Η παιδαγωγική του πιάνου, η μελέτη και ο ρόλος των τεχνικών ασκήσεων για την ανάπτυξη δεξιοτεχνίας: αναγκαίο κακό ή βλαβερή συνήθεια;
Γεράσιμος Ανδρέας Χοϊδάς
Kαθηγητής μουσικής, θεωρητικός με εξειδίκευση στον 17ο και 18ο αιώνα.
'Oλοι γνωρίζουν πως το να μάθει κανείς ένα μουσικό όργανο, και ακόμα περισσότερο να γίνει δεξιοτέχνης σε αυτό, δεν είναι απλή υπόθεση. Η μελέτη του κάθε οργάνου προϋποθέτει πολλή και συστηματική δουλειά για την ανάπτυξη όλων εκείνων των ικανοτήτων που απαιτούνται για να γίνει κάποιος και καλός οργανιστής αλλά και καλός μουσικός. Εκτός από το θεωρητικό μέρος, δηλαδή ανάγνωση
παρτιτούρας,
ρυθμός κτλ. έχουμε την τεχνική μελέτη για την ανάπτυξη των μηχανιστικών δεξιοτήτων και την κυρίευση των δυσκολιών και δεξιοτήτων του κάθε οργάνου, και τη μουσική μελέτη για την απόκτηση "μουσικότητας", παιξίματος με ευαισθησία, υφολογικά σωστού και με όμορφο ήχο. Σχεδόν όλοι χρησιμοποιούν τεχνικές ασκήσεις και μεθόδους για το πρώτο και μελετούν μουσικά έργα ρεπερτορίου για το δεύτερο. Πολλοί μάλιστα, ακολουθώντας τη συμβουλή των δασκάλων τους 'περιμένουν' ώσπου να είναι έτοιμοι τεχνικά και μετά από αρκετά χρόνια μελέτης μόνο μεθόδων και ασκήσεων αρχίζουν να μελετούν πραγματικά έργα. Είναι όμως αυτά τα δύο πράγματι τόσο ανεξάρτητα μεταξύ τους ώστε να μπορούν να αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης; Φυσικά όχι! Και θα δούμε το γιατί.
Είναι γεγονός πως δεν μπορεί κανείς να αρχίσει αμέσως να παίζει έργα ρεπερτορίου. Πρέπει πρώτα να μάθει να παίζει το όργανο. Εδώ θα πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό. Υπάρχουν κυρίως 2 ειδών "ασκήσεις":
A. Οι καθαρά τεχνικές ασκήσεις που έχουν σκοπό την ανάπτυξη δεξιοτεχνίας, ταχύτητας στο παίξιμο, εξάσκηση των δακτύλων, εξάσκηση σε συγκεκριμένα τεχνικά και μουσικά προβλήματα. Αυτές γενικά τις ονομάζουμε 'τεχνικές ασκήσεις' ή ασκήσεις δεξιοτεχνίας, ταχύτητας, δακτύλων κ.α. Πολλές φορές οι ασκήσεις είναι φτιαγμένες έτσι ώστε να μοιάζουν με μουσικά κομμάτια. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η μελέτη με
κλίμακες, αρπισμούς κτλ. σε διάφορους σχηματισμούς και διαστήματα. Παράδειγμα : Hannon, Pischna, Czerny-σχολή δεξιοτεχνίας και ταχύτητας, Crammer-Bόlow, κ.α.
B. Οι ασκήσεις που σκοπό έχουν να εισαγάγουν τον επίδοξο μουσικό στο παίξιμο του οργάνου, να τον μάθουν να διαβάζει
παρτιτούρα και να αρχίσει να μετρά σωστά και να χρησιμοποιεί τα δάκτυλά του. Είναι οι επονομαζόμενες και πάμπολλες πια "Μέθοδοι". Κάθε μία από αυτές υπόσχεται σωστή και λογική παιδαγωγική προσέγγιση και αποτελείται από προοδευτικής δυσκολίας κομματάκια, είτε απομίμηση μουσικής είτε απλά σειρά από νότες οργανωμένες σε άσκηση. Αυτές οι τελευταίες μάλλον αποτελούν πολύ απλής μορφής 'τεχνικές ασκήσεις' τόσο απλές ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως μέθοδοι. Παράδειγμα μεθόδων: Czerny Op. 599, Beyer, A Dozen a Day, Microcosms, J. Thompson's First Piano School κ.α.
