Kαριγιόν
(carillon). Μουσικό όργανο που αποτελείται από μια σειρά καμπάνες με γλωσσίδια στο εξωτερικό τους μέρος. Τα γλωσσίδια –που λειτουργούν αυτόματα με μηχανικά μέσα ή και με το χέρι– με πλήκτρα χτυπούν στα εξωτερικά τους τοιχώματα μια σειρά από μικρές καμπάνες. Οι καμπάνες αυτές είναι ρυθμισμένες ώστε να παράγουν μια πλήρη χρωματική κλίμακα και να επιτυγχάνουν έτσι την εκτέλεση απλών μελωδιών. Τα καριγιόν, που ίσως προέρχονται από ανάλογο αρχαίο κινεζικό όργανο, τοποθετούνταν στα καμπαναριά ήδη από τον Μεσαίωνα και ήταν πολύ διαδεδομένα στη Φλάνδρα, όπου οι πόλεις Αλόστ και Μπριζ διεκδικούν ακόμα τα πρωτεία.
Καριγιόν ονομάζεται επίσης και ένας μηχανισμός που αποτελείται από λεπτά μεταλλικά ελάσματα, ρυθμισμένα ώστε να παράγουν πλήρεις χρωματικές
κλίμακες και τοποθετημένα μπροστά σε έναν οδοντωτό κύλινδρο, που στρέφεται με ελατήριο. Τα δόντια του είναι διατεταγμένα κατά τέτοιον τρόπο ώστε με την κίνηση να προκαλούν παλμούς στα ελάσματα· έτσι παράγεται μια διαδοχική σειρά ήχων, το σύνολο των οποίων δημιουργεί μια σύντομη μελωδία που επαναλαμβάνεται στην κάθε περιστροφή του κυλίνδρου. Ένα ενδιαφέρον ηχητικό παιχνίδι με καριγιόν συναντάται στην όπερα του
Μότσαρτ Ο μαγεμένος αυλός.
Kαστανιέτες
(castanetas). Κρουστό μουσικό όργανο ισπανικής καταγωγής, της οικογένειας των ιδιοφώνων. Οι καστανιέτες αποτελούνται από δύο ζευγάρια ξύλινα κρόταλα, η μορφή των οποίων μοιάζει με το εξωτερικό περικάλυμμα του κάστανου, δηλαδή είναι στρογγυλά και κοίλα. Το ένα κρόταλο ονομάζεται hembra (θηλυκό) και είναι πιο οξύηχο από το άλλο, το macho (αρσενικό). Παράγει ήχο με την κρούση των δύο συμμετρικών κροτάλων μέσα στην παλάμη. Οι καστανέτες εμφανίστηκαν στην Ισπανία με την έλευση των Φοινίκων. Με το ρυθμικό τους κροτάλισμα συνοδεύουν συνήθως λαϊκά τραγούδια και χορούς. Σχεδόν παρόμοιο μουσικό όργανο είναι και τα νάκερα. Είναι διαδεδομένες στην Ισπανία, στη νότια Ιταλία και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Kιθάρα
Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη
κιθάρα διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που ονομάζεται καβαλάρης. Αυτό χρησιμεύει ως στήριγμα των χορδών και ως μεταφορέας των δονήσεων των τελευταίων στο ηχείο. Το μπράτσο είναι προσκολλημένο στο σώμα της
κιθάρας, ενώ η εμπρόσθια επιφάνειά του, χωρισμένη σε υποδιαιρέσεις, σχηματίζει την ταστιέρα. Οι χορδές, συνήθως έξι ή δώδεκα (έξι διπλές χορδές), ξεκινούν από το κάτω άκρο του εμπρόσθιου μέρους του οργάνου, περνούν πάνω από τον καβαλάρη και στερεώνονται με κλειδιά στο επάνω άκρο της λαβής. Τα κλειδιά ρυθμίζουν τη συχνότητα της κάθε χορδής (χόρδισμα).
Οι γνώμες για την προέλευση της
κιθάρας ποικίλλουν, ωστόσο είναι σχεδόν βέβαιο ότι αποτελεί πρωτότυπο όργανο και συνεπώς δεν κατάγεται από ανάλογα ασσυριακά ή χαλδαϊκά όργανα με μακριά λαβή. Εξάλλου, υποστηρίζεται ότι τα μουσικά όργανα που απεικονίζονται σε πολλές αιγυπτιακές παραστάσεις αποτελούν
κιθάρα. Μετά την εισαγωγή της στην Ισπανία από τους Άραβες, η
κιθάρα διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη από τον 12o αι. και έπειτα. Τον 16o αι. ήταν τόσο διαδεδομένη όσο το λαούτο.
Αν και αποτελούσε κατεξοχήν συνοδευτικό όργανο, η
κιθάρα σημείωσε συχνά μεγάλη επιτυχία και ως σολιστικό όργανο στα χέρια διάσημων καλλιτεχνών, όπως οι κιθαριστές των αρχών του 19ου αι. Αγκουάντο ι Γκαρθία, Καρούλι, Τζουλιάνι και ο Σεγκόβια κατά τον 20ό αι. Η
κιθάρα χρησιμοποιήθηκε και σε συνθέσεις κλασικής μουσικής, ενώ κάποιες φορές εμφανίστηκε και σε λυρικές όπερες (στον Κουρέα της Σεβίλης του Ροσίνι, στον Ντον Πασκουάλε του Ντονιτσέτι, στον Όμπερον του Βέμπερ). Ο Μποκερίνι και ο Παγκανίνι έγραψαν πολλά έργα μουσικής δωματίου για
κιθάρα (κουαρτέτα και κουιντέτα).
Αναλογίες με την
κιθάρα παρουσιάζουν το μπάντζο, το γιουκουλέλιχαβανέζικη
κιθάρα. Το μπάντζο διαδόθηκε στη Βόρεια Αμερική, χρησιμοποιήθηκε στη φολκ και κάντρι μουσική, ενώ οι Αφροαμερικάνοι το εισήγαγαν στη μουσική της τζαζ. Το ηχείο αποτελείται από ένα μικρό ταμπούρο, ανοιχτό στο κάτω μέρος, ενώ είναι κολλημένο με την ταστιέρα, πάνω στην οποία είναι τεντωμένες τέσσερις χορδές, που προεκτείνονται στη μεμβράνη του ηχείου.
Η χαβανέζικη
κιθάρα έχει μεταλλικό σώμα και παίζεται με την κύλιση ενός μεταλλικού δακτυλίου επάνω στις χορδές (βλ. λ. γιουκουλέλι ή γιουκαλίλι). Άλλα είδη
κιθάρας παρουσιάζονται κυρίως στη Λατινική Αμερική, σε διάφορα μεγέθη και με ποικίλο αριθμό χορδών.
ηλεκτρική
κιθάρα. Εξέλιξη της
κιθάρας, στην οποία ο ήχος των χορδών ενισχύεται ηλεκτρικά και η ύπαρξη ηχείου δεν καθίσταται απαραίτητη. Εφευρέτης της ήταν ο Αμερικανός κιθαρίστας Λες Πολ κατά τη δεκαετία του 1930, ο οποίος προσέθεσε ηλεκτρομαγνήτες στο σώμα της
κιθάρας, που μετέτρεπαν τις ηχητικές δονήσεις σε παλμούς. Οι ηχητικές δονήσεις με τη σειρά τους αναπαράγονταν ενδυναμωμένες μέσω ενός ενισχυτή. Στις ημέρες μας, οι ηλεκτρικές κιθάρες χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: στις κιθάρες συμπαγούς σκάφους και στις ηλεκτρακουστικές. Οι πρώτες έχουν συμπαγές σώμα και η ενίσχυση του ήχου γίνεται μόνο ηλεκτρομαγνητικά, ενώ οι ηλεκτρακουστικές μοιάζουν με τις κιθάρες με ηχείο και χρησιμοποιούν τον ηλεκτρισμό για αύξηση της έντασης του ήχου.
Μολονότι ο λόγος αυτής της εξέλιξης ήταν η ενίσχυση του κιθαριστικού ήχου μέσα σε μεγάλα μουσικά σχήματα (ορχήστρες τζαζ), η ηλεκτρική
κιθάρα άρχισε να αποκτά ευρεία αποδοχή μετά το 1940 και βοήθησε σημαντικά στην εξέλιξη της σύγχρονης μουσικής. Η ροκ μουσική, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί την ηλεκτρική
κιθάρα ως βασικό όργανο. Οι απεριόριστες δυνατότητες εξέλιξης του ήχου μέσω διαφόρων τεχνικών και μηχανημάτων την κατέστησαν ένα από τα πιο δημοφιλή όργανα, που χρησιμοποιείται ακόμη και σε έργα μουσικής πρωτοπορίας (για παράδειγμα, συνθέσεις του Στοκχάουζεν και του Γκλεν Μπράνκα).
Kλαβίχορδο
Το πρώτο μουσικό όργανο με πλήκτρα. Είναι γνωστό και ως κλειδόχορδο. Το κλαβίχορδο διέθετε ένα ορθογώνιο ηχείο με μέγεθος που ποίκιλλε, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένες τεντωμένες χορδές διαφορετικού μήκους, που συνδέονταν με τα πλήκτρα μέσω μεταλλικών εφαπτόμενων γλωσσιδίων. Η πίεση των δαχτύλων στα πλήκτρα έθετε σε κίνηση τις μεταλλικές γλωσσίδες, οι οποίες, χτυπώντας τις χορδές, παρήγαγαν τον ήχο. Το κλαβίχορδο, το οποίο είναι σχεδόν βέβαιο ότι είχε ιταλική προέλευση, εμφανίστηκε τον 15o αι. Η τονική του έκταση περιοριζόταν στην αρχή σε τρεις οκτάβες, αλλά τον 18o αι. έφτασε στις πέντε. Εξάλλου, ενώ στην αρχή ο αριθμός των πλήκτρων ξεπερνούσε τον αριθμό των χορδών, με τρόπο ώστε περισσότερες γλωσσίδες να χτυπούν πάνω στην ίδια χορδή (κ. legato), αργότερα επινοήθηκε ένας τύπος κ. στον οποίο σε κάθε πλήκτρο αντιστοιχούσαν μία ή περισσότερες χορδές.
Το κλαβίχορδο, που μπορεί να θεωρηθεί ο άμεσος πρόδρομος του πιάνου, έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του στο δεύτερο μισό του 18ου αι. Η περιορισμένη αλλά λεπτή ηχητικότητά του (πολλοί συνθέτες, ιδιαίτερα στη βόρεια Ευρώπη, το προτιμούσαν για τη γλυκύτητα του ήχου του) το καθιστούσε ιδανικό για συνθέσεις που παίζονταν στα σαλόνια εύπορων ευγενών. Ο περιορισμένος χώρος έδινε τη δυνατότητα να μη διασκορπίζονται τα μουσικά εφέ και οι αποχρώσεις που ο εκτελεστής μπορούσε να πετύχει, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στο κλαβίχορδο η χορδή παλλόταν μόνο όσο το δάχτυλο πατούσε στο πλήκτρο, στοιχείο που καθιστούσε εύκολα τροποποιήσιμη την ένταση του ήχου. Πολύ αδύναμο για να χρησιμοποιηθεί σε ορχήστρα, το κλαβίχορδο υποχώρησε τελικά μπροστά στον γρήγορο θρίαμβο του πιάνου, αφού υπέστη μερικές μετατροπές, όπως η προσθήκη συστήματος πεντάλ και μιας δεύτερης σειράς πλήκτρων που του αλλοίωσαν τον ήχο. Πολλοί υπήρξαν οι συνθέτες του 17oυ και του 18oυ αι. οι οποίοι συνέθεσαν κομμάτια αποκλειστικά για κλαβίχορδο. Από τους πιο γνωστούς του 17oυ αι. είναι ο Γερμανός Γιόχαν Γιάκομπ Φρομπέργκερ, ένας από τους προδρόμους της μεγάλης σχολής των οργανιστών που μεσουράνησε με τον Μπαχ, και του 18oυ αι. ο Ιταλός Μπαλτασάρε Γκαλούπι.
Kλαρινέτο
Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα από μέταλλο, του οποίου οι παλμικές δονήσεις παράγουν ήχο με το πέρασμα του αέρα) και στο αντίθετο άκρο μια απόληξη σε σχήμα κώδωνα. Τα σύγχρονα κλαρινέτα έχουν 20 ή περισσότερες οπές που παράγουν διαφορετικούς τόνους. Ορισμένες από αυτές καλύπτονται με τα δάχτυλα και οι υπόλοιπες με κλειδιά. Υπάρχουν διάφοροι τύποι κλαρινέτων, το πιο διαδεδομένο ωστόσο είναι το σοπράνο κλαρινέτο. σε σι ύφεση, με ηχόχρωμα ιδιαίτερα λαμπερό και έκταση περίπου τρισήμισι οκτάβων, που χρησιμοποιείται συνήθως στις συμφωνικές ορχήστρες. Άλλα λιγότερα γνωστά είναι το σοπράνο κλαρινέτο σε λα με ήχο βαθύτερο και πιο θερμό, το κλαρινέτο σε μι ύφεση, οξύτατο, που χρησιμοποιείται κυρίως στις στρατιωτικές μπάντες, το μπάσο κλαρινέτο, με πολύ βαθύ ήχο και το κοντραμπάσο κλαρινέτο, που είναι κατά μία οκτάβα χαμηλότερο από το μπάσο.
