ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Aρθρα

    Δημοτικό Τραγούδι

    Και, ενώ ο επιστήμονας, με μετρήσεις και αναλύσεις, έφερνε στοιχεία του παρελθόντος στο φως, ο λαός ήταν εκείνος που σαν, από κάποια εφημερίδα, διαλαλούσε την κοινωνικότητά του, μέσα από τις αόρατες επιφυλλίδες που, τάχα, είχε δημιουργήσει...

    Δημοτικό Τραγούδι

    Γράφει ο ΦΑΙΔΩΝ ΑΛΚΙΝΟΟΣ (faidonalkinoos)
    39 άρθρα στο MusicHeaven
    Τετάρτη 24 Μαρ 2010

    ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

    Ο λαός καλά γνωρίζει της ψυχής τα πάθη.

    Ο επιστήμονας με την έρευνα, σημειώνει τα στοιχεία, καταγράφει τα στατιστικά και καταλήγει σε συμπεράσματα.

    Ο λαός καλά γνωρίζει τι τον απασχολεί και τι τον καίει.

    Ο τεχνοκράτης ορίζει πίνακες και καταλήγει, σε ψυχρούς αριθμούς, που αραδιάζει στα κατάστιχα.

    Ο λαός καλά γνωρίζει την επιστήμη, την κάθε επιστήμη, αλλά δεν ξέρει τ’ όνομά της. Και μια από τις επιστήμες, που ο λαός μας έχει κατατροπώσει, σε βαθμό μεγάλο, είναι η ψυχολογία.

    Ο λαός καλά γνωρίζει, τα των δημοσίων σχέσεων.

    Σε εποχές, που τα μέσα επικοινωνίας ήσαν ανύπαρκτα, ελάχιστα ή αδύναμα, αυτός ο λαός ήταν, που κατάφερε επάξια, να μεταδίδει τα μηνύματά του. Και, ενώ ο επιστήμονας, με μετρήσεις και αναλύσεις, έφερνε στοιχεία του παρελθόντος στο φως, ο λαός ήταν εκείνος που σαν, από κάποια εφημερίδα, διαλαλούσε την κοινωνικότητά του, μέσα από τις αόρατες επιφυλλίδες που, τάχα, είχε δημιουργήσει.

    Η χαρά, η λύπη, η ευτυχία, η δυστυχία, ο γάμος, η γέννηση, η ασθένεια, ο θάνατος, αιτίες, για τις οποίες σήμερα, σελίδες ειδικές στα έντυπα, ασχολούνται, για να μας ενημερώσουν. Χρόνια ο λαός όμως, εμείς οι ίδιοι δηλαδή, σε άλλες εποχές, που έλλειπαν τα μέσα αλλά πρόβαλλε τεράστιο το πρόβλημα της επικοινωνίας, και αυτής της ανάγκης του ανθρώπου να συνυπάρχει, να συμμετέχει, να ανακοινώνει, να εξωτερικεύει, ανακάλυψε το τραγούδι.

    Από τη στιγμή της γέννησής τους, όλα τα όντα προσπαθούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Το κάθε ον ανάλογα με τα φωνητικά, κινητικά, νοητικά του χαρακτηριστικά. Ο άνθρωπος πιο σύνθετο στην ομιλία του και σαν πιο αναπτυγμένο ον, πολύ γρήγορα, από τους πρώτους άναρθρους πρωτόγονους λαρυγγισμούς, τις κάποιες αργότερα φυλετικές ιαχές –για να ξεχωρίζει η οικογένεια ή η φυλή-, τις ύστερες πολεμικές κραυγές, έφτασε επιτέλους και στην επικοινωνία της αγοράς. Αφού, μετά το κλείσιμο σε τρώγλες, σε σπηλιές, ήρθε πιο κοντά με τα ίδια αυτά τα άτομα, που όλη την υπόλοιπη ημέρα, ξεκινούσαν μαζί για τον αγώνα της επιβίωσης, έχοντας κατά νου να προστατευθούν και να προστατέψουν, τον ίδιο τους τον εαυτό αλλά και τον "άλλο" που βρισκότανε κοντά. Δίπλα τους. Χαϊδεύτηκαν, ακούμπησαν ο "ένας" τον "άλλον", ξεθάρρεψαν, και οι κραυγές μαλάκωσαν και γίνανε φωνές. Και μας διδάσκει η ιστορία, πως ο πρώτος έναρθρος λόγος, ήταν έμμετρος. Προσπαθώντας μάλλον να μιμηθεί τη φύση, τους ήχους της και τα ζώα της, τα πουλιά και το κάθε τι που συνυπήρχε, έφτασε γρήγορα – γρήγορα, ο πρωτόγονος ημιτελής άνθρωπος να μιλάει, να συνέρχεται, να συνευρίσκεται, να συνεταιρίζεται, να συγκατοικεί, να συναποφασίζει, να πολιτεύεται, και όλα αυτά τα έφτασε, με την αρχή ακόμα, του έμμετρου, έναρθρου λόγου του. Έφτασε να τραγουδάει. Γέννα και νανούρισμα, γάμος και τραγούδι, θάνατος και μοιρολόι. Πόλεμος και παιάνας, νίκη και επινίκιο, ήττα και χορικό.

    Χρησμοί, μύθοι, παροιμίες, επιγράμματα, όλα, έχουν την καταγωγή τους στην προαιώνια ανάγκη του ανθρώπου, να μαρτυρά το συναίσθημά του και να το ανακοινώνει στους άλλους.

    Έτσι κάπως, γεννήθηκε το δημοτικό τραγούδι. Και γεννήθηκε εδώ. Στην Ελλάδα. Κάτω από το βάρος μιας πολύ όμορφης και εύπλαστης γλώσσας, που "είναι πιο πλούσια από την Γερμανική, πιο ευλύγιστη από την Ιταλική, και πιο αρμονική από την Ισπανική, έχοντας την σαφήνεια της Γαλλικής, και που από τώρα μπορεί να θεωρηθεί η ωραιότερη γλώσσα της Ευρώπης." Όπως ακριβώς τα είχε γράψει ο FAURIEL ο γάλλος φιλόλογος, λίγο μετά από την επανάσταση του 1821. και να λάβουμε υπ’ όψη μας, πως αναφέρεται, στον γλωσσικό πλούτο της Νέας Ελληνικής, αυτής της γλώσσας δηλαδή, των Δημοτικών μας Τραγουδιών.

    Τι είναι δημοτικό τραγούδι;

    Ο ελληνικός λαός, χρησιμοποίησε τη γλώσσα του, τη σπουδαία του αυτή γλώσσα, όχι μόνο για τις καθημερινές του ανάγκες και συναλλαγές, αλλά και για να εξωτερικεύει, τις πιο εσώψυχες παρορμήσεις του και αυτά τα πάθη του ακόμη. Έτσι, στην ιστορία μας και στα τελευταία χίλια περίπου χρόνια, συναντάμε την περίφημη Βυζαντινή περίοδο, όπου εκτός όλων των άλλων, αναπτύσσονται και δύο, κυρίως, είδη ποίησης: η εκκλησιαστική και η δημοτική.

    Με την πάροδο των ετών και κατά την Μεταβυζαντινή, κυρίως, εποχή, η δημοτική ποίηση αναπτύσσεται και απλώνεται. Παίρνοντας, ή, απλά μεταλαμπαδεύοντας, στοιχεία, από την αρχαία ελληνική ποίηση, απέδειξε, ο ίδιος ο λαός, πως ποτέ μα ποτέ, δεν πρόκειται να σκύψει το συναίσθημά του, ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω του. Γέννησε έτσι ο λαός την τέχνη του, την νέα τέχνη του, που χωρίς μέσα τεχνικά, δίχως αυτού του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, μέσα σε μια απέραντη σκλαβιά, όχι τόσο γεωγραφική, όσο ψυχική και πνευματική, γέννησε το Δημοτικό Τραγούδι. Που το ονόμασε ο ίδιος έτσι. Δημοτικό. Από την ανάγκη του να είναι Δήμος. Με πολιτικά δικαιώματα. Ύστερα μπορεί να είναι και λαός. Αλλά την αρχαία κατάκτησή του, να είναι Δήμος, δεν ανέχτηκε να του την αφαιρούν, να του την στερούν, να μην του την αναγνωρίζουν. Και τραγούδησε.

    Από στόμα σε στόμα, διαδόθηκαν, σε όλους τους Έλληνες, τα τραγούδια που γεννήθηκαν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Στην πρώτη περίοδο, αναπτύσσονται τα Ιστορικά και οι Διηγήσεις ή Παραλογές.

    Όπως στην αρχαία Αίγυπτο τα ιερογλυφικά ποτέ δεν τα ’μαθε ο λαός, έτσι και στην πατρίδα μας ο λαός μας, δεν τα πήγε καλά με την λόγϊα και την εκκλησιαστική γλώσσα. Χρησιμοποίησε για τα τραγούδια του, τη γλώσσα που καθημερινά ασκούσε, τη γλώσσα που ήξερε να χρησιμοποιεί για να καλύπτει τις ασήμαντες αλλά και σημαντικές βιοτικές του ανάγκες. Συμβαίνει δε εδώ και το εξής αξιοπερίεργο: να επηρεαστούν από αυτή την τακτική του λαού και οι δημιουργοί του έντεχνου γραπτού λόγου.

    Το Δημοτικό Τραγούδι μέσα απ’ τους αιώνες, άφησε τη σφραγίδα του, σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα και σήμερα, παρ’ όλο τον "άλλο" τρόπο ζωής που διάγουμε, να μην μπορούμε να απαλλαχθούμε από τη δυναμική του. Παρ’ όλη την επιγραμματική περιγραφή και αναφορά, σε αυτό το χώρο που είναι περιορισμένος, θα μπορούσαμε επί ώρες και σε δεκάδες σελίδες να αναλύουμε αυτό που λέγεται Δημοτικό Τραγούδι. Κόβοντας απότομα την επικοινωνία μας με την περιγραφή, παραθέτω πιο κάτω ασχολίαστη μια στιγμή του λαού, μέσα από ένα τραγούδι που γράφηκε ή μάλλον τραγουδήθηκε, σίγουρα, πολύ πριν από το 1870, οπότε και το εκδίδει στο Παρίσι ο EMIL LEGRAND. Είναι το περίφημο "ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ": παρουσιάζεται σε φωτοτυπία, παρμένη από μικροφίλμ της προσωπικής μου συλλογής, από την Παριζιάνικη έκδοση του 1870 "COLLECTION DE MONUMENTS – No 8 – EMIL LEGRAND".

    Στο ακόλουθο τραγούδι, με κάθε ομορφιά για την περιγραφή, μέσα σε (174) εκατόν εβδομήντα τέσσερις στίχους, εξιστορεί και παρουσιάζει με δημοσιογραφική ταχύτητα και απόλυτη περιεκτικότητα, την όλη κατάσταση της Ελλάδας, της Γραικίας,  από τη Ρούμελη μέχρι την Αθήνα, τον Μωριά  και όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αρχιπελάγους, στην Κρήτη και την Αγια - Σοφιά. Με λίγα λόγια και μεστά, απαντά στην ερώτηση του ξένου, γιατί είναι πονεμένη, με όλη εκείνη τη θέρμη, που ο ποιητής …..από καρδιάς αναλύεται στην ποίησή του.

    (αναδημοσίευση από το www.myspace.com/versongs)

     

    Φαίδων Αλκίνοος
    συγγραφέας - Ποιητής - Στιχουργός





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #19832   /   24.03.2010, 18:33   /   Αναφορά
    Πάρα πολύ καλό και διαφωτιστικό άρθρο . Μπράβο στον faidonalkinoos που φρόντισε για την αναδημοσίευσή του .
    #19841   /   28.03.2010, 00:46   /   Αναφορά
    1.



    ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ





    Ο ΞΕΝΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ



    Όλος ο κόσμος χαίρεται,

    Όλοι βαρούν παιγνίδια,

    Η Ρούμελη και τα νησιά

    Στέκουνε πικραμμένα.

    Ρούμελη, για δεν χαίρεσαι,

    Για δε βαρείς παιγνίδια;



    Η ΡΟΥΜΕΛΗ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ



    Εις την σκλαβιάν που με θωρείς,

    Στα σίδηρα του Τούρκου,

    Μπρε να μου ’πης να χαιρεθώ

    Πώς σε βαστά η καρδιά σου; 10

    Μην είσαι ξένος και έφθασες,

    Κι ακόμα δεν ηξεύρεις

    Τι γίνεται στην Ρούμελην,

    Και τι περνά εις την Πόλιν;

    Μην είσαι φίλος των Γραικών,

    Και απεθυμάς να μάθης

    Το τι έχω και δεν χαίρομαι,

    Διατί είμαι λυπημένη;

    Όποιος και αν είσαι, άνοιξε

    Την ιστορίαν, και ίδε 20

    Τ’ ήτον η Γραίκια μία φορά,

    Και άκουσε τ’ είναι τώρα.

    Που ο τύρρανος μού ερήμαξε

    Το γένος των Ρωμαίων;

    Που είναι η Αθήνα μου,

    Που είναι κείνη η Αθήνα,

    Που ο κόσμος εθαμάστηκε,

    Και σέβεται ακόμη;

    Εκεί επρωτοφάνηκε

    Η ελευθερία εις τον κόσμον 30

    Εκεί διαλάλησε ο Σολών

    Των Αθηναίων τους νόμους

    Εκεί έτρεχαν να φωτισθούν

    Της Ευρωπής τα έθνη

    Και, από τα πέρατα της γης,

    Έρχουντον στην Αθήνα

    Των βασιλέων τα παιδιά

    Στερηάς και του πελάγου,

    Άλλα να ιδούν τα εργόχειρα

    Των θαυμαστών τεχνήτων 40

    Άλλα να σμίξουν τους σοφούς,

    Να μάθουν επιστήμαις

    Ν’ ακούσουν παραδείγματα

    Από τους φιλοσόφους.

    Εκείνη η Αθήνα που αγροικάς

    Που έλαβε τόσην φήμην,

    Τώρα η σκλαβιά την έφαγε,

    Τώρα δεν είναι πλέον.

    Τώρα οι διαβάταις που περνούν,

    Οι ξένοι που διαβαίνουν, 50

    Άλλον εκεί δεν βρίσκουνε,

    Άλλον εκεί δεν βλέπουν

    Παρά ένα έρημο χωριόν

    Κει που ήτον η Αθήνα

    Και έναν φιλάργυρον Αγάν

    Στον τόπον του Αρεοπάγου.

    Και ποίος ν’ αράξει στο Μωρηά,

    Και δάκρυα να μην χύση;

    Και όποιος είχε τον ιδεί

    Στον καιρόν των Ελλήνων, 60

    Πρι του παρά να σκλαβωθή,

    Έπρεπεν να πιστεύση

    Τον είχαν κτίσει οι θεοί

    Δια μιαν στολήν του κόσμου

    Και τωρα είναι άγριος και έρημος,

    Και άγρια θερία θρέφει.

    Όπου ρίξω το βλέμμα μου,

    Όπου γυρίσω, βλέπω

    Σκλαβιά, χηράδες, και αρφανά,

    Και Τούρκους ματολαύταις. 70

    Στην Ρούμελην κάθε πασάς,

    Στον τόπον οπού ορίζει

    Έστοντας εφταξούσιος,

    Ό,τι του ορμήση κάμνει

    Γδύνει, αχανίζει φαμελιαίς,

    Και χόρτασιν δεν έχει,

    Όσον που να ιδή τον ραγιά

    Γυμνόν και πεινασμένον

    Και αν είν’ κανένας πλούσιος,

    Μαύρη, κακή του μοίρα! 80

    Να χάση πλούτη και ζωήν

    Κάθε ώρα κινδυνεύει.

    Και τα καϋμενα τα νησιά

    Ανάπαυσιν δεν έχουν

    Ποτέ δεν λείπουνε άπ’ εκεί

    Οι κλέπταις της θαλάσσης,

    Τούρκοι, Φράγκοι, και Βάρβαροι,

    Όλοι τα κατατρέχουν

    Και ποίος ιδή την Έγριπον

    Να μην κακοκαρδίση; 90

    Την Ρόδο να μην λυπηθή,

    Την Κρήτην να μην κλάψη;

    Και τυα επίλοιπα νησιά

    Να μην αναστενάξη;

    Βγαίνει και ο Καπετάν πασάς,

    Μία φορά τον χρόνον,

    Με αρμάδα στο Αρχιπέλαγο

    Τον γύρον του να κάμη

    Τρομάρα πιάνει τα νησιά,

    Σαν μάθουνε πως φθάνει 100

    Με χρυσά δώρα τρέχουνε

    Να τον συναπαντήσουν.

