Ένας σπουδαίος Έλληνας συνθέτης, ο οποίος ποίησε ήθος, αγάπησε την πατρίδα, κομίζοντας με το έργο και το παράδειγμά του.
Ο Μάριος Τόκας, ο σπουδαίος αυτός Κύπριος, υπήρξε ένα πρώιμο και έντονο παιδικό μου άκουσμα. Άννα η μητέρα μου και κάθε φορά στην γιορτή της, η «Αννούλα του χιονιά» είχε την τιμητική στο σπίτι μας. Ο συνθέτης μας γεννήθηκε το 1954 στη Λεμεσό, μια πόλη με σημαντική μουσική παράδοση. Ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές εκεί, έχοντας ως όργανο το κλαρινέτο. Η λήξη της στρατιωτικής του θητείας, συνέπεσε με την ημέρα της τουρκικής εισβολής, 20-07-1974! Παρουσιάστηκε με τα πολιτικά και σε μισή ώρα έβαλε και πάλι τα στρατιωτικά. Πέρα από το ότι πολέμησε, υπηρέτησε άλλους 14 μήνες επιπλέον.
Τα βιώματα αυτά δεν έφυγαν, ποτέ, από την ψυχή του. Λειτουργώντας αναχρονιστικά, θα παρουσιάσω ως πρώτο του δίσκο τη «Φωνή Πατρίδας» (MINOS-EMI, 1998), αφού τα εξαιρετικά τραγούδια αυτού του μικρού δίσκου (4 τον αριθμό), αποτελούν βιώμα εκείνων των τραγικών ημερών, ενώ πολύ πριν δικογραφηθούν αγαπήθηκαν μέσα από συναυλίες.
Μέσα σε αυτό το έργο μελοποιήθηκαν σπουδαία ποιήματα, όπως της τουρκοκύπριας Νεσιέ Γιασίν, η οποία έγραψε σπαρακτικά «Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο / ποιο από τα δυό κομμάτια πρέπει ν΄αγαπώ;», ή το λυτρωτικό του Κώστα Μόντη «Ανασήκωσε την πλάτη κι΄απόσεισε τους Πενταδάκτυλε». Όπως σχολίασε ο εξαιρετικός ερμηνευτής τους Γ. Νταλάρας «Κάθε φορά που λέω τραγούδια σαν κι΄αυτά το αίσθημα μου αλλάζει. Δεν είμαι πια ο τραγουδιστής που τραγουδάει τις νότες και τα λόγια. Γίνομαι και εγώ ο άνθρωπος του τόπου και του πόνου του…δεν γράφτηκαν για να γίνουν δίσκοι…τραγουδήθηκαν από στόμα σε στόμα. Έτσι έγιναν γνωστά…Αυτό…όταν συμβαίνει είναι η πιο μεγάλη τιμή και ανταπόδοση για αυτούς που τα έφτιαξαν».
Θα απολυθεί περί τα τέλη του 1975 και θα έρθει στην Ελλάδα, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και την Φιλοσοφική Σχολή. Στην εταιρία MINOS θα τον συστήσει ως ταλέντο ο περίφημος και με καταγωγή, επίσης, από την Κύπρο Μάνος Λοΐζος. Στην εταιρία, επίσης, θα τον συναντήσει, τυχαία, ακούγοντας συνθέσεις του, τις οποίες εκείνη την στιγμή έπαιζε στο πιάνο, ο Μανώλης Μητσιάς. Η γνωριμία αυτή, θα καταλήξει σε συνεργασία κατά τον πρώτο δίσκο του Τόκα «Τραγούδια της Παρέας». Ο τίτλος ήταν μεν αναφορά στην επίδραση την οποία του άσκησε ο Λοΐζος, ωστόσο ορισμένα ακούσματά του, δείχνουν να έχουν και ορισμένες άλλες επιρροές, παλαιότερες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης του 60΄, δίσκοι εκείνης της περιόδου, όπως το «Αχ Έρωτα» του Λεοντή, αλλά και πιο δωρικές, όπως ενορχηστρώσεις του Σπ. Παπαβασιλείου στα «Λαϊκά 1976΄» και της δισκογραφίας του Άκη Πάνου. Ο ίδιος, βέβαια, θεωρούσε ότι γενικά έφερε μέσα του ως επιρροή τον Θεοδωράκη και τον Λοΐζο. Από εκείνη την δουλειά, οι στίχοι της οποίας ανήκουν στον ίδιο τον συνθέτη (αφού ως φοιτητής ήταν δύσκολο να τον εμπιστευτεί άμεσα κάποιος δόκιμος στιχουργός), δύο τραγούδια έμειναν ως τις ημέρες μας. Ο "Αλήτης" με στίχους όπως «Σε χίλιους δυο μπελάδες για σένα μπλέκουμαι / στην γειτονιά σου όλοι γι΄ αλήτη μ’ έχουνε. Τόσα στο κατώφλι σου βράδια ξαγρυπνώ άνοιξε για λίγο την πόρτα» ή το κατεξοχήν παρεΐστικο «Φωνάζουν οι γειτόνοι».
