Υπάρχουν μέρες & νύχτες όπου η ταξιδιάρικη φύση μου είναι τόσο έντονη που θαρρώ πως θα εκραγώ, αν μείνω έστω για μια στιγμή εκεί που βρίσκομαι.
Δεν είναι πάντα εύκολο να φεύγεις. Ή μήπως είναι; Άλλωστε και η μουσική ένα ταξίδι δεν αποτελεί;
Απόψε ένιωσα πως ήθελα να γνωριστούμε λίγο καλύτερα. Δύσκολο πράγμα οι γνωριμίες. Περνάνε χρόνια και κάποια στιγμή, το καθετί που μέχρι τότε θεωρούσαμε διασφαλισμένο & δεδομένο στο μυαλό μας, μπορεί άξαφνα να φιγουράρει μπροστά μας σαν κάτι εντελώς πρωτόγνωρο. Σίγουρα όμως, θα συμφωνείς μαζί μου πως ένας εκ των ιδανικότερων εμπειριών γνωριμίας είναι όσες γίνονται με αφορμή κάποιο ταξίδι.
Έτσι, λοιπόν, σήμερα μάζεψα βιαστικά κάποιες σκέψεις μου - τις αποσκευές μου, αν θέλεις – και ήρθα να σε πάρω από το χέρι για να σε ταξιδέψω μέσα στο μυαλό μου. Δεν σε προειδοποίησα να ετοιμαστείς, διότι δεν χρειάζεται να έχεις κάτι μαζί σου. Βρίσκονται όλα μέσα μας… αγάπη… έρωτας… ζωή… δημιουργία… μοναξιά…δάκρυ…γέλιο…
Αυτό που πρέπει να σου πω είναι πως σήμερα δεν θα ταξιδέψουμε με τα συνηθισμένα μεταφορικά μέσα. Σ’ αυτό το ταξίδι δεν μπορούμε να πάμε ούτε με αυτοκίνητο… ούτε με τρένο… ούτε με καράβι… ούτε με αεροπλάνο… ούτε καν πετώντας εμείς οι ίδιοι… Θα ταξιδέψουμε μέσα από ένα αινιγματικό χαμόγελο & ένα μυστηριώδες βλέμμα. Το βλέμμα και το χαμόγελο ανήκουν στην Τζοκόντα! Όχι απαραίτητα σ’ εκείνη του Ντα Βίντσι, αλλά στην άλλη … σ’ αυτή, του Μάνου! Σου μιλάω γι’ αυτήν την Τζοκόντα που κρύβουμε όλοι μέσα μας, όπως την ένιωσε ο Μάνος και την αναγνώρισε χαμένη και μονάχη στο πρόσωπο μιας τυχαίας γυναίκας μέσα σε κάποια θορυβώδη και ταυτόχρονα σιωπηλή νεοϋορκέζικη λεωφόρο. Κι όταν αργότερα είδε ένα πορτραίτο της Τζοκόντας του Ντα Βίντσι, μέσα στο πορτραίτο διέκρινε την οδυνηρή γυναίκα της λεωφόρου.
Στο αποψινό ταξιδάκι μας, θα σεργιανίσουμε μαζί με την Τζοκόντα και θα γνωρίζουμε την παρέα της… τις φιγούρες που μπαινοβγαίνουν μέσα στο θλιμμένο κόσμο της και παζαρεύουν τη μοναξιά της. Ο ξεναγός μας, φυσικά, είναι η Τζοκόντα του Μάνου που μας προειδοποιεί για τα «σύννεφα που έρχονται» να σκεπάσουν σιγά-σιγά τον κόσμο της και δεν της αφήνουν κανένα περιθώριο απελευθέρωσης… την κρατούν καθηλωμένη στη γειτονιά της σιωπής της.
Έτσι λοιπόν, η Τζοκόντα μην έχοντας άλλη επιλογή μας γνωρίζει τον κόσμο της. Μας μιλάει για τη μουντή «κοντέσσα Εστερχάζυ» που φιμώνει την ανάγκη του γιου της να χαζέψει ψηλά το βροχερό ουρανό, ίσως από την έντονη επιθυμία του, να μεταδώσει λίγη από τη λάμψη της παιδικής αθωότητάς του και να χαρίσει ένα χαμόγελο σε καθετί μοναχικό, απόμακρο…
Κατόπιν, μας μεταφέρει μέσα στο πλήθος που αδυνατεί να διακρίνει αν «η παρθένα της γειτονιάς», είναι η εικόνα της Παναγίας που – ω, του θαύματος – δακρύζει ή αν είναι η ίδια η Τζοκόντα που πάντα βρίσκεται στο κέντρο, αποκομμένη από τον κύκλο της γειτονιάς της, κλαμμένη για τις αδυναμίες της, κάνοντας τον κόσμο να ψιθυρίζει: η Παναγία που κλαίει…
Η έλλειψη της ανθρώπινης επικοινωνίας δημιουργεί μαύρα σύννεφα μέσα μας. Τότε, είναι που «η βροχή» ξεσπάει ακόμα πιο έντονη κι όπως όλα τα μικρά παιδιά όταν φοβούνται τις καταιγίδες τρέχουν στην μητρική αγκαλιά, τρυπώνουν στο κρεβάτι της, έτσι τώρα η κλαμμένη παρθένα με το αινιγματικό χαμόγελο και το μυστηριώδες βλέμμα αρχίζει να τρέχει μανιασμένα για να βρει την αγκαλιά. Εμείς την ακολουθούμε γιατί τη συμπονάμε. Η παλιά πόρτα ανοίγει τρίζοντας και βρισκόμαστε σ’ ένα σπίτι…της μητέρας της.
«Η προσωπογραφία της μητέρας» της δεν μπορεί παρά να κρύβει γαλήνη, τρυφερότητα & μια γλύκα που δεν θέλει να πάψει ούτε για μια στιγμή να την περιτριγυρίζει, να την κυκλώνει για να της χαρίσει ζεστασιά, ασφάλεια, για να της χαρίσει ένα χάδι & ένα χαμόγελο.
Πάντα, όμως, έρχεται η ώρα που η αγκαλιά της μητέρας αφήνει κάποια κενά. Τότε, είναι που έρχεται ο έρωτας με τον οποίο δημιουργούμε εικόνες και συναισθήματα. Η Τζοκόντα βιώνει τον έρωτα με την αίσθηση της απώλειας. Είναι αέρινη… άπιαστη… απεριόριστη…. δεν ερωτεύεται κάποιο πρόσωπο… ερωτεύεται την απώλεια του έρωτα. Καθισμένη μόνη, παρακολουθώντας «το κοντσέρτο» ερωτεύεται το άδειο, διπλανό κάθισμα. Προσπαθεί να δημιουργήσει την εικόνα κάποιου προσώπου… σχεδόν τα καταφέρνει. Έχει κιόλας αρχίσει να νιώθει μία μάζα να καταλαμβάνει μια θέση στο χωροχρονικό συνεχές του μυαλού της. Όμως, η εικόνα πάλι χάνεται. Η ανάγκη της για έρωτα είναι τόσο έντονη που προσπαθεί ξανά. Πιο έντονα… δεν νιώθει απλώς… βλέπει… αγγίζει τη θερμότητα… Είναι πάλι χαμένη… μία ακόμη πιο επίμονη & ανυπόμονη προσπάθεια… χαϊδεύει το κάθισμα για να νιώσει τη ζεστασιά που αφήνει η εικόνα της επάνω του… ακούει την ανάσα… κι όμως… όλα πάλι χάνονται… η μοναξιά τη συναντά πάλι για να της χαρίσει μία ακόμη κρύα αγκαλιά.
Να, λοιπόν, που μετά το κοντσέρτο «ο κύριος Νολλ» - γλυκός & χαμογελαστός - έρχεται να προσφέρει τη δική του κρύα αγκαλιά και τη δική του συνεισφορά στη μοναξιά της Τζοκόντα. Της ζητάει να τον ακολουθήσει. Εκείνη, διστακτική, στιγμιαία σκέφτεται να ενδώσει. Κάνει ένα βήμα εμπρός… ένα πίσω… τον αποφεύγει τελικά… φοβάται να δοθεί σε κάποιον έτσι... επιπόλαια… Ο κ. Νολλ φεύγει.
«Οι δολοφόνοι» αποφασίζουν να πάρουν την εκδίκησή τους, μιας & η Τζοκόντα αποφάσισε να μην ενδώσει. Προσπαθούν να την τυφλώσουν, τη βρίζουν και την κοροϊδεύουν. Τη χτυπούν & της σκίζουν τα ρούχα κι αυτή πανικόβλητη τρέχει…
Οι φωνές και οι βρισιές σταμάτησαν… η Τζοκόντα βρέθηκε και πάλι στη σιωπηλή γειτονιά της. Τώρα, «η βραδινή επιστροφή» προς το σπίτι της, απέχει μόνο λίγα μέτρα που μοιάζουν σαν μία άπειρη λεωφόρος να ξεχύνεται. Οι σκέψεις έρχονται και φεύγουν αστραπιαία... σκόρπια… ασυναίσθητα. Συλλογάται όλα εκείνα τα σημεία και τους ανθρώπους που μας γνώρισε σήμερα. Την κοντέσα, τη μητέρα της, τον κύριο Νολλ, δεκάδες άλλους ανθρώπους που είδαμε στο σεργιάνι μας μαζί της και οι οποίοι σημάδεψαν τη ζωή της, όπως και τη δική μας, άλλος περισσότερο & άλλος λιγότερο.
Επιτέλους, το μικρό καταφύγιό της στέκεται μπροστά της και την περιμένει μία ακόμη φορά για να τη καταπιεί και να αποτελειώσει οριστικά κάθε δεσμό της με όλους εκείνους. Η Τζοκόντα κάθε φορά που μπαίνει στο σπίτι της, στο σκαλοπάτι αφήνει την υπόστασή της. Γίνεται μία αέναη, ευλύγιστη σκιά που σαν να απελευθερώνεται, επιδίδεται σ’ ένα ξέφρενο «χορό με τη σκιά της». Είναι η διέξοδος της στον υπόλοιπο κόσμο… Νιώθει σαν να βρίσκεται μέσα σε ένα καρναβάλι που εφόσον είναι αόρατη μέσα στο πλήθος μπορεί να κάνει ό,τι αισθάνεται. Αποφασίζει να μείνει εκεί εγκλωβισμένη στη σκιά της. Μας αποχαιρετάει, μας δίνει ένα κατευόδιο για την επιστροφή μας και χάνεται… χωρίς να ξέρουμε που… ίσως στο φεγγάρι… ίσως στη θάλασσα… ίσως σε έναν πίνακα ζωγραφικής να μας χαρίζει το μόνο που θυμόμαστε από εκείνη… το αινιγματικό της χαμόγελο.
Δεν ξέρω αν αυτό το ταξίδι, θα σου αφήσει καλές ή άσχημες εντυπώσεις. Ίσως να ήθελες ένα διαφορετικό ταξίδι. Ούτε ξέρω πότε θα είναι το επόμενό μας ταξίδι. Πάντως να σκέφτεσαι πως για κάθε ταξίδι που τελειώνει, μετά μας ταξιδεύουν χίλιες φορές περισσότερο οι αναμνήσεις του.
Καλό ταξίδι!
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#19230 / 19.11.2009, 11:14 / Αναφορά Ένας από τους αγαπημένους μου δίσκους (CD) είναι αυτός που μόλις περιέγραψες.. Πολύ όμορφο το ταξίδι σου, μία από τις καλύτερες δουλειές του Χατζιδάκη, αλλά και της Ελληνικής μουσικής γενικότερα. Δυστυχώς κάθε φορά που βάζω μία μελωδία του στο γραφείο, οι περισσότεροι δεν δίνουν σημασία, και όσοι τον γνωρίζουν μου λένε χαριτολογώντας "Καλωσήρθατε στο Ελληνικό"! Αυτή η μουσική ήταν για χρόνια η μελωδία καλωσορίσματος των επισκεπτών στην χώρα μας, από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. |
#19248 / 23.11.2009, 10:59 Σ'ε ευχαριστώ για το σχόλιο. Είσαι τυχερός φίλε μου! Τουλάχιστον εσύ έχεις μουσική στο γραφείο, ενώ εγώ....άστα!!! |