    Έτσι και δεν τους ωργισθή

    Και δεν τους αφανίζει,

    Και ακόμη όλα δεν τ’ άκουσες

    Όσα οι Ρωμαίοι παθαίνουν

    Κάθε Τούρκος και τύρρανος,

    Κάθε Ρωμαίος και σκλάβος

    Ο Τούρκος δέρνει τον Ρωμηόν,

    Και ποίος να του μιλήση; 110

    Και να σκοτώση ένα ραγιά,

    Ποίος πάει να τον καλέση;

    Να μην θαρρής τι ένας Ρωμαιός

    Από φοβέρα αφίνει

    Να κτυπήθη του βάρβαρου,

    Που τρέχει να τον δείρη!

    Ρωμηός εις τ’ άρματα ποτέ

    Τούρκον δεν εφοβήθη

    Μα πρέπει να έχη απομονή,

    Ότι αν βαρέση Τούρκον, 120

    Μπορεί να πάρη τα βουνά,

    Και ας παν να τον γυρεύουν!

    Μα οι Τούρκοι που δεν σύγχωρουν

    Ρωμαίου που να βαρέση

    Πέφτουν και κάνουν αθεσιά

    Απάνω εις τους δικούς του.

    Νάσου ποιαίς είναι των Τουρκών

    Η κρίσες στον Λεβάντε.

    Πόλι μου, που είν’ τα κάλλη σου;

    Πόλι δυστυχισμένη, 130

    Πόλι μου, φως που εφώτιζες

    Ανατολή και Δύσι!

    Και τώρα είσαι η κατοικιά

    Βαρβαρωτάτου γένους

    Και βλέπεις την Άγιαν Σοφιά

    Στου Αγαρηνού τα χέρια

    Να κάθεται και ο Μάωμεθ

    Εις των Γραικών τον θρόνον:

    Να θρέφη τα Ρωμαιόπουλα

    Με της σκλαβιάς το γάλα. 140

    Ευρώπη, και τι σου έκαμα,

    Και χαίρεσαι να βλέπης

    Ένα θεριό στον θρόνον μου,

    Που δεν χορταίνει αίμα;

    Μ’ ένα σημάδι του χεριού

    Χίλια κεφάλια πέφτουν!!

    Και εγ’ όλα ταύτα βλέπω τα,

    Και μαύρα δάκρυα χύνω

    Και που να ’πω τα πάθη μου,

    Κανένανε δεν έχω. 150

    Κανένας δεν ευρέθηκε

    Να με ποαρηγορήση

    Φαρμάκι ωσάν τι επότισα;

    Όλην την οικουμένην

    Και όλοι μ’ αλησμονήσανε,

    Κανείς δεν με λυπάται

    Και οι Μόσκοβες, οι φίλοι μου,

    Η μοναχή μου ελπίδα,

    Και τι καλό μου εκάμανε

    Σαν ήλθαν στον Λεβάντε; 160

    Να μ’ αφανίσουντα νησιά,

    Και να με παραιτήσουν

    Και πάλιν με τον τύρρανον

    Να κάμνουν την αγάπην.

    Νάσου σε τι ακατάστασιν

    Μ’ ήφερεν η σκλαβία,

    Σκλαβία τόσο σκληρή

    Στον κόσμον δεν εφάνη

    Και ελπίδα από καμμιά μεριά

    Να λυτρωθώ δεν έχω. 170

    Και συ μου λέγεις να χαρώ,

    Παιγνίδια να βαρέσω,

    Που αλλού, παρά στα δάκρυά μου,

    Παρηγοριά δεν βρίσκω.



    ΤΕΛΟΣ.

    #19851   /   29.03.2010, 07:31   /   Αναφορά
    Ενδεικτικό κι αυτό

    (ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ)

    όπως και το προηγούμενο που αναρτήθηκε

    (ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ)

    της έξοχης Δημοτικής μας Ποίησης

    και του Δημοτικού Τραγουδιού !!!



    ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΑ...



    2.

    ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ



    Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,

    την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,

    την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!

    Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,

    στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της. 5

    Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,

    να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.

    Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.

    «Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,

    στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω, 10

    αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.

    - Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.

    Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,

    κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;

    - Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, 15

    αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,

    αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».

    Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,

    κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι

    κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν, 20

    βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

    Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,

    στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.

    «Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,

    οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα! 25

    το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;

    Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

    αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».

    Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,

    η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. 30

    Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,

    και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

    Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.

    Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.

    Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει: 35

    «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.

    - Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;

    Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,

    κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.

    - Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι». 40

    - Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

    Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,

    δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,

    μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:

    «Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος! 45

    - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

    - Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».

    Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:

    «Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,

    να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους! 50

    - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

    πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.

    - Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.

    - Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.

    - Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη, 55

    κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».

    Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:

    «Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,

    τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»

    Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της. 60

    «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;

    - Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.

    - Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,

    και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;

    - Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου». 65

    Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.

    Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.

    Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.

    Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.

    Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα 70

    βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,

    βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.

    Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,

    και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.

    Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν. 75

    «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,

    κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,

    κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.

    - Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.

    - Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα; 80

    - Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».



    Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

    #19885   /   02.04.2010, 14:35
    Να,επιτελους και ενα αρθρο για την Δημοτικη μας μουσικη!....Συγχαρητηρια!...

    #21322   /   15.12.2010, 01:17   /   Αναφορά
    "Για μένα το ευκταίο στο ελληνικό τραγούδι θα ήταν να ανακαλύψουμε πάλι το δημοτικό τραγούδι το οποίο δεν έχει ρίμες.

    Η ρίμα είναι μια αστική κατάκτηση."



    Κώστας Τριπολίτης





    (Από συζήτηση του με τον Οδυσσέα Ιωαννού στον Μελωδία το 2002)
    #21405   /   28.12.2010, 06:09   /   Αναφορά
    Μέρες που είναι Χριστούγεννα γαρ, να λείψουν τα Κάλαντα (;) λόγος δεν υπάρχει. Με αυτήν την αιτία παραθέτω:



    1. "Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες" Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα: αποτελεί αποθησαύρισμα του Αρχείου Θρακικών Μελετών ΚΑ' σελ. 151 - ερανισμένο παρά του βιβλίου "ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΜΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ" (εκλογή - εισαγωγή - σχόλια) ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ - ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΡΜΗΣ ΕΠΕ



    Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες

    Κι η Παναγιά μας κοιλοπονούσι.

    Κοιλοπονούσι, παρακαλούσι,

    τους Αποστόλους,τους Αρχαγγέλους.

    Κ' οι Αποστόλοι μαμές γυρεύουν,

    κ' οι Αρχάγγελοι για μύρου τρέχουν.

    Κι ως που να πάνι κι ως που να έρτουν,

    η Παναγιά μας ξιλιφτιρώθκι.

    Ξιλιφτιρώθκι κι φανερώθκι

    μέσα στις δάφνες, στα κυπαρίσσια.

    Σαν ήλιους λάμπει, σα φέγγους φέγγει.





    2. "Χριστούγεννα, χριστούγεννα, 'πόψε Χριστός γεννιέται" Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: ερανισμένο από το ίδιο βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου (αποθησαύρισμα από Θρακικά ΙΑ' σελ. 5 Ελπ. Σταμούλη, Αν. Θράκη)



    Χριστούγεννα, χριστούγεννα, 'πόψε Χριστός γεννιέται,

    γεννιέται κι αναστήνεται, κι ο κόσμος δεν το νιώθουν.

    εκεί π' ακούμπησ' ο Χριστός, χρυσό δενδρίν εβγήκε,

    χρυσό δενδρί χρυσόκλωνο κι αργυροφουντωμένο,

    βαστούσε στα κλωνάριαν του Ανατολή και Δύση

    και τα περικλωνάριαν του όλα στο Σαλονίκι.



    Ερανισμένο από το ίδιο βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου (αποθησαύρισμα από Θρακικά ΙΑ' σελ. 5 Ελπ. Σταμούλη, Αν. Θράκη)



    ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !!! ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ !!!
    #24284   /   19.02.2012, 13:26   /   Αναφορά
    Ένα πολύ ωραίο άρθρο για τη δική μας μουσική που δυστυχώς την έχουμε περιφρονήσει. Και πάλι μπράβο για την τόσο ωραία δουλειά!!!!!!!!!!