Επειδή στο topic ''Εφυγε ο Άλκης Αλκαίος'' η συζήτηση εξελίσσεται υπέροχα με σκέψεις για αυτόν τον μεγάλο στιχουργό , θεώρησα καλύτερο να ανοίξω ένα άλλο θέμα στο οποίο θα αφήσουμε τα τραγούδια του να ''μιλήσουν''...
Το τραγούδι '' Πόρτο Ρίκο'' σε μουσική Σταμάτη Μεσημέρη και ερμηνεία Βασίλη Παπακωνσταντίνου :
[ τροποποιήθηκε από τον/την guevara, 10-12-2012 16:14 ]
Σε παίρνει για ταξίδι μια σειρήνα και μια πικρία μας ματώνει ανείπωτη. Tη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα καχύποπτοι, ανύποποι και ύποπτοι.
Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά, δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Τα ναύλα μου πώς ν' αγοράσω τώρα που απόμεινα στον άσσο.
Στο μέτωπο τριγύρω στις ραβδώσεις μια μύγα παίζει ως κορασίδα άπορη. Οι φίλοι σ' επισκέπτονται με δόσεις παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι.
Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά, δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Απόψε πρέπει να προφτάσω γιατί αύριο θε να σε χάσω.
Ιωνικές κολώνες σε μαγκώνουν και σου χαρίζουν τιμωρία άδικη. Σ' αυτή την άσπρη πρέσσα δε γλιτώνουν διάδικοι, υπόδικοι, κατάδικοι.
Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Τα ναύλα μου δε θα αγοράσω γιατί απόμεινα στον άσσο.
Μέχρι να αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις το πρόσωπό τους αποστρέψανε άφωνοι οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι.
Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά δίδυμα φτάνουν φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Κι εγώ απόψε θα σε χάσω και αύριο θα σε ξεχάσω.
Τόσο εγώ, όσο και όσοι είναι, περίπου, συνομήλικοι με εμένα ["των 80ς οι εκδρομείς"], "ακουμπήσαμε" για τα καλά στο παρακάτω τραγούδι, από την ΔΙΣΚΑΡΑ "Εμπάργκο" του 1981 !!! "Κάθε που πίνω απ' την πηγή σου κάτι μου καίει τον ουρανίσκο ... τώρα τα γυάλινα σου μάτια / έχουν μιαν αίσθηση απορίας / σπασμένη σε μικρά κομμάτια / σαν κρύσταλλο άγριο της Τσεχίας" ..... Όταν ήμουν ΄σε ηλικία 10-11 ετών, αυτοί οι στίχοι με μάγευαν και με ταξίδευαν ... παρόλο που, λόγω πολύ μικρής ηλικίας, δεν τους πολυ-καταλάβαινα ....
Μπρος στον καθρέφτη το πρωί το πρόσωπό σου, μυρίζει νύχτα, νικοτίνη και αλκοόλ. Όλοι σου λένε δεν προσέχεις τον εαυτό σου, πρέπει να κάνεις ένα ιατρικό κοντρόλ.
Κανονικά χτυπάς τη κάρτα στη δουλειά σου, μια μηχανή σε πρακτορεύει εφτά με τρεις. Δε σε χωράει το μεσημέρι η φωλιά σου, και κατεβαίνεις στο λιμάνι να σωθείς.
Στάζουνε σούρουπο στα ντοκ οι ναυτεργάτες, συνωστισμός στα καφενεία και ερημιά. Περνάνε δίπλα σου αθίγγανοι διαβάτες, και μια σκιά γράφει στον τοίχο μοναξιά.
Δίνουν παράσταση το βράδυ οι θεατρίνοι, σ' ένα κοινό φανταστικό. Και εσύ σαλπάρεις με το πλοίο του Φελίνι, σε σκοτεινό ωκεανό.
Σαν πλανόδιο τσίρκο Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος. Στίχοι: Άλκης Αλκαίος. Από τον δίσκο: "Στου αιώνα την παράγκα" , 1996.
Σαν πλανόδιο τσίρκο τη ζωή μου τη σκόρπισα σε σταθμούς και πλατείες πού με πας δεν σε ρώτησα τώρα δίχως πυξίδα τα ταξίδια μου κάνω τη φωνή σου ακούω μα τι λες δεν σε πιάνω
Ελλάδα Βέμπο μου και Μαίριλιν Μονρόε Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ ʼλλαν Πόε Ελλάδα μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου Ελλάδα Τούμπα, Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου
Μια φορά μου γεννούσες ένα πάθος παράφορο τώρα παίζεις παιχνίδι που μ' αφήνει αδιάφορο δεν κερδίζω δε χάνω σ' αγαπώ και σ' αρνιέμαι κι από ένα κλαράκι του γκρεμού σου κρατιέμαι
Κάνει μια ψύχρα απόψε, που με αρρωσταίνει κι έχω χαθεί στης πολιτείας τα στενά. Εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφροισμένη κι εγώ βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά.
Αυτή η άνοιξη καθόλου δε μ' αγγίζει, μου 'λεγες πέρσι τέτοιο βράδυ σκεφτική. Ύστερα άρχισε η ματιά σου να ραγίζει και σαν τρελλός σε κυνηγούσα στη βροχή.
Στη λεωφόρο σε ζητώ και στη Βικτώρια κι από το στέκι μας περνάω το παλιό. Ξέρεις καλά, πως πια δεν έχω περιθώρια, ξέρω καλά, πως θα σαλτάρω, αν δε σε βρω.
Σ' ένα μπαράκι με προγκάει ένας πιωμένος, μου λέει, πως ψάχνει από κάπου να πιαστεί. Κι εγώ ξεκάρφωτος, μαζί και καρφωμένος, του λέω με στυλ, πως είναι όμορφη η ζωή.
Μια πεταλούδα στη γωνιά χαμογελάει, κερνάει τσιγάρο, μα πουλάει τη φωτιά. Ο αστυφύλακας ταυτότητα ζητάει, μα εγώ την ψάχνω απ' τα 19.
Τώρα γυρίζω σε μια στέπα χιονισμένη, ένας ροζ πάνθηρας που τρέμει και πεινά. Ένα σου γέλιο με χτυπάει και μ' ανασταίνει κι όλα τα δίνω, για να σμίξουμε ξανά.
Κάνει μια ψύχρα, που τρυπάει και αρρωσταίνει, έξω η νύχτα με τραβάει απ' τα μαλλιά. Εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφροισμένη κι εγώ βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά.