Η στιχουργός Σοφία Αργυροπούλου αποκαλύπτει όλη την ιστορία πίσω από το "Απόψε Θέλω Να Πιω"
Η Σοφία Αργυροπούλου αποτελεί μία από τις σπάνιες περιπτώσεις στιχουργού που με το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε, γνώρισε τόση καθολική, σαρωτική θα έλεγα, επιτυχία. Το «Απόψε Θέλω Να Πιω», μελοποιημένο από τον Αντώνη Βαρδή και ερμηνευμένο μοναδικά από τη Χαρούλα Αλεξίου, ήταν γραμμένο θαρρείς από μία πένα κάποιου φτασμένου μεσήλικα -ή μεσήλικης- στιχουργού που κουβαλούσε πολύ πείρα στις πλάτες. Κι όμως, γράφτηκε από ένα νεαρό κορίτσι που μόλις πραγματοποιούσε το παιδικό του όνειρο. Κι όταν μία νεαρή πρωτόβγαλτη στιχουργός συστήνεται μ’ έναν τόσο πειστικό τρόπο, σίγουρα θες να μάθεις περισσότερα για την ίδια και για τον στίχο της. Με μεγάλη μου χαρά, λοιπόν, κάναμε αυτή τη συνέντευξη όπου για πρώτη φορά αποκαλύπτεται ολόκληρη η ιστορία του τραγουδιού.
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο Geppetto, στην πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι, και μέσα από την αφήγηση της Σοφίας Αργυροπούλου έχετε την ευκαιρία όχι μόνο να μάθετε την ιστορία ενός αγαπημένου τραγουδιού, αλλά να μάθετε περισσότερα για την ίδια, για τον Αντώνη Βαρδή και πολλά άλλα. Ας δώσουμε, όμως, τον λόγο στη Σοφία!
Σοφία Αργυροπούλου: Είμαι γεννημένη και μεγαλωμένη στο Σικάγο της Αμερικής, από Έλληνες γονείς φυσικά. Ήταν ο μπαμπάς εκεί, ήρθε Ελλάδα, ερωτεύτηκε τη μαμά, την πήρε μαζί του, πήγανε στην Αμερική και έκαναν την οικογένειά τους. Η καταγωγή του μπαμπά είναι από νομό Ηλείας και της μαμάς από Μεσσηνία. Θυμάμαι έντονα τον εαυτό μου να κάνει κάτι που πολλοί θεωρούν οξύμωρο. Άκουγα από τη μία Καζαντζίδη, απ’ την άλλη Rolling Stones, ή Μπιθικώτση και Metallica. Βασικά ακούω όλα τα είδη μουσικής εκτός από όπερα, που δεν είναι το φόρτε μου. Αλλά είχα μια τάση λόγω του μπαμπά, που ήταν το είδωλό του ο Καζαντζίδης, στο λαϊκό -αν αναφερόμαστε στην ελληνική μουσική. Γυρίζουμε, λοιπόν, στην Ελλάδα, που ήταν το όνειρο του μπαμπά και όλων των μεταναστών να γυρίσουν στη μαμά πατρίδα -άσχετα αν κάποια στιγμή το μετάνιωσε που επέστρεψε, πιο πολύ για μας τα παιδιά, που θεωρούσε ότι αν ήμασταν στην Αμερική θα ήμασταν καλύτερα σε κάποια πράγματα. Με θυμάμαι με ένα στυλό συνέχεια, να γράφω από παιδί. Εκεί που διάβαζα τα μαθήματα, κάτω από τα μαθηματικά, τη φυσική, τη χημεία, την έκθεση, τα φιλολογικά -στα οποία είχα ιδιαίτερη λατρεία- παράλληλα να γράφω στιχάκια. Κάποια στιγμή το είδε ο μπαμπάς μου αυτό και μου διηγήθηκε την ιστορία του, γιατί το ταλέντο του στίχου το ‘χω κληρονομήσει από τον μπαμπά μου. Έγραφε ο μπαμπάς μου, ήταν και καλλίφωνος -είχε πάρα πολύ ωραία φωνή- και έχοντας ως είδωλο τον Στέλιο Καζαντζίδη, κάποια στιγμή που είχε πάει ο Στέλιος με τη Μαρινέλλα στην Αμερική, να τραγουδήσουν εκεί στους μετανάστες, ένας φίλος του τον είχε φέρει σ’ επαφή και ήρθαν πολύ κοντά στο να συνεργαστούνε. Άλλες εποχές, όμως, τότε, έπεσαν όλοι πάνω στον μπαμπά, «που θ’ αφήσεις τώρα την οικογένειά σου να τρέχεις σ’ αυτά» κ.λπ., κι έτσι του έμεινε ανεκπλήρωτο όνειρο. Όταν ανακάλυψε ότι η κόρη του γράφει, καταλαβαίνεις τώρα πόσο συγκινήθηκε. Όταν άκουσα την ιστορία του μπαμπά μου, αυτό το όνειρο που είχα θέσει από μικρή και έλεγα «θέλω κάποια στιγμή τα τραγούδια μου να τα τραγουδάει ο κόσμος», πείσμωσα και είπα ότι αυτό που δεν κατάφερε ο μπαμπάς μου λόγω συνθηκών να κάνει, θα το καταφέρω να το κάνω εγώ και για τους δυο μας. Κι έτσι το έθεσα όνειρο ζωής ότι μια μέρα θα γίνω στιχουργός και όλος ο κόσμος θα τραγουδάει τα τραγούδια μου. Εννοείται ότι είχα την στήριξη του μπαμπά σ’ αυτό, ενώ είχα κι ένα άλλο ταλέντο, που λίγοι το ξέρουν: πήγαινα για ηθοποιός, είχα το ταλέντο της υποκριτικής και έπαιζα σε θεατρικές παραστάσεις, γράφοντας και τα κείμενα, και τότε είχε έρθει ένας ανιχνευτής ταλέντων από την Αθήνα για την αρχαία Επίδαυρο και του είχαν πει «να πάτε στο σπίτι του Γιάννη Αργυρόπουλου, εκεί είναι το κορίτσι-φαινόμενο. Είναι το ταλέντο που θέλετε». Και θυμάμαι τότε χαρακτηριστικά -έχει λίγο πλάκα όλο αυτό- η μαμά μάς είχε μαγειρέψει μακαρόνια με κιμά εκείνη την ημέρα και τρώγαμε με τα αδέρφια μου. Έρχεται ο κύριος και λέει:
- Γεια σας, μου έχουν πει ότι η κόρη σας είναι ταλέντο και θέλουμε να την πάρουμε μαζί μας!
Άκουγα εγώ τώρα και λέει ο μπαμπάς μου:
- Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, τιμή μου, αλλά δεν την αφήνω γιατί είναι μαθήτρια. Είναι μικρή ακόμα. Θέλω να τελειώσει πρώτα το σχολείο της και μετά ας κάνει ό,τι θέλει.
Θυμάμαι ότι έτρωγα μακαρόνια με κιμά και με δάκρυα! (γέλια). Χαρακτηριστική σκηνή! Την έχω μπροστά μου!
Πόσο χρονών ήσουνα τότε;
Σ.Α.: Πήγαινα, αν θυμάμαι καλά, Γ’ Γυμνασίου. Και τότε τον ρώτησα:
- Μπαμπά, γιατί είπες όχι;
Και μου απάντησε το ίδιο.
- Θέλω να τελειώσεις το σχολείο σου, να βγάλεις και το Λύκειο, και μετά αποφασίζεις τι θα κάνεις.
Και του είπα:
- Θα σεβαστώ την απόφασή σου, είσαι πατέρας μου, αλλά στο όνειρο που έχω με τα τραγούδια δεν θα σταθεί κανένας εμπόδιο! Δεν θα το επιτρέψω! Θα το κάνω, ο κόσμος να χαλάσει!
