Στην Ελλάδα, έχουμε τις περισσότερες εφημερίδες στον κόσμο (περίπου 500) και συνάμα το αναγνωστικό τους κοινό είναι ένα από τα μικρότερα του κόσμου!!! Τυχαίο;
Γεννάται, λοιπόν, το εύγλωττο ερώτημα: Πώς συμφέρει οικονομικά μια τέτοιου είδους σχέση και αναλογία; Φαινομενικά και λογικά, η απάντηση είναι πως ΔΕΝ συμφέρει. Τότε, όμως, πώς συντηρούνται και επιβιώνουν τόσες πολλές φυλλάδες; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα πρέπει να αναζητηθούν σε άλλες σφαίρες, στο παρασκήνιο και σ΄αυτό που ονομάζεται ΔΙΑΠΛΟΚΗ.
Τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα Μ.Μ.Ε. -τύπος και τηλεοπτικά κανάλια- έχουν περιέλθει στα χέρια οικονομικών παραγόντων που ΟΥΔΕΜΙΑ σχέση έχουν με τη δημοσιογραφία και την ενημέρωση. Ο σκοπός αυτονόητος: η σχέση και η άσκηση πίεσης κυρίως προς τα διάφορα πολιτικά κόμματα εξουσίας, προς διαμόρφωση ενός πολιτικού κλίματος και άσκησης μιας πολιτικής που να εξυπηρετεί τα κύρια συμφέροντά τους που είναι αμιγώς οικονομικά και που «δικαιολογούν» δωροδοκίες, εκβιασμούς και κάθε είδους απάτη. Η κύρια δραστηριότητα όλων των ιδιοκτητών κάθε είδους Μ.Μ.Ε. σχετίζεται με τεράστιες κεφαλαιακά οικονομικές δραστηριότητες γύρω από κατασκευές, ενέργεια, ναυπηγεία, ναυσιπλοΐα, δημόσια έργα κ.τ.λ.
Οι παραπάνω λόγοι έχουν ως συνέπεια να υπάρχει άμεσο συμφέρον χαλιναγώγησης της δημοσιογραφίας που αν δεν δέχεται να «συμβιβασθεί» και να «προσαρμοστεί» -με ό,τι αυτό συνεπάγεται- τότε περιθωριοποιείται. Η οικονομική κρίση και η μείωση των κερδών των Μ.Μ.Ε. έχει δημιουργήσει στρατιές εξαθλιωμένων δημοσιογράφων με βασικό μισθό περίπου 600 ευρώ -πολλοί εκ των οποίων ούτε εκπαίδευση ουσιαστική έχουν- που αναγκάζονται να κάνουν τους μύριους συμβιβασμούς για να επιβιώσουν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως, σύμφωνα με την έκθεση για την ελευθερία του Τύπου της οργάνωσης «Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα», η Ελλάδα υποχώρησε από την 35ηστην 70ηθέση παγκοσμίως και καταλαμβάνοντας την τελευταία, μαζί με τη Βουλγαρία, θέση στην Ευρώπη…
Θεωρώ πως η πλειοψηφία των παρευρισκομένων δημοσιογράφων, ρεπόρτερ και φωτογράφων ανήκε σ΄αυτή τη νέα γενιά «δημοσιογραφικού προλεταριάτου» που κάτω από αυτές τις συνθήκες και προϋποθέσεις αιφνιδιάστηκε και φοβήθηκε, μην έχοντας κάτι συγκροτημένο και αποφασιστικό να αντιτάξει απέναντι σ΄αυτόν τον πρωτόγνωρο αιφνιδιασμό και τη «Χρυσαυγήτικη» πρακτική.