Miles Davis
Ο πιο μοναχικός ήχος της τζαζ
Ο πιο «μοναχικός» ήχος στην ιστορία της τζαζ ανήκε στον γιο ενός οδοντίατρου από το Ιλινόϊς που σπούδασε στο περίφημο μουσικό κολέγιο Τζούλιαρντ και έπαιξε το 1945, σε ηλικία 18 ετών, στο κουιντέτο του Τσάρλι Πάρκερ. Παρέλαβε το σημαντικότερο αντικείμενο της ζωής του ως δώρο γενεθλίων, από τα χέρια του τζαζόφιλου πατέρα του, όταν έκλεισε τα δεκατρία. Ο δάσκαλός του τον έπεισε να παίζει χωρίς βιμπράτο υποστηρίζοντας την άποψη ότι «έτσι κι αλλιώς κάποτε θα γερνούσε και τότε θα άρχιζε να τρέμει πραγματικά».
Η οικογένεια μετακόμισε στο Σεν Λούις, τον τόπο όπου οι τρομπέτες είχαν ανέκαθεν γλυκό και συγκρατημένο τόνο. Γνήσιος απόγονος αυτής της παράδοσης, ο ήχος του Μάϊλς Ντέιβις ωρίμασε κατακτώντας ένα χαρακτηριστικό συνδυασμό διστακτικότητας, μελαγχολίας και εγκατάλειψης. Το άμεσα αναγνωρίσιμο στυλ του γίγαντα της τζαζ είχε διαμορφωθεί. Όταν ο Μάϊλς έβαζε στην τρομπέτα τη σουρντίνα, ήταν σαν να ανέπνεε μέσα στο μικρόφωνο. Άρχιζε να σολάρει σε ανύποπτο χρόνο και τελείωνε με τον ίδιο απρόβλεπτο, μυστηριώδη τρόπο. Οι αυτοσχεδιασμοί του ήταν κάτι σαν υπέρτατο σχόλιο για την φύση του μηδενός. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, καθόλου τυχαία, ήταν ένας από τους πρώτους που το αντιλήφθηκαν, κατά τη διάρκεια των πρώτων εμφανίσεων του Μάϊλς στο Παρίσι.
Ένας από τους μεγαλύτερους τρομπετίστες όλων των εποχών και, κυριότερα, ένας ολοκληρωμένος μουσικός με απόλυτα προσωπικό ύφος. Ο περίφημος Μάϊλς. Η καλλιτεχνική διαδρομή του ήταν συνώνυμη της διαρκούς εξερεύνησης νέων δρόμων και μιας σχεδόν εμμονικής πίστης και προσήλωσης στη δημιουργική αλλαγή. Τα σχήματα που δημιούργησε, τα μουσικά στιλ που καθιέρωσε και οι αλλαγές που έφερε στη τζαζ και γενικότερα στη σύγχρονη μουσική έμειναν στην ιστορία. Ήταν πολυσυλλεκτικός και ιδιαίτερα εκλεκτικός καλλιτέχνης που δέχτηκε επιρροές από όλα τα είδη μουσικής. Κλασική ή ροκ, δεν είχε καμία σημασία. Έπαιρνε τα στοιχεία που τον ενδιέφεραν και στην συνέχεια «μπόλιαζε» με αυτά τη μουσική του.
Μπορούμε να διακρίνουμε τις παρακάτω χαρακτηριστικές περιόδους σε αυτή την ιδιαίτερα μακρόχρονη και ιστορικής σημασίας καριέρα που, εν πολλοίς, καθόρισε το κυρίαρχο στιλιστικό ρεύμα της τζαζ δεκαετία προς δεκαετία, για σχεδόν ολόκληρο το μισό του 20ού αιώνα.
Η συμμετοχή του (από το 1945 έως το 1948) στο «ιερό» σχήμα του μπίμποπ, το κουιντέτο του Τσάρλι Πάρκερ, όπου αντικατέστησε τον Ντίζι Γκιλέσπι προσέφερε την δυνατότητα ενός αληθινού όσο και συμβολικού βαπτίσματος στους επαναστατικούς, για την εποχή, ήχους που συνιστούσαν το επόμενο βήμα μετά την παντοδυναμία του σουίνγκ.
H επίσημη «γέννηση της κουλ τζαζ» συνέπεσε με τον ομώνυμο δίσκο που ηχογράφησε ο Ντέϊβις το 1948- 50. «Ο ήχος της ορχήστρας έμοιαζε κατ’ αρχήν με συνειδητή μείωση της μουσικής δραστηριότητας, με κάτι που παρέπεμπε στην ακινησία. Όλα γινόντουσαν εξαιρετικά αργά. Ο ήχος κρεμόταν στον αέρα σαν σύννεφο», έλεγε ο σαξοφωνίστας Λι Κόνιτζ. Στην πραγματικότητα, το «σύννεφο» διαπερνούσε συχνά-πυκνά το ηλιακό φως των σύντομων αυτοσχεδιασμών της ηχογράφησης. Βέβαια, ο σαξοφωνίστας Λέστερ Γιανγκ, ο Σεζάν της τζαζ, έπαιζε με τέτοια διάθεση ήδη από το 1936 ενώ ο τρομπετίστας Μπιξ Μπαϊντερμπέκε, της σχολής του Σικάγου, ήταν ο πρώτος μεγάλος κουλ σολίστας. Στο πρόσωπο του τελευταίου, πίσω στην δεκαετία του 1920, η τζαζ είχε συναντήσει τον γερμανικό ρομαντισμό σε μια εποχή που οι ακροατές έμοιαζαν με ενσαρκώσεις των, διψασμένων για ζωή, ηρώων του Σκοτ Φιτζέραλντ. Η κουλ, με το ήρεμο, σχεδόν ονειρικό στυλ χαλαρού σουίνγκ και τις επιρροές της συμφωνικής μουσικής, ήταν η λογική στιλιστική εξέλιξη μετά το μπίμποπ και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην «σιωπηλή γενιά» των νέων κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950. Η κουλ περίοδος του Μάϊλς διήρκεσε έως το 1957.
Ακολούθησαν οι ιστορικοί δίσκοι με τον συνθέτη και ενορχηστρωτή Γκιλ Έβανς, «Miles Ahead», «Porgy and Bess» και «Sketches of Spain». Η συνάντησή τους ήταν αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία της τζαζ. Ο Έβανς αφαίρεσε τα σαξόφωνα από την ορχήστρα που έφτιαξε, τοποθετώντας στη θέση τους έναν παράδοξο συνδυασμό γαλλικών κόρνων, τούμπας, άλτο σαξοφώνου, κλαρινέτου, μπάσου κλαρινέτου και φλάουτου. Με το «Sketches of Spain», η αποφασιστική συνεισφορά του Μάϊλς στην τάση της τζαζ να ενσωματώνει στοιχεία από όλες τις μουσικές παραδόσεις και στην διαμόρφωση της world music όπως επικράτησε να λέγεται, ήταν άλλη μια από τις αναρίθμητες πρωτιές του.
Ο Μάιλς παρέμεινε στην πρωτοπορία για 30 και πλέον χρόνια. Από το χάρντ μποπ, την μόνταλ και την ηλεκτρική τζαζ, μέχρι το φανκ, το ραπ και το χιπ χοπ. Με εξαίρεση την έκρηξη της free τζαζ την οποία απλώς δεν επέλεξε, βρισκόταν πάντοτε στην πρώτη γραμμή των ανατροπών. Η πίστη του στην «ελεγχόμενη ελευθερία» τον διαφοροποίησε από τις ατονικές επιλογές της αβανγκάρντ των σίξτις. Ξεπερνούσε ωστόσο τα συμβατικά όρια της τονικότητας με κάθε ευκαιρία. Τα χάρντ μποπ κουιντέτα του (με τον Τζον Κολτρέϊν και τους άλλους κατοπινούς γίγαντες της τζαζ), έθεσαν τις προδιαγραφές για όλα σχεδόν τα κουιντέτα της μοντέρνας τζαζ από το 1956 έως το 1970.
Το σήμα κατατεθέν του άμεσα αναγνωρίσιμου στυλ του ήταν η απλότητα. Ελάχιστοι μουσικοί της τζαζ μπόρεσαν να τον μιμηθούν σε αυτό το σημείο. Ήταν ένας γνήσιος μινιμαλιστής που αποφάσισε να απελευθερώσει τους αυτοσχεδιασμούς του από τη δομή των συγχορδιών, βασίζοντάς τους στις
κλίμακες. Η συγκεκριμένη καλλιτεχνική απόφαση σηματοδότησε τις απαρχές της μόνταλ τζαζ που με την σειρά της υπήρξε το τελευταίο καταφύγιο τονικότητας πριν από την «απόλυτη» ελευθερία της free.
Η σειρά της ηλεκτρικής τζαζ ήρθε το 1969, με τις ηχογραφήσεις «In a Silent Way» και «Βitches Brew». Μοναδικός σχεδόν κυρίαρχος στην παγκόσμια μουσική σκηνή ήταν πλέον το ροκ, με την τζαζ να παίζει τον ρόλο του φτωχού συγγενή των δισκογραφικών εταιρειών, που πίεζαν για μεγαλύτερη εμπορικότητα. Οι πωλήσεις των επιτυχημένων και δημοφιλών τζαζ καλλιτεχνών όπως ο Miles, που μέχρι τότε ήταν αξιοσέβαστες και αποδεκτές, δεν αρκούσαν πλέον στις εταιρείες οι οποίες είχαν γλυκαθεί από τις πωλήσεις των ροκ καλλιτεχνών. Ο Miles βέβαια είχε αρχίσει ούτως ή άλλως να επηρεάζεται από το ροκ και τη σόουλ, από ανθρώπους όπως οι
Jimi Hendrix, Sly Stone και
James Brown, για τους οποίους έτρεφε απεριόριστο σεβασμό.
Το «Βitches Brew» κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1970 και χάρισε στον δημιουργό του τον πρώτο χρυσό δίσκο. Έγινε ενθουσιωδώς δεκτό όχι μόνο από το παραδοσιακό κοινό της τζαζ αλλά και από τους ρόκερς. Οι πύλες των μεγάλων ροκ συναυλιακών χώρων ήταν πλέον ανοικτές για τον Μάϊλς. Η αρχή έγινε στο Σαν Φρανσίσκο, στο θρυλικό Filmore, όπου έπαιξε με τους
Grateful Dead, ενώ αμέσως μετά ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για να συνεργαστεί με τον Κάρλος Σαντάνα. Στο χώρο της τζαζ, η επιρροή που άσκησε το «Βitches Brew» δεν είχε προηγούμενο. Μερικά από τα σημαντικότερα
Fusion συγκροτήματα της δεκαετίας του 1970 (Weather Report, Mahavishnu Orchestra και Return To Forever), υπήρξαν τα πνευματικά παιδιά των πρώτων ηλεκτρικών βημάτων της τζαζ.
Aπό τo 1975 έως τo 1980, η μουσική σκηνή στερήθηκε την παρουσία του Μάϊλς που πέρασε άλλη μια από τις σκοτεινές περιόδους του, κατά την διάρκεια της οποίας ασχολήθηκε εντατικά με τη ζωγραφική. Το comeback τον βρήκε σε εξαιρετική φόρμα να πειραματίζεται με φόρμες όπως το χιπ χοπ και, αργότερα, το ραπ.
«Δύσκολος» άνθρωπος με πολύπλοκη προσωπικότητα, δεν τα βρήκε ποτέ με τα παιδιά που απόκτησε από τον πρώτο γάμο του και δεν δίστασε να τα αποκληρώσει. Οι μουσικοί που παρέλασαν από τα σχήματά του, πέρασαν αρκετές δυσάρεστες στιγμές, δίκην αντιτίμου, αφού η πρόσκληση για συμμετοχή σε γκρουπ του Μάϊλς Ντέιβις ισοδυναμούσε με μεγαλοπρεπή είσοδο στην big time τζαζ. Ελάχιστα πρόσωπα στην ιστορική διαδρομή αυτής της μουσικής διέθεταν το δικό του αλάνθαστο κριτήριο, τη χαρισματική διαίσθηση του αυθεντικού κυνηγού ταλέντων. Όσοι αναδείχθηκαν μέσα από τις συνεργασίες τους μαζί του αρκούν για να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος της τζαζ εγκυκλοπαίδειας μετά το 1950. Έπαιζε συχνά με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό, στο οποίο σπανίως μιλούσε. Αξιομνημόνευτη ήταν ωστόσο η περίσταση που η απαρηγόρητη, βραχνή φωνή αντικατέστησε για λίγο το χάλκινο πνευστό του. Ήταν τότε που ο Κολτρέϊν αποφάσισε να φύγει από το κουιντέτο.
Δεν κατάφερε να αποφύγει τις συνηθισμένες παγίδες που ταλαιπώρησαν την πλειοψηφία της τζαζ κοινότητας. Οι αυτοκαταστροφικές καταδύσεις του είχαν σχεδόν «αθλητικό» χαρακτήρα. Από την πρώιμη επιρροή του Πάρκερ και την ηρωίνη μέχρι την μακρά θητεία στα ψυχεδελικά και στην κοκαΐνη στις δεκαετίες του 1970 και 1980, ο άνθρωπος-σύμβολο πιάστηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στα ακαθόριστα δίχτυα της κατάθλιψης ενώ κοίταξε κατάματα την παράνοια πολλές κρίσιμες, οριακές στιγμές. Κάποτε, καθόταν με μία κοπέλα σ’ ένα αυτοκίνητο στο Μπρούκλιν όταν άκουσε τις σφαίρες να σφυρίζουν δίπλα του. Ο Μάϊλς όρισε αμοιβή δέκα χιλιάδων δολαρίων για την σύλληψη των υπευθύνων. Κανένας δεν κατάφερε να εισπράξει το ποσό αλλά οι δύο γκάνγκστερς που είχαν πυροβολήσει εναντίον του, βρέθηκαν μυστηριωδώς νεκροί μετά από μερικές εβδομάδες. Μια άλλη φορά, στεκόταν μέσα στη Φεράρι του μπροστά από το Μπέρντλαντ, το γνωστό τζαζ κλαμπ, όταν ένας λευκός αστυνομικός τον πλησίασε και του ζήτησε να μετακινηθεί. Σχεδόν αμέσως άρχισε να τον χτυπάει στο κεφάλι με το γκλομπ. Η φωτογραφία του ματωμένου Μάϊλς και το σχετικό ρεπορτάζ τυπώθηκαν την επομένη ημέρα σε όλες τις εφημερίδες της Ν. Υόρκης. «Ο αστυνομικός σκοτώθηκε στον υπόγειο», σχολίασε αδιάφορα κάποια στιγμή το διάσημο θύμα του.
Ο Μάϊλς Ντέϊβις ξεκίνησε την καριέρα του ως μιμητής του Ντίζι Γκιλέσπι αλλά βρήκε σύντομα το εντελώς προσωπικό του στυλ, ένα αμάγαλμα μελωδικού λυρισμού, αξιοθαύμαστης απλότητας και φλογερής διαμαρτυρίας. «Όπως λέει και ο Πρινς, πρέπει να συνεχίσω να είμαι μπροστά από την εποχή μου. Η αλλαγή είναι για μένα καθήκον», έγραφε λίγο πριν συμβεί το αναπόφευκτο, στην αρχή της δεκαετίας του 1990. Παράφραζε τον τίτλο του παλιού του δίσκου, τις δύο λέξεις που συνοψίζουν ιδανικά την πορεία του, το κλασσικό «Miles Ahead».