ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997

    Νέο CD: Νταλάρας - Μαρινέλλα

    jorge
    29.03.2003, 18:59
    Ήταν μια βαρετή μέρα, μεσημεράκι, όταν μια καλή φίλη μου έστειλε ένα SMS. "Νταλάρας, Μαρινέλλα, βγήκε το CD!", μου έγραφε. Η πιο ωραία στιγμή της ημέρας, αυτόματη αλλαγή διάθεσης!

    Η τύχη με είχε ευνοήσει αφάνταστα, όταν κατάφερα και βρήκα εισητήριο για τις παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής, περίπου 1.5 μήνα νωρίτερα. Αποχωρώντας από το Μέγαρο, ευχήθηκα να βγει αυτή η μουσική πανδαισία σε CD, καθώς ήταν η πιο ξεχωριστή μουσική συνάντηση που είχα παρακολουθήσει ποτέ μου.

    Σήμερα λοιπόν πήγα και το αγόρασα και ένιωσα την ίδια συγκίνηση που είχα νιώσει και τότε. Κορυφαίες ερμηνείες, μελετημένες διφωνίες και πολύ ψαγμένη ενορχήστρωση. 21 τραγούδια από τα οποία ξεχώρισα τα 'Αθανασία', 'O Mare e Tu' και το 'Πριν το Τέλος'... Το συγκεκριμένο CD είναι σίγουρα μέσα στα 2 καλύτερα της συλλογής μου και είμαι σίγουρος πως δεν υπάρχει περίπτωση να το βαρεθώ... Απλά μοναδικό.
    jorge
    17.04.2003, 15:12
    Διάβασα εχθές στην Ελευθεροτυπία την παρακάτω κριτική από τον Γ.Παπαδάκη. Διαφωνώ σε αρκετά σημεία. Σίγουρα οι 2 καλλιτέχνες δεν είχαν κοινό δρόμο, αλλά ποιοί είχαν; Ο καθένας χάραξε τον δικό του και προσέφερε στο καλό ελληνικό τραγούδι. Αυτό πιστεύω πως έχει σημασία για τον ακροατή, ο οποίος μέσα από αυτό το δίσκο διακρίνει δυο φωνές που είναι μοναδικά δεμένες. Πιστεύω πως χρόνια είχαμε να ακούσουμε κάτι τέτοιο...

    Παραθέτω το κείμενο του Γ.Παπαδάκη:

    ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ, ΜΑΖΙ
    Μαζί, αλλά σε άλλους δρόμους...

    Οταν δυο μεγάλες προσωπικότητες από το χώρο του δισκογραφούμενου ελληνικού τραγουδιού επιχειρούν μια φαντασμαγορική συνάντηση μέσα από ένα ρεπερτόριο που επέχει, κατά κάποιο τρόπο, και θέση ιστορικού πανοράματος τραγουδιών μνήμης από μια περίοδο 50, και πλέον, ετών, είναι φυσικό να περιμένει κανείς ότι οι δύο λαμπροί ερμηνευτές θα καταθέσουν, πλην της τεχνικής τους δεινότητας, και τους πνευματικούς καρπούς (ένα είδος σοφίας) που αποκόμισαν από την πολυετή θητεία τους στο τραγούδι.

    Κάτι παρόμοιο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν ανιχνεύεται στη συνεργασία της Μαρινέλλας με τον Γιώργο Νταλάρα. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η τεχνική επάρκεια ή η δεξιοτεχνία, μόνη της, δεν αποτελεί, κατ' ανάγκην, αιτία ειδικής επιβράβευσης του δεξιοτέχνη, αλλά αναγκαία προϋπόθεση για την επιτέλεση ενός έργου. Δεν συγχαίρουμε ή δοξάζουμε π.χ. έναν πιλότο επειδή ξέρει να οδηγεί το αεροπλάνο και δεν το τσακίζει στο έδαφος, ούτε έναν τραγουδιστή επειδή αποδίδει σωστά τις νότες και δεν κάνει παραφωνίες. Συγχαίρουμε (δηλαδή χαιρόμαστε μαζί του) για την ερμηνεία, και η ερμηνεία είναι η εξήγηση. Ενα έργο καθαρώς πνευματικό, που αποτελεί προσωπικό επίτευγμα του ερμηνευτή και των αναζητήσεών του.

    Οσον αφορά λοιπόν την ουσία, θα πρέπει, πιστεύω, ν' αφήσουμε κατά μέρος την εξωτερική λαμπρότητα, την πεποιημένη, όσο και παραπλανητική, στίλβη που επιδαψιλεύθηκε τόσο στο θέαμα όσο και στο ακρόαμα αυτό (αταίριαστη άλλωστε με το περιεχόμενο των συγκεκριμένων τραγουδιών) και να αναζητήσουμε τι κομίζει και τι υπηρετεί, πλην της δημοσιότητος και των εμπορικών σκοπών, η καλλιτεχνική αυτή πράξη.

    Θα διαφωνήσω, ίσως, με ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, αλλά πιστεύω ότι ο Γιώργος Νταλάρας και η Μαρινέλλα αντιπροσωπεύουν, κατά βάθος, δύο διαφορετικούς κόσμους του ελληνικού τραγουδιού. Ούτε στην ίδια γενιά ανήκουν ούτε τα ίδια βιώματα μοιράστηκαν ούτε τις ίδιες καλλιτεχνικές κατευθύνσεις ακολούθησαν στην καριέρα τους, όπως καταφανώς δείχνει το διαφορετικό και αντιπροσωπευτικό ρεπερτόριο διά του οποίου έφθασαν, από διαφορετικούς δρόμους ο καθένας, σε αυτό που αναγνωρίζεται ως επιτυχία. Και αν αυτές οι απέχουσες παράλληλες καλλιτεχνικές, αισθητικές κ.λπ., επιλογές και κατευθύνσεις μπορεί να συναντώνται στην εμπορική «επιτυχία» δεν μπορούν εύκολα να συναντηθούν και πνευματικά, δηλαδή σ' αυτό που αποτελεί το περιεχόμενο της καλλιτεχνικής προσφοράς του ερμηνευτή. Αυτό είναι πιστεύω εμφανές στις συγκεκριμένες «ερμηνείες» αυτού του δίσκου.

    Από τη μια πλευρά, η Μαρινέλλα, με τον τρόπο που τραγουδά, είναι συνεπής και, θα έλεγα, ανυποχώρητη στο στιλ και την αισθητική που διάλεξε ν' ακολουθήσει ύστερα από την, ούτως ειπείν, χειραφέτησή της από τα δεσμά της δεύτερης φωνής, ως παρτενέρ του Στέλιου Καζαντζίδη. Τότε στράφηκε προς ένα είδος τραγουδιού που ήταν λιγότερο γνήσιο από τα λαϊκά του '60, πιο φανταχτερό ίσως, αλλά πάντως κενότερο και υβριδικό. Ετσι, η μουσική «χειραφέτηση» μιας ξεχωριστής φωνής του λαϊκού τραγουδιού δικαιώθηκε μόνο από τα φώτα της δημοσιότητας, αφού ως προς την τέχνη του τραγουδιού περιορίστηκε στην «ελαφρολαϊκή» αισθητική της εποχής εκείνης, προκρίνοντάς τη μάλιστα έναντι του παλαιού λαϊκού ρεπερτορίου, το οποίο, αν μη τι άλλο, διέθετε ισχυρά κοινωνικά ερείσματα.

    Ο Γιώργος Νταλάρας, από την άλλη, ήρθε σε διαφορετική εποχή, από διαφορετικούς δρόμους και με άλλες αντιλήψεις και διαθέσεις. Οσες επιφυλάξεις κι αν θέλει να κρατήσει κανείς, η πορεία του κινήθηκε προσεκτικά (σχεδόν μεθοδικά) σε έναν συγγενή ίσως, πάντως όχι τον ίδιο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, σε ένα άλλο επίπεδο που, θα έλεγε κανείς ότι όχι μόνο δεν είχε κάτι κοινό, ως φιλοσοφία, ως πρόταση και ως αισθητική με το χώρο στον οποίο κινήθηκε η Μαρινέλλα, αλλά ότι βρισκόταν, μάλλον, στον αντίποδά του. Μια φωνή λιγότερο προσχεδιασμένη για τούτο ή εκείνο το είδος τραγουδιού, έτοιμη να ανταποκριθεί στην αποστολή του «εργαλείου» από άποψη ηθοποιητικής επεξεργασίας.

    Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές εκτιμήσεις περί του τι πέτυχε και τι δεν πέτυχε με αυστηρά κριτήρια τέχνης, ανεξάρτητα από το αν έκανε ή όχι, λίγες ή πολλές θυσίες, και ανεξάρτητα από το απολύτως υποκειμενικό «μ' αρέσει - δεν μ' αρέσει», είναι βέβαιο ότι ως ερμηνευτής, δηλαδή ως δημιουργός, επέλεξε άλλους, δυσκολότερους, στόχους και πάντως προσπάθησε να τους υπηρετήσει όπως ο ίδιος έκρινε καλύτερα, χωρίς στροφές ή μεταβολές.

    Παρόμοιες διαφορές αναδύονται ανάγλυφα μέσα από τον ιδιαίτερο εκφραστικό τρόπο του καθενός τραγουδιστή, και στη συνάντηση του Γιώργου Νταλάρα με τη Μαρινέλλα, όπως αποτυπώθηκε σ' αυτό το δίσκο, είναι, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο εμφανείς, αλλά και ασύμβατες μεταξύ τους. Διαφορές ουσίας, που διατυπώνονται μέσα από δύο ερμηνευτικές αντιλήψεις, που και ανήκουν και παραπέμπουν σε δύο, σχεδόν εν διαστάσει, χώρους της κοινωνίας. Ο ορισμός που διατύπωσε για τη μουσική ο Πλάτων είναι αποκαλυπτικός: «Μουσική εστί τρόπων μίμημα βελτιόνων ή χειρόνων ανθρώπων».

    Αποκαλυπτικός και ο τρόπος που ερμηνεύτηκαν μερικά τραγούδια, όπως π.χ. η «Αθανασία», που, όσον αφορά τη Μαρινέλλα, αν έχει να κάνει κάτι με το πνεύμα του Μάνου Χατζιδάκι αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν επιδιώκει την αναζήτηση ή το διάλογο μαζί του, αλλά μάλλον τη ρήξη.

    Γενικώς, στις εκτελέσεις αυτές φαίνεται να επικρατεί, από τη μια, κάποια διάθεση «στρογγυλοποίησης» και τυποποίησης του αιχμηρού χατζιδακικού πνεύματος, κι από την άλλη, μια τάση «εξαρχοντισμού» των λαϊκών τραγουδιών, για να έρθουν, ίσως, στα μέτρα και στην κλίμακα του Μεγάρου, με την ελπίδα πως, έτσι, μπορεί να γίνουν λιγότερο απεχθή σε όλους εκείνους που τα ανέχονται, ως αναγκαίο κακό, στο πλαίσιο μιας πολιτικής που δεν τολμά ευθέως να τα απορρίψει.




    ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 16/04/2003