ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ
«Από παιδί ήμουν περίεργος»
Του ΝΙΝΟΥ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ
Η τελευταία μεγάλη
συνέντευξη που έδωσε ο σουηδός σκηνοθέτης στην κρατική τηλεόραση της χώρας του, παρέα με τον στενό φίλο και πρωταγωνιστή σε πολλές ταινίες του Ερλαντ Γιόζεφσον. Μιλάει για τα παιδιά του, τις γυναίκες του και τη συμφιλίωση με το τέλος
Το τέλος μιας ολόκληρης εποχής σημείωσαν οι πρόσφατοι θάνατοι δύο μεγάλων σκηνοθετών του παγκόσμιου κινηματογράφου: του Σουηδού Ινγκμαρ Μπέργκμαν και του Ιταλού Μικελάντζελο Αντονιόνι. Στην τελευταία μεγάλη του
συνέντευξη, που έδωσε στη σουηδική τηλεόραση (και που περιλαμβάνεται στο ειδικό DVD στην έκδοση της ταινίας «Κραυγές και ψίθυροι» στη σειρά Criterion Collection), συντροφιά με τον στενό, από την παιδική του ηλικία, φίλο, συνεργάτη και ηθοποιό σε αρκετές ταινίες του, Ερλαντ Γιόζεφσον («Πρόσωπο με πρόσωπο», «Σκηνές από ένα γάμο», «Σαραμπάντ» κ.ά.), ο 77χρονος τότε Ινγκμαρ Μπέργκμαν μίλησε για τη ζωή του, το θάνατο και τον έρωτα. Μεταφέρουμε μεγάλο μέρος της
συνέντευξης αυτής που φωτίζει την πολύμορφη προσωπικότητα του σκηνοθέτη κλασικών ταινιών όπως «Η έβδομη σφραγίδα», «Αγριες φράουλες», «Κραυγές και ψίθυροι», «Φανή και Αλέξανδρος» κ.ά.
- Εχουν γραφτεί πολλά για τη συχνά όχι και τόσο ευχάριστη συμπεριφορά σας...
«Οταν ήμουν νέος ήμουν πολύ οξύθυμος. Μια φορά έχασα την αυτοκυριαρχία μου, ήμουν σ' ένα τηλεοπτικό σταθμό και άρπαξα την τσάντα που κουβαλούσα και την πέταξα στο τζάμι του παραθύρου. Φερόμουν άσχημα και ήμουν επιπόλαιος. Αλλά τα τελευταία 20 χρόνια, το βλέπω ξεκάθαρα ως παρέκκλιση επαγγελματισμού. Γιατί μέσα σ' αυτή την περίεργη κατάσταση που επικρατεί σ' ένα στούντιο, όπου μαζεύονται τόσοι άνθρωποι, χρειάζεται να υπάρχει μια ομαλή, ήρεμη, ευχάριστη και ισορροπημένη ατμόσφαιρα για να μπορεί να εργάζεται κανείς. Ατμόσφαιρα που να είναι και δυναμική».
- Κάποτε γρονθοκοπήσατε έναν κριτικό...