Υπάρχει και μια ακόμα κατηγορία ασκήσεων, τις οποίες ο γράφων δυσκολεύεται να κατατάξει καθώς δεν αντιλαμβάνεται να υπάρχει καμία χρησιμότητα ή πρόθεση σε αυτές. Πρόκειται για βιβλία ασκήσεων που δεν έχουν προοδευτική δυσκολία, είναι σχετικά εύκολα κομμάτια προοριζόμενα για σχετικά αρχάριους πιανίστες και είναι γραμμένα από παιδαγωγούς ή από 4ης κατηγορίας συνθέτες. Το κάθε κομμάτι παρουσιάζει εμμονή σε μια συγκεκριμένη φιγούρα ή τεχνική (π.χ. στακάτο ή επαναλαμβανόμενες νότες) με υποτιθέμενο σκοπό να εκπαιδεύσει το μαθητή στη συγκεκριμένη τεχνική. Τέτοιες είναι π.χ. οι Burgmόller, Heller, Divernoi κ.α.
Μέθοδοι
Η χρήση των μεθόδων είναι σχεδόν αναπόφευκτη μια και από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς, και η προοδευτική δυσκολία των κομματιών βοηθά σε κάτι τέτοιο. Αυτό που πρέπει κανείς να προσέχει, ιδιαιτέρως οι δάσκαλοι, είναι να μην προσκολλάται κανείς στις μεθόδους για μεγάλο χρονικό διάστημα, μεγαλύτερο από ότι ο μαθητής χρειάζεται. Ευτυχώς, υπάρχουν αρκετές συλλογές με εύκολα κομμάτια πραγματικής μουσικής γραμμένα από 1ης κατηγορίας συνθέτες, οπότε οι μαθητές μπορούν από νωρίς να παίξουν πραγματική μουσική.
Οι περισσότεροι μαθητές δεν βρίσκουν ενδιαφέρον το να παίζουν προοδευτικές ασκήσεις με αριθμητική σειρά. Ο σκοπός εξάλλου μιας τέτοιας μεθόδου είναι να μάθει το μαθητή να διαβάζει με σκοπό να παίξει μουσική. Ο δάσκαλος λοιπόν δεν θα πρέπει να διστάζει να παραλείπει κάποιες ασκήσεις αν αυτές δεν έχουν κάτι νέο να διδάξουν στο μαθητή. Επίσης, σχεδόν στο σύνολο των περιπτώσεων, δεν είναι καθόλου απαραίτητο να παίξει ο μαθητής ολόκληρο το βιβλίο. Για να μη χάσει ο μαθητής το ενδιαφέρον του, και για να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό ο πραγματικός στόχος που είναι η εκτέλεση μουσικής, ο δάσκαλος πρέπει να δίνει στο μαθητή απλά μουσικά κομμάτια μόλις αυτός είναι έτοιμος και να μην επιμένει να τελειώσει το βιβλίο της μεθόδου. Για παράδειγμα, ένας μαθητής που φτάνει με επιτυχία στην άσκηση αρ. 20 του Czerny Op. 599 είναι πλέον σε θέση να παίξει μια απλή σονατίνα. Ό,τι θα μάθαινε παίζοντας παρακάτω στη μέθοδο, μπορεί κάλλιστα να το μάθει παίζοντας κομμάτια.
Είναι προτιμότερο ο μαθητής να αναλώνει το χρόνο του μελετώντας κομμάτια μουσικής γραμμένα από καλούς συνθέτες και να καλλιεργείται έτσι μουσικά βελτιώνοντας και την τεχνική του, παρά να μελετάει ασκήσεις και τεμάχια-απομιμήσεις μουσικής γραμμένα από συνθέτες 4ης και 5ης κατηγορίας που και δεν προσφέρουν τίποτα μουσικά, και αλλοιώνουν το μουσικό γούστο και αισθητήριο.
Κάτι άλλο που πρέπει να προσέχει κανείς είναι η επιλογή της μεθόδου. Μέθοδοι π.χ. που αφήνουν το μαθητή να παίζει με ένα χέρι και να διαβάζει ένα πεντάγραμμο πρέπει να αποφεύγονται, καθώς καλλιεργούν μια πλασματική εντύπωση άνεσης, άνεση η οποία εξαφανίζεται μόλις ο μαθητής πρέπει να χρησιμοποιήσει και τα δύο χέρια, οπότε και απογοητεύεται. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις μεθόδους, γραμμένες από μεγάλους συνθέτες. Εκτός από τα παιδαγωγικά πλεονεκτήματα που έχουν, είναι και σαφώς ανώτερες μουσικά από τις άλλες, καθώς το γούστο του συγγραφέα τους είναι αδιαμφισβήτητο και βάζει τις σωστές βάσεις για μια καλή μουσική παιδία. Τέτοια μέθοδος είναι ο Μικρόκοσμος του Bela Bartok.
Τεχνικές ασκήσεις
Η μελέτη τεχνικών ασκήσεων αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος των μουσικών σπουδών παγκοσμίως. Σχεδόν όλοι οι μαθητευόμενοι σολίστες και μουσικοί, αλλά ακόμα και επαγγελματίες αφιερώνουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους στην καθαρά τεχνική εξάσκηση συχνά μέχρι υπερβολής.
Η πλευρά αυτή της μελέτης όχι μόνο του πιάνου αλλά και σχεδόν κάθε οργάνου θεωρείται πια αυτονόητη. Όμως, κοιτώντας πίσω στο παρελθόν διαπιστώνει κανείς ότι η τάση αυτή εμφανίζεται μετά τις αρχές του 19ου αιώνα. Με την τελειοποίηση των μουσικών οργάνων όπως το πιάνο και με τη σύνθεση ολοένα πιο δεξιοτεχνικών έργων κατά την εποχή του ρομαντισμού ήρθε και η συγγραφή των πρώτων τεχνικών ασκήσεων και μεθόδων για την τελειοποίηση της τεχνικής και την εξώθηση των δεξιοτεχνικών ικανοτήτων του εκτελεστή στο έπακρο. Αυτό όμως σημαίνει πρακτικά ότι οι δεξιοτέχνες των προηγούμενων γενεών και εποχών είχαν αποκτήσει τη δεξιοτεχνία τους χωρίς τη χρήση τεχνικών ασκήσεων. Πιανίστες όπως ο Μπετόβεν, ο
Μότσαρτ, μουσικοί όπως ο Μπαχ αλλά και οι δεξιοτέχνες των πνευστών του μπαρόκ και της κλασσικής εποχής σπούδασαν τα όργανά τους προτού καν εμφανιστούν οι μέθοδοι των τεχνικών ασκήσεων.
Τι υπoτίθεται πως προσφέρουν οι τεχνικές ασκήσεις
Οι υπέρμαχοι των τεχνικών ασκήσεων υποστηρίζουν πως μελετώντας τεχνικές ασκήσεις μπορεί κανείς να εστιάσει σε ένα συγκεκριμένο τεχνικό πρόβλημα, να μάθει να παίζει γρήγορα και σταθερά, να αντεπεξέρχεται σε δύσκολα περάσματα και γενικά να "γυμνάσει το χέρι και να δυναμώσει τα δάχτυλα". Υπάρχου δε "ειδικές" μέθοδοι τις οποίες χρησιμοποιούν πολλοί για να "ανοίξουν" την απόσταση μεταξύ των δακτύλων και να αλλάξουν τη δομή του χεριού.
Ένα ερώτημα που γεννάται είναι: γιατί πρέπει κανείς να μελετάει κατασκευασμένες τεχνικές ασκήσεις; Η μελέτη του ρεπερτορίου δεν είναι αρκετή για να αποκτήσει κανείς την απαραίτητη τεχνική άνεση; Δεν υπάρχουν μήπως αρκετά δύσκολα έργα να μελετήσει κανείς και παράλληλα να διευρύνει το ρεπερτόριό του αντί να χάνει χρόνο μελετώντας άχρηστες νότες;
Κατά τη γνώμη του γράφοντα, εάν ένας μαθητής της Μέσης Σχολής μελετήσει το πρώτο μέρος από τη σονάτα KV 545 του Mozart, έχει ήδη εξασκηθεί σε ένα σωρό προβλήματα που έχουν να κάνουν με την τεχνική, όπως γρήγορες
κλίμακες σε δεξί και αριστερό χέρι, ομοιόμορφο παίξιμο 16ων, αρπισμούς κτλ. Ένας προχωρημένος πιανίστας μπορεί εξίσου καλά να δοκιμάσει τα όριά του παίζοντας το 3ο μέρος της σονάτας op. 27 n.1 του Beethoven, κ.ο.κ.
Ο αντίλογος-Τεχνική και μουσική
Η ενασχόληση με τεχνικές ασκήσεις είναι όχι μόνο άχρηστη, αλλά και επιζήμια για το μουσικό ή το μαθητή. Πολλές από τις απόψεις που θα αναπτυχθούν παρακάτω συμμερίζονται και άλλοι, και σίγουρα δεν είναι όλες γέννημα του γράφοντα, αλλά επιρροές του καθώς και αποτέλεσμα της προσωπικής του εμπειρίας σαν δάσκαλος αλλά και σαν μαθητής. Κάποιες άλλες θέσεις είναι απλώς διαπιστώσεις από την πραγματικότητα που πολλοί αρνούνται να δουν ή να παραδεχθούν. Τέλος, όλα τα παρακάτω, όσο και αν ξενίζουν καθώς απέχουν πολύ από τις καθιερωμένες πια αντιλήψεις περί μελέτης ενός μουσικού οργάνου, αξίζει να τα λάβει σοβαρά υπόψη του κανείς χωρίς προκαταλήψεις.
1. Μελετώντας ασκήσεις, ασχολείται κάποιος αποκλειστικά με την τεχνική πλευρά, αγνοώντας όλες τις υπόλοιπες παραμέτρους που είναι πάντοτε ενσωματωμένες στην εκτέλεση ενός μουσικού έργου. Ποιότητα ήχου, μουσικότητα, ικανότητα αρμονικής ενσωμάτωσης όλων των παραμέτρων της μουσικής υποφέρουν από τη συστηματική τεχνική άσκηση, κάνοντας τελικά το μουσικό να αποπροσανατολιστεί από τον τελικό του στόχο. Μετά τη μελέτη αριθμού τεχνικών ασκήσεων, έχει ξοδέψει πολλές ώρες, έχει κουραστεί, έχει ταλαιπωρήσει τα χέρια του, και τελικά, όταν θα θελήσει να απολαύσει την τεχνική άνεση που υποτίθεται πως έχει αποκτήσει για να παίξει ένα μουσικό έργο, θα δει πως για να το μάθει θα χρειαστεί τελικά την ίδια σκληρή δουλεία που θα χρειαζόταν ούτως ή άλλως και μη έχοντας 'εξασκήσει' την τεχνική του με ασκήσεις.
2. Επίσης, αποκτά κανείς μηχανιστική αντίληψη της μουσικής κάτι που δεν συμβιβάζεται με την καλή μουσική ερμηνεία ως τέχνη.
3. Έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι η συστηματική μελέτη τεχνικών ασκήσεων και γενικά η χωρίς μέτρο επιμονή σε τεχνικά ζητήματα είναι επικίνδυνη για το χέρι. Πόσοι και πόσοι μαθητές πιάνου δεν έχουν εγκαταλείψει λόγω μόνιμης βλάβης που τους προκλήθηκε από την τεχνική μελέτη; Τα παραδείγματα στα ωδεία είναι δυστυχώς άπειρα. Γάγγλιο, τενοντίτιδα και άλλες παθήσεις μπορούν να καταστρέψουν το χέρι καταδικάζοντας τον πιανίστα πολλές φορές για πάντα. Η ιστορία της μουσικής είναι και αυτή γεμάτη από παραδείγματα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το
Μότσαρτ ο οποίος συμβούλευε την εξαδέλφη του στην οποία είχε αποστείλει κάποιες
παρτιτούρες νέων έργων για πιάνο "να μην ασχοληθεί εντατικά με την εκτέλεση των δύσκολων περασμάτων με 6τες γιατί θα κινδυνεύσει να βλάψει τα τρυφερά της χέρια", αλλά και τον Σούμαν ο οποίος από το ζήλο του να βελτιώσει την τεχνική του και την ανεξαρτησία των δαχτύλων του καταδικάστηκε στο να μη μπορεί να ξαναπαίξει ποτέ του πιάνο1.
4. Πολλά από τα προβλήματα της εκμάθησης του πιάνου που θεωρούνται εντελώς μηχανιστικά, είναι τελικά σε μεγάλο βαθμό και εγκεφαλικά. Για παράδειγμα, η ανεξαρτησία δακτύλων και χεριών. Δεν είναι η 'εξάσκηση' αυτή που βοηθάει, αλλά η επανάληψη2. Δεν είναι το ότι τα δάχτυλα πρέπει να γυμναστούν να είναι ανεξάρτητα, είναι το ότι ο πιανίστας πρέπει να κάνει κτήμα του την εγκεφαλική διαδικασία ελέγχου των δακτύλων που απαιτείται. Ο εγκέφαλος είναι λοιπόν αυτός που γυμνάζουμε και όχι τα δάκτυλα.
5. Ομοίως, το γύμνασμα και το 'δυνάμωμα' των δακτύλων είναι ένας μύθος. Τα δάχτυλα δεν διαθέτουν κάποιους μύες που γυμνάζοντάς τους να μας βοηθάνε στο παίξιμο του πιάνου. Ανατομικά, ένας πεπειραμένος πιανίστας και κάποιος που δεν έχει παίξει ποτέ του κάποιο μουσικό όργανο έχουν ακριβώς το ίδιο χέρι και τα ίδια δάκτυλα. Η διαφορά τους έγκειται στον τρόπο που έχουν μάθει να ελέγχουν και να χειρίζονται το χέρι και τα δάκτυλα.
6. Τέλος, η πράξη έχει δείξει πως κατά κανόνα, μαθητές πιάνου που δεν μελετούν τεχνικές ασκήσεις δεν υστερούν τεχνικά σε τίποτα από αυτούς που τις μελετούν. Αντίθετα μάλιστα, παρουσιάζουν μεγαλύτερη άνεση, λιγότερη προκατάληψη έναντι των τεχνικών δυσκολιών, υπερτερούν μουσικά και έχουν πολύ μικρότερες πιθανότητες να βαρεθούν το πιάνο ή να κουραστούν ψυχολογικά και να απογοητευτούν. Ο γράφων π.χ. δεν ασχολήθηκε ποτέ του με τεχνικές ασκήσεις και δεν το μετάνιωσε, εφαρμόζοντας με επιτυχία τη μέθοδο αυτή και στους μαθητές του.
Η διαφορά στη μελέτη του πιάνου και αυτής των άλλων οργάνων (έγχορδα-πνευστά)
Πρέπει να σημειωθεί πως το πιάνο είναι μια κάπως ιδιαίτερη περίπτωση οργάνου. Τα προβλήματα που έχει να επιλύσει κανείς σε σχέση με άλλα όργανα είναι σαφώς λιγότερα. Για παράδειγμα, στα πνευστά πρέπει να μάθει κανείς να φυσά με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να παράγει σωστό ήχο, πρέπει να κρατάει τους μύες γύρω από τα χείλη σε φόρμα, πρέπει να προσέχει το κούρδισμα (ιντονασιόν-σωστό τονικό ύψος των φθόγγων), να μπορεί να παίζει κρατημένους φθόγγους (τενούτες) με επιτυχία. Στα έγχορδα επίσης η τεχνική του δοξαριού δεν είναι απλή υπόθεση, το ίδιο και η ιντονασιόν. Στο πιάνο αντίθετα, είναι σχετικά απλό να πετύχει κανείς το σωστό ήχο από την αρχή, το πρόβλημα της ιντονασιόν δεν υφίσταται κτλ. Η μόνη ίσως δυσκολία του πιάνου είναι το γεγονός πως η ανάγνωση της
παρτιτούρας είναι πιο πολύπλοκη (διπλό πεντάγραμμο και πολλές νότες).
Συνεπώς, στα έγχορδα και τα πνευστά είναι πιο απαραίτητη η μελέτη σε στιλ γυμνάσματος, γυμνάσματος του αυτιού όσον αφορά την ιντονασιόν, αλλά και εκμάθησης της τεχνικής του δοξαριού στα έγχορδα, και διατήρησης των χειλιών και της αναπνοής σε φόρμα στα πνευστά. Όσον αφορά τις τεχνικές ασκήσεις ισχύουν λίγο ως πολύ τα ίδια με αυτά που αναφέραμε παραπάνω.
