«Καμαρώστε με κυρίες και κύριοι
Είμαι ένας χαρταετός με χρώματα τρελά
Με γέννησαν δυο τεμπέληδες εργάτες
Είπαν κι οι δυο τους στα κρυφά πως θα πιάσω πολλά
Και ξέρεις κάτι ρε συ είχανε δίκιο
Καθαρή Δευτέρα σήμερα και βρέχει απ' το πρωί
Μα εγώ χορεύω πάνω απ' τη συννεφοσκεπή στέλνω χαιρετίσματα γιορτάζω τη φυγή
Σαν τους παλιούς τους πειρατές έχω μεγάλα σκουλαρίκια
Μια ουρά σαν αρχαίος διάβολος
Πως μ' αρέσει να πετάω πάνω απ' την αλήθεια
Να μου φαίνονται όλα αστεία και μικρά κι αλλιώς
Να ακούω τις φωνές από τα σπίτια να παραλλάζω αρρωστημένα μυστικά
Δε μετανιώνω και αν τον χρόνο έφερνα πίσω
Πάλι το σπάγκο μου θα έκαιγα και θα 'στελνα φιλιά
Και ενώ οι τρελοί από κάτω κρατάνε σημειώσεις ασταμάτητα
Για το άπειρο και την πιθανότητα υποανάπτυκτα πρωτεύοντα
Στέλνουν ανθρώπους σε τροχιά με έναν πράσινο Πήγασο
που 'χει μια κόκκινη νυχιά στα πλευρά κι εγώ εστιάζω από ψηλά
στα τατουάζ της ασφάλτου και στα χίλια σκυλιά
που φυλάν την απαγορευμένη πόλη και με καίει βροχή σα να βρέχει βιτριόλι
ΜΑ το σκάω, πετάω και χώνομαι κάτω από τα εμπόδια, τα ηλεκτροφόρα καλώδια
και την κεραία της Βαβέλ
Μου αφήνει δυο αναμνηστικά καψίματα στην ουρά
Βουτάω να τα σβήσω βιαστικά στο ποτάμι με τα παλιοσίδερα
Όλα μου 'τυχαν μαζεμένα σήμερα
Σα να 'χω δέρμα φιδιού και δρακόντεια αρματωσιά
Τη βγάζω καθαρή μου στέλνει η νύχτα τη δροσιά
λυτρώνοντας στον ύπνο σου μια αγάπη διψασμένη"