Και μου είπε ότι θα είναι δίπλα μου, λόγω και της κατάστασης που σου είπα προηγουμένως, που του έμεινε λίγο απωθημένο. Όλα αυτά τα χρόνια έγραφα, τότε ήταν άλλες εποχές, δεν υπήρχε εύκολα πρόσβαση, δεν υπήρχαν social, internet κι όλα αυτά, απλά πήγαινα σε δισκογραφικές εταιρείες, σε κάποιους ανθρώπους του χώρου, είτε μέσω γνωστών είτε μόνη μου, χτυπούσα πόρτες… Βέβαια, μπορώ να πω εδώ ότι, παρόλο που δεν είχα καμία σχέση με τον χώρο και κάποιον να με πάρει από το χέρι και να με πάει κάπου, ήμουνα ψαγμένη. Δηλαδή είχα ενημερωθεί για την κατοχύρωση των στίχων μου, αν θυμάσαι παλιά ήτανε η Εθνική Βιβλιοθήκη για την κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων, οπότε ήμουνα ήσυχη ότι όπου έστελνα κι όπου πήγαινα, δεν είχα τον φόβο μήπως με κλέψει κάποιος. Πέρασα πάρα πολλά, θυσίες, αγώνα, ξενύχτια, κλάματα, απογοητεύσεις… Απορρίψεις δεν μπορώ να πω ότι είχα βιώσει, απλά ήταν ένα παράπονο ότι πολλοί δεν έβλεπαν αυτά που τους πήγαινα γιατί, πολύ απλά -αλλά δυσνόητα για μένα τότε- ήθελαν από μένα άλλα πράγματα. Οπότε αν εγώ πήγαινα σ’ έναν διευθυντή δισκογραφικής έναν φάκελο με δέκα στίχους μου μέσα, αυτός ο φάκελος δεν ανοιγόταν ποτέ. Ή, εμμέσως πλην σαφώς, κάνανε κάποιες άλλες προτάσεις που δεν συμπίπταν με τις ηθικές μου αξίες και αρχές, οπότε ήξερα ότι φεύγοντας από κει δεν θα γίνει τίποτα. Η πρώτη που είχε διαβάσει στίχους μου και μου είχε κάνει πάρα πολύ καλή κριτική, και ήταν και αληθινή ως άνθρωπος και ως προσωπικότητα και μου έδωσε κάποιες συμβουλές, ήταν η αείμνηστη Ροζίτα Σώκου, η οποία εκτός από το «Να Η Ευκαιρία» και τις εκπομπές που έκανε, σε διάφορα περιοδικά είχε στήλες που έδινε συμβουλές για κάποια θέματα. Μπορεί κάποιος να έγραφε για ένα συναισθηματικό του πρόβλημα, τι να κάνει με τη σχέση του που έχει ένα θέμα, εμένα το θέμα μου ήταν τι να κάνω με τα τραγούδια μου! (γέλια). Έψαχνα τον άνθρωπο που θα μου πει αν αυτά που γράφω αξίζουν για να γίνουν τραγούδια. Ήθελα, δηλαδή, και το «όχι, δεν αξίζουν» ή «κάνουν για ποίηση» ή «για πεζά γιατί δεν μπορούν να γίνουν τραγούδια». Αυτό πάντα έψαχνα. Βιώνοντας όλα αυτά που σου είπα, έλεγα κάποια στιγμή, δεν μπορεί, ο Θεός θα μου στείλει στον δρόμο μου έναν άνθρωπο που δεν θα κοιτάζει τα πράσινα μάτια μου, τέλος πάντων, αλλά θα σκύψει πάνω στο χαρτί μου, να διαβάσει αυτά που γράφω και να μου πει εν τέλει αν αξίζουν και, γιατί όχι, να βάλει μουσική αν είναι συνθέτης. Και ο Θεός, επειδή μ’ αγαπάει, αν και πέρασαν 17 ολόκληρα χρόνια από τότε, μου έστειλε στον δρόμο μου τον Αντώνη Βαρδή.
ΑΠΟΨΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΙΩ – Χάρις Αλεξίου
(2003, μουσική: Αντώνης Βαρδής, στίχοι: Σοφία Αργυροπούλου)
Σ.Α.: Το τραγούδι βγήκε το 2003, όμως ο στίχος γράφτηκε 9 Νοεμβρίου του 2000. Είναι του Αγίου Νεκταρίου -το αναφέρω γιατί είναι ένας από τους δύο προστάτες μου ο Άγιος Νεκτάριος- κι έχει επέλθει, μήνες πριν, μία ανατροπή στην προσωπική μου ζωή. Είχα ένα διαζύγιο. Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι το «Απόψε Θέλω Να Πιω» μπορεί να έχει βραβευτεί δύο φορές στο Chart Show ως το No 1 τραγούδι χωρισμού των τελευταίων 30 ετών -βασικά είναι ένα τραγούδι που κάθε ακροατής το ταυτίζει όπως θέλει να το ταυτίσει, με το δικό του βίωμα- εγώ, όμως, δεν το έγραψα ντε και καλά για τον χωρισμό μου. Δεν το έγραψα για το άλλο άτομο. Είναι προσωπικό μου τραγούδι, είναι η ζωή μου σε 76 λέξεις -το μοιρολόι της ψυχής μου- και έχει να κάνει καθαρά με μένα, με τα όνειρά μου, με τις θυσίες μου, τους αγώνες μου, τα θέλω μου, τις απογοητεύσεις μου, με τα δάκρυά μου, με τον πόνο μου, με τα πάντα. Εκείνο το διάστημα δεν ήμουν καλά, αν και ήταν δική μου απόφαση το διαζύγιο. Είμαι σ’ ένα ξενοδοχείο στην Αθήνα, έχοντας τα πράγματά μου σε βαλίτσες, σε κουτιά κ.λπ., και θυμάμαι χαρακτηριστικά να δίνω μια γροθιά στις κούτες ή στον τοίχο και να λέω τη φράση «Απόψε θέλω να πιω». Χωρίς να το σκεφτώ, πήρα μόνο λεφτά μαζί μου, πήγα σ’ ένα club στο οποίο έπαιζε ελληνική μουσική κι έκατσα στην μπάρα. Ο μπάρμαν, ένα εξαίρετο παιδί, που με πρόσεξε εκείνο το βράδυ -όλο το μαγαζί με πρόσεξε γιατί έκανα μπαμ από μακριά ότι δεν ήμουνα καλά- λεγόταν Μιχαήλ Άγγελος, γιόρταζε την προηγούμενη μέρα. Εγώ άρχισα να πίνω και κερνούσε και ο Μιχάλης για τη γιορτή του. Ο DJ λεγόταν Νεκτάριος και γιόρταζε την ημέρα που πήγα, οπότε κερνούσε κι αυτός. Τέλος πάντων, είμαι σε μια φάση που πίνω αλλά είμαι νηφάλια ακόμα. Κάποια στιγμή, κάνω νόημα στον Μιχάλη κι ο Μιχάλης νομίζει ότι θέλω κι άλλο ποτό και τον πιάνω έτσι από την μπλούζα, για να τον φέρω κοντά μου ν’ ακούσει, και του λέω:
- Δεν θέλω ποτό! Θέλω να μου φέρεις τώρα χαρτί και στυλό!
Σχεδόν τον διέταξα γιατί ένιωθα εκείνη την στιγμή, αν μπορώ να με περιγράψω, σαν ένα ηφαίστειο που είναι έτοιμο να εκραγεί και έπρεπε να βγάλει από μέσα του κάτι, αλλιώς θα σκάσει. Ο Μιχάλης είχε πάρα πολλή δουλειά εκείνη την στιγμή και μου λέει:
- Πού να σου βρω τώρα στυλό και χαρτί;
- Θέλω χαρτί και στυλό τώρα!
Τέλος πάντων, μου δίνει ένα στυλό και στα πρόχειρα -ό,τι βρήκε μπροστά του- αντί να μου βρει κάποιο χαρτί, μου δίνει μια χαρτοπετσέτα. Και τότε συνέβη το εξής: κρατούσα στο δεξί μου χέρι το στυλό, στο αριστερό το ποτό και το τσιγάρο, κι αν μ’ έβλεπε κάποιος άνθρωπος εκείνη την στιγμή ήταν σαν να έκανα αντιγραφή. Δηλαδή έγραφα, έγραφα, έγραφα, τα δάκρυά μου πέφτανε πάνω στη χαρτοπετσέτα, η οποία είχε μουσκέψει, και θυμάμαι έντονα, επειδή πόσο χώρο να έχει μία χαρτοπετσέτα, το τρίτο κουπλέ του «Απόψε Θέλω Να Πιω» -που όλο το λατρεύω αλλά έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στο τρίτο κουπλέ, ίσως επειδή γεννήθηκε έτσι- είναι γραμμένο στην αριστερή μου παλάμη. Δηλαδή, με το δεξί μου χέρι έγραφα στο αριστερό γιατί δεν μ’ έβγαζε η χαρτοπετσέτα. Όταν πήγα στο ξενοδοχείο, καθαρόγραψα αυτό που είχα γράψει -δεν μπορούσα να καταλάβω τότε αυτό που είχε συμβεί εκείνη την ώρα, έτσι όπως ήμουν πιωμένη- και την άλλη μέρα κατάλαβα ότι «ωχ, εδώ κάτι έκανα, κάτι πολύ μεγάλο, πολύ δυνατό». Απ’ το 2000 μέχρι το 2002, το πήγαινα παντού επειδή αυτό που είναι γραμμένο στο χαρτί το ένιωθα σαν ωρολογιακή βόμβα στα χέρια μου. Είχε τέτοια δυναμική ο στίχος, που το καταλάβαινα κι εγώ που το είχα γράψει και το έσερνα στο πορτοφόλι μου, να φανταστείς. Ήταν ο μόνος στίχος που είχα μαζί μου σαν φυλαχτό. Από τότε, λοιπόν, όπου πήγαινα και δειγμάτιζα στίχους μου, πήγαινα και το «Απόψε Θέλω Να Πιω».
Και το απέρριπταν;
Σ.Α.: Κανένας δεν το απέρριψε γιατί, πολύ απλά, δεν το είχαν διαβάσει. Ερχόμαστε στο 2002. Να πω εδώ ότι ο Αντώνης Βαρδής ήταν για μένα ό,τι ήταν ο Καζαντζίδης για τον μπαμπά μου. Τον θαύμαζα από μικρή. Είχα πάει σε κάποιες συναυλίες και σε μαγαζί, δεν είχε τύχει όμως κάποια προσωπική επαφή, πριβέ δηλαδή, να τον συναντήσω. Παρακολουθούσα τα άπαντα που είχαν να κάνουν με τον Αντώνη, λόγω του ότι ήταν το είδωλό μου, και κάποτε, αν θυμάσαι, που ήταν στην Warner Music, είχε δώσει μια συνέντευξη και ο δημοσιογράφος τον ρωτά:
- Κύριε Βαρδή, δίνετε συμβουλές σε νέα παιδιά; Αν ένα νέο παιδί έχει ένα ταλέντο ή στον στίχο ή στη μουσική ή στο τραγούδι ή σε οτιδήποτε, μπορεί να σας προσεγγίσει να του δώσετε τα φώτα σας; Κι αν ναι, με ποιον τρόπο;
Και τότε έδωσε νομίζω τη διεύθυνση της δισκογραφικής εταιρείας, θα σε γελάσω, οπότε εγώ το σημειώνω αμέσως και του στέλνω σ’ έναν φάκελο πάρα πολλούς στίχους μου κι ένα δισέλιδο γράμμα -που μου το έλεγε μέχρι που έφυγε από τη ζωή ότι τον είχε «τσακίσει» γιατί έλεγα να ρίξει λίγο φως μες στο σκοτάδι μου και να μου πει αν αυτά που γράφω αξίζουν. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο και μου έδωσε μία συμβουλή:
- Κορίτσι μου, όταν στέλνεις στίχους σου, μην στέλνεις τόσους πολλούς γιατί χάνουμε λίγο την μπάλα κι εμείς οι συνθέτες! Όποιος είναι έμπειρος, μπορεί με 2-3 να καταλάβει αν αυτά που γράφεις αξίζουν.
Με πήρε τηλέφωνο, λοιπόν, μου έδωσε κάποιες συμβουλές, μου είπε ότι γράφω υπέροχα, μου είπε και το τιμητικό ότι ο τρόπος γραφής μου ταυτίζεται με τον δικό του και μου λέει:
- Κάποια στιγμή, ελπίζω να τα πούμε κι από κοντά και -γιατί όχι;- να συνεργαστούμε.
Και το αφήσαμε έτσι. Το 2002, λοιπόν, είναι ο Αντώνης στην κριτική επιτροπή του Fame Story, είμαι εγώ προϊσταμένη στα Flocafé της Νέας Φιλαδέλφειας και σε κάποια φάση έρχεται ένα παιδί από το προσωπικό και μου λέει:
- Κυρία Σοφία, είναι εδώ ο Αντώνης Βαρδής και θέλει τον υπεύθυνο!
Εγώ, όπως καταλαβαίνεις, τρελάθηκα. Δεν το περίμενα. Όντως, τον πλησιάζω με μεγάλη μου χαρά, είχε πονοκέφαλο κι ήθελε ένα παυσίπονο, γι’ αυτό ζητούσε τον υπεύθυνο. Του θύμισα την τηλεφωνική μας επικοινωνία, του είπα ποια είμαι και, προς έκπληξή μου μεγάλη και χαρά, με θυμήθηκε και μου λέει:
- Κοίτα πώς τα φέρνει η ζωή. Λοιπόν, άκου! Θα πάρεις την ταχυδρομική μου θυρίδα και θα βάλεις έναν φάκελο. Μην βάλεις πάλι εκατό! Βάλε τέσσερα-πέντε στιχάκια και θα μου τα στείλεις.
Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ, όπως καταλαβαίνεις. Πάλι δεν τον άκουσα κι αντί για πέντε έβαλα εννιά. Ο εννέα είναι ο ένας από τους δύο καρμικούς μου αριθμούς, γιατί 9/9 έχω γεννηθεί, και έβαλα το No 9 στο «Απόψε Θέλω Να Πιω» για να έχει τον αριθμό τον καρμικό μου. Το στέλνω στην ταχυδρομική του θυρίδα, όπως μου είπε, και, αμέσως μόλις τα έλαβε, με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει:
- Σοφούλα μου, τα διάβασα όλα. Είναι καταπληκτικά αλλά, ρε κορίτσι μου, εκείνο το Νο 9, με τίτλο «Απόψε Θέλω Να Πιω», τι διαμάντι είναι αυτό που έγραψες! Σ’ αυτό μού έδωσες έμπνευση και θα βάλω μουσική! Σ’ αφήνω τώρα!
Και μου κλείνει εσπευσμένα το τηλέφωνο, με την καλή έννοια. Σου δίνει την εντύπωση ότι «πάω να το γράψω κιόλας». Και με παίρνει τηλέφωνο μετά από λίγο διάστημα και μου λέει ότι όντως έχει βάλει μουσική στο «Απόψε Θέλω Να Πιω» και μου λέει και το νέο -που δεν το ξέρει ο κόσμος- ότι αρχικά ήταν να το ερμηνεύσει ο ίδιος. Μου λέει:
- Έβαλα μουσική στο «Απόψε Θέλω Να Πιω» και θα το τραγουδήσω εγώ!
Απερίγραπτη η χαρά μου, κλείνουμε το τηλέφωνο, μετά από δύο βδομάδες με παίρνει πάλι τηλέφωνο και μου λέει:
- Σοφάκι μου, έχουμε μια αλλαγή.
- Τι αλλαγή, κύριε Αντώνη;
«Κύριε Αντώνη», τον έλεγα. Έκανε μεγάλο αγώνα για να μου καταργήσει τον πληθυντικό, να ξέρεις. Κάθε φορά που τον έλεγα «κύριε Αντώνη», μου έλεγε «κεριά!» (γέλια). Υπέροχος άνθρωπος… Τέλος πάντων, μου λέει -κι εδώ είναι αποκλειστικότητα:
- Δεν θα το πω εγώ το «Απόψε Θέλω Να Πιω». Θα το πει ο Γιώργος ο Νταλάρας!΄Έχεις πρόβλημα;
Πόσο ταπεινός άνθρωπος αυτός ο Αντώνης! Ναι, δεν είναι καθόλου τυχαίο που λέω ότι για μένα ο Αντώνης δεν ήταν συνεργάτης, ήταν δεύτερος πατέρας μου. Από κείνη τη χαρτοπετσέτα ό,τι είχε απομείνει το ‘χει δει μόνο ένας άνθρωπος κι αυτός ήταν ο Αντώνης Βαρδής. Λέω:
- Εννοείται πως δεν έχω πρόβλημα! Ο Γιώργος; Ο Γιώργος!
Και μένουμε στο ότι το «Απόψε Θέλω Να Πιω» θα το ερμηνεύσει ο Γιώργος Νταλάρας. Αλλάζει η χρονιά, μπαίνουμε στο 2003, και συγκεκριμένα στον Μάρτιο, και τότε η Χαρούλα Αλεξίου ήθελε να κάνει έναν δίσκο λαϊκό γιατί τα τελευταία χρόνια είχε φύγει λίγο από αυτό το είδος, είχε «πέσει» όπως είχε πει κι η ίδια, και ήθελε να ξαναθυμηθεί τον παλιό της εαυτό. Τότε πλησιάζει τον Αντώνη κι εδώ έχω καταφέρει με το «Απόψε Θέλω Να Πιω» να κάνω και κάτι που μου έχει δώσει πολύ μεγάλη χαρά και τιμή: ότι έγινα η αφορμή να ενώσω ξανά τη Χαρούλα Αλεξίου με τον Αντώνη Βαρδή γιατί είχαν να δισκογραφήσουν μαζί από το «Ξημερώνει» (1980). Μετά «χώρισαν» δισκογραφικά, οπότε πάει η Χαρούλα και του λέει:
- Θέλω να μου γράψεις ένα τραγούδι για τον νέο μου δίσκο. Θέλω μέσα Αντώνη Βαρδή. Θέλω να ξανασμίξουμε δισκογραφικά.
