Ο πολίτης Χατζιδάκις...
Ποια ήταν η πολιτική ταυτότητα του Μάνου Χατζιδάκι; Ο ίδιος φρόντισε από την αρχή να εξηγηθεί. Ήταν, λοιπόν, μοιραίο, από την ίδια στιγμή να παρεξηγηθεί. Πώς να μην υποψιαστεί η ελληνική κοινωνία των επιπόλαιων και επικίνδυνων πολώσεων κάποιον που αποδίδει τα της Δεξιάς τη Δεξιά και τα της Αριστεράς τη Αριστερά; Πώς να εκτιμήσει εκείνον που δέχεται δημόσιες θέσεις αλλά τις απαρνείται, μόλις δεν αντέχουν πια τη φαντασία και το θάρρος του; Πώς να κατανοήσει κάποιον που έχει φίλο τον ανώτατο άρχοντα και υπερασπίζεται τους τολμητίες των μειονοτήτων; Κυρίως, όμως, πώς να ανεχθεί εκείνον που διακρίνει καθαρά τον μυστικό της ρου, που ξέρει δίκαια να την ψυχογραφεί, χωρίς να παρασύρεται από τις πρόσκαιρες γιορτές, ούτε καν από τα δράματά της.
Όχι, βέβαια, ότι ο Χατζιδάκις δεν συμπάσχει. Κι αυτό, μαζί με την οξυδέρκειά του, αναγνώρισε ένα άλλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που εκτίμησε την πολιτική του κρίση, ακόμα κι όταν διαφώνησε μ' αυτή. Μοιράζεται, άλλωστε, μαζί του, τα αναπάντητα ερωτήματα που, 19χρονος μόλις, καταγράφει με αγωνία στο ημερολόγιό του. Ήταν Δεκέμβρης του 1944: Αδερφοσύνη, αισθήματα, συνθήματα, αντιδράσεις: πάμφθηνα εμπορεύματα χυμένα στα πεζοδρόμια, μαζί μ' αληθινό αίμα αληθινά κορμιά νεανικά, αληθινά στόματα ανθρώπων που κραυγάζουν (...) Οι Ιερείς κι από τις δυο μεριές, μονοπωλούσαν τον Χριστό κι εξασφάλιζαν την συνδρομή του, οι μεν για το έθνος και οι άλλοι για τον Λαό (...). Με ποιους αλήθεια είν' ο Χριστός; -Με σένα, ακούω μια φωνή πλάι να με χαϊδεύει. Είμαι πάντα μ' αυτούς που ερωτούν.
Μόλις τον επόμενο χρόνο, νεαρός ΕΠΟΝίτης ακολουθεί το νεανικό κλιμάκιο των Ενωμένων Καλλιτεχνών ως ακορντεονίστας αλλά και συνθέτης της μουσικής τους Θάψτε τους Νεκρούς του Ίρβινγκ Σο. Μετά την πρώτη παράσταση στη Λάρισα, Αλφαμίτες -η τότε στρατιωτική αστυνομία- ρίχνονται στους ηθοποιούς και τους ξυλοκοπούν- μαζί και τον Χατζιδάκι.
Ένας άλλος ασφαλίτης του κόβει το δρόμο λίγο αργότερα στην Αθήνα. Το σοκ είναι μεγαλύτερο, καθώς ο 20χρονος Μάνος αναγνωρίζει στο πρόσωπό του έναν παλιό ΕΛΑΣίτη, που άλλοτε παινευόταν για τα κατορθώματά του: πόσους σκότωναν και πώς τους σκότωναν (...) Τώρα τον έβλεπα μπροστά μου. Αστυφύλακα στην Ασφάλεια, να ζητάει ταυτότητα ειρωνικά, χωρίς βέβαια να μ' αναγνωρίσει (...) Άρχισα να βλέπω πως η Πατρίδα μου δεν είναι τόσο τίμια και καθαρή και αποφάσισα να έχω τα μάτια μου ανοιχτά.
Και να τι είδε: Μετά τον πόλεμο η παραδοσιακή Δεξιά με το πρόσχημα του ‹κινδύνου› από ένα αμετανόητο 11% της Αριστεράς, χάρισε στον τόπο άγρια τρομοκρατία υπηρετώντας τα συμφέροντα μιας ύποπτης ντόπιας νομενκλατούρας, κυρίως βασιζόμενη στον δοσιλογισμό, στην προδοσία και στην μικροαστική ηθική των απερχομένων.
Έτσι, στ' όνομα μιας ειδεχθούς εθνικοφροσύνης γνώρισε ο τόπος την πιο ξέφρενη επιβίωση των άρρωστων φασιστικών στοιχείων, που αντί να υποστούνε τιμωρία, ανακάλυψαν τους εαυτούς τους ‹εν δυνάμει›, σχηματίζοντας μάλιστα και τα πρώτα έμβρυα της δικτατορίας και της ιωαννιδικής τρομοκρατίας του '67.
Η πολιτική τρομοκρατία είχε και την αισθητική της έκφραση: Η χώρα ήταν κατεστραμμένη (...) και το επίσημο ελληνικό κράτος εκείνου του καιρού χτυπούσε κάθε τόσο ένα τεράστιο γκονγκ από το
ραδιόφωνο για να μας θυμίζει, με βροντερή φωνή, πως είμαστε τριών χιλιάδων χρόνων γέροι, λες κι ήταν φάρμακο ή συνταγή για ανοικοδόμηση. Ο Χατζιδάκις ήταν από τούς πρώτους που αντέδρασαν: Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η ανάγκη για ό,τι μικρό, αληθινό και ταπεινό: αντίδραση υγιής, των φωτισμένων, στον φανφαρονισμό και στον επίσημο προγονόπληκτο σκοταδισμό.
Η παρηγοριά ήρθε από ανέλπιστη, μα τότε δροσερή πηγή: Χωρίς τον μπαγλαμά και το ασηχτήρ του μπουζουκιού, χωρίς τον χασικλίδικο καημό της μάγισσας και τον χορό μιας αλεξανδριανής φελάχας, θα 'χαμε γίνει πρόβατα έτοιμα για σφαγή, στ' όνομα του Πατρός, παντός υιού και κάθε μορφής έθνους.
«Έτσι», θυμόταν αργότερα ο Κώστας Ταχτσής, «κινήσαμε, όλοι μαζί, με πρώτο και καλύτερο τον Μάνο Χατζιδάκι, αψηφώντας τα χάχανα και τις αποδοκιμασίες των αστών και των ενεργουμένων τους, για τη δημιουργία μιας νέας, γνήσια ελληνικής αισθητικής, που αυτή τη φορά, λέγαμε, θ' απλωνόταν -χάρη στην ‹πτητικότητα› της μουσικής- σ' ολόκληρο το γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο τής Ελλάδας, και ποιος ξέρει, ίσως ακόμα παραέξω».
Ώστε, λοιπόν, η αποκατάσταση του Ρεμπέτικου με την περίφημη διάλεξη του 1949 στο Θέατρο Τέχνης είχε εξίσου αισθητικά και πολιτικά κριτήρια. Η ίδια η γέννηση του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού, στην οποία οδήγησε η νομιμοποίηση του λαϊκού, ήταν παράλληλα και μια πολιτική πράξη! Μη σκεφθείτε, όμως, ότι ο Χατζιδάκις θα μας επέτρεπε να καμαρώσουμε πολύ για ένα κατόρθωμα δικό του: ...Από κει και πέρα, όταν το ρεμπέτικο έγινε τόσο αφόρητα νόμιμο, όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα στις μέρες μας, αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τη σχέση μου μ' αυτό. Αλλά έχουμε καιρό, πριν φτάσουμε εκεί...
ΕΚΤΟΣ ΧΟΥΝΤΑΣ ΚΑΙ ΓΡΑΦΙΚΟΤΗΤΑΣ
Τι ήταν αυτό που εμπόδισε την φυσική πορεία της αληθινής λαϊκότητας στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία; Ο Χατζιδάκις δεν έχει αμφιβολίες:
Ήταν ανάγκη να βρούμε το ταπεινό, το ασήμαντο, το σημερινό από το οποίο θα πιανόμασταν και θα συμφιλιωνόμασταν με τη μικρότητά μας. Πριν, όμως, αυτό γίνει ουσία πνευματική, ήρθε ο τουρισμός.
Και άρχισε η βιομηχανοποίηση της γραφικότητας.
Να, λοιπόν, που υπάρχει κι ένας δεύτερος λόγος που θα προτιμούσε να μην είχε γίνει διάσημος με το Ποτέ την Κυριακή, και είναι κι εδώ πολιτικός: δεν ήταν μόνο ότι το Όσκαρ τον ταύτιζε με ένα μουσικό ύφος που θεωρούσε υποδεέστερο. Αλλά και ότι επιβεβαίωνε την τουριστική εικόνα της χώρας, που ο ίδιος θεωρούσε κατώτερη της βαθύτερης ουσίας της.
Δεν αρνιόταν, μάλιστα, μέρος της ευθύνης:
Η επιτυχία των Έξι λαϊκών ζωγραφιών ξύπνησε τους εμπόρους, τα ελαφρά θέατρα, τους μικροπρεπείς μουσικούς, τη βαθμιαία αναπτυσσόμενη τουριστική επιδίωξη, το εύκολο ‹Ελληνικόν μένος› των διεθνών μας προσωπικοτήτων, ώσπου ήρθε η ταινία Ποτέ την Κυριακή και στάθηκε η χαριστική βολή σ' αυτό που υπήρξε κάποτε το λαϊκό τραγούδι.
Ο ίδιος δε δίστασε να πουλήσει τα δικαιώματα των Παιδιών τού Πειραιά. Επωφελήθηκε μόνο της αναπάντεχης φήμης του, για να αφεθεί σ' έναν ποιητικό διεθνισμό, για να θεμελιώσει μέσα του τον πιο δημιουργικό κοσμοπολιτισμό.
Η χούντα τον βρήκε να ανεβάζει με την
Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασέν το Illya Darling στη Νέα Υόρκη. Δεν εκμεταλλεύτηκε τη «σύμπτωση», αντιθέτως δε δίσταζε να μας προσγειώνει με κάθε ευκαιρία:
Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς- ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72, παραδέχεται αυτοβιογραφούμενος.
Όμως, αλλού δεν παριστάνει τον τόσο κυνικό:
Ήμουν οδοιπόρος του κόσμου όλου, από την Καλιφόρνια ως τη Ρώμη, εξόριστος για χρέη εφοριακά, μα και μ' ασίγαστο το πάθος για πρόσωπα καινούρια, άλλων γλωσσών και καταγωγών. Οι λεπτομέρειες, βλέπετε, είναι πολύ πιο ποιητικές απ' τους καιρούς που τότε ζούσαμε, σαν χουντοχτυπημένοι.
Καλύτερα τα εξηγεί στο φίλο του Δημήτρη Βερνίκο, σε επιστολή του τον Απρίλιο του 1968 από τη Νέα Υόρκη:
Και τώρα το θέμα ‹'Ελλάς›. Ούτε φοβάμαι τον τόπο μου ούτε την κυβέρνησή του κι ούτε έχω πάρει τη θέση του εξόριστου. Γνωρίζω καλά πως και ο Καραμανλής να 'τανε στην Ελλάδα κυβερνήτης, εγώ θα 'μουν εδώ που βρίσκομαι. Θέλω να καταλάβεις: Δεν μπορεί να υπάρχει συνέχειά μου στην Αθήνα (...) Καιρός πια να ‹παντρέψω› την ελληνική μου ουσία με το παγκόσμιο σήμερα, όπως ακριβώς υπάρχει στις μέρες μας και όχι να επαναλαμβάνω τα ‹γραφικά› στοιχεία της ‹μεγαλοφυίας› μου (...) Δεν ζω την Αμερική τυχοδιωκτικά ή τουριστικά. Την ζω σαν Έλληνας με παράδοση όσο χιούμορ κι αν έχει στο μεταξύ αποκτήσει η φράση αυτή.
Ωστόσο, αυτή του η στάση δε θα διαρκέσει για πολύ. Δύο χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 1970, οι επιστολές του έχουν ύφος τελείως διαφορετικό:
Η απόφασή μου είναι να μην ξαναπατήσω στην Ελλάδα όσο θα υπάρχουν αυτοί οι αλήτες που κυβερνάνε σήμερα, ανακοινώνει στον Μίνω Αργυράκη. Κάθε μέρα κι αποκαλύπτεται μια πιο εφιαλτική πραγματικότητα, που οι ‹κύριοι› αυτοί ανεξέλεγκτα επιβάλλουν.
Οι δίκες, οι ποινές που επιβάλλουν, τα γεγονότα της Κύπρου, η βαθιά ανηθικότητά τους, μ' έχουν κάμει βαθιά απελπισμένο για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας....Θα ησυχάσω μόνο σαν τους δω κρεμασμένους στο Σύνταγμα, τους σημερινούς παράγοντες και κυβερνήτες, διαβάζουμε σε επίσης ανέκδοτη επιστολή, προς τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο. Όχι μόνον τους Παπαδόπουλο και Σία, αλλά και όλα τα ανώνυμα ζωύφια που χρόνια τώρα και μ' όλες τις καταστάσεις, κυβερνάν πραγματικά την χώρα. Γι' αυτό και δεν υποστηρίζω θνησιγενείς αλλαγές. Γι' αυτό και υπήρξα εναντίον κάθε ‹προοδευτικής› κινήσεως. Το κράτος δεν λειτουργούσε με προοδευτικές κυβερνήσεις. Γιατί είναι φτιαγμένο από χωροφύλακες. Με τον Παπαδόπουλο βρήκε την ταυτότητά του. Να μια ευκαιρία να ξεριζωθεί. Η Μόνη. Η
Μελίνα Μερκούρη, που αντέδρασε μαχητικά στη δικτατορία, δεν του συγχώρησε τη «στάση» του. Κι αυτό, θυμόταν ο ίδιος, μας έφερε για ένα διάστημα σε μεγάλη και οξύτατη αντίθεση, αλλά στο Παρίσι το 1970 η Μελίνα έδωσε τόπο στην οργή (...) και συμφιλιωθήκαμε μ' ένα θαυμάσιο δείπνο στο εκεί σπίτι της.
Ο Χατζιδάκις επέστρεψε στην Ελλάδα δυο χρόνια μετά, πριν πέσει η δικτατορία τελικά. Μέλος της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, συνέβαλε με άλλες ελεύθερες φωνές, ώστε να προβληθούν ανενόχλητες οι Μέρες του '36 του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το 1972, η μελωδία της Τρίτης Διεθνούς ακούστηκε σε μια αίθουσα κατάμεστη από χωροφύλακες.
Τον ίδιο χρόνο, όμως, οι φίλοι του σοκάρονται βλέποντάς τον σε φωτογραφίες με τον Μακαρέζο. Πώς «παγιδεύτηκε» σ' αυτή την απογοητευτική χειραψία με τον χουντικό υπουργό; Η
Μαρία Φαραντούρη, που εκείνο τον καιρό ζούσε αυτοεξόριστη στην Φλωρεντία, θυμάται ότι «ο Μάνος πήγε στην υπηρεσία αυτή για τη φορολογική του εκκρεμότητα, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: ζήτησε να έρθω στην Ελλάδα για μια μέρα, για την κηδεία του πατέρα μου, χωρίς να συλληφθώ. Και πράγματι, το κατάφερε».
Και πώς παρουσιάστηκε ο Μακαρέζος; Ο ίδιος ο συνθέτης είπε αργότερα στους οικείους του, ότι βρισκόταν στο διπλανό γραφείο και υπό αυτές τις συνθήκες, όταν του ζήτησε τη φωτογραφία, δεν την αρνήθηκε. Ο Χατζιδάκις δημόσια, δεν αποκάλυψε ποτέ τον «επιπλέον λόγο» που τον ανάγκασε να φωτογραφηθεί με τον Μακαρέζο...
ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ
Ο,ΤΙ ΕΧΩ ΙΕΡΟ
Να περιφρονώ τις συνήθειες των πολλών, τη λογική του κράτους και την ‹ηθική› των συγγενών μου. Να αγαπώ με πάθος τους κυνηγημένους, τους ανορθόδοξους και τους αναθεωρητές.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ
Πάντα μ' απασχολούσε το γνωστό εμβατήριο όσες φορές τ' άκουγα. Έλεγα μέσα μου, τι άραγες εννοεί; (...) Σκέφτηκα, σαν κάτι να φωτίστηκε μέσα μου, εφόσον η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ, πάει να πει πως και ποτέ δεν θα αναστηθεί.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Παρελάσεις, εθνικόφρονα λογύδρια, παραστάσεις σχολικές κι άλλα παρόμοια ενισχύουν την ιδιότυπη φασιστική μας κληρονομιά. Το περίφημον ‹πας μη Έλλην βάρβαρος›.
ΕΘΝΙΚΟΙ (Α)ΚΙΝΔΥΝΟΙ
Δε νομίζω ότι κινδυνεύουμε ως Έλληνες, αλλά ως Ελληνολάτρες.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Δεν μ' αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
Νιώθω Έλληνας αν αυτό σημαίνει Ευρωπαίος. Κι Ευρωπαίος, αν αυτό συμπεριλαμβάνει την Ελληνικότητά μου.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ
Ελπίζω για τούς επερχόμενους (ότι θα μας κυβερνήσει) μια δημογεροντία του πνεύματος κι όχι η αγία κι αποστολική οικογένεια του Πρίγκηπος Φρανκενστάϊν.
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΑΣ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ
Οι Τούρκοι είναι ένας λαός που δεν μ' αγγίζει ιδιαίτερα, ούτε αισθητικά, ούτε ερωτικά. Βέβαια τους προτιμώ σαν εχθρούς παρά σαν φίλους. Ως φίλοι μου δημιουργούν αμηχανία. Ως εχθρούς τους έχω συνηθίσει. Η ΚΥΡΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ
Όλες οι επαναστάσεις καταλήγουν στην κατάκτηση της ανεγκέφαλης Κυρίας. Της Εξουσίας. Αυτή η κατάκτηση, ως γνωστόν, δημιουργεί Δίκαιον, μακράν των ονειρικών στόχων μιας επανάστασης. Οι άνθρωποι που προκύπτουν από μία επανάσταση, περιέχουν τα ίδια συστατικά με τους αποχωρήσαντες ή τους ηττηθέντες (...). Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για ν' ανθέξει κανείς στην έννοια της Εξουσίας και της επιτυχίας.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
Ο μόνος Έλληνας πολιτικός που μου χάρισε αυτοπεποίθηση και άνεση ως προς την ελληνική καταγωγή μου. Δεν άφησε ούτε απογόνους ούτε επιγόνους. Τον θεωρώ βαθιά φίλο μου. Μου δίδαξε την τεχνική της περηφάνιας.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ...
...Δέχεται μόνον ότι το υπηρετεί και το κολακεύει. Υπήρξε πάντοτε αντιπνευματικό και εξακολουθεί να είναι. ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Δεν έχουμε πολιτισμό και η απόδειξη είναι ότι έχουμε Υπουργείο Πολιτισμού.
ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΧΩ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
Η σημασία της καθιέρωσής της σαν επίσημης γλώσσας του κράτους είναι τεράστια. Ο τραμπουκισμός και οι παρακρατικοί μένουν χωρίς επίσημη γλώσσα.
ΚΑΠΟΥ ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ
Είμαι λαϊκός. Αλλά όχι λαϊκίζων.