Πολύ σημαντική δημιουργία του και ας μην έμεινε στη συλλογική μνήμη, υπήρξε το «Πικραμένη μου γενιά» (COLUMBIA, 1981), μελοποιώντας Γιάννη Ρίτσο, σε ερμηνεία του Λάκη Χαλκιά. Σε κάποια τραγούδια το αποτέλεσμα δείχνει πιο κοντινό στο Λοΐζο, όπως στο «Θεέ μου τι μέρα», ενώ σε άλλα στους «Έργάτες» του Μαρκόπουλου, όπως στο «Χαμό του Λεβέντη». Όμως γενικά είναι ένα πραγματικά αποτέλεσμα πολύ ώριμο, με αναφορές οι οποίες αγγίζουν και το σήμερα («Τα μαγαζιά σφαλίσαν πια, στη γη ξεμείναν τα κουπιά, σου κόπηκε το κομπολόι, σταμάτησε και το ρολόι»). Το τραγούδι το οποίο, όμως, υπήρξε σταθμός, έστω και αν έγινε γνωστότερο από την δεύτερη του εκτέλεση με τον Α. Καλογιάννη, είναι το υπέροχο «Δεν κλαίω»: «Δεν κλαίω για αυτά που μου `χεις πάρει για αυτά που μου `χεις αρνηθεί μου `χεις χαρίσει ένα φεγγάρι γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ».
Ωστόσο το πιο μελωδικό και ερωτικό ύφος του. το οποίο εκκινεί ως ένα βαθμό από την δισκογραφία Μ. Λοΐζου – Λ. Παπαδόπουλο ή το «Ένα Γράμμα» του Α. Βαρδή, θα εγκαθιδρυθεί για τα καλά με τον δίσκο «Τα βοριαδάκια», στην οποία συνεργάστηκε με τον Σ. Αλιβιζάτο. Τραγούδησαν οι Θέμης Αδαμαντίδης, Νίκος Νομικός και η Γιάννα Κομνηνού. Φρέσκος δίσκος, ερωτισμός και διάθεση για ευαισθησία και ταξίδι. Ένα τραγούδι, μου θυμίζει πάντα την πρώτη ημέρα της εγγραφής μου στο Πανεπιστήμιο, 28 Σεπτεμβρίου του 1992. Μην γνωρίζοντας την Θεσσαλονίκη, πήγαινα βόλτα πάνω-κάτω στον άξονα της Εγνατίας, από τα Πανεπιστήμια έως την Αγίας Σοφίας. Αργότερα δειλά-δειλά προς τον ΟΣΕ, χωρίς να στρίβω από φόβο μην χαθώ: «Μόνος γυρίζω στη Σαλονίκη, μια στην Καμάρα και μια στα τρένα. Βρήκα σπιτάκι με λίγο νοίκι κι αυτό ακόμα μου λέει για σένα».
Ωστόσο μεγάλη διαχρονική επιτυχία του, αναδείχθηκε το «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί».
Θα ακολουθήσει ένας ιστορικός δίσκος, ο οποίος στην αποδοχή του κόσμου ξεπεράστηκε, ίσως, μόνο αργότερα, με την «Εθνική μας μοναξιά». Μιλάμε για τα «Μικρά Ερωτικά» (POLYDOR, 1984). Ίσως τον καλύτερο δίσκο του Αντώνη Καλογιάννη. Εδώ απαντούν τα ντουέτα με την Μαρινέλλα στο «Σ΄αγαπώ (σαν το γέλιο του Μάη)», η εξαιρετική επανεκτέλεση στο «Δεν Κλαίω» του Γ. Ρίτσου, το «Ταξίδι στη βροχή», η «Αννούλα του χιονιά», το «Όπου και να πας (θα με θυμάσαι)».
Η καταξίωση του συνθέτη είχε δρομολογηθεί και συνεχίστηκε με έναν εξαίσιο και πάλι δίσκο, σε στίχους Ανδρέα Νεοφυτίδη, με τίτλο «Στην Λεωφόρο της Αγάπης» (MINOS, 1987).
Παρά την επιτυχία την οποία είχε κάνει, ήδη, ο Τόκας, το να ζητήσει για τον επόμενο δίσκο από τη Μ. Μάτσα σε ένα δίσκο τις ερωτικές κορυφές των τραγουδιστών της Ελλάδας (Πάριο, Αλεξίου, Γαλάνη), ακουγόνταν σαν απαίτηση ψώνιου. Όμως ο συνθέτης ήξερε καλά τί υλικό είχε στα χέριο του και ζήτησε, τουλάχιστον, να του δωθεί η ευκαιριά να ακούσουν το υλικό πριν τον απορρίψουν. Αμα τη ακροάση, ο δίσκος πήρε το δρόμο γρήγορα για της ηχογράφησης. Πολλές οι επιτυχίες στα τραγούδια του. Ο Γιάννης Πάριος έδωσε ρεσιτάλ ειδικά στο ομώνυμο τραγούδι, υψηλής πραγματικά αισθητικής. Παραχώρησε το «Εξαρτάται», στη Χαρούλα Αλεξίου, προβλέποντας πως αυτό θα αγαπηθεί περισσότερο. Η Αλεξίου, πάντως, φαίνεται ότι μάλλον αγάπησε περισσότερο την εξαιρετική «Ξεχασμένη αποσκευή»), παρότι όντως το «Εξαρτάται» θριάμβευσε.
Η Δ. Γαλάνη ανέδειξε το «Όποιο δρόμο και να πάρω», ενώ ο δίσκος είχε και τέταρτο ερμηνευτή, τον εξαιρετικό και αδικοχαμένο Δ. Θεοδόση, από τον οποίο έγινε γνωστό ιδιαίτερα το «Κι΄όλο εγώ περίμενα». Ένας δίσκος προς συνθετική, στιχουργική και ερμηνευτική μελέτη, υψηλής πραγματικά αισθητικής, προτεινόμενο για κάθε ταλαντούχο νέο ο οποίος θέλει να ασχοληθεί με τον χώρο.
Την ίδια χρονιά, θα γνωρίσει σε όλη την Ελλάδα την Κωνσταντίνα με τον δίσκο «Τραγούδια για την Κωνσταντίνα» (LYRA 1987), συνεργαζόμενος και πάλι με τον Σ. Αλιβιζάτο. Η ελληνοκύπρια τραγουδίστρια, με την ζεστή και ερωτική φωνή της, θα αναδειχθεί πολύ γρήγορα με βάση αυτό το έργο, σε ένα από τα πρώτα ονόματα, τότε, στην Ελλάδα και για πολλά χρόνια. Εξαιρετικά τραγούδια οι «Θάλασσες», το ντουέτο με τον Γ. Πάριο «Σημάδι» και κυρίως το «Άγγελέ μου και φονιά», το οποίο παιζόταν, τότε, παντού.
Το 1989 θα συνεργαστεί με τον Γιώργο Χατζηνάσιο στο «Θεσσαλονίκη Δώδεκα και πέντε» (MINOS, 1989), αλλά το μεγάλο γεγονός εκείνης της χρονιάς, υπήρξε ο προσωπικός του δίσκος με τον Γιάννη Πάριο «Σαν τρελό φορτηγό» (MINOS, 1989). Ο δίσκος αυτός ξεχώρισε για τις πιο δυναμικές ενορχηστρώσεις του. Η εποχή κινούνταν στους έντονους ρυθμούς των μεγάλων πολιτικών συγκεντρώσεων, των μπλε και πράσινων καφενείων, τους οποίους μόνο ο Νίκος Γκάλης με τον Άρη ένωναν για λίγο. Σε συνεργασία με το μέγεθος του Γιάννη Πάριου, θα αναδείξει πολλές επιτυχίες, με πρώτο το ομώνυμο τραγούδι, το «Σε κατηγορώ», «Σε εκδικούμαι», «Έλα της τρελής αν θες να γίνει» κ.α. Νομίζω, πάντως, πως πιο διαχρονικό έμεινε το «Απόψε»: «Απόψε, πού να βρίσκεσαι πες μου πού πας και τι κάνεις απόψε/ μη μ’ αφήνεις φοβάμαι την τρέλα της πλάνης μου διώξε».
Η δεκαετία του 90΄ θα εισαχθεί ασφαλώς με ιστορικό επίκεντρο την πτώση των ολοκληρωτικών σοσιαλιστικών καθεστώτων. Μπροστάρης σε αυτήν την αλλαγή, υπήρξε η πτώση της δικτατορίας στη Ρουμανία το 1989. Ακολούθησε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Για τον Ελληνισμό, τον οποίο είχε πάντα στην καρδιά του ο Μάριος Τόκας, αυτό σήμαινε πρακτικά δύο πράγματα: Το ένα ήταν η μεγάλη ευκαιρία για την ένωση της Κύπρου, με βάση την ένωση του Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου. Το Βερολίνο μετά την πτώση του τείχους, έμοιαζε σαν προφητεία ένωσης της διχοτομημένης Λευκωσίας. Το άλλο, βέβαια, γεγονός, υπήρξε η ανάδυση του μακεδονικού προβλήματος, απόρροια της διάλυσης της μετά τον Τίτο Γιουγκοσλαβίας. Αυτό απετέλεσε μια συγκυρία, ώστε να λατρευτούν παλαιότερα τραγούδια από δίσκους όπως το «Σεργιάνι στον Κόσμο» του Γ. Μαρκόπουλου και να δισκογραφηθούν τραγούδια με εθνικές αναφορές τα οποία παρέμεναν στο συρτάρι.
Το πρόβλημα στην σταδιοδρομία του Τόκα, ήταν ότι οι μεγάλες επιτυχίες του, τον είχαν οδηγήσει σε μια συνθετική δραστηριότητα με καθαρά ερωτικό στίγμα. Μέσα του, όμως, δεν το έκρυβε, έφερε τον Μίκη, αλλά και το πιο δωρικό λαϊκό τραγούδι. Και κάποια στιγμή αυτό θα έπρεπε να το εκφράσει, παρότι ο πρώτος δίσκος του στη δεκαετία του 90΄, ήταν και πάλι ερωτικός. Αναφερόμαστε στο «Στάζεις Έρωτα» (MINOS, 1991), και τη συνεργασία του συνθέτη με τον Τόλη Βοσκόπουλο. Στίχους έγραψαν οι δύο έως τότε βασικοί στιχουργοί με τους οποίους ο Τόκας είχε συνεργαστεί, δηλαδή ο Σ. Αλιβιζάτος και ο Α. Νεοφυτίδης, αλλά και άλλοι όπως ο Κ. Φασουλάς, η Α. Αργυρού καθώς και από ένα τραγούδι οι Γ. Πάριος και Ν. Δημητράτος. Το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, σε στίχους του τραγουδιστή, όπως και το «Βαρέθηκα» («Βαρέθηκα, δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να σ’ αντέξει, εσύ κατάντησες κι αυτό το "σ’ αγαπώ" μια κουρασμένη λέξη»), υπήρξαν οι σημαντικές επιτυχίες της δουλειάς αυτής, μαζί με την επανεκτέλεση του όμορφου, πραγματικά, «Πάμε» («Πάμε/ να σ’ έχω αγκαλιά μαζί σου να κοιμάμαι/ πάμε/ έγιν’ ο κόσμος μια σταλιά κι εγώ τονε φοβάμαι, πάμε»), το οποίο είχε ερμηνεύσει πρώτη η Κωνσταντίνα το 1987. Ο δίσκος αυτός έχει πολύ προσεγμένες ενορχηστρώσεις, αλλά είναι, μάλλον, ανέμπνευστος, με την πομπώδη ερμηνεία του Τόλη να τον χαρακτηρίζει.