Και της λέει τότε ο Αντώνης:
- Για άκου αυτό!
Κι αρχίζει να της παίζει με την κιθάρα του το «Απόψε Θέλω Να Πιω». Η Χαρούλα έκλαψε και μου είπε ο Αντώνης:
- Την ξέρω 30 χρόνια, δεν την έχω δει ποτέ να κλάψει ούτε για δικό της τραγούδι! Κι έκλαψε με το δικό σου! Δάκρυσε όταν το άκουσε.
Και του λέει:
- Τι διαμάντι είναι αυτό που έγραψες!
- Δεν είναι δικό μου!
- Δεν είναι δικό σου;
- Η μουσική δική μου, είναι αλλά το ‘χει γράψει ένα κοριτσάκι…
Της εξηγεί, με παίρνει λοιπόν τηλέφωνο στο Flocafé, είχαμε meeting τότε με τη δουλειά, 19 Μαρτίου ήτανε, και μου λέει:
- Σοφάκι μου, είμαι στην ευχάριστη θέση να σου ανακοινώσω ότι το τραγούδι σου «Απόψε Θέλω Να Πιω» θα το ερμηνεύσει η Χαρούλα Αλεξίου στο CD της που θα βγει τον Σεπτέμβρη.
Θυμάμαι, μου έπεσε το τηλέφωνο από τα χέρια!
Παρά το γεγονός ότι είχε πει πως θα το ερμήνευε ο Νταλάρας;
Σ.Α.: Είχανε συμφωνήσει ότι θα το πει ο Νταλάρας, όμως δεν το είχανε κάνει ούτε demo ούτε τίποτα. Εντάξει, ο Γιώργος δεν είχε πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς με την Αλεξίου ήταν φίλοι. Με κάλεσε, λοιπόν, ο Αντώνης στο στούντιο. Παλαβωμένη εγώ παράτησα και τη δουλειά, περπατούσα στους δρόμους, περνούσα με κόκκινα φανάρια, δεν με ένοιαζε τίποτα, είχε σταματήσει ο χρόνος και από τις πιο συγκλονιστικές μου στιγμές είναι που όταν με είδε η Χαρούλα στο στούντιο, μου έκανε υπόκλιση -αυτό που ήθελα να της κάνω εγώ δηλαδή!- και μου είπε:
- Μεγάλη μου τιμή που σε γνωρίζω κοριτσάκι μου. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό το υπέροχο διαμάντι που μου χαρίζεις. Είδα τη φωνή μου όπως είχα χρόνια να την ακούσω, λαϊκή.
Θυμάμαι, πήγαμε μέσα, και στον καναπέ, εκεί στο στούντιο, μου λέει να κάτσω στα πόδια της. Κρατούσε το χαρτί που είχε το «Απόψε Θέλω Να Πιω» και βλέπω: «Απόψε Θέλω Να Πιω, στίχοι: Σοφία Αργυροπούλου, μουσική: Αντώνης Βαρδής, ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου». Θεωρώ πως ζούσα για κείνη την στιγμή. Κλαίγαμε και οι δύο μετά και δεν θα ‘ναι υπερβολή να ξαναπώ αυτό που έχω πει, ότι και να πέθαινα εκείνη την ώρα δεν με ένοιαζε γιατί είδα ότι κάνω το όνειρο ζωής πραγματικότητα. Δηλαδή, ήθελα κάποια στιγμή να με τραγουδήσει όλη η Ελλάδα. Βέβαια, επειδή το είχα όνειρο ζωής και προσπαθούσα όλα αυτά τα χρόνια μόνη μου, είχα βαθιά πίστη ότι κάποια στιγμή θα τα καταφέρω. Έλεγα συγκεκριμένα ότι θα γίνω η στιχουργός με τη μαγκούρα, δηλαδή ότι και στα βαθιά μου γεράματα, αν με αξιώσει ο Θεός και γεράσω, εγώ θα το προσπαθώ. Γι’ αυτό και το πίστευα ότι θα τα καταφέρω κάποια στιγμή. Το γεγονός, όμως, ότι με το καλημέρα στη δισκογραφία το πρώτο μου τραγούδι θα το τραγουδήσει η Χαρούλα Αλεξίου και θα γράψει τη μουσική ο Αντώνης Βαρδής και θα περάσει στο πάνθεον των διαχρονικών, των κλασικών, των αθανάτων κ.λπ. κ.λπ. κι όλο αυτό που ξέρει ο κόσμος, αυτό δεν το είχα φανταστεί. Αλλά ότι θα τα κατάφερνα κάποια στιγμή, αυτό το πίστευα από παιδί. Τότε που είχε έρθει ο Αντώνης Βαρδής στο Flocafé, ήταν η τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου, που όπως ξέρεις αλλάζει η ώρα για να πάμε από θερινή σε χειμερινή, δεν έχω αλλάξει εγώ -είμαι εκτός τόπου και χρόνου- και πάω δύο ώρες νωρίτερα στη δουλειά. Το αναφέρω αυτό γιατί το λέγαμε μετά. Του έλεγα του Αντώνη:
- Αντώνη, το φαντάζεσαι αν είχα πάει μια ώρα αργότερα ή αν εσύ είχες περάσει νωρίτερα, δεν θα σε έβλεπα!
- Μην παιδεύεις το μυαλό σου με τέτοιες σκέψεις. Ήτανε να γίνει. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και η ανταμοιβή σου να συμβεί.
Και μάλιστα αυτό που με μάλωνε έντονα -κι εδώ δείχνει και πάλι την ταπεινότητά του και το μεγαλείο της ψυχής του- ήταν ότι όταν του έλεγα «ευχαριστώ εσένα και τη Χαρούλα», μου έλεγε:
- Αν θες να τα πάμε καλά, δεν θέλω να μου ξαναπείς «ευχαριστώ». Εμείς σ’ ευχαριστούμε! Εσύ μου έδωσες έμπνευση, δεν σου έδωσα εγώ.
Κάτι που φαντάζομαι ότι δύσκολα το ακούς.
Πότε άκουσες πρώτη φορά το τραγούδι από το ραδιόφωνο;
Σ.Α.: Από το ραδιόφωνο συγκεκριμένα το άκουσα πρώτη φορά στις 15 Σεπτέμβρη. Εδώ να πω ότι δεν είναι τυχαίο ότι το «Απόψε Θέλω Να Πιω» βγήκε ανήμερα της ονομαστικής μου εορτής. 17 Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησε. Κάναμε την παρουσίαση στο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Δυο ημέρες πριν, η Χαρούλα Αλεξίου δίνει στον Σφαίρα συνέντευξη στον Ποσειδώνα Γιαννόπουλο και αναφέρεται εκεί σε μένα. Λέει ότι είναι η «νονά» μου -και όντως είναι η καλλιτεχνική νονά μου- και ότι «αυτό το κορίτσι ήρθε για να μείνει στην ελληνική δισκογραφία», «μ’ έκανε μ’ αυτό το τραγούδι να ξαναβρώ τη φωνή μου στη λαϊκή της χροιά» κι εκεί παίζει και το τραγούδι. Εκεί είναι που το ακούω κι εγώ από το ραδιόφωνο. Επειδή ήμουνα βάρδια, είχα κάνει ένα time out στο προσωπικό μου κι είχαμε κάτσει σε μια αίθουσα και ακούσαμε όλοι μαζί τη συνέντευξη. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το ραδιόφωνο ακούγοντας το τραγούδι. Απ’ ό,τι μου έχει πει ο Αντώνης όλοι με νόμιζαν για άντρα. Δηλαδή πίστευαν ότι αυτά τα λόγια τα έχει γράψει άντρας. Όταν έμαθαν ότι είμαι γυναίκα, με κατέταξαν ηλικιακά γύρω στα 60, γιατί αυτά τα λόγια, λένε, δεν μπορεί να τα έγραψε νέα. Και μάλιστα, όταν κάναμε την παρουσίαση 17 Σεπτέμβρη, μου λέει ο Αντώνης:
- Τώρα που θα σε πάρουμε από το χέρι και θα σε παρουσιάσουμε στους δημοσιογράφους, στον κόσμο κανένας δεν θα πιστέψει ότι έχεις γράψει εσύ το τραγούδι.
Εγώ έκλαιγα και του λέω:
- Γιατί Αντώνη μου;
- Θα δούνε ένα ξανθό κοριτσάκι με ωραίο προσωπάκι, με πράσινα μάτια, και δεν θα τους κολλάει ότι το έχεις γράψει εσύ.
Και τότε, θυμάμαι, γύρισα και του είπα:
- Ο πόνος, Αντώνη μου, δεν έχει ηλικία!
- Μ’ έστειλες μ’ αυτό που απάντησες και θα το θυμάμαι όσο ζω!
Σαφέστατα και μετά έζησα τον απόλυτο χαμό, να το πω έτσι, αλλά εδώ υπήρχε και μια δικλείδα προστασίας από τον Αντώνη γιατί ήταν και πολύ κομβικό το σημείο που εγώ έπρεπε να προσέξω. Δηλαδή, εγώ με το «καλημέρα» «πήγα στον Θεό», όπως λένε δισκογραφικά. Πήγα κατευθείαν στην κορυφή της πυραμίδας. Κάποιοι ακόμα προσπαθούν να γράψουν μ’ έναν μεγάλο συνθέτη, όπως ήταν ο Αντώνης. Έπρεπε να «κατεβαίνω». Το κατέβασμά μου όμως έπρεπε να είναι εξίσου αξιόλογο του ανεβάσματος. Θα έπρεπε να προσέχω. Οπότε είχα τον Αντώνη τότε, που με προστάτευε απ’ όλους αυτούς που με πλησιάζανε για να τους γράψω. Και τον ευχαριστώ. Δηλαδή, υπήρχανε όντως αυτοί που έλεγαν «πού το ανακάλυψες αυτό το φαινόμενο», «αυτό το διαμάντι» κ.λπ. Δεν γινότανε μετά την Αλεξίου να τρέξω να γράψω σε… δεν θέλω να πω όνομα και παρεξηγηθώ. Έπρεπε να προσέξω. Αν με ρωτάς αν είχα συναίσθηση όλου αυτού που ζούσα, δεν είχα. Γιατί έβλεπα μόνο ότι έκανα το όνειρο ζωής πραγματικότητα. Αν με έβλεπε άνθρωπος όταν κυκλοφόρησε το «Απόψε Θέλω Να Πιω», αν μπορούσα να με περιγράψω, ήμουν σαν τη Μεγάλη Παρασκευή όπως λένε. Πραγματικά! Και μάλιστα μού λέγανε «έξω γίνεται χαμός με το τραγούδι σου, εσύ γιατί είσαι έτσι;». Και λέω «Και τι θέλετε να κάνω; Να πάρω μια ντουντούκα και να φωνάζω;». Συνέχισα να δουλεύω, έκανα και μια μετάβαση που δεν την περίμενα ούτε εγώ από τον εαυτό μου, παραιτήθηκα από τα Flocafé, πήγα για την εμπειρία και δούλεψα στο Καζίνο της Πάρνηθας ως κρουπιέρισσα, inspector κ.λπ., και θυμάμαι με παίρνανε τηλέφωνο για συνεντεύξεις, με τον κακό χαμό που γινότανε με το «Απόψε Θέλω Να Πιω», κι εγώ διάβαζα στοιχήματα γιατί περνούσες σχολή για να μπεις μέσα. Κάποτε, θυμάμαι, ο Αντώνης μού λέει:
- Σοφούλα, ώρα να αποφασίσεις. Ή τραγούδια ή Black Jack.
(γέλια)
Θέλω να πω ότι μην νομίζεις, τα τελευταία χρόνια έχω καταλάβει τι έχω κάνει όσον αφορά το «Απόψε Θέλω Να Πιω». Ως άνθρωπος είμαι πολύ χαμηλών τόνων και με βοήθησε αυτό. Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να καβαλήσω καλάμι, γιατί όταν ένας άνθρωπος έχει περάσει πολλά και έχει παιδευτεί για να καταφέρει κάτι και δεν του ήρθε τίποτα έτοιμο, ή με τις πλάτες κάποιου άλλου, δύσκολα την «ψωνίζει», να στο πω κι έτσι.
Δεν εμφανίστηκε ο πρώην σύζυγος να σου πει «είδες, όλα έγιναν χάρη σε μένα»;
Σ.Α.: (γέλια) Τώρα, λοιπόν, έχεις… Πραγματικά εδώ πρέπει να μπει στα ιστορικά αυτή η ερώτησή σου! Γιατί χωρίς να με ξέρεις, χωρίς να ξέρεις τη ζωή μου, μάντεψες κάτι που συνέβη! Απίστευτο; Ναι! Θα το πω, δεν έχω θέμα. Και είναι και το τραγελαφικό του πράγματος. Με πήρε συγκεκριμένα τηλέφωνο, να μου ευχηθεί χρόνια πολλά για τη γιορτή μου, που εγώ ζούσα και γιόρταζα δύο γεγονότα: την εκπλήρωση του ονείρου και τη γιορτή μου, που είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα, και μου είπε αυτό που λες. Ότι «αν δεν στο έδινα το διαζύγιο», γιατί εγώ το ζήτησα τέλος πάντων και βγήκε συναινετικό, «δεν θα έπαιρνες την έμπνευση, δεν θα έγραφες» κ.λπ., «άρα πρέπει να μου δίνεις ποσοστά» -άκουσα και αυτό. Είπα «Θα σου έδινα τώρα την κατάλληλη απάντηση αλλά να χρωστάς χάρη στον Αντώνη και στη Χαρούλα», που είχα δεξιά μου και αριστερά μου γιατί ήμασταν στο Ελευθέριος Βενιζέλος, κάτι που τους εκμυστηρεύτηκα μετά και γελάγαμε όλοι μαζί. Όχι, μπορεί τελικά να το έκανε αυτό που λες, γι’ αυτό και το ξεκαθαρίζω και το είχα ξεκαθαρίσει και από την πρώτη στιγμή και το ξεκαθαρίζω για όσους δεν το γνωρίζουν: Δεν έχει μέρος στο «Απόψε Θέλω Να Πιω» κανένας άνθρωπος παρά μόνο η Σοφία Αργυροπούλου. Δεν μπορεί να πει κάποιος ότι το έχω γράψει γι’ αυτόν. Είναι προσωπικό μου τραγούδι.
Επειδή στην αρχή της συνέντευξης αναφέρθηκες στον πατέρα σου, όταν γνώρισες επιτυχία με το «Απόψε Θέλω Να Πιω» ποια ήταν η αντίδρασή του;
Σ.Α.: Α, σ’ ευχαριστώ που μου κάνεις αυτή την ερώτηση. Στις 19 Μαρτίου παίρνω το νέο ότι θα το τραγουδήσει η Αλεξίου και προσπαθώ να καταλάβω πώς το κράτησα κρυφό, πώς άντεξα και το κράτησα κρυφό ακόμα και από την οικογένειά μου, ίσως στο φόβο μην αλλάξει κάτι. Δεν το είπα πουθενά μέχρι αρχές Σεπτέμβρη, λίγο πριν τα γενέθλιά μου, 9 Σεπτέμβρη, ανακοίνωσα στους δικούς μου ότι φέτος στα γενέθλιά μου, αντί να μου κάνετε δώρο εσείς, θα σας κάνω εγώ, σας έχω ένα απίστευτο νέο κ.λπ. Η μαμά μου νόμιζε ότι παντρεύομαι (γέλια). Ο μόνος διαισθητικά που έπιασε ότι υπάρχει περίπτωση το νέο αυτό το ευχάριστο να έχει να κάνει με το όνειρό μου ήταν ο μπαμπάς μου. Στα γενέθλιά μου, μια βδομάδα πριν κυκλοφορήσει, έκλαιγε τόσο πολύ… Μιλάμε, προσπαθούσα να έρθω στη θέση του, δηλαδή πώς λέμε «του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου», φανταστείτε τώρα πώς ένιωσε ο μπαμπάς μου που μέσα από την κόρη του ένιωθε ότι κι ο ίδιος κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Εδώ να πω ότι -όχι ότι θα ήταν λιγότερος ο πόνος για μένα, ο πόνος είναι ο ίδιος κι ας πάνε 18 χρόνια που τον έχουμε χάσει- ευτυχώς, δοξάζω τον Θεό, που πρόλαβε να δει ότι το παιδί του εκπληρώνει το όνειρό του γιατί βγήκε το «Απόψε Θέλω Να Πιω» το 2003 και τον χάσαμε, έφυγε από τη ζωή, το 2006. Τρία χρόνια μετά. Όταν άκουσε το τραγούδι, θυμάμαι ότι με πήρε αγκαλιά και -επειδή πριν γεννηθώ με ήθελε αγόρι, παρόλο που υπήρχε ο μεγάλος μου αδερφός, και μου είχε πει ότι θα μου έδινε το όνομα Σοφοκλής- μου λέει:
- Δεν αλλάζω αυτή την στιγμή με όλες τις στιγμές της ζωής μου και δεν αλλάζω εσένα ούτε με 100 γιους! Και τώρα να μ’ έπαιρνε ο Θεός, θα έφευγα ευτυχισμένος…
Είπε τη φράση που είπα εγώ όταν ήμουν στο στούντιο με την Αλεξίου -χωρίς να την ξέρει.
Έχεις γράψει, όμως, και άλλα τραγούδια.
Σ.Α.: Σαφέστατα.
Μπορεί να μην είχανε την επιτυχία του «Απόψε Θέλω Να Πιω» γιατί, όπως είπες κι εσύ, με το πρώτο τραγούδι ανέβηκες στην κορυφή…
Σ.Α.: Μπορώ να πω εδώ, χωρίς να θέλω να σε διακόψω, ότι δεν μπορούν να γίνουν όλα διαχρονικά τραγούδια. Από το 2003, ακούω την ατάκα «Σοφία, γράψε μου ένα Απόψε Θέλω Να Πιω». Και απαντάω το ίδιο σε όλους, όπως απαντούσε και ο Αντώνης: μια φορά βγήκε, δεν ξαναβγαίνει, ακόμα και από τους ίδιους που το γράψανε. Το να γράψεις ένα τραγούδι που να έχει μία ανάλογη, αν θες, πορεία ή επιτυχία, ναι. Όπως δεν ξαναβγαίνει το «Ιστορία Μου Αμαρτία Μου», όπως δεν ξαναβγαίνει το «Υπάρχω» και άλλα μεγάλα άσματα, η «Ρόζα» κ.λπ., έτσι κι αυτό. Δεν γίνονται όλα διαχρονικά. Απλά, από το «Απόψε Θέλω Να Πιω» και μετά, γι’ αυτό που είμαι περήφανη είναι ότι όσες δουλειές έχω κάνει είναι αξιοπρεπέστατες. Το «Απόψε Θέλω Να Πιω» πήρε, όπως σου είπα πριν, ο Αντώνης τους στίχους μου και έβαλε τη μουσική και είναι το πρώτο μου τραγούδι στη δισκογραφία…
Κάτι που έκανε σπάνια ο Αντώνης Βαρδής. Συνήθως έγραφε πρώτα τη μουσική τραγουδώντας «να-να-να» και μετά οι στιχουργοί έγραφαν τους στίχους.
Σ.Α.: Μπράβο, μπράβο! Εδώ ερχόμαστε σ’ αυτό που λες. Μου δίνει τη μουσική της «Δήλωσης Καρδιάς», που ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη μελωδία μπορώ να σου πω, και είναι το πρώτο μου τραγούδι στη δισκογραφία που έγραψα στίχους πάνω σε μουσική. Η «Δήλωση Καρδιάς» (2005) έφτιαξε την καριέρα του Καραφώτη. Είναι το τραγούδι που έχει στιγματίσει την καριέρα του και θυμάμαι τότε στη Heaven ο Τζορτζ Λεβέντης, που ήταν τότε διευθυντής, και όλοι το είχαν κατατάξει, τιμητικά για μένα, σε εποχές «Άγαλμα» του Πουλόπουλου και, μάλιστα, να εκμυστηρευτώ εδώ ότι η «Δήλωση Καρδιάς» είναι ένα τραγούδι που είχε κερδίσει ένα στοίχημα ο Αντώνης, απ’ ό,τι μου είπε μετά. Γιατί κάποιοι νομίζανε ότι θα μείνω στο «Απόψε Θέλω Να Πιω» και εντάξει. Και τους λέει: «Θα δείτε στην πορεία». Και είχε βάλει στοίχημα με κάποιους… άπιστους Θωμάδες και το κέρδισε ο Αντώνης, ότι η Σοφία Αργυροπούλου ήρθε για να μείνει.
Έχεις κάποια άλλη ιστορία να μας διηγηθείς από τα υπόλοιπα τραγούδια που έχεις γράψει;
Σ.Α.: Όλα τα τραγούδια μου έχουν ιδιαίτερες ιστορίες. Θα πω γενικά ότι το 95% των τραγουδιών που γράφω είναι βιώματα. Ακόμα και μια λέξη. Τώρα αναφερόμαστε στο «Απόψε Θέλω Να Πιω». Εκτός του Αντώνη και ενός αδελφικού μου φίλου, κανένας δεν θα μάθει τι εννοώ πίσω από τη φράση «Τώρα που πήρα τη λαχτάρα, στάχτη να γίνουν όλα πια». Θα μου πεις «γιατί δεν το λες στον κόσμο να το μάθει». Γιατί ο ακροατής άσε να το ταυτίσει και να το ερμηνεύσει με τα δικά του τα βιώματα. Και η «Δήλωση Καρδιάς» έχει μια απίστευτη ιστορία και το «Μόνο Για Σένα» (2007) με τον Νότη Σφακιανάκη έχει ιστορία… Δεν θέλω να πω την ιστορία κάποιου άλλου τραγουδιού. Θέλω να μείνω στο «Απόψε Θέλω Να Πιω». Θα πω μόνο ότι, πάλι με συνθέτη τον Αντώνη, όταν έκανε το CD του Γιάννη Βαρδή, του γιου του, με τίτλο «Μετά» (2006), με συμμετοχή του Πασχάλη Τερζή, μου λέει:
- Έχω δύο δυνατά τραγούδια, τις μουσικές, και θέλω να μου τα γράψεις εσύ. Θα έρθεις να σου τα δώσω.
Αρχικά, μου έλεγε, είχε κάνει μια σκέψη ότι μπορεί να τα δώσει στον Πάριο. Τέλος πάντων, τα γράφω και το ένα έχει τίτλο «Το Παράπονο», είναι ζεϊμπέκικο, και το άλλο έχει τίτλο «Φινάλε». Ενώ έχουν κι αυτά τις ιστορίες τους της επαφής μου με τον Αντώνη, και για να καταλάβει κι ο κόσμος την ταπεινότητα της ψυχής του, θυμάμαι ότι όταν είδε τους στίχους που έχω γράψει για το «Φινάλε», πάνω στη μουσική του, είχε κάνει μια σκέψη αρχικά να το κάνει ντουέτο ο Γιάννης με τον Σταμάτη Γονίδη. Με πήρε τηλέφωνο και, βουρκωμένος στην κυριολεξία, μου είπε το εξής συγκλονιστικό που θα ηχεί στα αυτιά μου πάντα:
- Οι στίχοι σου είναι πολύ ανώτεροι της μουσικής μου. Δεν ξέρω αν η μουσική που έγραψα αξίζει αυτόν τον στίχο.
- Πλάκα μου κάνεις; Τι λες τώρα;
Να στο λέει αυτό ο Αντώνης Βαρδής… Το «Παράπονο» είναι, ας πούμε, μία οικογενειακή υπόθεση γιατί έχει να κάνει με κάτι πολύ επώδυνο που είχα περάσει στη ζωή μου και θυμάμαι τον μπαμπά μου που μου είχε πει τη φράση:
- Μην κάθεσαι και κλαις. Μην στεναχωριέσαι για πράγματα που φτιάχνονται στη ζωή μας. Μόνο ο θάνατος δεν ξεπερνιέται. Όλα τ’ άλλα ξεπερνιούνται, και τα προσωπικά και τα επαγγελματικά και τα συναισθηματικά.
Οπότε σ’ αυτό το τραγούδι έχω πάρει τα λόγια του μπαμπά μου και λέω μέσα τη φράση που άγγιξε και τον Αντώνη, γιατί το λέει ο γιος του προς τον πατέρα του: «Μου ‘πες πατέρα μια φορά «μην κλαις γι’ αγάπη, δεν αξίζει» / ξέχασες όμως να μου πεις η μοναξιά πόσο κοστίζει». Αυτά τα δύο τραγούδια έμελλε να είναι και τα τελευταία που άκουσε ο μπαμπάς μου από την κόρη του. Ήταν με τα CD στους γιατρούς και τα έδειχνε με περηφάνεια. Τι πιο ωραίο για μένα και τιμητικό να γράφω σε μουσική Αντώνη Βαρδή και να ερμηνεύει ο Γιάννης Βαρδής. Κι αυτό ήταν ένα μεγάλο όνειρο, γι’ αυτό και στον Γιάννη, για πάρα πολλούς λόγους και όχι μόνο επειδή είναι ο γιος του Αντώνη -γιατί είναι ένα εξαίρετο παιδί, από τα καλύτερα που έχω γνωρίσει στον χώρο- θα του έχω πάντα μία ιδιαίτερη λατρεία γιατί ήταν ο ερμηνευτής στα τελευταία τραγούδια που άκουσε ο μπαμπάς μου από μένα. Φαντάσου ότι έφυγε 60 χρονών μ’ έναν πάρα πολύ βασανιστικό τρόπο και έβρισκε το κουράγιο στο Νοσοκομείο του Ρίου, μέσα στον πόνο του και σ’ όλες αυτές τις διαδικασίες και τα χειρουργεία που είχε υποστεί, να λέει με καμάρι για την κόρη του, ότι είναι η τάδε στιχουργός κι έχει γράψει αυτά κι αυτά. Καμιά φορά κάθομαι και σκέφτομαι και λέω ότι θα έσκαγα πραγματικά αν έχανα τον μπαμπά και γινόταν μετά όλο αυτό. Ήθελα να το ζήσει ακόμα και για κείνον.
Αυτή την περίοδο, με τι ασχολείσαι στιχουργικά;
Σ.Α.: Δόξα τω Θεώ, να πω εδώ ότι δεν έχω στερέψει ποτέ έμπνευσης. Είμαι σε μια πάρα πολύ δημιουργική περίοδο με τους συνεργάτες μου, ετοιμάζω πράγματα που δεν είναι ακόμα ανακοινώσιμα, κάτι που ανακοίνωσα πρόσφατα στον προσωπικό μου λογαριασμό στο Facebook είναι ότι θέλω να γράψω -γιατί είναι λαϊκή απαίτηση- τραγούδι για τον Παναθηναϊκό και την εξαίρετη πορεία που είχε στο μπάσκετ -κατακτήσαμε το ευρωπαϊκό και ράψαμε το έβδομο αστέρι μας- και γενικά έρχονται ωραία πράγματα.
Κάτι διάβασα και για τον Νότη Σφακιανάκη.
Σ.Α.: Πρόσεξε, εγώ με τον Νότη έχω μια άλλου είδους σχέση. Ο Νότης ήταν κι αυτός μια απίστευτη λατρεία μου από μικρή. Δίπλα από τις πλατίνες της Αλεξίου, το όνειρό μου ήταν να κρεμάσω πλατίνες του Νότη. Μου το έκανε κι αυτό ο Θεός πραγματικότητα. Ο Νότης λείπει από τη δισκογραφία, ο Νότης λείπει από τη νύχτα, ο Νότης λείπει γενικώς. Με λίγο παρερμηνευμένα όσα δήλωσα σε συνέντευξη που έδωσα, εγώ δεν έχω βγει πουθενά να πω ότι αύριο επιστρέφει ο Νότης, γιατί αυτό θα το αποφασίσει ο ίδιος ο Νότης. Ότι εγώ έχω μπει, όμως, στη διαδικασία και του ετοιμάζω τραγούδια, αυτό είναι αλήθεια. Τώρα, μπορεί ο Νότης αύριο το πρωί να πει «δεν ξαναεμφανίζομαι ποτέ, μην με περιμένετε», μπορεί να βγει να πει «αύριο βγάζω ένα τραγούδι αλλά δεν θα τραγουδήσω σε κάποιο μαγαζί», μπορεί να βγει να πει «δίνω μία τελευταία συναυλία», μπορεί να πει τα άπειρα. Είναι Νότης, εκείνος αποφασίζει. Δεν υπήρξε χρονιά από το «Μόνο Για Σένα» (2007), που το είχαμε δειγματίσει με τον Χριστόφορο Γερμενή που έγραψε τη μουσική, που να μην πάω στον Νότη. Υποκλίνεται του στίχου μου, αναγνωρίζει και το ταλέντο μου και τα πάντα, και τον ευχαριστώ, απλά επειδή, όπως ξέρεις, σ’ αυτή τη δουλειά παίζουνε ρόλο και άλλα πράγματα, δηλαδή μπορεί να πήγαινα στον Νότη ένα τραγούδι με τον Χ συνθέτη και να μου έλεγε «ο στίχος σου μού αρέσει, δεν μου αρέσει η μουσική. Γράψε το με άλλη μουσική ή άλλον συνθέτη και φέρτε μου να το πάρω». Εκεί, δεν μπορείς να πεις στον Νότη κάτι γιατί ο Νότης δίνει μεγάλη σημασία σε όλο το πακέτο του τραγουδιού. Δεν θα πάρει κάτι αν του αρέσει μόνο ο στίχος και δεν είναι άρτια συνδεδεμένος με μια ωραία μουσική. Επίσης ο Νότης δεν καταλαβαίνει από ονόματα. Δηλαδή, αν τον αγγίξει ένα τραγούδι που έχει γράψει ο περιπτεράς της γειτονιάς -που δεν το λέω υποτιμητικά- θα πάρει το τραγούδι του περιπτερά, δεν θα πάρει της Σοφίας Αργυροπούλου επειδή είναι η Σοφία Αργυροπούλου. Ευχή μου και επιθυμία μου, εννοείται, να συνεργαστούμε ξανά και να ξαναδώσει στον κόσμο όλο αυτό που ζει ο καθένας που ακούει τον Νότη-καλλιτέχνη. Πολλές φορές κάποιοι δεν συμφωνούν με κάποιες ιδέες που έχει ένας καλλιτέχνης, κάποια πιστεύω, κάποιες αρχές, αυτό δεν μας απασχολεί -να το πω και έτσι. Είναι αναμφισβήτητο, φαντάζομαι, από τον καθένα ότι ο Νότης είναι ένας. Έχει και κόσμο που τον αντιπαθεί, δεν στέκομαι σ’ αυτά. Εγώ τον βλέπω, εκτός από καλλιτέχνη, και ως άνθρωπο και είναι και παρεξηγημένος. Θέλω να πω εδώ, οφείλω να το πω, ότι είναι από τους λίγους καλλιτέχνες που σέβεται απεριόριστα τους συνεργάτες του. Θεωρώ ότι ο Νότης έχει κάτι, που το έχω κι εγώ ως χαρακτήρας, και πιστεύω ότι εκεί τον πολεμούν γιατί είναι δυσεύρετο τη σήμερον εποχή κιόλας: ο Νότης θα σε κοιτάξει στα μάτια και θα σου πει αλήθειες. Κι οι αλήθειες, όπως ξέρεις, πονάνε. Η αλήθεια γενικώς έχει πόλεμο, έχει ανθρώπους που τη μισούν, δεν την αντέχουν. Ο Νότης αν δεν σε «πάει», θα βγει και θα στο πει, δεν θα το πει πίσω από την πλάτη σου. Αν δεν γουστάρει να συνεργαστείτε, να το πω έτσι χύμα, θα σου πει «δεν σε γουστάρω, δεν θα συνεργαστώ μαζί σου». Δεν θα σου χαϊδέψει τ’ αυτιά. Αυτή η αυθεντικότητα του Νότη, που δύσκολα τη βρίσκεις, είναι από κάποιους παρεξηγήσιμη. Κι όμως εμένα, αν θες από μικρό παιδί, αυτό με κέρδισε στον Νότη γιατί έτσι είμαι κι εγώ ως άνθρωπος.
Εσύ, όμως, ως στιχουργός που έχεις συνεργασίες με συνθέτες κ.λπ., δεν θα περιμένεις εσαεί πότε ο Νότης Σφακιανάκης θα αποφασίσει να επιστρέψει, αν επιστρέψει. Οπότε, φαντάζομαι, θα δίνετε τραγούδια και σε άλλους τραγουδιστές.
Σ.Α.: Δειγματίζουμε με τους συνεργάτες μου, ναι. Δεν ξέρεις ποτέ ένα τραγούδι ποιος θα το πει, εκτός κι αν έχεις συγκεκριμένη πρόταση. Είμαι η Σοφία Αργυροπούλου, γράφω με τον Κωνσταντίνο μουσική, κι έρχεται ο Οικονομόπουλος ή ο χ-ψ τραγουδιστής και λέει «Θέλω ένα τραγούδι από σας». «Παρ’ το, ορίστε». Όταν πηγαίνουμε και δειγματίζουμε με τους συνεργάτες μας και πιστεύουμε ότι αυτό που έχουμε γράψει πηγαίνει στον Κώστα, τον α, τον β, τον ω, εκεί δεν ξέρεις τελικά. Ένα τραγούδι σε πάει από μόνο του, αλλά να σου πω κάτι; Έτσι όπως έχουν γίνει στη δισκογραφία τα πράγματα, μην γελάσεις άμα σου πω ότι ήταν καλύτερα τότε που δεν υπήρχαν μέσα. Γιατί τότε τον πρώτο λόγο τον είχε το τραγούδι αποκλειστικά και μόνο. Τώρα -και μιλάω ως δημιουργός τόσα χρόνια- δεν τον έχει πια το τραγούδι. Περνάς από άλλα, πρέπει να μιλήσεις με επιχειρηματίες, με άτομα που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο και δεν είναι γνώστες. Δεν μπορεί, τώρα, να εκφέρει άποψη ένας μάνατζερ -αυτοαποκαλούμενος, γιατί οι 9 στους 10 δεν είναι μάνατζερ- ή, αν θες, και επιχειρηματίας, επειδή χρηματοδοτεί τον καλλιτέχνη, αν κάνει ή δεν κάνει το τραγούδι. Μ’ αυτή τη λογική, καμιά φορά τα πιο απλά πράγματα, που ήταν και δυσεύρετα τότε, το να χτυπάς πόρτες ή να έχεις πρόσβαση, ήταν και τα καλύτερα γιατί ήταν πιο αυθεντικά. Τώρα παίζουν άλλα ρόλο, παίζουν κι οι φιλίες στον χώρο, οι κλίκες… Όλα να τα πούμε. Εγώ έχω ακολουθήσει τον δικό μου δρόμο, δεν συνεργάζομαι με κάποιον αν δεν μου κάνει ο χαρακτήρας του, όσο και αν ακούγεται περίεργο. Δεν θα εμπιστευτώ τα λόγια της ψυχής μου σε έναν που δεν μου κάνει σαν χαρακτήρας, είτε είναι συνθέτης είτε είναι τραγουδιστής. Ξέρω ότι αυτός ο δρόμος είναι πιο δύσκολος, αλλά είναι ο πιο αληθινός κι είμαι καλά με τον εαυτό μου και δεν με νοιάζουν τα υπόλοιπα.
Εάν είχες τη δυνατότητα να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και να δώσεις μια συμβουλή στη μικρή Σοφία, τι θα της έλεγες;
Σ.Α.: Με καθηλώνεις τώρα γιατί δεν μου την έχουν ξανακάνει αυτή την ερώτηση (γέλια). Πολύ ωραία ερώτηση. Θα της έλεγα πάνω-κάτω αυτό που έλεγε η μικρή Σοφία ή ο μπαμπάς, ο Γιάννης, στη μικρή Σοφία, να πιστεύει στα όνειρά της, να κρατάει την αξιοπρέπειά της μέχρι τέλους και να παλεύει γι’ αυτά χωρίς να την ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Δηλαδή, όταν δίνουμε τον αγώνα μας για ένα όνειρο, δεν ξέρουμε στην τελική αν θα τα καταφέρουμε ή όχι. Ας πούμε ότι εγώ τα κατάφερα, δόξα τω Θεώ. Αν δεν τα κατάφερνα, η χαρά μου θα ήταν και θα ένιωθα καλά ότι προσπάθησα. Πρέπει να πιστεύεις σε κάτι και κυρίως να το αγαπάς. Αν δεν πιστεύεις και δεν το αγαπάς, δεν γίνεται. Επίσης, συμβουλή στην τότε Σοφία αλλά και στα νέα παιδιά: δεν γίνεται να δίνεις αγώνα για ένα όνειρο χωρίς να κάνεις θυσίες. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα. Δεν πατάς ένα κουμπί και λες «θέλω να γίνω αυτό» και γίνομαι. Θέλει θυσίες. Όπως λέει ο λαός ότι αν δεν σπάσεις αυγά δεν φτιάχνεις ομελέτα να φας, το ίδιο είναι και με τα όνειρα. Ήξερα εκ των προτέρων ότι θα πρέπει να θυσιάσω πράγματα και προσωπικής μου ζωής και πολλά. Τα θυσίασα. Η ανταμοιβή μου ήταν ότι δικαιώθηκα. Το έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα. Τώρα αν θες, επειδή έχουν αλλάξει κι οι εποχές, βλέπεις μια ανυπομονησία και δεν κρατιούνται οι νέοι και «τώρα το θέλουμε» και «γιατί δεν γίνεται»... Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Τα αγαθά κόποις κτώνται. Τα πάντα στη ζωή μας, έτσι; Δεν μπορείς μετά να μιλάς εσύ για αγώνα όταν βλέπεις ότι άλλοι έχουν δώσει τον αγώνα τους και τα έχουν καταφέρει κι έχουν φτάσει σ’ ένα σημείο, κι εσύ να θες να συγκριθείς μαζί τους -γιατί συμβαίνει και αυτό. Δεν θα άλλαζα κάτι απ’ όλα αυτά που έχω κάνει, απλά, αν θες, θα γινόμουν λίγο πιο σκληρή σε κάποια πράγματα γιατί είναι κι ένας χώρος που θέλει γερό στομάχι. Θυμάμαι τον Αντώνη που μου έλεγε πράγματα, που τα ζω ακόμα και τώρα -ήταν μέγας προφήτης- ότι σ’ αυτόν τον χώρο για να σε υπολογίζουνε πρέπει να γίνεις και λίγο σκύλα, πρέπει να μην είσαι τόσο ευαίσθητη. Δίνεις έναν στίχο σου να τον δει ένας συνθέτης; Βαριά να τον περιμένεις μάξιμουμ τρεις μέρες. Μέσα σε τρεις μέρες οφείλει να σου απαντήσει. Δεν σου απαντάει; Χωρίς να κάνεις κάτι, πήγαινε στον επόμενο και στον επόμενο. Επειδή εγώ πηγαίνω λίγο και με τον σταυρό στο χέρι, είμαι μιας άλλης νοοτροπίας, ότι ακόμα και το «όχι» πρέπει να το λέμε. Δεν είναι κακό να πεις στον άλλο ότι «δεν μου δίνει έμπνευση ο στίχος σου» από το να τον έχεις στην άγνοια και στην αναμονή. Είναι πολύ ψυχοφθόρο να έχεις έναν άνθρωπο στην αναμονή. Πες το ωμά: «δεν μπορώ να γράψω μαζί σου», «δεν μ’ αρέσει ο στίχος σου» και επίσης εδώ να πω ότι όταν μου στέλνουν εμένα κάποιοι συνθέτες μουσικές και δεν εμπνευστώ να γράψω στίχο στη συγκεκριμένη μουσική, δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλή η μουσική. Σημαίνει ότι εμένα δεν μου έδωσε έμπνευση. Πάμε παρακάτω. Δεν έχεις την ίδια έμπνευση με όλους τους ανθρώπους, όπως και σε επίπεδο χαρακτήρα. Δεν «κολλάνε τα χνώτα», που λέμε, με όλους τους ανθρώπους. Αν εσύ πάρεις στίχο μου αλλά δεν σου βγει να γράψεις μουσική, δεν σημαίνει ότι ο στίχος μου είναι άχρηστος. Δεν σου έδωσε εσένα έμπνευση. Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, απλά είναι καλό στον χώρο μας να υπάρχει και λίγο επαγγελματισμός. Υπάρχουν συνθέτες που με παρακαλούνε να γράψω μαζί τους κι όταν, λοιπόν, μπαίνουμε σε τροχιά συνεργασίας, μετά τους κυνηγάω εγώ. Από ένα σημείο και μετά, με την πείρα μου, είναι και ψυχοφθόρο αλλά πλέον κάνω πράξη αυτό που είπε ο Αντώνης και που έπρεπε να το είχα κάνει χρόνια πριν -αυτό, αν θες, αποκτιέται με την εμπειρία, ότι πλέον έχω αλλάξει πλεύση και είμαι λίγο πιο σκληρή σε κάποια πράγματα. Πάντως ως πρώτη συμβουλή θα ήταν όπως πίστευα μικρό παιδί στα όνειρά μου, το ίδιο θα μου έλεγα και τώρα: Να πιστεύω μέχρι τελικής πτώσεως και ν’ αγωνίζομαι γι’ αυτά!
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο