ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Σταύρος Σιδεράς: Όταν είσαι καλλιτέχνης, έχεις το δικαίωμα να ονειρεύεσαι!

    Ο Σταύρος Σιδεράς αφηγείται την εντυπωσιακή διαδρομή του από το τραγούδι ως τα μιούζικαλ -και όχι μόνο.

    Σταύρος Σιδεράς: Όταν είσαι καλλιτέχνης, έχεις το δικαίωμα να ονειρεύεσαι!

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    230 άρθρα στο MusicHeaven
    Τρίτη 08 Οκτ 2024

    Αφού προγραμμάτισα το ταξίδι μου στη Λάρνακα της Κύπρου για να παρακολουθήσω τη συναυλία του Ed Sheeran, σκέφτηκα αμέσως επί τη ευκαιρία να επικοινωνήσω με τον σημαντικό Κύπριο συνθέτη, συγγραφέα, θεατρικό παραγωγό και σκηνοθέτη Σταύρο Σιδερά για να κάνουμε μία συνέντευξη (δύο χρόνια μετά την πρώτη μου κρούση). Έτσι, λοιπόν, η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο lobby του ξενοδοχείου που διέμενα στη Λάρνακα, όπου είχα την τιμή να γνωρίσω από κοντά τον Σταύρο Σιδερά. Το δισκογραφικό μέρος της καριέρας του περιλαμβάνει βραβεία στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 1970, δύο συμμετοχές στη Eurovision, και μάλιστα ως στιχουργός της πρώτης συμμετοχής της Κύπρου στον Διαγωνισμό το 1981 και ως τραγουδιστής και δημιουργός το 1983, στιχουργός της όπερας "Δαίμονες" με την Άννα Βίσση κ.λπ., όμως αυτό δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό μέρος τής κατά τ' άλλα εντυπωσιακής καριέρας του στις θεατρικές παραγωγές, στη δημοσιογραφία και άλλα πολλά, όμως είναι καλύτερα να αφήσουμε τον ίδιο να τα αφηγηθεί...

    Σταύρος Σιδεράς: Γεννήθηκα στη Λάρνακα στις 14 Σεπτεμβρίου του 1948, του Σταυρού, γι’ αυτό και με βγάλανε Σταύρο. Είχα από πολύ μικρός μία τάση στο τραγούδι και στη μουσική, αλλά ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι κάποια στιγμή θα γινόμουνα επαγγελματίας μουσικός, τραγουδιστής και όλα τα υπόλοιπα. Μετά συνειδητοποίησα ότι ενδεχομένως το DNA μου σαν μουσικός να βγήκε από τη μεριά της μητέρας μου γιατί έμαθα ότι το 1930, όταν ήρθε μαζί με τ’ αδέρφια της στα Καμπιά, ένα πολύ μικρό χωριό στα ορεινά, έκαναν θίασο θεατρικό και πραγματοποιούσαν θεατρικές παραστάσεις στο καφενείο του χωριού. Άρα, λοιπόν, ο χορός, το τραγούδι, το θέατρο και γενικά οι τέχνες ήταν μέσα στο DNA κι αν σκεφτεί κανείς ότι η μητέρα μου πήγε σχολείο μέχρι τη Β’ Δημοτικού, συνειδητοποιεί ότι πραγματικά πρέπει κάποιος να το έχει μέσα του αυτό το πράγμα. Αυτή είναι η μόνη σχέση γιατί κανένας από τους γονείς μου, όταν εγώ μεγάλωνα, είχε οποιαδήποτε σχέση με τη μουσική. Τώρα, πώς μπήκα στον χώρο -προφανώς είναι η επόμενη ερώτηση. Είναι ότι όταν σπούδαζα στο Λονδίνο αρχιτεκτονική, τραγουδούσα στη σχολή και με ανακάλυψε ένας παραγωγός. Μου ζήτησε να κάνω δισκογραφία και γράψαμε μερικά τραγούδια με το ψευδώνυμο Steve Grecos, τα οποία υπάρχουν στο YouTube. Ήθελε να με ονομάσει Antoine (Αντουάν) και του λέω:
    - Αν με ονομάσεις Antoine, στην Κύπρο θα φάω χαστούκια!

     

    Σ.Σ.: Τέλος πάντων, έτσι έγινε η αρχή, έγραψα μερικά τραγούδια στο Λονδίνο, τα «New In Town», «Darkness», «I Am Sorry Son» κ.λπ., τα οποία έγιναν επιτυχίες, αλλά στη συνέχεια ήρθα Κύπρο για να ασκήσω το επάγγελμά μου.

    Σαν αρχιτέκτονας;
    Σ.Σ.: Ναι. Το 1973, επιστρέφοντας από το Λονδίνο, πήγα στρατό και επειδή σπούδασα έκανα μόνο έναν χρόνο και όχι δύο. Η ημέρα απόλυσής μου ήταν 20 Ιουλίου του 1974. Ήμουνα στο στρατόπεδο την Πέμπτη [18 Ιουλίου] για να πάρω την απόλυσή μου και Παρασκευή μάς χώρισαν σε τρεις διμοιρίες και η διμοιρία του Σιδερά, με 18 άλλα παιδιά, πήγαμε στην Κερύνεια, εκεί ακριβώς που κατέβηκαν οι Τούρκοι. Αυτό είναι άλλη ιστορία. Έχω γράψει ένα βιβλίο που λέγεται «Vae Victis – Αλίμονο Στους Ηττημένους» (2020) για τις εμπειρίες μου, γιατί είναι τραγικές, φοβερές, και περνά σχεδόν όλη η ιστορία της προδοσίας της Κύπρου μέσα από το βλέμμα ενός νεαρού στρατιώτη φιλειρηνιστή, ο οποίος δεν είχε καμία διάθεση να πολεμήσει. Δεν περιγράφω τον πόλεμο με ηρωική διάθεση. Είναι στιγμές που όταν μας έδωσαν εντολή να πάμε να σταματήσουμε τους Τούρκους, έκανα εμετό από τον φόβο μου. Δηλαδή δεν είχα καμία διάθεση στο βιβλίο μου να παριστάνω τον ήρωα, αν και έχω κάνει συγκλονιστικά πράγματα. Έσωσα άλλους οκτώ στρατιώτες σε μία αποστολή, όπου χάθηκαν 34 παιδιά, μετά μπήκα στην κατασκοπία επειδή τα αγγλικά μου ήταν εξαιρετικά και σαν δημοσιογράφος στους New York Times μπαινοέβγαινα στις τουρκοκρατούμενες περιοχές να βοηθήσω τον τόπο κ.λπ. Έφυγα από την Κύπρο αφού αποστρατεύτηκα στο τέλος του 1974, τον Δεκέμβριο, άρχισα να τραγουδώ στο Σικάγο, για 200 δολάρια την εβδομάδα, με τον Δώρο Γεωργιάδη, ο οποίος τότε ήταν φίρμα και παιδικός μου φίλος και στη συνέχεια -προφανώς επειδή έκανα στρατιώτης στην Κύπρο και λόγω του τουρκοκυπριακού- όλοι ήθελαν να με γνωρίσουν για να τους περιγράψω όλα αυτά. Σημείωσε μεγάλη επιτυχία η παρουσία μου, με αποτέλεσμα να μας καλέσουν μέχρι και στη Νότια Αφρική. Εκεί, επειδή έγραφα στίχους και τραγούδια στα αγγλικά, με ανακάλυψε ο Alby Vender και μου έκανε πρόταση να κάνω δισκογραφία με την EMI Universal, αγγλικό δίσκο, κάτι το οποίο αξιοποίησα και όταν ήρθα στην Αθήνα και μου έκλεισαν συμβόλαιο 5ετές στην Polygram Records. Σε συνεργασία με τον Μίμη Πλέσσα, τον Χατζηνάσιο, τη Σώτια Τσώτου και τον Δώρο, πήγα σε δύο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και πήρα δύο βραβεία. Στη συνέχεια, έγινα τραγουδιστής. Παράλληλα με την EMI, ο Alby μού είπε:
    - Σταύρο, είσαι καταπληκτικός συγγραφέας, απλά δεν το ξέρεις! Θέλω να μου γράψεις σενάριο κινηματογραφικό και να μου γράψεις και μιούζικαλ!
    Όλα αυτά ενώ δεν είχα να φάω -μιλάμε για αμέσως μετά τον πόλεμο. Κάθισα, έγραψα ένα σενάριο αστραπή, χωρίς να ξέρω τι σημαίνει σενάριο, ότι κανονικά έπρεπε να γράψω δέκα drafts, δηλαδή να μου πάρει τρία χρόνια. Μέσα σε δυο-τρεις εβδομάδες, του στέλνω το πρώτο draft, γράφω και μία Rock όπερα μαζί με τον Δώρο και τρεις μήνες αργότερα παίρνω τηλεφώνημα από τη Νότια Αφρική, από τον Alby Vender:
    - Σταύρο, έχεις βίζα να πάμε μέχρι Αμερική;
    - Γιατί Alby;
    - Έχω πουλήσει το σενάριό σου στην Paramount και σου έβγαλαν 50.000 δολάρια. Τα 10 τα θέλουν για τα έξοδά μας που θα πάμε στην Αμερική, γιατί ενδιαφέρεται ο δικηγόρος μου, ένας μεγαλοδικηγόρος στο Los Angeles, να σε αντιπροσωπεύσει. Αντιπροσωπεύει και τον Paul Newman, τον Danny De Vito και πολλούς άλλους. Είναι εντυπωσιασμένος ότι χωρίς να έχεις ιδέα από κινηματογράφο, χωρίς να ξέρεις τι σημαίνει screenwriting κ.λπ., έγραψες ένα σενάριο που να ενδιαφέρει την Paramount.
    To cut a long story short, που λέμε και στο χωριό μου, πήγαμε Αμερική, μου ζήτησε να μείνω, εγώ τότε μόλις είχα παντρευτεί και είχα δυο παιδάκια, δεν μπορούσα με κανέναν τρόπο ν’ αφήσω την οικογένειά μου και να πάω να ζήσω στο Los Angeles, γιατί αυτό ήτανε όρος. Δεν μπορώ, λένε, να σου κλείνω ραντεβού με τον Paul Newman και να μου πεις «Είμαι Κύπρο».

    Δεν σκεφτήκατε να πάρετε την οικογένεια στην Αμερική;
    Σ.Σ.: Όχι, όχι, γιατί εκτός από τις 40.000$, δεν είχα αρκετά λεφτά για να πάρω ένα τόσο μεγάλο ρίσκο.

     

    Σ.Σ.: Στη συνέχεια, εκτός από το σενάριο έγραψα και το λιμπρέτο της Rock όπερας που έχω προαναφέρει, που έφερε τον τίτλο «The Archon» -«Ο Άρχων». Rock όπερα η οποία ανέβηκε στο Civic Theatre της Νότιας Αφρικής το 1979. Και μιλάμε, με σημερινά δεδομένα, 10-15.000.000 δολάρια παραγωγή. 75 άτομα συμφωνική ορχήστρα, 63 ηθοποιοί… μιλάμε για υπερπαραγωγή. Όλα αυτά, Κωνσταντίνε, μου έδωσαν να καταλάβω ότι η αγάπη μου για το γράψιμο ήταν 10 φορές πιο μεγάλη από την αγάπη μου για το τραγούδι. Ναι μεν μπήκα στο τραγούδι με το δεξί -ήμουνα ο πιο τυχερός καλλιτέχνης στον κόσμο- κι ότι τρεις μήνες μετά, που γίνομαι επαγγελματίας, έχω δύο διεθνή συμβόλαια με δύο τεράστιες εταιρείες -την EMI International και την Polygram Records, η οποία Polygram Records είχε και τη Μαρινέλλα και τον Χατζή, όλους τους μεγάλους- όμως το τι κρατάω στα τέσσερα χρόνια που έκατσα στην Αθήνα, 1976 με 1979, πριν φύγω να επιστρέψω στην Κύπρο, είναι ότι μίσησα το τραγούδι. Και το μίσησα γιατί ενώ ξεκίνησα ροκάς, δηλαδή ξεκίνησα να γράφω Rock τραγούδια, επαναστατικά -ο πρώτος μας δίσκος «Πέρασαν 2000 Χρόνια (It’s Been 2000 Years)» (1976) ήταν πολύ προχωρημένος- η εταιρεία μου, για λόγους καθαρά εμπορικούς, ήθελε να με κάνει ελαφρολαϊκό τραγουδιστή. Στο σημείο αυτό άρχισε και η συνεργασία μου με τον Μίμη Πλέσσα και την Σώτια Τσώτου, στην οποία άρεσαν πολύ οι στίχοι μου στα αγγλικά και μάλιστα πρότεινε να μου αγοράσει τηλέφωνο. Μου λέει:
    - Θα σου γράφω στίχους, θα σε βοηθήσω στην καριέρα σου, αλλά κι εσύ. Θα σε παίρνω τηλέφωνο και θα μου λες τα αγγλικά σου.
    Ας πούμε ένα παράδειγμα είναι ο «Εξωγήινος», που είναι από το δικό μου «The Man From Outer Space», το οποίο το έκανε στα ελληνικά και το έλεγε ο Χατζής. Επί της ουσίας, 3-4 χρόνια μετά από τότε που έγινα επαγγελματίας, κι αφού ξεκινάω την καριέρα μου τραγουδώντας με την Άντζελα Δημητρίου, η οποία δεν ήτανε φίρμα τότε, κι επειδή με είδε στην τηλεόραση να τραγουδώ -στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου πήρα δύο βραβεία- της άρεσα και μου είπε:
    - Αν σε φέρω στο μαγαζί, θα έρθει και ο Πλέσσας, θα έρθει ο Χατζής, η Σωτία Τσώτου, ο Δώρος, κι εγώ θέλω να τους γνωρίσω αυτούς.
    Δεν ήταν μέσα στον κύκλο. Και μου έκανε μάλιστα και φοβερή πρόταση οικονομικά. Μιλάμε για χοντρά λεφτά. Μου πρότεινε 3.000 δραχμές τη βραδιά, όταν το νοίκι μου στη Νέα Σμύρνη, σε δυάρι, ήτανε 1.700 δραχμές τον μήνα. Οπότε, μου λέει ο Φασόλας:
    - Θες να πας;
    - Πεινάω, ρε Κώστα! Είναι να μην πάω; Βεβαίως και θα πάω!
    Έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου κι ίσως αυτός να είναι και ο λόγος, Κωνσταντίνε, που τα παράτησα. Διότι δεν μπορούσα εγώ να πηγαίνω στα μπουζουξίδικα και να δίνω την ψυχή μου και ο άλλος από κάτω να πίνει, να γλεντάει, να φωνάζει, να γελάει και να χορεύει τσιφτετέλι. Και άφησα το τραγούδι και εστίασα την προσοχή μου στο γράψιμο. Γι’ αυτό και εν συνεχεία έγινα συγγραφέας, έγινα λιμπρετίστας, έγινα σεναριογράφος και ευτύχησα σε όλα αυτά να φτάσω τα ψηλότερα επίπεδα του κόσμου, γιατί δεν είναι τυχαίο να πουλάς σενάρια στην Paramount και ούτε είναι τυχαίο να σκηνοθετείς Broadway stars, να συνεργάζεσαι με Oscar winners και τα λοιπά και τα λοιπά. Όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα της επιμονής και της σκληρής δουλειάς μου.  