«Αυτό δεν έγινε επειδή έχασα την ψυχραιμία μου. Ηταν κάτι το προμελετημένο. Με κατάτρεχε για χρόνια, με πολύ άσχημο τρόπο. Τον είχα δει να κάθεται διαγώνια απέναντί μου. Ηταν στη διάρκεια μιας πρόβας, σκέφτηκα πως στο διάλειμμα μπορούσα να του έδινα μία, θα γλίτωνα απ' αυτόν για όλη μου τη ζωή. Επειτα από αυτό η εφημερίδα δεν θα του επέτρεπε να ξανακάνει κριτική στο έργο μου. Το σωματείο κριτικών έκανε έκτακτη συνέλευση και αποφάνθηκε πως μια τέτοια συμπεριφορά είναι ανάρμοστη. Αλλά, γιατί όχι; Η λεκτική βία είναι το ίδιο φριχτή όπως και η σωματική. Αφού την είχα υποστεί για τόσα χρόνια, νομίζω ότι το δικαιούμουν. Στην πραγματικότητα, δεν του έδωσα γροθιά. Τον άρπαξα από το γιακά κι εξαφανίστηκε πίσω από τα μουσικά αναλόγια. Αυτό ήταν όλο. Υστερα μου βάλαν πρόστιμο 5.000 κρόνους, γιατί μια γυναίκα εισαγγελέας ήθελε να κάνει όνομα. Αξιζε όμως τον κόπο. Γιατί αυτός ο κριτικός επειδή γνώριζε πως δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί μου άρχισε να τα βάζει με τον Ερλαντ (Γιόζεφσον) επειδή ήμασταν φίλοι. Κι άρχισε να επιτίθεται στα παιδιά μου και σε κοντινούς μου ανθρώπους που εργάζονταν στο θέατρο. Μακάρι να βράζει στην κόλαση».
- Εσείς και ο Ερλαντ αποκτήσατε πολλά παιδιά, αλλά δεν μιλάτε γι' αυτά συχνά. Πώς είσαστε ως πατέρας;
«Δεν παίξαμε το ρόλο του πατέρα. Τα παραγνωρίσαμε τα παιδιά μας, αλλά αυτό που πρέπει να προσθέσω είναι πως οι μητέρες τους ήταν θαυμάσιες κυρίες. Ποτέ τους δεν μας εξευτέλισαν. Μας είπαν ένα-δυο πράματα αλλά ποτέ δεν έχυσαν δηλητήριο, για να δείξουν τη θλίψη ή την απογοήτευσή τους για όσα πέρασαν. Καμιά τους!».
- Γιατί γελάσατε όταν είπα για πατέρες;
«Γιατί είχα ένα μικρό καβγά μ' έναν από τους γιους μου και του είπα: "Ξέρω πως δεν ήμουν καλός πατέρας". Και άρχισε να μου φωνάζει: "Δεν ήσουν καλός πατέρας; Δεν υπήρξες καθόλου πατέρας". Και ίσως να μην ήμουν. Στη ζωή μου, πάντως, αυτές οι γυναίκες, οι κυρίες, που γέννησαν τα παιδιά μου, ήταν αρκετά γενναιόδωρες και δεν μίλησαν ποτέ κακά για μένα στα παιδιά. Πρέπει να προσθέσω πως είμαι πολύ καλός φίλος με τα παιδιά μου. Είναι κάτι το πολύ ανθρώπινο. Και κάτι άλλο, για το οποίο είμαι ευγνώμων στη γυναίκα μου Ινγκριντ. Για τα 60ά γενέθλιά μου κάλεσε στο σπίτι μου στο Φαρό όλα μου τα παιδιά. Και τα εννιά. Και, ξέρεις, μερικά δεν γνώριζαν σχεδόν καθόλου την ύπαρξη των άλλων. Από τότε όμως κρατάνε επαφή μεταξύ τους, έγιναν φίλοι».
- Εχετε ένοχη συνείδηση;
«Είχα πολύ αυστηρή ανατροφή και εκείνη την εποχή δεν μπορούσες παρά να έχεις ένοχη συνείδηση. Κατά διάφορους τρόπους, ήμουν κάθαρμα. Ημουν απατεώνας και ψεύτης. Φερνόμουν αισχρά. Στο τέλος δεν το άντεχα. Αποφάσισα πως δεν έπρεπε να έχω ένοχη συνείδηση. Την ξεφορτώθηκα. Τα ένοχα αισθήματα, βέβαια, δεν απαλείφονται. Γι' αυτό αποφάσισα να γίνω ο καλύτερος του κόσμου στο επάγγελμά μου. Δεν θα υπήρχαν όρια για μένα. Ολα ήταν συνδεδεμένα. Η αίσθηση απόλυτης αποτυχίας μου ως ανθρώπινου όντος και η επιθυμία μου να το αναπληρώσω με το να επιτύχω επαγγελματικά, μέσα στα όρια του δυνατού. Αυτό με τη σειρά του με ανάγκασε να πάρω ορισμένες αποφάσεις. Να ακολουθήσω ένα πολύ ασκητικό στιλ ζωής: Ακρίβεια, συνέπεια, νηφαλιότητα... Μια αυστηρότητα που ήταν δοκιμασία για τους συναδέλφους μου. Απαιτούσα το ίδιο και από εκείνους».