Γιατί οι καθηγητές προτιμούν τη χρήση τεχνικών ασκήσεων
Παρόλαυτα, η συντριπτική πλειοψηφία μουσικών παιδαγωγών και εκτελεστών προτιμά την εξάσκηση με τη χρήση τεχνικών ασκήσεων και τη διδασκαλία τους, καθώς και την εκτεταμένη χρήση μεθόδων. Ο κυριότερος λόγος για αυτό είναι το ότι τέτοιου είδους μελέτη και διδασκαλία αποτελεί πια κατεστημένο και δύσκολα διανοείται κανείς να το αμφισβητήσει. Επίσης, πολλοί δάσκαλοι βρίσκουν ευκολία σε αυτού του είδους τη διδασκαλία, καθώς οι μέθοδοι τους επιτρέπουν να προχωράνε με τον ίδιο ομοιόμορφο τρόπο με όλους τους μαθητές, βάζοντας κατά κάποιο τρόπο τον 'αυτόματο πιλότο' και αφήνοντας την επίλυση όλων των προβλημάτων ως επί το πλείστον στην προοδευτική μορφή της μεθόδου και στη χρήση τεχνικών ασκήσεων.
Συμπέρασμα
Δηλαδή δεν πρέπει κανείς να παίζει καθόλου τεχνικές ασκήσεις; Η απάντηση που αρμόζει εδώ είναι το 'μέτρον άριστον'. Τίποτα δεν είναι επικίνδυνο ή επιζήμιο όταν γίνεται με μέτρο. Αν κάποιος αισθάνεται πως έχει την ανάγκη να μελετά τεχνικές ασκήσεις πρέπει απλά να μην ξεπερνά κάποια όρια. Η ισορροπία μεταξύ τεχνικής και μουσικής δεν πρέπει να χάνεται ποτέ. Επίσης, η μελέτη κλιμάκων, χωρίς όμως 'ακροβατικά' βοηθάει πολύ τους αρχάριους στην εξοικείωση με τις τονικότητες και τον οπλισμό τους. Αυτό που θα πρέπει να κατανοήσει κανείς είναι πως η τεχνική δεν μπορεί να κατακτηθεί ξεκομμένη από το μουσικό της υπόβαθρο. Εξαιρετικό παράδειγμα αποτελούν οι ασκήσεις (Etudes) μεγάλων συνθετών όπως αυτές του Chopin, Rachmanninov, Scriabin κ.α. Εκτός από το ρόλο τους ως τεχνικές ασκήσεις είναι και ολοκληρωμένες μουσικές συνθέσεις με τις οποίες αξίζει τον κόπο να εμπλουτίσουμε το ρεπερτόριό μας.
1 Να σημειώσουμε εδώ κάτι σημαντικό. Η ικανότητα γρήγορης εκμάθησης δύσκολων έργων δεν εξαρτάται καθόλου από την τεχνική παρά από την ικανότητα ανάγνωσης του μουσικού κειμένου, αυτό που λέμε prima vista και από τη γενικότερη μουσική αντίληψη του εκτελεστή. Η ικανότητα αυτή δεν αναπτύσσεται καθόλου με τις ασκήσεις καθώς αυτές χαρακτηρίζονται από επαναληπτικότητα και είναι μουσικά αντιρρεαλιστικές.. Το πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο πιανίστας μαθαίνοντας ένα νέο έργο είναι καθαρά αναγνωστικό και ο μόνος τρόπος να το λύσει κανείς είναι να παίζει όσο το δυνατόν περισσότερο ρεπερτόριο.
2 Η διαφορά μεταξύ εξάσκησης και επανάληψης είναι σε αυτή την περίπτωση αρκετά λεπτή. Με τη λέξη εξάσκηση εννοούμε το μηχανιστικό γύμνασμα των δακτύλων, ενώ με τη λέξη επανάληψη εννοούμε την συνεχή επαναλαμβανόμενη ενασχόληση και επαφή με το όργανο, την τακτική και μακροχρόνια μελέτη.
πηγή:www.music.gr