Το κλαρινέτο κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Νυρεμβέργη περίπου το 1700 από τον Γιόχαν Κριστόφ Ντένερ, ο οποίος τελειοποίησε ένα παλιό γαλλικό όργανο, το chalumeau. Με την προσθήκη μίας οκτάβας, αργότερα από τον ίδιο τον Ντένερ, και με άλλες βελτιώσεις στον μηχανισμό του οργάνου κατά τη διάρκεια του 18ου αι., το κ. σημείωσε μεγάλη επιτυχία χάρη στις ηχοχρωματικές αρετές του και αξιοποιήθηκε τόσο ως όργανο ορχήστρας (για πρώτη φορά το 1780) όσο και ως σολιστικό όργανο. Από τις παρεμβάσεις του Βέλγου κατασκευή μουσικών οργάνων Άντολφ Σαξ στο κλαρινέτο προέκυψε και το σαξόφωνο.
Μεταξύ των πολλών συνθετών που έγραψαν μουσική για κλαρινέτο σημαντικότεροι είναι οι
Μότσαρτ (κοντσέρτο για κλαρινέτο Κ 622), Μπραμς (2 σονάτες για κλαρινέτο και πιάνο) και Βέμπερ (2 κοντσέρτα για κλαρινέτο op 73 και 74). Σήμερα το κλαρινέτο διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο κυρίως ως όργανο ορχήστρας, ενώ ως σολιστικό όργανο χρησιμοποιείται με ιδιαίτερο τρόπο στη μουσική τζαζ (ο Μπένι Γκούντμαν και ο Άρτι Σο υπήρξαν διάσημοι δεξιοτέχνες του κλαρινέτο) και στις συνθέσεις της (κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα του Ααρών Κόπλαντ).
Στην Ελλάδα, η διάδοσή του κλαρινέτο οφείλεται στους τσιγγάνους, οι οποίοι το έφεραν από την Τουρκία περίπου το 1835. Για πολλές δεκαετίες το κλαρινέτο κατείχε κυρίαρχη θέση στις λαϊκές γιορτές και στα πανηγύρια και γι’ αυτό ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στον ελληνικό λαό. Αλλά και τώρα, αν και έχει αντικατασταθεί στην προτίμηση του κοινού από άλλα σύγχρονα μουσικά όργανα, εξακολουθεί να διαθέτει πιστό κοινό. Μεταξύ των αξιόλογων σύγχρονων δεξιοτεχνών του κλαρίνου στην Ελλάδα συγκαταλέγονται ο Πετρο-Λούκας Χαλκιάς, ο Γιώργος Μάγγας, ο
Βασίλης Σαλέας κ.ά.
Kλαρίνο
Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Βλ. λ. κλαρινέτο.
Kοντραμπάσο ή βαθύχορδο
Έγχορδο μουσικό όργανο, το βαθύτερο σε ήχο και μεγαλύτερο σε διαστάσεις της οικογένειας του βιολιού. Συνήθως έχει τέσσερις χορδές (μι-λα-ρε-σολ) αλλά και τρεις (σολ-ρε-λα ή σολ-ρε-σολ ή λα-ρε-σολ) ή πέντε (ντο-μι-λα-ρε-σολ). Λόγω της ιδιαίτερης ομοιότητάς του με τη βιόλα αρχικά ονομαζόταν βιολόνε. Η καταγωγή του ανάγεται στο β’ μισό του 16ου αι., αλλά για δύο αιώνες και περισσότερο χρησιμοποιήθηκε μόνο για να ενισχύσει στη βαθύτερη όγδοη το μέρος των βιολοντσέλων στην ορχήστρα (διπλασιασμός του βασίμου). Οι ευρείες ηχοχρωματικές και τεχνικές δυνατότητές του αποκαλύφθηκαν τον 19ο αι. και από τότε το κοντραμπάσο κατέλαβε αυτόνομη θέση στην ορχήστρα. Ως σολιστικό όργανο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά (1776) από τον
Μότσαρτ στη Serenata notturna (Κ. 239) και αξιοποιήθηκε επιτυχώς από τους Μποκερίνι, Ροσίνι, Σούμπερτ, Ντβόρζακ και Στραβίνσκι (ο οποίος έχει συνθέσει το ιδιαίτερα αξιόλογο ντουέτο για κοντραμπάσο και τρομπόνι στο μπαλέτο Pulcinella). Ο Γκουνό έγραψε ένα Σκέρτσο για δύο κοντραμπάσο και ο
Βέρντι στην τρίτη πράξη του Οθέλο συνοδεύει με ένα σόλο κοντραμπάσο την είσοδο του Μόρου που πλησιάζει τη Δεισδαιμόνα για να τη στραγγαλίσει. Στους πιο διάσημους δεξιοτέχνες του κοντραμπάσο συγκαταλέγονται ο Ιταλός Τζιοβάνι Μποτεζίνι (19oς αι.) και ο Ρωσοαμερικανός Σεργκέι Κουσεβίτσκι (20ός αι., ο οποίος ήταν γνωστός αρχιμουσικός). Εξάλλου, το κοντραμπάσο είναι βασικό όργανο της τζαζ μουσικής όπου παίζεται χωρίς δοξάρι και γίνεται ευρύτατη εκμετάλλευση του pizzicato. Διάσημος για τις άρτιες εκτελέσεις του στο κοντραμπάσο ήταν ο μουσικός της τζαζ Τσαρλς Μίνγκους.
Kοντραφαγκότο
Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο της οικογένειας του όμποε. Είναι παραλλαγή του φαγκότου (βαρύαυλου), αλλά ηχεί μία οκτάβα χαμηλότερα. Έχει διπλό γλωσσίδι και το μήκος του σωλήνα του είναι 5 μ. και αναδιπλώνεται τέσσερις φορές. Κατασκευάστηκε στις αρχές του 17ου αι. από τον Γερμανό Γ. Σράιμπερ και στις αρχές του 20ού αι. βελτιώθηκε από τον επίσης Γερμανό Β. Γκέκελ. Το κοντραφαγκότο χρησιμοποιείται σε συμφωνικές ορχήστρες και ορχήστρες πνευστών
Kοντσερτίνα
(concertina). Μουσικό όργανο με μεταλλικές γλωσσίδες και φυσητήρα, συγγενικό με το
ακορντεόν. Οι βασικές διαφορές του από το
ακορντεόν είναι ότι αντί για πλήκτρα έχει μια σειρά από κουμπιά και το σχήμα του είναι τετράγωνο ή εξάγωνο. Ο ήχος παράγεται από την ελεύθερη μεταλλική γλωσσίδα, που τίθεται σε παλμική κίνηση με το εναλλασσόμενο ρεύμα αέρα που δημιουργείται με τον χειροκίνητο φυσητήρα. Η κοντσερτίνα επινοήθηκε το 1829 από τον Άγγλο φυσικό και εφευρέτη του ηλεκτρικού τηλέγραφου Τσαρλς Γουίτστοουν. Αργότερα παραχώρησε τη θέση του στο
ακορντεόν, το οποίο εφευρέθηκε το 1920.
Kόρνο
Ονομασία κατηγορίας πνευστών οργάνων, τα οποία συνήθως έχουν κωνικό άνοιγμα. Ο ήχος στο κόρνο παράγεται από τη δόνηση που προκαλεί ο εκτελεστής με τα χείλη του μέσω ενός επιστομίου (όπως στην τρομπέτα). Τα φυσικά κόρνο (από κέρατα ζώων), τα οποία παράγουν μία ή δύο νότες όταν ο μουσικός φυσήξει μέσα σε μια οπή, απαντώνται σε πολλούς πολιτισμούς. Πολλά από αυτά περιλαμβάνουν τα μεσαιωνικά κυνηγετικά κόρνο, τα βασιλικά αφρικανικά κόρνο από ελεφαντόδοντο, το ρωμαϊκό κέρας και το εβραϊκό σοφάρ. Από την απομίμηση των οργάνων αυτών σε μέταλλο αναπτύχθηκαν κόρνο, όπως το μεγάλο ποιμενικό κόρνο (lur) της αρχαίας Σκανδιναβίας, η αναγεννησιακή κορνέτα, η σάλπιγγα κ.ά.
Το ορχηστρικό γαλλικό κόρνο εμφανίστηκε περίπου το 1650 στη Γαλλία και αποτελεί μια ογκώδη εκδοχή των μικρότερων, ημικυκλικού σχήματος κόρνο, τα οποία είχαν επανασχεδιαστεί με κυκλικό σπειροειδή σωλήνα. Το γαλλικό κυνηγετικό κόρνο, το οποίο εισήχθη στην ορχήστρα κατά τις αρχές του 18ου αι., παρήγαγε περίπου 12 νότες της φυσικής αρμονικής σειράς. Το κόρνο απέκτησε μεγαλύτερη ευελιξία κατά το 1750 με την εφεύρεση της τεχνικής της παύσης με το χέρι. Αυτό συνεπαγόταν την τοποθέτηση του χεριού στη χοάνη του κόρνο για τροποποίηση του τόνου των φυσικών μουσικών φθόγγων, γεγονός που αποτελούσε πλεονέκτημα για το παίξιμο του κόρνο. Η εφεύρεση των βαλβίδων, στις αρχές του 19ου αι., αποτέλεσε επανάσταση για το κόρνο, επιτρέποντας στον μουσικό να τροποποιεί το μήκος του σωλήνα απλώς με την κίνηση ενός δαχτύλου. Ένα κόρνο στο κλειδί του φα, με τρεις βαλβίδες, μπορεί να παράγει μια χρωματική κλίμακα περισσότερων από τρεις οκτάβες. Οι σύγχρονοι μουσικοί χρησιμοποιούν την παύση με το χέρι για να επηρεάσουν τον τονισμό και τη χροιά του τόνου.
Kύμβαλο
Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κατασκευασμένο από μέταλλο (συνήθως κράματα ορειχάλκου) και έχει κυκλικό, επίπεδο και πολλές φορές κοίλο σχήμα. Ο ήχος προκύπτει από την κρούση του είτε με κάποιο άλλο κύμβαλο είτε με κάποιο όργανο κρούσης (μπαγκέτα, βούρτσα κ.ά.). Το μουσικό αυτό όργανα έχει αρχαία ανατολική προέλευση και εισήχθη πλήρως στη δυτική μουσική τον 18ο αι. μέσω της Τουρκίας. Οι χώρες που φημίζονται για την παραγωγή κυμβαλου είναι η Τουρκία και η Κίνα. Η σημασία τους στα μουσικά σύνολα προκύπτει από το ότι ο ήχος τους είναι ποικίλης συχνότητας και τονικού ύψους· μπορεί να είναι οξύς και σύντομος ή απαλός και με διάρκεια.
Λαούτο
Έγχορδο μουσικό όργανο με δακτυλική εκτέλεση. Το ηχείο του έχει σχήμα αχλαδιού σε κάθετη τομή, η επίπεδη πλευρά του οποίου παρουσιάζει στη μέση μια οπή, που συνήθως είναι διακοσμημένη με λεπτά σκαλίσματα και ονομάζεται ροζέτα. Η λαβή –κατά μήκος της οποίας είναι διατεταγμένα εγκάρσια τα χωρίσματα ή τάστα– είναι κοντή και φαρδιά. Οι χορδές –συνήθως έξι– έχουν διαφορετικό πάχος: οι πέντε είναι διπλές (ζεύγη) και η έκτη (η λεγόμενη καντίνι) είναι μονή.
Όργανα όμοια προς το λαούτο ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Αλλά το λαούτο στο οριστικό του σχήμα εισήχθη από τους Άραβες (από την αραβική επίσης προέρχεται η ονομασία αλ ουντ) στην Ισπανία και από εκεί διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το λαούτο ήταν πολύ της μόδας κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, χρησιμοποιήθηκε αρχικά στα σαλόνια ως συνοδεία στη μουσική χορού (ο γεμάτος παλμό ήχος του αποτελούσε ιδεώδες όργανο για τη συνοδεία του τραγουδιού) και αργότερα συμπεριελήφθη στην ορχήστρα.
Η παρακμή του λαούτου συνέπεσε με την τάση να δώσουν και σε αυτό μεγαλύτερη έκταση· με την αύξηση του αριθμού των χορδών, το λαούτο έδωσε τη θέση του σε όργανα όπως το αρχιλαούτο και η θεόρβη.
Η μουσική για λαούτο γραφόταν με ένα ιδιαίτερο σύστημα, γνωστό με την ονομασία πίνακας (γαλλ. tablature), που διέφερε από χώρα σε χώρα. Ο ιταλικός πίνακας, πιο απλός από τον γαλλικό, τον γερμανικό και τον ισπανικό, έμεινε αναλλοίωτος και όταν ακόμα άλλαξε ο αριθμός των χορδών και των διαστημάτων στο λαούτο.
Διάσημοι λαουτίστες και συνθέτες του 16ου αι. –που θεωρείται ο χρυσός αιώνας του λαούτου– υπήρξαν στην Ιταλία ο Φραντσέσκο ντα Μιλάνο και στην Αγγλία ο Γουίλιαμ Μπερντ.
Λύρα
(Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ, σύμφωνα με την παράδοση, την είχε κατασκευάσει ο Ερμής με το όστρακο μιας χελώνας, τα κέρατα ενός κριού και τα νεύρα των βοδιών του Απόλλωνα τα οποία είχε κλέψει. Η λύρα ήταν μικρότερη αλλά όμοια με την
κιθάρα· απαρτιζόταν από ένα ηχείο, από το οποίο ξεκινούσαν δύο βραχίονες που ενώνονταν με έναν ξύλινο ζυγό. Στο κέντρο του τόξου ήταν τεντωμένες οι χορδές, ο αριθμός των οποίων ποίκιλλε: ήταν πέντε στην ομηρική εποχή, ενώ αργότερα έφτασαν τις δεκαοχτώ.
Στην αρχαιότητα, η λύρα παιζόταν με τα δύο χέρια: το δεξί κρατούσε το πλήκτρο, ενώ τα δάχτυλα του αριστερού άγγιζαν τις χορδές. Όταν έπαιζαν δίχως πλήκτρο, αλλά μόνο με τα δάχτυλα, οι μουσικοί συγκρατούσαν συνήθως το όργανο με έναν ιμάντα που κρεμόταν από τον ώμο. Υπήρχαν διάφοροι τύποι και μεγέθη λύρας, οι οποίες κυμαίνονταν από 30 εκ. έως 70 εκ. και σε ορισμένες περιπτώσεις έφταναν το 1 μ. σε ύψος.
Στην οικογένεια της λύρας ανήκαν και άλλα παρεμφερή μουσικά όργανα: η χέλυς, με ηχείο από καύκαλο χελώνας· η μάγαδις, που είχε 20 χορδές κουρδισμένες κατά ζεύγη σε ταυτοφωνία· το επιγώνιο, με 40 χορδές και 20 φθόγγους· η σαμβύκη· η πυκτίς, πολύχορδο όργανο παρεμφερές με την άρπα κ.ά.
Αν και πολύ δημοφιλές όργανο κατά την αρχαιότητα, όπως μαρτυρούν πολυάριθμες παραστάσεις, η ιστορία της λύρας περιορίστηκε στον αρχαίο κόσμο. Η ονομασία λύρα δόθηκε κατά τον Μεσαίωνα σε ένα μονόχορδο όργανο με δοξάρι, ενώ τον 16ο αι. ονομαζόταν έτσι ένα είδος βιόλας με πολλές χορδές. Στην νεοκλασική εποχή έκανε μια σύντομη εμφάνιση η λύρα-
κιθάρα, η οποία αποτελεί συνδυασμό της
κιθάρας και της αρχαίας λύρας.
Στη νεότερη Ελλάδα υπάρχουν δύο είδη λύρας: η λύρα με απιόσχημο ηχείο και η λύρα των Ποντίων, με μακρόστενο ηχείο. Αυτή με το απιόσχημο ηχείο χρησιμοποιείται σήμερα στα νησιά (Κρήτη, Δωδεκάνησα κ.α.) και στη Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία και Θράκη), ενώ παλαιότερα εμφανιζόταν σε όλη την Ελλάδα. Η ύπαρξή της είναι τεκμηριωμένη από τη βυζαντινή περίοδο (9oς αι.). Αποτελείται από τρεις χορδές (τέσσερις, στα νεότερα χρόνια) και κουρδίζεται κατά πέμπτες (ρε-λα-μι) ή, παλαιότερα, αλά τούρκα (ρε-λα-ρε). Το δοξάρι της ήταν παλαιότερα καμπυλωτό και είχε τρίχες από ουρά αλόγου και κουδουνάκια (τα γερακοκούδουνα) στον ξύλινο σκελετό του. Με την κίνηση, ο ήχος που προερχόταν από αυτά συνόδευε ρυθμικά τη μελωδία. Σήμερα, το δοξάρι που χρησιμοποιείται είναι όπως αυτό του βιολιού. Ο λυράρης (ή λυριτζής ή λυριστής) δεν πατάει τις χορδές με την ψίχα του δαχτύλου (όπως στο
βιολί, για παράδειγμα), αλλά με το νύχι, ακουμπώντας τη χορδή από τα πλάγια. Στην Κρήτη, ίσχυε παλαιότερα ένας διαχωρισμός ανάλογα με το μέγεθος του οργάνου, που έφερε τις εξής ονομασίες: λυράκι (μικρή λύρα), λύρα (45-50 εκ.) και βροντόλυρα (μεγάλη λύρα, με πλατύτερο και βαθύτερο ηχείο). Σήμερα επικρατεί κυρίως ο μεσαίος τύπος. Την περίοδο του μεσοπολέμου δημιουργήθηκε ο τύπος της βιολόλυρας (με ηχείο όπως του βιολιού). Η απιδόμορφη λύρα κατασκευάζεται από διάφορα ξύλα (μουριά, αχλαδιά, καρυδιά κ.ά.) και διακοσμείται συχνά με σκαλιστές παραστάσεις, σεντέφι κ.ά. Παίζεται μόνη της ή με συνοδεία νταουλιού, λαγούτου και, παλαιότερα, με ταμπουρά, μπουζούκι, άσκαυλο και με άλλα όργανα. Όταν κάθεται, ο λυράρης παίζει ακουμπώντας το όργανο όρθιο ή λίγο πλάγιο στο αριστερό του πόδι. Όταν στέκεται όρθιος ή βαδίζει, παίζει στηρίζοντας συνήθως τη λύρα στη ζώνη του ή κρατώντας την απλώς όρθια.
Η λύρα (ή κεμεντζές) των Ποντίων έχει μακρόστενο ηχείο (μήκος περίπου 50-60 και πλάτος στο μέσο περίπου 6-8 εκ.), διαθέτει τρεις χορδές (παλαιότερα μετάξινες ή εντέρινες, σήμερα από μέταλλο ή πλαστική ύλη), κουρδίζεται κατά τέταρτες καθαρές και παίζεται με καμπυλωτό δοξάρι. Κατασκευάζεται από διάφορα ξύλα (μουριά, αχλαδιά, καρυδιά κ.ά.). Είναι επίσης διαδεδομένη στους Τούρκους της περιοχής του Πόντου, στους Γεωργιανούς (Καύκασος) και σε ορισμένες περιοχές της Μικράς Ασίας (Καππαδοκία). Ο κεμεντζετζής πατάει με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή όταν παίζει μία μελωδία· έτσι, αυτή συνοδεύεται από μια τέταρτη χαμηλότερα. Η πρωτόγονη αυτή αντιστικτική συνοδεία δεν αλλοιώνει τον μονοφωνικό χαρακτήρα της ποντιακής λύρας και, γενικότερα, της ποντιακής μουσικής. Η ποντιακή λύρα παίζεται μόνη της, χωρίς συνοδεία άλλου οργάνου. Για λόγους ακουστικής, παίζουν δύο ή και τρεις λύρες μαζί, όταν συνοδεύουν χορούς σε πολυπρόσωπα γλέντια ή πανηγύρια.
Στην οικογένεια της λύρας του Πόντου ανήκουν δύο άλλοι τύποι: η λύρα της Καππαδοκίας (μεσαίου μεγέθους –περίπου 10-12 εκ.– και μεγαλύτερη από τη λύρα του Πόντου) και ο κεμανές, που παιζόταν επίσης στην Καππαδοκία και είναι κατά πολύ μεγαλύτερος (έχει μήκος 98 εκ., πλάτος 12 εκ. και βάθος του ηχείου 9 εκ.). Ο κεμανές έχει έξι χορδές κουρδισμένες κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές. Κάτω από την ταστιέρα (τη γλώσσα) υπάρχουν άλλες έξι συμπαθητικές χορδές, οι οποίες δονούνται όταν παίζονται οι επάνω χορδές. Το κεφάλι είναι όπως αυτό του βιολιού και όχι τριγωνικό· το ίδιο και τα κλειδιά.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι σύγχρονες λύρες δεν έχουν καμία σχέση με τις αρχαίες, με τις οποίες συχνά συγχέονται. Η ποντιακή λύρα είναι αντίστοιχη προς το γαλλικό pochette και το αγγλικό κιτ, τα οποία μεταξύ του 12ου και του 15ου αι. χρησιμοποιούνταν ως ειδικά όργανα του χορού. Την ίδια εποχή, ως ανάλογα μουσικά όργανα με τη λύρα της Κρήτης αναφέρονται η vielle a archet και αργότερα η viola da braccio, ενώ κατά τον 17o αι. το τετράχορδο barbitis minoris. Υπήρξε εποχή που τα όργανα αυτά παίζονταν όπως το
βιολί και όχι όρθια.