- Πώς ήσασταν στον έρωτα με τις γυναίκες;
«Κάθε φορά που ερωτευόμουν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να κατακτήσω τη γυναίκα. Αντίθετα, ο Ερλαντ και ο Σβεν Νίκβιστ δεν χρειαζόταν να κάνουν το παραμικρό. Αν ζητάς έναν ορισμό στο θέμα "Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν και ο έρωτας", είναι αυτός: Απ' όσο θυμάμαι, σ' όλη μου τη ζωή ήμουν πάντα ερωτευμένος. Αυτό ξεκίνησε με τη μητέρα μου. Ημουν τρελά ερωτευμένος με τη μητέρα μου. Ηταν τόσο όμορφη. Αλλά είχε μια τέτοια αυστηρή, πουριτανική ανατροφή που δεν μπορούσε να δείξει οποιαδήποτε δείγματα στοργής γιατί ήμουν αγόρι. Αλλά όταν αρρώσταινα -η μητέρα μου ήταν πτυχιούχος νοσοκόμα- τότε απελευθέρωνε την τεράστια αγάπη της. Γι' αυτό συνεχώς αρρώσταινα! Αλλά επειδή ήταν νοσοκόμα, το καταλάβαινε».
- Κοιτάζοντας τις γυναίκες στη ζωή σου, η κάθε σχέση κρατούσε τρία χρόνια...
«Οχι, πέντε, αλλά μετά συνάντησα την Ινγκριντ Φονρόσεν κι αυτό κράτησε 24 χρόνια. Υστερα η Ινγκριντ πέθανε, αλλιώτικα θα συνεχίζαμε. Οταν η Ινγκριντ αποφάσισε να με παντρευτεί, όλες οι άλλες σχέσεις διακόπηκαν. Ηταν αληθινός έρωτας. Ημουν 52 χρόνων όταν παντρευτήκαμε και μόλις τότε είχα πραγματικά αρχίσει να ξεπερνώ την εφηβεία. Και αυτός ο γάμος που έζησα ήταν πολύ έντονος. Το αστείο είναι πως η Ινγκριντ έμοιαζε τόσο με τη μητέρα μου. Αυτό ίσως να είχε κάποια σημασία. Είχαμε τέτοια βαθιά επικοινωνία».
- Ποιο ήταν το πρόβλημα στα εφηβικά σας χρόνια;
«Ημουν ψηλός και σκυφτός, κοκαλιάρης, είχα και σπυράκια. Δεν αισθανόμουν άνετα με το σώμα μου. Τα κορίτσια με βρίσκαν πολύ κωμικό. Θυμάμαι, ήταν ένα κορίτσι που με λυπήθηκε. Ηταν 14 χρόνων, εγώ ήμουν 16. Ηταν χοντρή, διπλάσια στο μπόι μου, δεν ήταν πολύ όμορφη. Ηταν πολύ γλυκιά και προετοιμάζαμε μαζί τα μαθήματα. Αρχίσαμε να κάνουμε εξάσκηση πάνω σ' ένα φθαρμένο, σακουλιασμένο καναπέ, στο σπίτι της. Αρχισα να γυρίζω ταινίες το 1945 και τότε πρώτη φορά αισθάνθηκα τη δύναμη αυτής της ερωτικής ατμόσφαιρας. Αλλά κι αυτό δεν είναι εντελώς αλήθεια. Επειδή ήμουν νέος, άπειρος, ανασφαλής και φοβισμένος, αισθανόμουν συνεχώς οργισμένος. Φώναζα και έβριζα συνεχώς. Υστερα από μερικά χρόνια, όταν άρχισα να ελέγχω το επάγγελμά μου εμφανίστηκε αυτή η έλξη που δημιουργείται εκεί που πέφτουν οι προβολείς. Αρχισα να ερωτεύομαι τις πρωταγωνίστριές μου. Δεν κατέληγε πάντα σε ερωτική σχέση, αλλά υπήρχε αυτή η ερωτική ατμόσφαιρα».
- Πώς αισθάνεστε τώρα σ' αυτή την ηλικία;
«Εχω συνεχώς την αίσθηση πως ζω σ' ένα χάος και πως αν δεν το ελέγξω θα χαθώ μέσα σ' αυτό. Οσον αφορά τον κόσμο γύρω μου και τον εαυτό μου, είμαι πολύ καλά οργανωμένος. Μισώ οποιοδήποτε τρόπο αυτοσχεδιασμού. Τώρα πια δεν έχω καθόλου κοινωνική ζωή. Ποτέ δεν μου ήταν δύσκολο να είμαι μόνος. Μου αρέσει η μοναξιά. Αισθάνομαι την ανάγκη της».
- Και για το θάνατο, τι έχετε να πείτε; Τα γεράματα πιστεύετε πως φέρνουν συμφιλίωση με το θάνατο, όπως λέει και ο Στρίντμπεργκ που τόσο αγαπάτε;
«Τόσο ο Ερλαντ όσο κι εγώ έχουμε σοβαρό λόγο να τον μελετάμε. Δεν φανταστήκαμε ποτέ πως είναι τόσο δύσκολο. Γιατί αρχίζεις να μαραζώνεις και αρχίζουν να σε καταβάλλουν οι αρρώστιες. Μικρές, γελοίες αρρώστιες που γίνονται αναπόσπαστο τμήμα της ζωής σου. Το να γερνάς είναι πολύ δύσκολη δουλειά. Είναι κάτι που δεν το συζητούμε συχνά. Θα 'πρεπε όμως να το συζητάμε. Να γερνάς είναι μια εργασία πλήρους απασχόλησης. Να προσπαθείς να λειτουργείς αξιοπρεπώς. Δεν έχω αποδεχτεί το ότι θα πεθάνω. Αλλά είχαμε μια συμφωνία με τον Ερλαντ, κάναμε μάλιστα και αστεία, πως εγώ θα πεθάνω πρώτος (...) Δεν φοβάμαι το θάνατο. Αντίθετα, πιστεύω πως θα έχει ενδιαφέρον. Φριχτό είναι να καταλήξεις φυτό, ή να είσαι βάρος σε άλλους. Αν το πνεύμα μου ήταν αναγκασμένο να ζει σ' ένα σώμα που τα όργανά του το υπονόμευαν... Αλλά υπάρχουν δυνατότητες να αποφασίσεις αν θέλεις να εξακολουθείς να ζεις. Θα 'θελα να αποφασίσω τι θα κάνω».
- Υπάρχει ακόμα διάθεση για απόλαυση της ζωής;
«Ναι, είναι αναγκαίο, είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις. Ενόσω έχουμε ακόμη τα δόντια μας. Βλέπεις, σ' όλη τη ζωή μου, από τότε που ήμουν παιδί ήμουν πάντα πολύ περίεργος. Και η περιέργειά μου, σ' όλα τα δυνατά επίπεδα, γιατί υπάρχουν διάφορα επίπεδα περιέργειας, είναι απεριόριστη. Είναι θαυμάσιο δώρο».
ενετ- 12/08/2007