    Εντυπωσιακή διαδρομή!
    Σ.Σ.: Σου είπα αρκετά για να ‘χεις να διαλέξεις. Μου είναι πολύ δύσκολο όταν με ρωτάνε «τι δουλειά κάνεις» και μου είναι πολύ δύσκολο όταν στις εμφανίσεις που κάνω στην τηλεόραση με ρωτάνε «τι να γράψω από κάτω», διότι είμαι επίτιμος καθηγητής, βραβευμένος συγγραφέας, βραβευμένος τραγουδιστής, είμαι λιμπρετίστας, είμαι ποιητής, σεναριογράφος, παραγωγός, σκηνοθέτης, δεν ξέρω τι άλλο είμαι, δηλαδή εγώ τα ξεχνάω, τι να τους πεις τώρα. Οπότε επέλεξα απλούστατα ότι είμαι συγγραφέας, συνθέτης, σκηνοθέτης και παραγωγός.

    Δεν ξέρω ως νεαρός τι όνειρα κάνατε, αλλά η πραγματικότητα φαντάζομαι ότι τα ξεπέρασε.
    Σ.Σ.: Από την πρώτη στιγμή που αποφάσισα να ασχοληθώ με το τραγούδι, είπα «Σιδερά, αν ακολουθήσεις το επάγγελμα αυτό, θα το κάνεις και στόχο να χτυπήσεις τα αστέρια». Δεν συμβιβάζομαι. Δεν πάσχω από υψηλοφροσύνη και αλαζονεία, αλλά είμαι πάρα πολύ θετικός, όταν αναλαμβάνω να κάνω κάτι, να το κάνω στο πιο υψηλό επίπεδο. Όταν μπήκα, λοιπόν, στον χώρο του τραγουδιού, ήμουνα καλός τραγουδιστής και ήθελα να γίνω όνομα. Άρχισα να ονειρεύομαι ότι θα γίνω κι εγώ κάποια στιγμή ο Πάριος, ξέρω εγώ. Και αν έμενα στο τραγούδι, προφανώς και θα ήμουνα ένα μεγάλο όνομα γιατί θα έκανα έναν μεγάλο δίσκο τον χρόνο στις εταιρείες που ήμουνα, αλλά το 1979 έφυγα από την Αθήνα και διέκοψα τη συνεργασία μου με τις εταιρείες. Τώρα, για τις υπόλοιπες καριέρες, είναι ένα χαρακτηριστικό μου, το οποίο… δεν ξέρω, ίσως να πάσχω από το σύνδρομο της άρνησής μου στην επιτυχία. Δηλαδή, μόλις πετύχω σε κάτι, πάω παρακάτω. Δεν μου αρκεί, δηλαδή, αυτό το πράγμα. Γιατί εκτός από αυτά που ανάφερα, έκανα και ραδιοφωνική εκπομπή, η οποία ήταν η πιο δημοφιλής στην Κύπρο. Έκανα και τηλεοπτική εκπομπή, το «Persona & Persona Non Grata» για το Σίγμα. Στο «Persona & Persona Non Grata» πήρα συνέντευξη από τον Rauf Denktaş και έγινε παγκόσμια γνωστή η συνέντευξη. Ήταν πρώτη είδηση στο CNN, στο Euronews, στο BBC, παντού. Με κάλεσαν να πάω στην Washington D.C. να ενημερώσω τους γερουσιαστές και τα μέλη του Κογκρέσου σχετικά με τη δήλωση του Denktaş ότι οι αγνοούμενοι της Κύπρου έχουν σφαγιαστεί εν ψυχρώ από τους Τούρκους εισβολείς. Έγινε ντόρος. Λοιπόν, έχω κάνει όλα αυτά, μεταπηδούσα από το ένα επάγγελμα στο άλλο γιατί ουδέποτε μπορούσα να επαναπαυτώ στο ότι πέτυχα. Μόλις πετυχαίνω σε κάτι, βαριέμαι και θέλω καινούργια πρόκληση.

    Οι περισσότεροι, ωστόσο, θα σκεφτόντουσαν ότι βρήκαν την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά και θα συνέχιζαν.
    Σ.Σ.: «Χρυσά αυγά» είχα δεκάδες. Όταν έκανα τηλεόραση, ο ιδιοκτήτης του Σίγμα -και το λέω δημόσια- εντυπωσιασμένος από τα νούμερα που έκανε η εκπομπή μου και τις δυνατότητές μου, γιατί το να είσαι δημοσιογράφος -που είναι ακόμα ένα επάγγελμα που ασκώ- και να έχεις την ευχέρεια να στέκεσαι μπροστά σε οποιονδήποτε Denktaş ή οποιονδήποτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή οποιονδήποτε Pierce Brosnan (James Bond) και να παίρνεις συνέντευξη χωρίς να έχεις ερωτήσεις ούτε τίποτε, αυτό το χάρισμα που είχα το είδε ο Χατζηκωστής και μου είπε:
    - Σταύρο, θες να να γίνεις διευθυντής του συγκροτήματος;
    Εφημερίδες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα κ.λπ. Αρνήθηκα. Δηλαδή ευκαιρίες της «χρυσής κότας» είχα πάρα πολλές, αλλά είμαι πολύ επιλεκτικός. Δεν επαναπαύομαι. Είμαι ένας άνθρωπος ανήσυχος, ένας άνθρωπος ο οποίος γνωρίζει ότι από την στιγμή που έχω πετύχει στα πιο ψηλά επίπεδα του κόσμου και όλους τους στόχους που έχω θέσει, αυτό που με χαρακτηρίζει σήμερα, επαναλαμβάνω, δεν είναι ούτε η υψηλοφροσύνη ούτε η αλαζονεία, αλλά η αυτοπεποίθηση. Και δεν φοβάμαι, στην ταινία που ετοιμάζω, να ονειρευτώ ότι θα μπορούσα να κερδίσω ένα βραβείο Oscar. Άρα, λοιπόν, όσο εξωφρενικό και ν’ ακούγεται αυτό και όσο αλαζονικό και ν’ ακούγεται, είναι πραγματικότητα. Δεν απαγορεύω στον εαυτό μου να ονειρεύεται. Και είναι και ένα μάθημα, μία κουβέντα που λέω στους νέους καλλιτέχνες ότι όταν είσαι καλλιτέχνης αυτόματα έχεις το δικαίωμα να ονειρεύεσαι. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα σ’ αυτό το όνειρο να σου βάλει φραγμούς, να σου βάλει περιθώριο. Τίποτα. Στη ζωή μου, Κωνσταντίνε, πέρασαν σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες της Κύπρου που αυτή την στιγμή σταδιοδρομούν στην Ελλάδα, δηλαδή η Άννα Βίσση, η Λία, η Κωνσταντίνα, η Αλέξια, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, η Μαρλέν Αγγελίδου… Από το σπίτι μου δεν περάσανε μόνο οι επιτυχημένοι, περάσαν και εκατοντάδες παιδιά τα οποία δεν είχαν το ταλέντο να τους πω «ναι, προχωρήστε». 99 στους 100 δεν το έχουν, αλλά αναπόφευκτα, για να είσαι σωστός με τους ανθρώπους που ζητούν την άποψή σου, δεν είναι για να τους χαϊδέψεις τ’ αυτιά. Είναι για να τους πεις την αλήθεια. Γιατί αν τους πεις ψέματα, «ναι, είστε πολύ καλοί, προχωρήστε» κ.λπ., και το παιδί σου έχει ταλέντο, βάζω τους γονείς και το παιδί να ονειρεύονται μέσα σ’ έναν ψεύτικο κόσμο. Δεν αρκεί να έχεις ταλέντο για να τραγουδήσεις. Το μεγάλο ταλέντο είναι το να μπορείς να μεταφέρεις την ψυχή σου, δια μέσου του λόγου και της μουσικής, στον άνθρωπο που σ’ ακούει. Κι αυτό ελάχιστοι το έχουν. Το έχει ο Νταλάρας, το έχει η Μαρινέλλα, η Αλεξίου, ο Χατζής… το έχουν δέκα άνθρωποι το χάρισμα να μπορείς να τραγουδάς και να μοιράζεται το τραγούδι. Οι υπόλοιποι απλά έχουν ωραία φωνή.

    Το να έχει κάποιος το ταλέντο και να μην έχει την αυτοπεποίθηση;
    Σ.Σ.: Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο γιατί την αυτοπεποίθηση πρέπει να την αποκτήσεις μετά την επιτυχία. Αν έχεις αυτοπεποίθηση την ώρα που ξεκινάς, αυτό λέγεται θράσος. Διότι το θράσος είναι αυτό που λένε «καβάλησε το καλάμι». Κι αν δεν έχεις το ταλέντο να υποστηρίξεις αυτό που τόσο θρασύτατα λες ότι είσαι, «εγώ θα σκίσω και θα κάνω», τότε είσαι ψώνιο. Άρα, λοιπόν, εγώ, ο οποίος τώρα καυχιέμαι ότι έκανα όλα αυτά τα πράγματα, έχω δικαίωμα να το κάνω. Δεν το έκανα όταν ξεκίνησα. Ήμουνα σεμνός και ταπεινός με όλο τον κόσμο. Όταν πρωτογνώρισα τον Μίμη Πλέσσα νόμιζα ότι κατέβηκε από τον ουρανό ο Θεός γιατί, όταν σπούδαζα, τα τραγούδια που άκουγα στο Λονδίνο ήταν ο «Δρόμος» του Μίμη Πλέσσα και το «Ρεσιτάλ» του Χατζή με τη Μαρινέλλα. Στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, όπου τραγούδησα την πρώτη φορά το 1976, θυμάμαι, εκεί που περιμέναμε να βγουν τα αποτελέσματα της πρώτης βραδιάς, γιατί τότε λέγαμε 20 τραγούδια και διαλέγανε τα 10 για την επόμενη βραδιά, ξαφνικά βλέπω τον Μίμη, που για μένανε ήτανε θεός, να έρχεται προς τους καλλιτέχνες και λέω «θα βρω τώρα κουράγιο να σταθώ να του πω καλησπέρα δάσκαλε, σας αγαπώ, σας λατρεύω;». Και τον βλέπω να κατευθύνεται προς εμένα και σηκώνομαι έκπληκτος, με φιλάει στο μέτωπο, και μου λέει:
    - Αγορίνο μου, θα πάρεις το Α’ βραβείο!
    Έτσι γνωρίστηκα με τον Πλέσσα και είναι ο πρώτος μου δάσκαλος, είναι ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο συνεργάστηκα, μου έγραψε τραγούδια, ήρθε στην Κύπρο όταν με τίμησε ο δήμος Λάρνακας και έπαιξε πιάνο να τραγουδήσω και φέραμε και από τη Νέα Υόρκη τον Wayman Thompson, έναν Broadway star, γιατί γράψαμε παρέα με τον Μίμη Πλέσσα ένα musical στα αγγλικά. Είχα μια πολύ ζεστή συνεργασία. Επανέρχομαι στην ερώτηση. Άρα, λοιπόν, το να είσαι περήφανος ή να υπερηφανεύεσαι ή να παινεύεσαι ότι θα τα καταφέρεις δεν είναι δικαίωμα που το αποκτάς επειδή πιστεύεις ότι έχεις ταλέντο. Είναι δικαίωμα το οποίο αποκτάς όταν αποδείξεις όλα αυτά τα οποία λες. Έτσι ουδέποτε θα με βρεις να καυχηθώ για κάτι που θα κάνω. Θα με βρεις να καυχηθώ για τα πράγματα τα οποία έχουν γίνει.

    ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ (ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΑ ΜΟΥ) – Σταύρος Σιδεράς
    (1979, μουσική: Δώρος Γεωργιάδης, στίχοι: Σώτια Τσώτου)
    Σ.Σ.: Τους στίχους, μου τους έδωσε η Σώτια πρώτα σε μένα και έκανα, με τη μουσική του Δώρου, το «Μικρή Μου Αγάπη». Αλλά η Σώτια Τσώτου -η οποία είναι αγαπημένη μου- έδωσε τον στίχο και σε άλλο συνθέτη [σ.σ. Γιώργο Κριμιζάκη]. Η πρώτη αυτή εκτέλεση, που είπα εγώ, είναι πολύ ωραίο τραγούδι και εντελώς διαφορετικό [από το τραγούδι που συνέθεσε ο Κριμιζάκης].

    Όταν το ακούσατε μετά από τον Νίκο Νομικό;
    Σ.Σ.: Ούτε το άκουσα, ούτε και με ενδιέφερε. Το τραγούδι είναι στον δίσκο μου [σ.σ. «Φίλοι Λοιπόν», 1979] με τη Σώτια Τσώτου και μουσική του Δώρου.  

    ΜΟΝΙΚΑ – Island
    (1981, μουσική: Δώρος Γεωργιάδης, στίχοι: Σταύρος Σιδεράς)
    Σ.Σ.: Ήταν η πρώτη χρονιά που η Κύπρος θα λάμβανε μέρος στη Eurovision. Τα ονόματα στην Κύπρο ήταν η Άννα Βίσση, ο Δώρος κι εγώ. Τότε είχε κάνει την αρχή και ο Τόκας. Ήμασταν οι τέσσερις Κύπριοι που διαπρέπαμε. Οπότε δικαιωματικά και δικαιολογημένα, επειδή ο Δώρος κι εγώ τότε ήμασταν «ζευγάρι», δηλαδή είχαμε κάνει μαζί δισκογραφία και την Rock όπερα «The Archon», μου έγραφε τραγούδια, του έδινα στίχους, και μου λέει ο Δώρος:
    - Να γράψουμε ένα τραγούδι;
    - Να γράψουμε.
    Τότε η μικρούλα αδελφή της γυναίκας μου και της γυναίκας του Δώρου -είμαστε μπατζανάκηδες- ήτανε ένα κοριτσάκι 2,5 χρονών και λεγόταν Μόνικα. Και εμπνευσμένοι από τη Μόνικα γράψαμε ένα τραγουδάκι και πήραμε την 6ηθέση.

     

    Σ.Σ.: Τη δεύτερη χρονιά, το 1982, αντιπροσώπευσε την Κύπρο η Άννα Βίσση και την τρίτη χρονιά, το 1983, εγώ σαν στιχουργός-συνθέτης με το «Η Αγάπη Ακόμα Ζει». Το 1981, παρουσιάσαμε για πρώτη φορά την Αλέξια, 17 χρονών, ήταν δική μου επιλογή, και το 1983 την Κωνσταντίνα δίπλα μου στο «Η Αγάπη Ακόμα Ζει» και στη χορωδία την Ευρυδίκη -15 χρονών τότε.

    ΔΑΙΜΟΝΕΣ – Άννα Βίσση, Νίκος Καρβέλας
    (1991, μουσική: Νίκος Καρβέλας, στίχοι: Σταύρος Σιδεράς)
    Σ.Σ.: Μετά πήγα στα σενάρια. Με το που ανέβασα στη Νότια Αφρική το «Archon», κάποια στιγμή με την Άννα και τον Καρβέλα επί δύο χρόνια συζητούσαμε αυτό το θέμα. Και μου λέει [ο Καρβέλας]:
    - Γράψε μου ένα λιμπρέτο, ρε Σταύρο!
    Κι είναι αστείο το πώς έγιναν οι «Δαίμονες», γιατί τότε έκανα τηλεόραση και ραδιόφωνο και πηγαινοερχόμουνα στην Αθήνα κάθε 15 μέρες για να πάρω συνεντεύξεις από διάφορες προσωπικότητες, τις οποίες γνώριζα. Ήταν εύκολο για μένα να πάρω συνέντευξη του Πλέσσα ή του Χατζηνάσιου, του Χατζή, της Μαρινέλλας κ.λπ. Ήταν σχεδόν όλοι συνεργάτες μου. Οπότε ανεβαίνοντας πάνω, να πάρω συνέντευξη της Άννας, πήγα στην Εκάλη, στο σπίτι όπου έμεναν, και μου λέει η Άννα:
    - Μόλις ήρθα από τον οδοντίατρο. Αυτή την εβδομάδα θα έλεγα πάρε του Νίκου και σε 15 μέρες που θα ξανάρθεις θα σου δώσω συνέντευξη. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, ο Νίκος θέλει να σου μιλήσει.
    Μου λέει, λοιπόν, ο Νίκος:
    - Ρε Σταύρο, συζητάμε εδώ και δύο χρόνια να κάνουμε ένα μιούζικαλ παρέα. Ή θα μου πεις να το κάνω με άλλον. Βαρέθηκα να σου λέω.
    - Νίκο, μέχρι το άλλο 15νθήμερο που θα επιστρέψω, θα έχω μία, δύο, τρεις προτάσεις, να τις κουβεντιάσουμε και να αποφασίσουμε. Δέχομαι να το κάνουμε. Αν και πνίγομαι, με ενδιαφέρει.
    Πήρα συνέντευξη του Νίκου, πήγα στην Κύπρο, περάσανε 15 μέρες και το ξέχασα ότι υποσχέθηκα στον Καρβέλα και στην Άννα πως θα έρθω πίσω με 2-3 ιδέες. Παρασκευή το βράδυ έρχομαι Αθήνα, παίρνω την Άννα τηλέφωνο και της λέω:
    - Τι ώρα θες να έρθω αύριο;
    - Έλα γύρω στις 11. Και να κοιμάμαι, άνοιξε το ψυγείο, κάνε κάτι και θα κατέβω.
    Κλείνω το τηλέφωνο, στο ξενοδοχείο μου, και θυμάμαι ότι υποσχέθηκα στον Καρβέλα. Εν τω μεταξύ, πτώμα. Κουρασμένος, 10 η ώρα το βράδυ, μετά από δουλειά στην Κύπρο, ταξίδι… Ξυπνάω το πρωί, Κωνσταντίνε -αυτό που σου λέω είναι αλήθεια-, και ώρα 9 παραγγέλνω έναν καπουτσίνο. 9 με 10 γράφω τη σύνοψη των «Δαιμόνων», χωρίς να έχω υπόψη μου ότι αυτό θα κάνω. Τι να σκεφτώ… τι να σκεφτώ… Λοιπόν, η Άννα Βίσση είναι μια πριγκίπισσα στα όνειρά της, ο Καρβέλας είναι διπλή προσωπικότητα και γράφω τη σύνοψη. Πάω επάνω στην Εκάλη και η πρώτη κουβέντα του Καρβέλα ήταν:
    - Τι μου έφερες;
    - Ορίστε!
    Μισή σελίδα. Αυτό, αυτό κι αυτό. Μου λέει:
    - Βρε μαλάκα, αυτό είναι αριστούργημα! Πάμε!
    Έτσι ξεκίνησε.

    Δεν σας είχε δώσει, δηλαδή, ο Καρβέλας κάποια κατεύθυνση ως προς το θέμα.
    Σ.Σ.: Ο Νίκος Καρβέλας έγραψε τη μουσική. Εγώ έγραψα το story/book και τους στίχους. Άμα δεις τα μιούζικαλ στην Αμερική, γράφει «book ο τάδε, lyrics ο τάδε, music ο τάδε» και τα δικαιώματα είναι 33% για το καθένα. Story, book, lyrics, στο εξωτερικό είναι το 66% της πνευματικής ιδιοκτησίας. Θα μπορούσαμε με τον Νίκο να είχαμε γράψει άλλα δέκα, αλλά δεν με ενδιαφέρει.

    Βέβαια στο ευρύ κοινό πέρασε ως η «Rock όπερα του Νίκου Καρβέλα», αλλά και στο εξωτερικό ο συνθέτης είναι πιο ευνοημένος. Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον Andrew Lloyd Webber αλλά ελάχιστοι τον Tim Rice.
    Σ.Σ.: Τα περισσότερα είναι Andrew Lloyd Webber-Tim Rice, αλλά άμα μπεις να δεις τα μιούζικαλ στο Broadway, οι αφίσες τους είναι «Book – Lyrics – Music». Όταν ήρθε η βασίλισσα της Αγγλίας στην Κύπρο, μαζί με 47 αρχηγούς κρατών της Κοινοπολιτείας και γύρω στους 2000 υπουργούς απ’ όλο τον κόσμο, μου ζήτησε ο Υπουργός Εσωτερικών τότε να αναλάβω να παρουσιάσω κάτι πολύ εντυπωσιακό. Μου έδωσε στην ουσία ένα μήνα για να γράψω λιμπρέτο, μουσική, παραγωγή, σκηνοθεσία… και γράφω την «Ωδή στους Θεούς» (Ode To The Gods, 1993). Παίρνω την Άννα Βίσση, αφού συμφωνώ με τον Πρόεδρο, και της λέω:
    - Άννα, είσαι πρωταγωνίστρια σε μία όπερα που θα γράψω!
    - Ωραία! Στείλε μου τα τραγούδια να τα μάθω!
    - Ποια τραγούδια; Ιδέα δεν έχω τι θα κάνω!
    - Είσαι τρελός!
    Τέλος πάντων, εντάξει, προχωρήσαμε, το έβγαλα και πήραμε και standing Ovation -ας μην σε κουράσω άλλο με λεπτομέρειες. Δεν κοιμήθηκα έξι εβδομάδες. Ήταν φοβερή δουλειά. Η επιτυχία με την «Ωδή στους Θεούς» και με τους «Δαίμονες» κ.λπ. με έκανε να καταλάβω ότι ο δρόμος μου πια είναι το μουσικό θέατρο και συνθετικά. Εγώ πιάνο έμαθα στα 38 μου. Τότε έχτιζα το σπίτι μου για την οικογένειά μου και χρωστούσα στις τράπεζες 60.000 λίρες. Κι έρχεται ένας επιχειρηματίας και μου λέει:
    - Θα ανοίξουμε το πρώτο piano bar στην Κύπρο και θα ήταν μεγάλη μας τιμή, κύριε Σιδερά, να μας κάνετε τα εγκαίνια και, αν θέλετε, να κάτσετε κάνα μήνα να παίξετε, να τραγουδήσετε…
    - Και τι προσφέρετε γι’ αυτό;
    - Ό,τι μας ζητήσει ο Σιδεράς! Δεν έχουμε πρόβλημα!
    Ήταν φοβερά τα λεφτά που μου πρότειναν. Δεν ήξεραν ότι εγώ δεν ξέρω πιάνο και του λέω:
    - Πότε θα ανοίξετε;
    - Σε τρεις μήνες!
    Και κάθισα, Κωνσταντίνε, σε τρεις μήνες μόνος μου, έμαθα πιάνο κι έβγαλα 5 ώρες ρεπερτόριο.

    Χωρίς δάσκαλο;
    Σ.Σ.: Μόνος μου! Τίποτα, τίποτα. Όπως έπαιζα κιθάρα κι ήξερα ότι ένα τραγούδι αποτελείται από 3, 4, 5, 6 ακόρντα, με τον ίδιο τρόπο, από την στιγμή που ξέρω κιθάρα και ήξερα, ας πούμε, ότι το τραγούδι τάδε είναι Ντο, Ρε και Σολ, έλεγα «ποια είναι η συγχορδία Ντο στο πιάνο; Αυτή! Σολ; Αυτή!». Απλούστατα, αν παίξεις Ντο, Μι και Σολ, είναι το ματζόρε που λέμε, άρα, λοιπόν, η δυσκολία η δική μου ήταν να φύγω από το Ντο και να πάω στο Φα και να πάω στο Σολ και να μάθω, όπως έμαθα κιθάρα, τα δάχτυλα. Με το δεξί μου χέρι, το melody ας πούμε, είναι πολύ αδύνατο, αλλά, επειδή τραγουδώ, το melody line το βγάζω με το τραγούδι και παίζω ακόρντα. Ένας που δεν ξέρει ότι δεν ξέρω πιάνο, νομίζει ότι είμαι ο καλύτερος πιανίστας του κόσμου. Ξεγελάω κιόλας. Εντάξει, τώρα μπορώ να παίξω, αλλά αυτό με βοήθησε από τραγουδάκια να γράψω τεράστια τραγούδια, να γράψω όπερα.  

    ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ – Αλέξια
    (1994, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Σταύρος Σιδεράς)
    Σ.Σ.: Αυτό είναι ένα τραγούδι μέσα από το μιούζικαλ «Φρανκ και Στάιν», που κάναμε με τον Χατζηνάσιο, το οποίο μιούζικαλ -μπορώ να το αναφέρω- το ήθελε η Βουγιουκλάκη. Επέμενε ο Γιώργος να το δώσουμε στη Βουγιουκλάκη, αλλά του είπα ότι έχω υποσχεθεί στην Αλέξια μετά τους «Δαίμονες» ότι θα της δώσω ένα μιούζικαλ και δεν μπορώ να πάρω τον λόγο μου πίσω. Και το δώσαμε στην Αλέξια. Η Αλέξια ήταν τότε Pop τραγουδίστρια γι’ αυτό και ο Χατζηνάσιος δεν ήθελε να της δώσει τραγούδι. Μου έλεγε:
    - Η εταιρεία της με παρακαλεί να της δώσω ένα τραγούδι κι εγώ δεν της δίνω, θα της δώσω το μιούζικαλ;
    - Γιώργο, καταλαβαίνεις ότι έχω υποσχεθεί;
    Εκείνη την περίοδο με τον Γιώργο γράφαμε την όπερα «El Greco» και του είπα:
    - Αφού έχουμε έτσι κι αλλιώς…
    - Ούτε να το σκεφτείς! Ήδη ξεκίνησα να γράφω μουσικές!
    - Ωραία, τότε αυτό θα το κάνουμε με την Αλέξια.
    Ήταν η πρώτη παραγωγή που έκανα. Φοβερή ιστορία, φοβερό μιούζικαλ, φοβερή μουσική. Καταπληκτικό. Θα μπορούσε να σκίσει στην Ελλάδα. Παρουσιάστηκε εδώ [στην Κύπρο] για διάφορους λόγους -ας μην μπω σ’ αυτές τις… δυσκολίες τώρα, είναι αρνητικές, όχι με τον Γιώργο- και παίχτηκε σε έξι παραστάσεις, αλλά δεν το παρουσιάσαμε στην Ελλάδα. Μιλάμε για… πράματα και θάματα. Η λέξη είναι «αγνωμοσύνη». Γι’ αυτό και κάποιοι καλλιτέχνες είναι στα αζήτητα. Με τον Γιώργο κάναμε Χατζηνάσιος-Σιδεράς σε δύο πιάνα επί 6 μήνες. Είχε κάνει με τον Πλέσσα, είχε κάνει με τον Σπανό, και λέει ο ίδιος ότι η καλύτερη συνεργασία που έκανε σε δύο πιάνα ήταν με τον Σταύρο. Γιατί; Επειδή έχω χιούμορ και σπάσαμε πλάκα.

    Και ο Χατζηνάσιος έχει χιούμορ για όσους δεν το γνωρίζουνε.
    Σ.Σ.: Ναι. Τότε είχε έρθει Κύπρο για να ολοκληρώσουμε την όπερα «El Greco» κι έπαιζε τα… άντερά του! Μιλάμε για τεράστια επιτυχία. Έξι μήνες γεμάτο μαγαζί, 400 άτομα, 5 βράδια, με φαγητό. Έπεφτε το μαγαζί! Όταν ησύχαζε, ας πούμε, έλεγα:
    - Σιγά Χατζηνάσιε, που νομίζεις ότι πλήρωσε ο κόσμος επειδή είσαι σπουδαίος πιανίστας! Απλά, στην Κύπρο ο λαός είναι φιλόξενος κι από ευγένεια…
    - Δεν κατάλαβα δηλαδή, δεν παίζω ωραία;
    - Παίζεις, δεν τίθεται θέμα, αλλά εδώ παίζω εγώ, δεν παίζεις εσύ.
    Εν τω μεταξύ, αν συγκρίνεις το δικό μου παίξιμο στο πιάνο με του Γιώργου, αν είναι ο Γιώργος στο 1000, εγώ είμαι στο 1. Και του λέω:
    - Θα παίξω εγώ κάτι, θα παίξεις κι εσύ, και θα δούμε από το χειροκρότημα ποιος είναι ο πιο σπουδαίος πιανίστας.
    - Ωραία! Παίξε!
    - Είσαι φιλοξενούμενος, θα παίξεις πρώτος!
    Έδινε την ψυχή του. Έπεφτε το μαγαζί κι εγώ έλεγα:
    - Σιγά το παίξιμο! Θα σας παίξω την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν.
    Έπαιρνα ύφος, δεν έπεφτε καρφίτσα, κι έλεγα:
    - Βέβαια είναι τεράστιο έργο, θα παίξω ένα απόσπασμα: το φινάλε!
    Έπαιζα ένα Φα ματζόρε, έλεγα και στον drummer να παίξει, κι έπαιζα μόνο το «ντρρρρρρ-ντ!» κι έπεφτε το μαγαζί (γέλια). Μου λέει:
    - Έλα μωρέ, τώρα, άσε να παίξουμε παρέα!
    Κι έπαιζε την εισαγωγή «ντα-ντα-ντα-νταααααν». Κι εγώ «πλινκ». Μια νότα! Ο κόσμος γέλαγε. Ο Γιώργος έλεγε:
    - Γιατί γελάτε; Τα ίδια λεφτά παίρνουμε!
    (πολλά γέλια)
    Κάναμε πολλά τέτοια με τον Γιώργο. Υποτίθεται ότι του έγραψα opera, ότι ήταν ένας αποτυχημένος μουσικός από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος δεν είχε δουλειά κι ήρθε στην Κύπρο να δουλέψει. Ολόκληρες ιστορίες. Και αρέσανε αυτά στον κόσμο και η χημεία που είχαμε. Ήρθε για 15 μέρες κι έκατσε 6 μήνες.

    Σ.Σ.: Η μεγάλη μου αγάπη είναι το γράψιμο και το μιούζικαλ. Το μιούζικαλ «Πυγμαλίωνας» (1996) είναι δικό μου. Έχω γράψει το λιμπρέτο, έχω γράψει τη μουσική και ήμουν και ο παραγωγός και ο σκηνοθέτης. Ένα έργο με καλλιτέχνες της Disney, με τον Derick LaSalla, σκηνοθέτη-χορογράφο της Disney, τον Mic Thompson, χορογράφο του Michael Jackson και της Diana Ross, τον Roc Colvard, Music & Vocal Director της Disney, δηλαδή πολύ υψηλό επίπεδο. Κάποια στιγμή, το Regency Casino στη Θεσσαλονίκη, που έμαθαν ποιος είμαι κ.λπ., μού ζήτησε να κάνω μία παραγωγή και να παρουσιάσω ένα από τα έργα μου. Αυτό έγινε το 2000. Και έκανα ένα μιούζικαλ, το οποίο ήταν τα καλύτερα αποσπάσματα από διάφορα μιούζικαλ. Το παρουσίασα στο Regency Casino και τόσο πολύ ενθουσιάστηκαν που μου πρότειναν να μείνω και να τους δώσω άλλες δύο παραγωγές μέχρι το τέλος του χρόνου, αλλά η μία να είναι ελληνική. Έγραψα, λοιπόν, το «Σπασμένο Καράβι» με τον Γιάννη Σπανό, πήγα στο Los Angeles ανέβασα ακόμα ένα ξένο μιούζικαλ, και στο Regency Casino δεν με άφησαν να φύγω. Για 8 χρόνια έδινα εκεί 3 με 4 μεγάλες παραγωγές. Και πηγαινοερχόμουνα Αμερική, Las Vegas, όπου σκηνοθετούσα, μαζί με μία ταινία που έκανα τότε, το «Poets Never Die».

    Σ.Σ.: Αυτό μου το ζήτησε ο Michael O’Sullivan, πρόεδρος της Paramount, και μου έδωσε 25-30.000.000$ να το ανεβάσω, έκλεισα 8 Oscar winners, έκλεισα συνεργασία με τον John Glen, σκηνοθέτη πέντε ταινιών James Bond, τον έφερα στην Κύπρο, κι εκεί που ήμασταν έτοιμοι να βάλουμε μπροστά κι είχα πάρει γραφεία στα Pinewood Studios, συνέβησαν διάφορα τα οποία μου έκοψαν τα πόδια. Ο λογιστής που είχα στην Ελλάδα έχασε στο καζίνο τα λεφτά που του είχα δώσει, μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, αυτοκτόνησε και μου άφησε 4.000.000 χρέος και το κράτος να με κυνηγάει. Πέρασαν 14 χρόνια για να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας, γιατί εγώ είχα αποδείξεις ότι έδωσα τα λεφτά, αλλά δεν τους ένοιαζε. «Χρωστάς αυτά στο δημόσιο». Τέλος πάντων, μεγάλες ιστορίες, μου έκοψαν τα πόδια και μου έκοψαν και την καριέρα. Ήμουν έτοιμος να γυρίσω την ταινία μου, μου έδωσαν θέατρο στο Las Vegas για να ανεβάζω τις παραγωγές μου, είχα το Regency Casino, είχα την Ελλάδα να με κυνηγάει γιατί παρουσίαζα μιούζικαλ τη ζωή του τόπου, μιούζικαλ της Βίκυς Μοσχολιού, του Χρήστου Νικολόπουλου, του Κώστα Χατζή, του Πλέσσα, του Διονυσίου… Έκανα μιούζικαλ τη ζωή και τα τραγούδια των μεγάλων ερμηνευτών και συνθετών της Ελλάδος. Είμαι πολύ απογοητευμένος, Κωνσταντίνε. Είμαι πολύ χαμηλών τόνων και δεν θέλω να προσβάλλω κανέναν, αλλά γίνονται διάφορα τρελά στην Ελλάδα. Υπάρχει ασυνέπεια. Δεν υπάρχει φιλότιμο, δεν υπάρχει ανθρωπιά, δηλαδή είναι τα συμφέροντα του καθενός.

    Τους πιάνει η υψηλοφροσύνη, η αλαζονεία, και εκείνη την στιγμή λειτουργούν για τα δικά τους συμφέροντα και καταπατούν τη συνείδησή τους. Η ανάγκη που έχουν σαν καλλιτέχνες, επανειλημμένα, είναι να διεκδικούνε το πρωτοσέλιδο. Αυτό είναι που κρατά ζωντανό έναν καλλιτέχνη. Πάμε παρακάτω. Αυτή την στιγμή είναι στα σκαριά όπερα που έχω γράψει για τη Μαρία Κάλλας, την οποία όπερα φιλοδοξώ να ανεβάσω στο Ηρώδειο κ.λπ. Θα σου πω και κάτι τελευταίο, νομίζω ότι είπαμε αρκετά για 100 συνεντεύξεις. Το τελευταίο είναι ότι πριν φύγει ο Μίκης Θεοδωράκης, ενώ ήταν εν ζωή κι ενώ εγώ πηγαινοερχόμουν στο Los Angeles για την ταινία μου και τα μιούζικαλ, ζήτησε διά μέσου ενός κοινού μας φίλου, του Γιώργου Λογοθέτη, ο οποίος είναι και ο βιογράφος του Μίκη Θεοδωράκη, να με συναντήσει. Δυστυχώς ήταν λάθος timing. Ενώ ήθελα πάρα πολύ να τον συναντήσω -είμαι μεγάλος θαυμαστής του- σε δύο περιπτώσεις, στη μία έφταιγα εγώ γιατί ήμουνα Los Angeles και στη δεύτερη αρρώστησε και τ’ ακυρώσαμε. Στη διαθήκη του άφησε εντολή στον Γιώργο Λογοθέτη, αυτό που του είπε ότι θέλει να κάνει ο Σταύρος Σιδεράς, να το κάνει. Τι είναι αυτό; Το έργο του, το οποίο ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης θεωρούσε το μεγαλύτερο και πιο σπουδαίο έργο του, «Το Τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού», ήθελε να το κάνω οπερατικό, να το σκηνοθετήσω με σχεδιασμό και να παρουσιαστεί οπουδήποτε στον πλανήτη υπάρχουν Έλληνες της διασποράς. Γιατί στόχος του Θεοδωράκη ήτανε να πείσει τους Έλληνες να μονιάσουν. Το «Τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού» είναι εμπνευσμένο από τον Εμφύλιο Πόλεμο και το θεωρούσε το μεγαλύτερό του έργο γιατί τον πονούσε αφάνταστα το γεγονός ότι, ενώ οι Άγγλοι ήταν αυτοί οι οποίοι έσπερναν τη διχόνοια ανάμεσα στους Έλληνες, ακόμη και σήμερα υπάρχει αυτή η ανοιχτή πληγή. Ήθελε πάρα πολύ αυτό το πράγμα να πάρει διαστάσεις διεθνείς. Και βλέποντας τη δουλειά μου και από τον Λογοθέτη, ο οποίος είναι μεγάλος θαυμαστής και γνώριζε τη δουλειά μου, λέει «αυτό θέλω να το κάνει ο Σιδεράς». Αυτή την στιγμή, λοιπόν, υπάρχει εντολή του Θεοδωράκη στη διαθήκη να γίνει αυτό το πράγμα, έχω γράψει ένα καταπληκτικό έργο που λέγεται «Η Κατάρα της Εκάβης», η οποία κατάρα είναι ακριβώς αυτή που λόγω του ότι σκότωσαν οι Αχαιοί τον εγγονό της  και όλα τα παιδιά της, να μην μονιάσουν ποτέ τους. Και είναι όλα τα τραγούδια από το έργο του Θεοδωράκη. Και η ιστορία είναι συγκλονιστική. Αλλά, και πάλι, πρέπει να βρεθούν λεφτά για να γίνει, γιατί εγώ μέχρι το 2010 -κι είναι το τελευταίο που θα πω, Κωνσταντίνε- ήμουν αυτοδύναμος οικονομικά. Δεν χρειαζόμουν κανέναν για τις παραγωγές μου. Έβγαζα πάρα πολλά λεφτά και ήμουνα σε θέση να ανεβάζω παραγωγές του μισού εκατομμυρίου ευρώ, χωρίς κανένα πρόβλημα. Αυτή την στιγμή δεν μπορώ. Σταμάτησα να ανεβάζω έργα διότι χρειάζομαι κάποιος να αναλάβει το οικονομικό κόστος. Όταν έχεις λεφτά, δεν έχεις πρόβλημα να ξεκινήσεις μια παραγωγή γιατί έχεις τον κόσμο. Αν με λατρεύουν στην Ελλάδα όλοι που συνεργάστηκαν με τον Σταύρο Σιδερά, είναι γιατί τους πλήρωνα πριν καν αρχίσει η παράσταση. Αν έκανα μία παράσταση, ας πούμε, μισό εκατομμύριο, με το που ερχόντουσαν οι καλλιτέχνες από την Αθήνα έπαιρναν λεφτά. Τώρα, όμως, δεν μπορώ να αναλάβω να κάνω παραγωγές επειδή θα πάρω λεφτά από τα εισιτήρια. Πρέπει να υπάρχουν τα λεφτά εγγυημένα κάπου, να γνωρίζω ότι είναι σε θέση ώστε, και να πάνε τα πράγματα στραβά, να μπορώ να εκπληρώσω τις υποχρεώσεις μου. Κατά πάσα πιθανότητα, επειδή σχεδόν όλες μου οι δουλειές είναι επιτυχημένες, θα βγουν τα λεφτά και θα βγει και κέρδος και μπορεί να χρειαστεί από τις 500.000 να ξοφλήσω εγώ τις 100. Δεν έχει σημασία. Τα λεφτά πρέπει να είναι εξασφαλισμένα για τους συνεργάτες. Γι’ αυτό συζητάω με χρηματοδότες. Το ότι είμαι εδώ αυτή την στιγμή είναι -σου το λέω με ειλικρίνεια- από ευγένεια.

    Δεν θα μπορούσα ποτέ να αρνηθώ σε έναν άνθρωπο που έχει τη διάθεση να σε γνωρίσει και να σου μιλήσει. Αυτός είμαι. Είμαι ένας σεμνός καλλιτέχνης, ο οποίος έχει την πόρτα του πάντα ανοιχτή. Θα μπορούσα να πω «δεν έχω χρόνο», κάνω ένα εκατομμύριο πράγματα, αυτή την στιγμή θα εκδώσω την τριλογία, την οποία έχει προλογίσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και θα την παρουσιάσει. Παρουσίασε και το προηγούμενό μου βιβλίο, μαζί με την Πρόεδρο της Βουλής, Αννίτα Δημητρίου. Είμαι σ’ αυτό, ας το ονομάσουμε, επίπεδο. Τώρα κυκλοφορεί, λοιπόν, η τριλογία μου. Τρία βιβλία ταυτόχρονα, διαφορετικά μεταξύ τους. Το ένα βιβλίο είναι η καριέρα μου, η γυροβολιά σε ανθεστήρια, πανηγύρια και φαγοπότια. Η ιστορία της ζωής μου λίγο-πολύ είναι αυτό που είπα, πώς ξεκίνησα κ.λπ., με ωραίες φωτογραφίες. Το δεύτερο βιβλίο, «Στης εσχατιάς το σύθαμπο», είναι η ποίησή μου και το τρίτο βιβλίο μου λέγεται «Μελάνι έχω. Η ψυχή μου είναι που στέγνωσε», που είναι άρθρα μου σε εφημερίδες.





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε