Μια ...απολαυστική κριτική του πάντα καυστικού Γιώργου Παπαδάκη από τη σημερινή Ελευθεροτυπία...
Δεκατρία τραγούδια, που υπογράφουν ο
Στάμος Σέμσης τη μουσική και ο
Μιχάλης Μπουρμπούλης τους στίχους. Αποδίδονται από τη
Μαρία Σπυροπούλου, που κάνει τη δεύτερη εμφάνισή της σε προσωπικό δίσκο.
Σύμφωνα με τις συστάσεις των εκδοτών, η τραγουδίστρια έχει κάνει πολυετείς σπουδές κλασικού τραγουδιού, πράγμα όμως που δεν θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτυπώνεται με κάποιο (τεχνικό ή ερμηνευτικό) τρόπο στη συγκεκριμένη συλλογή. Ανακάλυψη, σύμφωνα πάντα με τους εκδότες, του Σταμάτη Κραουνάκη (που χαρακτηρίζεται, μάλιστα, ως «κατ' εξοχήν κυνηγός ταλέντων»). Δεν γνωρίζω κατά πόσο δικαιώθηκαν μέχρι τώρα, ή θα δικαιωθούν στο μέλλον, οι θηρευτικές αρετές του Κραουνάκη, η συγκεκριμένη πάντως εργασία φαίνεται πως είτε δεν έδωσε μια παρόμοια ευκαιρία στην τραγουδίστρια είτε πως η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε για κάτι τέτοιο. Ούτε πάντως και για κάτι περισσότερο από τις νότες, όπως πιστεύω. Μοιάζει πιο πολύ να εξαντλείται στην προσπάθεια να «δείξει» τους μουσικούς φθόγγους, αφήνοντας τα εκφραστικά ζητήματα σχεδόν ανέπαφα. Ετσι δημιουργεί μια απόσταση ανάμεσα στο τραγούδι και τον εαυτό της, που γίνεται και απόσταση από τον ακροατή της.
Δεν περιγράφονται εύκολα παρόμοιες αισθήσεις, αλλά μοιάζει να υπάρχει κάτι που εμποδίζει να δημιουργηθεί ένα κλίμα που, αν όχι να γοητεύσει, τουλάχιστον να ζεστάνει την ατμόσφαιρα. Δεν θα παραλείψω και το παράδοξο (για ερμηνεύτρια με κλασικές σπουδές) ότι στα τραγούδια συμπεριλαμβάνεται και ένα φωνητικό μελώδημα που επιγράφεται «Αμανές» (αφιερωμένος μάλιστα στον Σταμάτη Κραουνάκη), που βέβαια όσοι γνωρίζουν τι εστί αμανές, μόνο ως σχήμα κατ' ευφημισμόν θα το αντιληφθούν. Και μόνο οι τεχνικές απαιτήσεις ενός παραδοσιακού αμανέ επέβαλαν τη στοιχειώδη μετριοφροσύνη να ονομαστεί κάπως αλλιώς η σχετικά πενιχρή αυτή άσκηση.
Ο
Στάμος Σέμσης είναι κατά τη γνώμη μου ένας από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς της εποχής μας. Εχει, πολλές φορές ώς τώρα, φανερώσει το ταλέντο, τη γνώση και το σεβασμό του στην παράδοση του ελληνικού τραγουδιού και γι' αυτό ακριβώς πολλοί περιμένουν πολλά απ' αυτόν. Εδώ ωστόσο (παρ' ότι αποσπασματικά κρίνοντας τη μουσική, δηλαδή το μέλος μόνο του, θα λέγαμε πως, εν πολλοίς, επιβεβαιώνει τη δύναμή του) βρίσκω πως υπάρχει μια καλλιτεχνικής (πνευματικής) φύσης ανακολουθία (ή και ανισορροπία) ανάμεσα στην ποιότητα του μέλους και εκείνης του λόγου.
Με άλλα λόγια (και ελπίζω πως δεν είμαι ο μόνος που έχει αυτό το... ρητορικό ερώτημα), γιατί ένας μουσικός σαν τον Στάμο Σέμση επιλέγει να μελοποιήσει τα συγκεκριμένα στιχουργήματα, που κατά τη γνώμη μου δεν αντιπροσωπεύουν μια από τις καλύτερες στιγμές του στιχουργού. Στις εκατοντάδες βέβαια των τραγουδιών που διοχετεύει στην αγορά η δισκογραφική βιομηχανία δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο η λογοτεχνική κακοτεχνία, το αδόκιμο, το αμήχανο, το αντιποιητικό, ακόμη και το γελοίο, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο.
Σε γενικές, όμως, γραμμές ξέρει πάνω-κάτω, κανείς από πού αυτά θα του έρθουν. Κι εδώ, κάτι παρόμοιο, μάλλον αιφνιδιάζει. (Εστω, μόνο τους αιθεροβάμονες.) Ισως έχει κάποιο ενδιαφέρον (ας πούμε επιστημονικό) το πώς μελοποιούνται στίχοι όπως: «Η ζωή πάει να φρενάρει / έχει λάδια ο δρόμος και γλιστρά...», «...Είμ' ο κεραυνός που χτυπά και δεν ρωτά (...) τώρα έχω γλιτώσει τη θανάσιμη πτώση...». «... με χάπια, κλάμα, πίκρα κι αλκοόλ» κ.ά. Στο προαναφερθέν πάντως ρητορικό ερώτημα, την απάντηση, δυστυχώς, υπαγορεύει (μοιραία) η πράξη της υπογραφής και δημοσίευσης του έργου, ήτοι η ανάληψη της ευθύνης, ότι δηλαδή, όσο και αν μας φαίνεται παράξενο, ως δημιουργό τον αντιπροσωπεύουν.
Ως προς το εμπεριεχόμενο «ήθος» τώρα, δηλαδή τον χαρακτήρα ή χαρακτήρες που σκιαγραφούν, υπαινίσσονται ή αντιπροσωπεύουν τα τραγούδια, δεν έχουμε κάποια εξαίρεση ή πρωτοτυπία. Οι σταθεροί, στερεότυποι και τόσο τετριμμένοι, προβληματικοί, αναξιοπαθούντες του έρωτος. Αυτοί βέβαια είναι και οι πιο καλοί και οι πιο πολλοί πελάτες αυτού του είδους των δίσκων. Εκτός, ίσως, από το τελευταίο τραγούδι (τους στίχους έγραψε ο Γιώργος Παυριανός), που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως αλληγορικό και να αφιερωθεί, αντί στον Κραουνάκη, στον κ. Αλογοσκούφη: «Μες τον κόσμο αυτό, κάθε μας λεπτό / γελάμε κλαίμε / πρέπει και να λέμε και κάνα ευχαριστώ. / Είναι η ζωή μια αναπνοή / κανείς δεν ξέρει τι θα του φέρει/ το άλλο πρωί / Ρόδα που κυλά / ζήσε πιο απλά / να μη ζηλεύεις και μη γυρεύεις / ακόμα πιο πολλά».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 21/09/2005