζουν
Σωρεύονται δίπλα από τα σταθερά αντικείμενα
Η κίνηση αυτή του αέρα είναι η μόνη φανερή εικόνα ζωής
Κάπου πρέπει να είναι κρυμμένες τρομαγμένες κατσαρίδες
Κάποιος πίστευε πως μπορούσε να επιζήσει μετά απ’ αυτό
Μου έδειχνε φωτογραφίες με πανέμορφα τοπία
από τόπους σα το Ναγκασάκι το Τσέρνομπιλ τη Χιροσίμα
οι άνθρωποι ίσος έπρεπε να ξέρουν πως δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία
Λοιπόν, σαν λιώνουν οι σάρκες σα καίγεται η ανάσα
σα πετάγεσαι από το οστικό κύμα πάνω σε φλογισμένα συντρίμμια.
Δεν μπόρεσες να δεις γιατί τα μάτια ψήθηκαν σε αυτά τα δευτερόλεπτα
Δεν μπόρεσες να ακούσεις τα αυτιά σου σπάσανε.
Και όσοι πάτησαν το κουμπί δεν μπορούν να το πάρουν πίσω
Δεν μπορούν να μετανιώσουν δεν μπορούν να νικήσουν
Το φόβο που τους έσπρωξε στην αυτοκτονία.
Και στα πυρηνικά καταφύγια εγκλωβισμένοι ασβοί και τρωκτικά λογής λογής
Πολιορκημένοι της ραδιενέργειας.
Τι κι αν. Να τα σήμαντρα στέκουν όρθια
αγέρωχα έτοιμα να δώσουν το σύνθημα
Θωρούν δυο μάτια μεγάλα τεράστια, δυο κάρβουνα.
Στρατιές ολόκληρες από μεγάλα καρβουνιασμένα μάτια
εκεί στην έρημη γωνιά πάντα τη φτώχεια μας κοιτάν
Λευτέρη για τη ζωή στήνουν καυγά στήνουν φωνές
αυτοί
κλαίνε μανάδες κι αγκαλιές σε αντάρες και πολέμους
τρέχουν σα γάργαρα νερά τα δάκρυα τα μαύρα
φωνάζουν ξανά και πάλι και ξανά κι είναι ένα ψωμί πικρό
και ο μαστραπάς γερμένος χυμένο στο πλάι
το κρασί που πίναμε για να γλυκάνουμε
για να ξεχάσουμε ότι μας χώριζε
και χάραζε τα σύννεφα από όνειρα, που τριγυρνούσαν
μες το ζαλισμένο μας κεφάλι, σαν ξεμάκραιναν στον ουρανό
Καθώς τα μάτια μας τα ακολουθούν πατώντας πάνω σε προσμονές σε ελπίδες.
Αυτές στολίζουν τη σκέψη γεννούν τους πόθους.
Το παντελόνι εμπριμέ όλους μας ξεσηκώνει.
Και η πενιά του μπουζουκιού μες την ψυχή φουντώνει.
Παίζεις γλυκέ μου μπαγλαμά μικρό μου τριχορδάκι
μες τα ουράνια τριγυρνάς το τρύπιο μου σακάκι.
Μέρες θολές και βιαστικές γυρνάνε πικραμένες
Κλέβουν το γέλιο τη χαρά σαν είναι θυμωμένες.
Πολέμους στήνουν οι τρανοί με σφαίρες και κανόνια
μα τους νικά ο μπαγλαμάς ντροπιάζει τα κανόνια.
Αυτοί οι άνθρωποι. Οι ωραίοι, πόσο μακρινοί στέκουν.
Απρόβλεπτα τα σύννεφα που σκιάζουν τον νου τους.
Πρώιμα λουλούδια άγουροι καρποί μιας ατέρμονης φυσικής εξέλιξης.
Πλεγμένοι με τα κύματα της θάλασσας σκαρφαλώνουν στις πλάτες των γλάρων
Ταξιδεύουν πάνω από στεριές ξεχνιούνται στα μυρωμένα σύννεφα
ξεχασμένοι σε κάποιο διαστημόπλοιο που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω.
Απασχολημένοι με το μοίρασμα του κόσμου προσποιούμενοι τους θεούς.
Στο θέατρο που συντελείτε τριγύρω μας μπροστά μας,
τα χρώματα που αναπαριστάνουν την εικόνα του,
συντελούν στον καμβά της τέχνης τη στάμπα της εποχής.
Απόσταγμα από αιθέριο άρωμα η γνώση, των θεών η καταδίκη.
Αν και το σακί που στην πλάτη μου κουβαλάω,
μου προκαλεί φαγούρα συνεχόμενα,
για χρόνια με τυραννά.
Το κορμί μου απόκτησε κλήση προς τα μπρος
Εξισορροπείτε το βάρος . . .
Μα και με δυσκολία τα βήματα ακολουθούν το ένα το άλλο.
Κάθε απόγευμα εκεί κοντά στο σούρουπο ακουμπώ στην προσμονή και την ελπίδα.
Να πάρω κουράγιο ξεκούραση έτσι να νοιώσω άφεση από τις αστοχίες της πορείας.
Για αυτούς που προσπέρασα για τα άδικα δάκρυα που πότισαν τη γαρδένια στη γλάστρα στο παράθυρο που βλέπει τον ακάλυπτο χώρο στις πολυκατοικίες τριγύρω μας.
Εκεί που ελεεινά πετάς τα αποτσίγαρα του καπνιστή χωρίς ντροπή εκεί που οι τοίχοι κιτρινισμένοι απ' την ντροπή της αφάνειας κρύβουν τα αθέατα μυστικά ενός αδιαπέραστου κόσμου κριμένου από τη λάμψη ενός ήλου που ανατέλλει για άλλους.
Είμαι καταδικασμένος να κουβαλώ ασταμάτητα το σακί μου με τις ελλείψεις τις θλίψεις των άχραντων λαθών μου.
Έτσι κρατώ την ανάσα του βάτραχου που περιμένει το φιλί της, ώστε να έρθει η λήθη και στα φτερά τα μεγάλα του Ίκαρου να ανέβω και να πετάξουμε ψιλά στον ήλιο το τελευταίο ταξίδι να γίνει.
Η ώρα στο ρολόι γραμμένη ανεξίτηλα. Είναι κρυμμένη στο μέσω του ουράνιου θόλου ανακατεμένη με τα χρώματα τις ίριδας δεμένη στο άρμα του Φαέθωνα στις άπρεπες στιγμές που διαδέχονται το σούρουπο μέσα στα μαύρα δώματα του σύμπαντος.
Καταρράχτες αφρίζοντες σα θυμωμένα θεριά δεμένα στο άροτρο, δεμένα στις προσταγές μιας εξουσίας απεχθέστατης.
Καταπίνει το νέκταρ την ανθοστόλιστη ζωντάνια τη σφριγηλή νεανικότητα, εξουθενώνει τις ώρες παραλύει κάθε δυνατότητα προόδου.
Συμμετέχει σε κύκλους σε στροφές σε εξελίξεις καθοριστικές και ανεπίστρεπτες.
Είναι απαραίτητο να περπατήσουμε σε αυτή την έρημο. Σε στεγνά τοπία γεμάτα αγκάθια με συρματοπλέγματα και μπόχα από θειάφι.
Νεογέννητα παιδιά που σέρνουν τον ομφάλιο λώρο κατάχαμα κλαίγοντας πεινασμένα στο έλεος της κατάρας που θα τελειώσει στο τέλος του κύκλου με την ανάσταση.
Την άνοιξη που φέρνει η πορτοκαλιά με τα δροσερά πράσινα φύλλα της και τους ζουμερούς καρπούς της.
Η ανασκευή των ανθρώπινων νόμων έτσι που να έχουν όλοι τα δόντια τους, τι κρίμα να βλέπεις την έλλειψη ντυμένη την παρακμή στης στασιμότητας το βούρκο η μούχλα πολλαπλασιάζει τα σαπρόφυτα που η σαπίλα αναδύετε υπέροχη περήφανη ξεδιάντροπη.
Ιδιαίτερα χάνονται οι αξίες στην ανθρώπινη κοινωνία σιγά, σιγά οι άνθρωποι χάνονται σε ένα καινό αξιών που υποκαθίστατε από τον ατομικισμό και μια πλήρη άγνοια.
Σκυφτοί και φοβισμένοι κάτω από το έναστρο σκοτάδι κοιτούν το φως τους και ακουμπάνε τις ξέπνοες ελπίδες τους σε κάποιο θαύμα.
Υπάρχει κάτι ζωντανό καθαρό να φέρει το μελλούμενο;
Ανάμεσα σε αιρέσεις ναρκωτικά και εξαγορά συνειδήσεων.
Σε κάνουν να νοιώθεις αδύναμος.
Και η Κασσάνδρα το τρομερό προμάντεμά της
δεν το πε ακόμα.
Η σημαδεμένη τράπουλα παίζει,
Κλέβω τα μυστικά του Άρη.
Ζωής πικρής σύμπασα τα τρέχοντα λαλούνε άσματα
σκοποί ασίκικοι βροντούν ανάερα ανάμεσα σε χαλάσματα
ανάμεσα στα πτώματα και στις στροφές τις λύπης.
Τα κοιλοπονέματα της γέννας, φαντάζουν δρόμος μακρύς
κι άπλετους πόνους, πίκρες θανάτους είναι να φέρει.
Μα η ζωή μας δίνει τη χαρά πως να,
τώρα ξέρουμε τους κανόνες των δρόμων για το όνειρο,
που γίνεται εφιάλτης.
Και είναι μπροστά το ωραιότερο χάραγμα
μιας νέας ζωής.
Η καρδιά μου μια ξεκούρδιστη κιθάρα
Η καρδιά μου μια κιθάρα χωρίς χορδές
Η καρδιά μου μια τρύπια κιθάρα
Η καρδιά μου μια κιθάρα βουβή
το μυαλό αποσυντονισμένο εξάρτημα
με σμπαραλιάζουν τα ατέρμονα για σου
Κλείνω τα μάτια να περάσουν οι στιγμές
που καταβαραθρώνουν το φως της
Η άνοιξη το καλοκαίρι κρεμά το λευκό πουκάμισο πάνω στα κλαριά
ανεμίζει σα σημαία στον τρελό αγέρα
λυγίζουν τα δέντρα μπρος στα μάτια μου
και ξύνω το κεφάλι μου ανήμπορος να χορτάσω
ανίκανος να ξεδιψάσω να σε δω.
Ξέρουμε τώρα πια, ότι αυτό που ισχυριζόμαστε ότι είναι αναγκαίο αποτελείται όλο από συμπτώσεις και ότι το δήθεν τυχαίο είναι η μορφή που πίσω της κρύβεται η αναγκαιότητα.
Καθώς εδώ και καιρό ακούγαμε για της φωτιές της κόλασης,
τρομαγμένοι έκθαμβοι τη νοιώθουμε δίπλα μας,
και ξαφνικά μπροστά μας η αποδόμηση ενός παράδεισου
σαν ένα αυθαίρετο κατασκεύασμα σαν να ήταν
Ιδέα και όρος ανορθόδοξης προσέγγισης.
Περνά σε μια ολική ανατροπή της σκέψης,
η στόφα της ύπαρξης στης φτώχειας το πάνθεο.
Το ατελείωτο μιας ευθείας που ξεγελά το χώρο
με την αίσθηση της συνάντησης.
Αυτή είναι το μόνο που μπορώ να κρατήσω, σαν ένα κομμάτι φως.
Σε πορεία που ο χρόνος χάνεται
που υπάρχει μόνο αν τον παρατηρείς.
Η αθανασία τον ξεπερνά,
μετρά μόνο πόσες φορές άνθησαν τα τριαντάφυλλα
και κάθε Μάη παίρνει το κόκκινο αίμα να τα ραντίσει,
να πλέξει το στεφάνι της άνοιξης,
να προσφέρει τα αγέρωχα παλικάρια
στο διάβα της αγάπης που άδολα σκλαβώνει
καρδιές και βλέφαρα,
ξανά,
μπροστά στη δράση της αντίδρασης.
Με λαούτα και φλογέρες φορτωμένα νότες
οι μελωδίες που παράγει η ευελιξία των αισθημάτων,
σαν πανηγύρι στου ανέμου το τρεμόπαιγμα.
Στο στοίχημα της τυχαιότητας
που το απρόβλεπτο παίρνει μορφή.
Στις σκιές της πόλης, μια μυστηριώδης φιγούρα με μαύρο παντελόνι και μπλούζα, ξανθά μαλλιά που λάμπουν στο φως της αυγής, και μάτια που έχουν χρωματιστεί από τα δάκρυα, κρατάει ένα χαρτί σε ζελατίνη. Μια συνάντηση που ξεκινάει με μια απλή ερώτηση, αλλά γρήγορα μετατρέπεται σε μια αναζήτηση για την αλήθεια πίσω από τα κλαμένα μάτια και την επικείμενη μετακόμιση.
Η ιστορία αυτής της γυναίκας, που ξεδιπλώνεται σταδιακά, είναι μια ιστορία που αντηχεί στις καρδιές όλων μας. Είναι μια ιστορία για την αναζήτηση της ελπίδας στις πιο σκοτεινές στιγμές, για την αναγνώριση της ανθρώπινης ευπάθειας και για την ανάγκη να βρούμε συνδέσμους που μας ενώνουν, ακόμα και όταν οι περιστάσεις φαίνονται αποκομμένες από την πραγματικότητα.
Αυτή η γυναίκα, που ίσως αντιμετωπίζει μια έξωση, μας υπενθυμίζει ότι πίσω από κάθε ανώνυμο πρόσωπο υπάρχει μια ιστορία που αξίζει να ακουστεί. Μας δείχνει ότι η ανθρωπιά δε βρίσκεται μόνο στις μεγάλες ιστορίες που διαβάζουμε ή βλέπουμε, αλλά και στις μικρές στιγμές που συμβαίνουν δίπλα μας, στην καθημερινότητα της ζωής.
Η ποίηση της καθημερινότητας, η ποίηση της ανθρώπινης εμπειρίας, είναι πάντα γύρω μας, ανοιχτή σε όσους είναι έτοιμοι να ακούσουν και να παρατηρήσουν. Και μέσα από αυτή την ποίηση, μπορούμε να βρούμε την κατανόηση και τη συμπόνια που χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της ζωής. Μέσα από τις ιστορίες των άλλων, μαθαίνουμε για τον εαυτό μας και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Και ίσως, μέσα από αυτή την κατανόηση, να βρούμε τον τρόπο να είμαστε πιο ευγενικοί και στοργικοί προς όλους όσους συναντάμε στο ταξίδι της ζωής.
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟ, ΕΠΑΝΩ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ:
Ψηλή μεσόκοπη μαυροντυμένη μαύρο παντελόνι και μπλούζα στις αρχές της γήρανσης ξανθό μαλλί κομμωτηρίου ίσιο μα τα μάτια κόκκινα κλαμένα κρατά στο αριστερό χέρι ένα χαρτί βαλμένο σε ζελατίνη. Την κοίταξα και αστραπιαία άρχισα να ψάχνω μια δικαιολογία για να της μιλήσω προφανώς κάτι συνέβαινε κάτι αναστάτωνε τη γυναίκα αυτή. Τη ρώτησα αν μένει εκεί κάποιος γνωστός μου και γρήγορα και ευγενικά μου απάντησε ότι όχι δεν υπάρχει σε αυτό το κτήριο αυτό το όνομα και χωρίς να προλάβω να ρωτήσω περισσότερα μου είπε προχωρώντας και απομακρυνόμενη πώς αύριο φεύγει θα μετακομίσει. Η σκέψη μου αμέσως πέταξε στριφογύρισε στην αιτία της επικείμενης μετακόμισης συνειρμικά συνδύασα το χαρτί που κράταγε τα κλαμένα μάτια. Μα να η φίλη μου με φώναξε πως εντόπισε τελικά το σπίτι του φίλου μας που ψάχναμε, ήμασταν λίγο μπερδεμένοι μιας και είχαμε αρκετό καιρό να τον επισκεφθούμε η σκέψη απομακρύνθηκε από το γεγονός κουβέντα στην κουβέντα χάσαμε το γεγονός της προηγούμενης στιγμής.
Αργότερα που ξαναέφερα τη συζήτηση στο θέμα αυτό αυτόματα η παρέα είπε έξωση της κάνουν, κάτι κατακάθισε μέσα μου πως να σταθείς σε ένα γεγονός όταν είναι δίπλα σου και όχι στην τηλεόραση ή στις γραμμές μιας εφημερίδας.
Τα σκαλοπάτια ή τα σκαλιά καλύτερα τα βήματα πάνω τους μας οδηγούν πιο πάνω όλο και πιο πάνω.
Από τι είναι φτιαγμένα αυτά τα εμβληματικά σημεία τα ορόσημα στις ζωής την πορεία;
Είναι πέτρινα από σκαλισμένο χώμα απαιτούν ιδιαίτερη προσπάθεια για να τα κατακτήσει κανείς;
Αποτελούν χρυσά βάθρα στην ανθρώπινη πορεία, αφήνουμε το αποτύπωμα μας πάνω τους στο χρόνο στη συλλογική μνήμη στον πλούτο της εμπειρίας μας;
Αλλά το ύψος σε αποκόπτει σε καθιστά επικίνδυνα εκτεθειμένο σε σειρήνες σε κινδύνους ελευθέρας πτώσης στη δημιουργία ενός υπερφίαλου εγώ.
Ναι, μήπως όλα αυτά είναι το πρωτόκολλο των αποτυχημένων αυτών που αντί να ανέβουν τα σκαλιά ανεξήγητα τα κατέβηκαν.
Ήταν απόγευμα όταν πέθανε, η άλλη μέρα θα ξημέρωνε για μας κατσουφιασμένη με τον λαμπρό ήλιο εξαπατημένο,
μεσούρανα κρεμόταν η αλήθεια που δεν την έλεγε κανείς αν και όλοι την έβλεπαν μα δεν την καταλάβαιναν ίδια,
όμοιο καντήλι η προσμονή της, έντρομη να εξηγήσει θα θέλε το ανεξήγητο που έφθανε όπου να ναι,
να μας απαλλάξει από τον χρησμό απ' της σφίγγας το αίνιγμα απ' την ασάφεια του χθες και του μέλλοντος.
Πέθανε σε τούτον τον καιρό που η πείνα σέρνετε οι σφαίρες γυρνάν αδέσποτες οι αρρώστιες άσωτες παράγονται σε εργαστήρια και τα γεράματα έρχονται πρόωρα και η αδιαφορία μας τρώει σα χρυσό σκουλήκι.
Μα αυτού του κόσμου το ίσωμα το ζωγράφισε το αδέσποτο σύννεφο καβάλα στο μεράκι του απλού καλλιτέχνη που έβλεπε το ληστή το βιαστή τον τραπεζίτη τον πειρατή μια φορά τόσο καιρό.
Ζούμε για να πενθήσουμε τη ζωή ξέροντας ότι θα σας αποχαιρετήσουμε σχετικά σύντομα και αυτή η αντίφαση μπερδεύει λίγο την κατανόηση,
λοιπόν, σε μια στοίβα λησμονιές αποκοιμήθηκα σαν έσκυψα να ποιώ νερό ξαναγεννήθηκα.
Υπό το φως του φεγγαριού κόσμε είσαι θλιμμένος
στου μαύρου άνεμου, στις κακιάς ώρας το αντάμωμα,
περιμένω να χαράξεις ίσως και να προφτάσεις.
Πικρό μικρό παιδί έστεκε σιμά σε δροσερή αυγούλα.
μα τώρα εχάθεις, έφυγες
ορφάνεψες τις μνήμες και τα όνειρα.
Πυγολαμπίδες τριγυρνούν σου κλείνουνε το δρόμο.
Τα πάθη σου μας έμειναν παρηγοριά
στις νύχτας το πηκτό σκοτάδι.
Μα τα ποτίζεις λησμονιάς στυφό πιοτό.
Καθώς η ομίχλη απλωμένη γύρω
από μάτια με αντάρα φορτισμένα.
Τα ξωτικά να, το τραβούν και πάλι
σε αλώνια χλωμά και προδομένα
στου Διγενή τα χνάρια πέταλα καρφωμένα
τα βήματα βαριά και ξέμακρα ριγμένα
μες του θλιμμένου κόσμου τη σιωπή.
Μπράβο ..! ...! Καλή πορεία στο χώρο του ιπταμένου νου του ονείρου του πάλλευκου δρόμου στο όραμα που αρμέγει το σήμερα στο κοινό πόθο μιας απεραντοσύνης ατέρμονης.
Καλάθια πλεγμένα περίτεχνα
να οι σκιές να τα φωτεινά να τα χρώματα
οι επιγραφές για τα λουλούδια και τα πανέρια
με τους μενεξέδες τα γαρίφαλα τα δάκρυα του χρηστού
τους κεντημένους ήλιους γύρο από τον καθρέφτη
της καλημέρας τα πρόσωπα που αμίλητα στέκουν να σε κοιτούν αυθάδικα
περιτριγυρίζουν μια άλλη εποχή που έζησε πριν και τη ζήσαμε στο τελείωμα της
ανάμνηση κάπως θολή σαν όλες, όλες τις εποχές που πέρασαν που μας σημάδεψαν
που το γλυκό αεράκι του απομεσήμερου που μπαίνει από το παράθυρο στριφογυρνά
στα μαλλιά τα ξέπλεκα που περνά απάνω από το δέρμα και θολώνει τα μάτια παραλύει την όσφρηση εξάπτει τη φαντασία και στον επερχόμενο ύπνο όνειρα ζωγραφίζει κλαίει για τη φτώχεια για τα ξυπόλυτα γράμματα της αλφαβήτας γεια τα ζεστά μάτια τα άδολα σα τα αφράτα φραντζολάκια του φούρναρη τα μοσχομυριστά μουστοκούλουρα που σκλαβώνουν το νου καθώς το ξεκίνημα της μέρας περνά από το χρόνο σα πυγολαμπίδα και φτάνει τα εβδομήντα εκεί ψηλά πρεσβύωπας παλεύει το παρελθόν με το μέλλον.
Βαθιές οι χαρακές που ο χρόνος αφήνει στο διάβα του
τα μάτια της ένα περίεργο πράγμα είναι ακούραστα
κανένα σημάδι από την κόπωση, το άγαλμα μας αρρώστησε.
Ο καθρέφτης παρατηρητικός αμίλητος ψυχρός
μια πύλη κλειστή αδιαπραγμάτευτα κάθετη
και ο χρησμός ανερμήνευτος όριο της ανυπαρξίας.
Το αύριο ξεκινά μετά οι κραυγές από τις κάργιες να πλαισιώνουν το χώρο
τα νερά τρέχουν.
Χρειάζονται μεγάλα τεχνικά έργα για να σώσουν τον παράδεισο.
Ίσως, μια σκούπα ένα φαράσι ένα ανθοδοχείο με εξαϋλωμένα άνθη ίσως χωρίς αυτά.
Το σκοτάδι ταιριάζει απόλυτα το φως δυστροπεί με την αχρηστία του
ο φόρος μας δηλώνει την καθυστέρηση του Αγγέλου
και τα τύμπανα παρέα με τις σάλπιγγες της Ιεριχούς
δηλώνουν αναρμοδιότητα
δεν αποστειρώνουν τις μέρες που θα σας στείλω
κάθε φορά που ο κόσμος του ανανεώνει τους όρους της παραγωγής
των παραλλαγών της αλήθειας βγαίνει ένας υπόχρωμος καπνός
που πολιορκεί την υγεία μας τη διάθεσή μας.
Τα θέλω μας ζουν κάποιες στιγμές
η χαρά ανασυντάσσει τη διάθεση για χορό και τραγούδι
το θέμα του είναι απρόσιτο.
Αλλαγές νότες ρομαντικές ποίηση Πεζό Ποιημα ποίημα Ποίημα Σκέψεις Τραγούδι