24ShareΣτην Ελλάδα ο όρος «πολιτιστική» και κυρίως «μουσική δημοσιογραφία» δεν θα έλεγε κανείς ότι ευτύχησε ποτέ να ευδοκιμήσει ιδιαίτερα. Ελάχιστες ήταν και είναι οι περιπτώσεις εκείνων των δημοσιογράφων των οποίων η επαγγελματική σταδιοδρομία ακολούθησε τη λογική σειρά: πρώτα δημοσιογραφική σχολή, έπειτα μαθητεία σε κάποια εφημερίδα, περιοδικό ή ραδιοφωνικό σταθμό (με τα πρώτα τους κείμενα να γίνονται «τρίποντα» σε κάδους σκουπιδιών από τους αρχισυντάκτες) και ύστερα εμπειρία, καθιέρωση, αποδοχή και στο τέλος σύνταξη (;). Οι περισσότεροι εξ ημών αποκτήσαμε τον επαγγελματικό ή ερασιτεχνικό προσδιορισμό μας εμπειρικά, με μοναδικά εφόδια είτε την αγάπη μας για τη μουσική, είτε τη γνώση της ως συστηματικοί ακροατές είτε από την επιθυμία να γνωρίσουμε από κοντά τους δημιουργούς που αγαπάμε είτε όλα τα παραπάνω μαζί. Υπάρχει βεβαίως και μια ακόμη κατηγορία όσων είδαν τη δημοσιογραφία ως μέσο να προωθήσουν τη δουλειά τους ως μουσικοί και κυρίως ως στιχουργοί αφού ως γνωστόν «η δημοσιογραφία οδηγεί παντού αρκεί να την εγκαταλείψεις εγκαίρως»...
ΠΑπό όλες τις παραπάνω περιπτώσεις δημοσιογράφων αναδείχτηκαν μέσα στα χρόνια αναμφισβήτητα ορισμένες δυνατές «πένες» που ξεχώρισαν για το μουσικοκριτικό τους λόγο (ελάχιστοι), για τη δημοσιογραφική τους έρευνα (λίγοι περισσότεροι), για τα ρεπορτάζ και τις συνεντεύξεις τους (οι περισσότεροι).
Με την εμφάνιση όμως και τη διάδοση του ίντερνετ και των free press τα τελευταία χρόνια και αυτό το «επάγγελμα» απελευθερώθηκε... Μέσα σε μια νύκτα ο χθεσινός αναγνώστης-ακροατής έγινε σημερινός δημοσιογράφος με την έννοια του ανθρώπου που γράφει για το δήμο, δηλαδή τον λαό, ως μέλος μιας έντυπης ή διαδικτυακής ομάδας, που είτε αυτή είναι οργανωμένο μουσικό περιοδικό είτε μια μουσική κοινότητα συνεπώς ο λόγος του αποκτά μια «βαρύτητα» λόγω του πιο οργανωμένου μέσου. Για αυτό και εξαιρώ από αυτό το άρθρο τους ανώνυμους-επώνυμους-αλλώνυμους σχολιαστές των διαφόρων forum και των κέντρων κοινωνικής δικτύωσης οι οποίοι επιβεβαιώνουν το λαϊκό πλην σοφό ρητό: «η άποψη είναι σαν την κωλοτρυπίδα, όλοι έχουν από μία»... Έτσι, τα «τρίποντα» στο καλάθι των αχρήστων έγιναν μέσω e mail προς το διαχειριστή της σελίδας ή του free press: «-Να συνεντευξιάσω τον τάδε; «-Ασφαλώς» ή «Σου στέλνω την κριτική του τάδε δίσκου». Ορθά και κοφτά. «Επιστροφές καταστροφές» που λέει και το γνωστό άσμα δεν υφίστανται. Και φυσικά όλα αυτά χωρίς κάποιο οικονομικό αντάλλαγμα. Λεφτά δεν υπάρχουν ένθεν και ένθεν.
Τα αποτελέσματα; Ας τα δούμε περιπτωσιολογικά:
Τα Δελτία Τύπου. Ο έντυπος και ο διαδικτυακός χώρος γέμισε με Δελτία Τύπου τα οποία υπογράφονται ως κείμενα συντακτών. Όσοι έχουν λίγο φιλότιμο αλλάζουν λίγες έστω λέξεις. Οι υπόλοιποι απλώς σφυρίζουν αδιάφορα. Γιατί το θέμα είναι να υπάρχει «φρέσκο κρέας» καθημερινά... Όποια και να είναι η προέλευσή του.
Οι αναδημοσιεύσεις. Ολόκληρα άρθρα και συνεντεύξεις αναδημοσιεύονται χωρίς να αναφέρεται η πηγή τους. Τα πνευματικά δικαιώματα των φωτογράφων είναι όρος επιστημονικής φαντασίας. Ακόμα και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες αναδημοσιεύουν πάραυτα τις συνεντεύξεις που έδωσαν σε έντυπα μέσα χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ότι στερούν έστω την υποψία κέρδους από την πλευρά των περιοδικών. Και ασφαλώς μιλάμε για περιοδικά και free press που φυτοζωούν. Βεβαίως ο αντίλογος εδώ σωστός: οι τεράστιες οικονομικές απώλειες των καλλιτεχνών ελέω ίντερνετ...
Οι συνεντεύξεις-ποταμός. Τεράστια σεντόνια λέξεων, ερωτήσεις επί παντός επιστητού, χωρίς να αφαιρείται από την απομαγνητοφώνηση ούτε ο βήχας του συνεντευξιαζόμενου. Έτσι, μόνο ένας μαραθωνοδρόμος καταφέρνει να διαβάσει ολόκληρη τη συνέντευξη και φυσικά στο τέλος δεν θυμάται τίποτα. Η ερώτηση «ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή» ή το σχόλιο «μιλήσαμε εφ' όλης της ύλης» απευθυνόμενος σε δημιουργό τριακονταπενταετίας μοιάζουν το λιγότερο τραγελαφικά. Επίσης, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που στις ερωτήσεις του ο συνεντεύκτης βγάζει όλα του τα απωθημένα επειδή δεν βρίσκεται ο ίδιος στην άλλη πλευρά, δηλαδή, να είναι ερωτώμενος... Έτσι πολλές ερωτήσεις είναι στην ουσία απόψεις του ίδιου του δημοσιογράφου που βρήκε έναν εύσχημο τρόπο να τις εκφράσει γεγονός κατακριτέο όταν φιλοξενείς έναν καλλιτέχνη, σεβαστό όταν γράφεις ένα δικό σου κείμενο γνώμης. Και επί του πρακτέου: Πόσες φορές δεν έχουμε δει την ακόλουθη (αξιοθρήνητη δημοσιογραφικά εικόνα): Δέκα σειρές ερώτηση (με μαύρα γράμματα) δυο σειρές απάντηση... Πάντως για το μόνο που δεν πρέπει να διαμαρτύρονται οι καλλιτέχνες είναι ο διαδικτυακός (τουλάχιστον) αποκλεισμός τους. Υπάρχουν καλλιτέχνες που με λίγα χρόνια ύπαρξης στο χώρο έχουν δώσει όσες συνεντεύξεις έχει παραχωρήσει ένας πολύ μεγαλύτερός τους συνάδελφος… Και φέρουν βεβαίως οι ίδιοι ευθύνη για το πού δίνουν συνεντεύξεις...
Τα εισαγωγικά σημειώματα των συνεντεύξεων. Αυτά αποτελούν από μόνα τους αντικείμενο διατριβής. Στα περισσότερα επιχειρείται από το συνεντεύκτη είτε μια απόπειρα ψυχολογικής περιγραφής του καλλιτέχνη (σαν να είναι ο προσωπικός του ψυχίατρος) είτε μια παρουσίασή του σαν να πρωτοανακαλύφτηκε από τον πασιχαρή δημοσιογράφο. Κι ας έχει δώσει ο καλλιτέχνης ήδη αναρίθμητες συνεντεύξεις...
Οι κοινή φωτογράφιση συνεντεύκτη και συνεντευξιαζόμενου. Γιατί άραγε; Για να πιστοποιηθεί το γεγονός της συνέντευξης ώστε να μην θεωρηθεί πλαστή; Για το προσωπικό αρχείο του δημοσιογράφου («Κοίτα μαμά με ποιον έχω βγάλει φωτογραφία»); Για να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα της συνέντευξης, να κάνει δηλαδή πιο φιλόξενο το κλίμα; Για να μάθει το πανελλήνιο και τη φάτσα του δημοσιογράφου; Απέχει εκατομμύρια έτη δημοσιογραφικού φωτός μια φωτογράφιση εν ώρα «εργασίας» τουτέστιν δεξιά ο ένας αριστερά ο άλλος και στη μέση το μικρόφωνο (θεμιτή και προσφιλής μέθοδος διαχρονικά) από τους τρυφερούς εναγκαλισμούς και τα ηδυπαθή χαμόγελα μεταξύ των δυο πλευρών. Πρόσφατα είχαμε πλέον και τέτοια κρούσματα σε διαδικτυακά μουσικά περιοδικά.
Οι γραπτές συνεντεύξεις. Η νέα μόδα. Στέλνεις με e mail τις ερωτήσεις, λαμβάνεις τις απαντήσεις και καθαρίσατε και οι δυο πλευρές. Ούτε χάσιμο χρόνου με τις μετακινήσεις και την απομαγνητοφώνηση ούτε κίνδυνος αλλοίωσης των λεγομένων του καλλιτέχνη. Έτσι και ο δημοσιογράφος έχει το χρόνο να κάνει και άλλες συνεντεύξεις μέσα στην εβδομάδα και ο καλλιτέχνης να επιμεληθεί το προσωπικό του προφίλ, να απαντήσει όπου και όπως θέλει, πίσω από την ασφάλεια της οθόνης. Και μετά εν είδει μάγκα να τα βάζει με τους δημοσιογράφους επειδή κάνουν τις ίδιες και τις ίδιες ερωτήσεις.
Έτσι, με την ασφαλή αυτή συνταγή όλες οι πλευρές ευχαριστημένες. Και βεβαίως και ο αναγνώστης που έχει γρήγορη και καλογραμμένη ενημέρωση στο πιάτο του...
Ο κριτικός λόγος. Ο ποιος; Εδώ θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιεικείς καθώς τέτοιος δεν υπήρχε ούτε στις καλύτερες δημοσιογραφικές ημέρες. Λίγο η ημιμάθεια λίγο οι διαπροσωπικές σχέσεις, λίγο οι εμπορικές σχέσεις (εφημερίδα-εταιρεία-πακέτο διαφημίσεων) δεν άφησαν να ανθίσει το είδος του. Αλλά απέχει παρασάγγας από το φαινόμενο των παρουσιάσεων που εμφανίζεται σήμερα. Ανοίγεις να διαβάσεις για μια συναυλία που παρακολούθησε ο δημοσιογράφος (μη ξεχνιόμαστε, ο όρος όπως τον προσδιορίσαμε ανωτέρω) και ενημερώνεσαι απλά για όλο το πρόγραμμα, τη σειρά που παίχτηκαν τα τραγούδια, διαβάζοντας άντε μερικές πινελιές άποψης πάντα βέβαια θριαμβευτικής (το τελευταίο είναι ένα άλλο σημείο, αναλύεται παρακάτω). Με άλλα λόγια, γιατί πρέπει συνάδελφε, γραφιά μου, επειδή εσύ για πρώτη φορά στη ζωή σου παρακολούθησες ζωντανά έναν καταξιωμένο καλλιτέχνη να πρέπει ο αναγνώστης να διαβάζει τις «ανακαλύψεις» σου για τη σκηνική του παρουσία και το πρόγραμμα, πράγματα χιλιάδες φορές ειπωμένα; Αν, λοιπόν, αυτό λέγεται δημοκρατία στη δημοσιογραφία -ο καθένας δηλαδή μπορεί να γράψει ό,τι θέλει- τότε είναι προτιμότερα χίλιες φορές τα «φίλτρα» που υπήρχαν και εξαλείφονται μέρα με τη μέρα (εννοώ τους επιμελητές, τους αρχισυντάκτες και τους διευθυντές). Γιατί δυστυχώς ένας δημοσιογράφος σήμερα δεν διαφέρει σε τίποτα, για να μη πω υπολείπεται, από έναν απλό θεατή που γράφει τις απόψεις του στο προσωπικό του blog ή στη σελίδα του στο facebook. Η ίδια και από τους δύο ιμπρεσσιονιστική κριτική που στηρίζεται πάνω στο συναίσθημα του κριτικού, η ίδια και από τους δύο ψυχολογική κριτική που στηρίζεται πάνω στο ψυχογράφημα του δημιουργού και όχι του έργου του, ο ίδιος απλοϊκός λόγος. Ποιος τότε είναι ο σκοπός και ο ρόλος ενός μουσικού ή έστω πολιτιστικού περιοδικού; Γιατί μοστράρει την ταμπέλα του ως περιοδικό και αναλαμβάνει χορηγίες επικοινωνίας;
Τα κλισέ. Αυτό είναι πραγματικά αξιοθρήνητο. Και δυστυχώς επαναλαμβάνεται και από έμπειρους δημοσιογράφους καθιερωμένων εφημερίδων. Πόσες φορές ακόμα θα συνοδεύει τον Αλκίνοο Ιωαννίδη η ολιγόμηνη παρουσία του στη Ρωσία για σπουδές ως γεγονός άξιο θαυμασμού, πόσες φορές ακόμα θα διαβάσουμε ότι ο Σωκράτης Μάλαμας δεν μένει στην Αθήνα ως σημείο αναφοράς στο έργο του, πόσες φορές ακόμα θα ρωτήσουμε την Νατάσσα Μποφίλιου να μας πει πώς γνωρίστηκε με τους συνεργάτες της Γεράσιμο Ευαγγελάτο και Θέμη Καραμουρατίδη και ποια είναι η ιστορία της «Ασπιρίνης»; Φυσικά θα απαντήσει κάποιος ότι δεν είναι υποχρεωμένοι οι αναγνώστες να ξέρουν τη μουσική μας ιστορία όμως το ά-χρονο και το προσβάσιμο του διαδικτύου πρέπει επιτέλους να γίνει συνείδηση στους δημοσιογράφους. Η ιστορία σήμερα είναι συγχρονική, δεν καταχωνιάζεται σε κάποιο αρχείο, δεν ξεχνιέται μαζί με το περιοδικό σε κάποια αραχνιασμένη αποθήκη. Βρίσκεται πάντα στον «αέρα» του διαδικτύου.
Τα καλοήθη κείμενα. Πήξαμε πραγματικά. Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι η ανιδιοτελής και η άνευ οικονομικών ανταλλαγμάτων εργασία του δημοσιογράφου θα απελευθέρωνε τη σκέψη και το χέρι του, συνέβη το αντίθετο. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων οι περισσότεροι γράφουν, εκστασιασμένοι, διθυράμβους. Τα κοσμητικά επίθετα κάνουν πάρτυ, οι υμνώδεις χαρακτηρισμοί δίνουν και παίρνουν. Άραγε η κρίση που ζούμε να μας λείανε τη γραφή; Να μας πιάνει το φιλότιμο για τη δύσκολη εποχή που διανύουν και οι καλλιτέχνες; Δεν το νομίζω. Η αμάθεια, και η χειρότερή της ημιμάθεια, σε συνδυασμό με το άγχος των διαδικτυακών κλικ και της διαφήμισης (που ακόμα δεν έρχεται) καθώς και η αγάπη/δέος προς τον καλλιτέχνη που γνωρίζουν από κοντά, οδηγούν στα σημερινά κείμενα που μέσα στην υπερ-πληροφόρηση και την κοινοτοπία τους, θα διαγραφούν μετά από λίγο από τη μνήμη του αναγνώστη. Στο βωμό, δηλαδή, του «κερδίζω δωρεάν τραπέζι» στο χώρο που εμφανίζεται ο καλλιτέχνης, γράφω επαινετικά. Η πελατειακή σχέση, δηλαδή, παραμένει. Ωστόσο όμως έχουν προλάβει να διαστρεβλώσουν εν μέρει την πραγματικότητα ακόμα και αν το κοινό είναι περισσότερο υποψιασμένο από όσο φανταζόμαστε οι της άλλης πλευράς.
Ας σταματήσουμε όμως εδώ. Μπορεί κανείς να προσθέσει και άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σύγχρονης δημοσιογραφικής γραφής. Το συμπέρασμα από αυτά που ειπώθηκαν; Είναι όλα απαξιωτικά με τη σύγχρονη μουσική δημοσιογραφία; Ασφαλώς και όχι. Οι φωτεινές εξαιρέσεις οδηγούν όπως πάντα τα πράγματα παραπέρα από δημοσιογραφικής πλευράς τουλάχιστον. Οι ακούραστοι αρχειοδίφεις και οι ανιδιοτελείς δημοσιογράφοι, οι άγρυπνοι θεματοφύλακες και οι καλογραμμένοι (και όχι καλοήθεις) λόγοι τους συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα. Και μάλιστα χωρίς να έχουν όπως είπαμε και στην αρχή καμία ή ελάχιστη οικονομική ανταπόδοση για την εργασία τους. Η μουσική βεβαίως συνεχίζει το δρόμο της ερήμην όλων ημών των διαμεσολαβητών της. Ως οφείλει.
Υ.Γ.: Ο υπογράφων έχει υποπέσει και ο ίδιος σε «αμαρτήματα» που περιγράφει στο άρθρο του. Συνεπώς δεν μιλά από το βωμό του υπερ-κριτή αλλά του αυτό-κρινόμενου.
|