Την επόμενη χρονιά, ασφαλώς, θα γραφτεί ένας δίσκος ο οποίος έγραψε Ιστορία. Μιλάμε, βέβαια, για την «Εθνική μας μοναξιά».
Ο Μητροπάνος ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ταυτιζόμενος με το ΚΚΕ, αλλά όχι και με τις γραμμές του στις οποίες ασκούσε κριτική, είχε μια φωνή η οποία λατρεύθηκε στο ευρύτερο λαϊκό κοινό και την πίστα. Όμως ο ίδιος ζητούσε να τραγουδήσει άλλα πράγματα, για τα οποία καμία εταιρία δεν ρίσκαρε. Έμεινε πρώτο όνομα σε εταιρίες οι οποίες παρήκμαζαν λόγω της γιγάντωσης της MINOS. Δύο εξαιρετικές συνεργασίες για τις οποίες ήταν περήφανος, δεν περπάτησαν όσο έπρεπε: «Τα Πικροσάββατα» με τους Μ. Θεοδωράκη και Λ. Παπαδόπουλο και «Τα Νυχτέρια μας» με τους Σ. Κουγιουμτζή και Λ. Τεάζη. Η αλλαγή εταιρίας έφερε τον Μητροπάνο στην κραταιά MINOS, όμως εκεί δεν ήταν, δικαίως, το πρώτο όνομα. Οι δίσκοι του αυτής της περιόδου λίγα πράγματα κατάφεραν να δώσουν. Μέχρι που ήρθε ο Μάριος Τόκας, στη συγκυρία του Μακεδονικού. Συζητούσαν για να κάνουν μαζί δίσκο, ήδη, από το 1978. Όπως είπε ο Μητροπάνος, τότε, στον Λ. Παπαδόπουλο «Επιτέλους μου έκατσε». Το «Σ΄ αναζητώ στη Σαλλονίκη», ένα τραγούδι που είχε γραφτεί χρόνια πριν αλλά είχε απορρίψει τους στίχους οι Χ. Αλεξίου, ακούστηκε παντού. Δεν θυμάμαι άλλο τραγούδι να έχει κάνει τόσο μεγάλη επιτυχία σε εθνικό επίπεδο.
Μεγάλη επιτυχία έκαναν πολλά τραγούδια του δίσκου, κυρίως αυτά των οποίων οι στίχοι ανήκουν, στον Φίλιππο Γράψα, όπως το «Μια στάση εδώ», το ομώνυμο του δίσκου και το «Πως μου μιλάς». Από τα τραγούδια των άλλων στιχουργών άρεσε, ιδιαίτερα, η β΄ εκτέλεση του «Θάλασσες», το «Κράτα καρδιά μου ενός λεπρού σιγή», του Κ. Φασουλά και το «Ένα παράπονο» του Σ. Αλιβιζάτου.
Από εκείνη την στιγμή άρχισε τόσο η αναβάθμιση του Δ. Μητροπάνου, αφού πέρασε και σε ένα άλλο κοινό, όσο και έγινε γνωστό το όνομα του Τόκα στον κόσμο, αφού μέχρι ήξεραν, αναμφίβολα, πολλά τραγούδια του, αλλά όχι τόσο τον δημιουργό. Την επόμενη χρονιά, θα συνεργαστεί με την Αλέκα Κανελίδου στα «Δίδυμα Φεγγάρια» (ΕΜΙ, 1993). Στον δίσκο αυτό θα δώσει 5 τραγούδια, εκ των οποίων το ομώνυμο, σε στίχους Κ. Φασουλά, θα γνωρίσει, δίκαια, μεγάλη αποδοχή.
Η συνεργασία αυτή, σε τους στίχους (πλην ενός) του Φ. Γράψα, θα συνεχισθεί και στον «Παρέα μ΄ένα ήλιο», (MINOS-EMI, 1994), ο οποίος θα σαρώσει, επίσης, αλλά με το κοινό αυτή τη φορά υποψιασμένο. Το αυθεντικό και δωρικό λαϊκό συνάντησε και πάλι άξιες συνθέσεις και ενορχηστρώσεις. Τα «Λαδάδικα» και το «Ζεϊμπέκικο του Αρχάγγελου», έμειναν αθάνατα.
Ωστόσο ακούστηκαν αρκετά το επίσης λαϊκό «Η επιστροφή του Ασώτου». Αλλά και η μπαλάντα, είδος στο οποίο δεν φημίζονταν ο Μητροπάνος, μας έδωσαν, τουλάχιστον, δύο εξαιρετικά τραγούδια: «Τον Αύγουστο που μου χρωστάς» και «Πάντα επιστρέφεις εδώ».
Το 1995 θα δώσει σημαντικές επιτυχίες στην ανερχόμενη, τότε, Κατερίνα Κούκα με τον δίσκο «Δεν σκοτώνουν την αγάπη με την πρώτη αφορμή», όπου επιτυχία θα γίνει το «Αν δεν γεννηθείς αστέρι» και τα χορευτικά «Μύκονος» και «Σήκω να χορέψουμε». Όμορφο τραγούδι, θυμίζοντας συνεργασίες με τον Πάριο, είναι και το «Χαμένο Όνειρο».
Την ίδια χρονιά θα γράψει με την Τάνια Τσανακλίδου το παιδικό δίσκο «Άρες, μάρες, κουκουνάρες», σε στίχους Φώντα Λάδη (ΕΜΙ). Θα γνωρίσει στο ευρύ κοινό τον Στέλιο Διονυσίου, δημιουργώντας το «Με όνομα βαρύ σαν Ιστορία» (MINOS, 1997). Το ομώνυμο, αλλά κυρίως το «Ψηλά τα χέρια», αμφότερα του Φ. Γράψα, θα γίνουν μεγάλες επιτυχίες άμεσα, ενώ θα ακουστεί ιδιαίτερα και το «Θα τη χωθώ σε κάποιο μπαρ», σε στίχους του Β. Φρίγκη.
Είναι πραγματικά δύσκολο να αναφερθούμε εκτενέστερα στις συνεργασίες του μετά το 1997. Ο ίδιος αγαπούσε πολύ το «Θεογενήτωρ Μαρία» (MINOS, 1998, ). Έκανε επιτυχίες οι οποίες επένδυσαν τηλεοπτικές σειρές όπως το «Βίος Ανθόσπαρτος», με τον Μανόλη Μητσία σε στίχους του συνθέτη (MINOS, 1998) και το εξαιρετικό η «Αγάπη ήρθε από μακριά», σε στίχους Φ. Γράψα (Columbia, 2003).
Μπήκε δυναμικά στον 21οαιώνα, συνεργαζόμενος με τον Π. Τερζή στο «Θέλω να πω» (MINOS-EMI, 2001), με τραγούδια όπως το «Φαντάσου», σε στίχους Κ. Φασουλά. Πολύ αξιόλογο τραγούδι είναι το ζεϊμπέκικο «Σαν σημαδέψεις αετό» με τον Θέμη Αδαμαντίδη σε στίχους Σ. Χαρίτου από το «Σε πρώτο πλάνο» (MINOS-EMI, 2006). Εξαιρετικό είναι και το ορχηστικό Fontana Amorosa (Eros, 2006).
Τελευταίος εν ζωή δίσκος υπήρξε το «Άσπρο μαντήλι ανέμιζε» με τον Βασίλη Σκουλά σε στίχους Κ. Φασουλά (LEGEND, 2007). Έφυγε στις 27 Απριλίου του 2008, χτυπημένος από νεοπλασία, όχι μόνο ως μεγάλος συνθέτης, αλλά και ως εξαίρετος Έλληνας. Τον αποχαιρετούμε με στίχους, τους οποίους τραγούδησε ο Β. Σκουλάς: «Ανάμεσα στον ήλιο και τη μπόρα βαδίζω μια μεγάλη ανηφόρα/ Εκεί βρεθήκαμε κι εμείς σε λάθος ώρα ανάμεσα στον ήλιο και τη μπόρα»
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο