Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος για τον Πάνο Τζαβέλλα παρουσιάσαμε ορισμένους σταθμούς της ζωής του. Σε αυτό το δεύτερο μέρος ολοκληρώνουμε το αφιέρωμα, ανακαλύπτοντας το μουσικό του έργο και την δισκογραφική αποτύπωσή του.
Ο Τζαβέλλας ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με τη μουσική. Όμως, οι διώξεις που είχε να αντιμετωπίσει, συνεπεία των πολιτικών πεποιθήσεών του και της δράσης του, στάθηκαν τροχοπέδη στην καλλιτεχνική του εξέλιξη. Έτσι, για πρώτη φορά εμφανίζεται στην Ελληνική δισκογραφία το 1974 με ένα δίσκο 45 στροφών, ο οποίος περιλάμβανε δύο τραγούδια σε στίχους και μουσική του ιδίου. Στα δύο λαϊκά τραγούδια του δίσκου με τίτλους «Πάρε με φεγγάρι μου» και «Ροδακινιά ξανθή», τα οποία ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας, παρά τις όποιες στιχουργικές ερμηνείες μπορούν να δοθούν, δεσπόζουν το πολιτικό χρώμα και οι υπαινιγμοί για την ελευθερία. Αρκετά χρόνια αργότερα, τα δυο τραγούδια συμπεριλήφθηκαν στο δίσκο-συλλογή του Γ. Νταλάρα, με τίτλο «Για τα τραγούδια κι εγώ φταίω (Τραγούδια από τις 45 στροφές)», ο οποίος κυκλοφόρησε το 1993 από τη MINOS-EMI.
Το 1975, κυκλοφορεί από την εταιρεία ΜΙΝΟΣ, η πρώτη δισκογραφική του δουλειά, ο ζωντανά ηχογραφημένος δίσκος στη μπουάτ «Λήδρα», «Πάνος Τζαβέλλας – Τραγούδια από το αντάρτικο λημέρι του». Εκεί θα βρούμε πέρα από τις επανεκτελέσεις αντάρτικων τραγουδιών, όπως «Μπεζεντάκος (Οι αστοί τρομάξανε)», «Τραγούδι για την αγροτιά» κ.α., τρία εμβληματικά τραγούδια σε στίχους του Πάνου Τζαβέλλα. Μεταξύ άλλων τα «Μάημ’ Μάημ»’ σε ερμηνεία Χαρούλας Αλεξίου, το «Έντιμε άνθρωπε κυρ – Παντελή», «Ξυπνήστε», τα οποία παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα μέχρι σήμερα.
«Πώς μας τη φτιάξαν τη ζωή
μίση πολέμοι και καπνοί
βρωμίζει ο φασισμός τη γη
σαν κότες σφάζονται οι λαοί
κι εμείς στον ύπνο το βαθύ»
Τα αντάρτικα & πολιτικά τραγούδια, καθώς είναι βγαλμένα μέσα από τα σπλάχνα της ανθρώπινης ζωής, έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, εφόσον οι ιστορίες που υπάρχουν πίσω από αυτά, δεν αφορούν μόνο ευρύτερα γεγονότα, αλλά πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις. Έτσι, λοιπόν, ο Τζαβέλας, δεν θέλησε απλώς να μεταδώσει στις επόμενες γενιές τα αντάρτικα τραγούδια, μόνο ως μικρά δημιουργήματα της τέχνης, αλλά και ως μικρά μαθήματα Ιστορίας.
Έτσι, λοιπόν, δεν επέλεξε τυχαία το τραγούδι «Μπεζεντάκος (Οι αστοί τρομάξανε)», το οποίο αναφέρεται στον Μιχάλη Μπεζεντάκο (ή Μπεζαντάκο), τον αγωνιστή κομμουνιστή και τον κινηματογραφικό τρόπο της απόδρασής του, το Μάρτιο του 1932 από τις φυλακές Συγγρού.
Γεννήθηκε το 1912 στο Γύθειο και σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στα Ταμπούρια στον Πειραιά. Εργάστηκε ως τεχνίτης και περίπου το 1930 εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Η 1η Αυγούστου είχε οριστεί ως πανευρωπαϊκή αντιπολεμική-αντιφασιστική μέρα, με αφορμή την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σ.σ. 1/8/1914). Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε, παρά την απαγόρευση από την κυβέρνηση Βενιζέλου. Η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει τη συγκέντρωση που γινόταν στη Δραπετσώνα, συλλαμβάνοντας τον Κώστα Σαρίκα, στέλεχος του ΚΚΕ. Στην προσπάθεια των συντρόφων του να τον απελευθερώσουν, ο αστυφύλακας Γυφτοδημόπουλος πυροβόλησε εναντίον τους και στη συμπλοκή που ακολούθησε, έπεσε νεκρός. Για το θάνατό του, συνελήφθη ο Μιχάλης Μπεζεντάκος.
Ο Μπεζεντάκος με τη βοήθεια του ΚΚΕ αρχίζει να οργανώνει βήμα-βήμα την απόδρασή του. Προσποιείται τον άρρωστο, τρώει ελάχιστα και ζητάει νερό το οποίο ρίχνει κάθε μέρα 2 με 3 φορές, σε ένα ήδη μουχλιασμένο σημείο στον τοίχο του μπάνιου. Αργότερα, η οργάνωση του ΚΚΕ του προμηθεύει και εργαλεία για να τρυπήσει τον τοίχο. Μια μέρα, ο Μπεζεντάκος δεν εμφανίζεται στο προσκλητήριο. Οι φύλακες θεωρώντας ότι είναι άρρωστος, δεν ασχολούνται περισσότερο μαζί του. Ο ίδιος βρίσκεται κλεισμένος στο μπάνιο και μετά το προσκλητήριο ξεκινά - αργά και μεθοδικά - να γκρεμίζει τον τοίχο. Παράλληλα, στο κελί κάτω από τα σκεπάσματα έχουν στοιβαχτεί κούτσουρα στο σχήμα του ανθρώπινου σώματος για παραπλάνηση. Το βράδυ, ο τοίχος έχει τρυπήσει και ο Μπεζεντάκος πηδά στο κενό. Από κάτω τον περιμένουν μέλη του ΚΚΕ που τον μεταφέρουν σε ασφαλές σπίτι, όπου κρύβεται μέχρι να αναρρώσει από χτύπημα στο κεφάλι που του προκάλεσε η πτώση κατά την απόδραση. Στις 10 το άλλο πρωί, ένας φύλακας εντοπίζει την τρύπα του μπάνιου, οπότε γίνεται αντιληπτή η απόδραση του Μπεζεντάκου.
Δύο μέρες μετά, ο Ριζοσπάστης κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο «Ο σ. Μπεζαντάκος αποσπάστηκε απ’ τα νύχια της κεφαλαιοκρατίας που τον προόριζε για τουφέκισμα. Δραπέτευσε χθες από τις φυλακές Συγγρού».
Μόλις ανάρρωσε, μεταφέρθηκε στη Σοβιετική Ένωση και εργάστηκε σε εργοστάσιο αυτοκινήτων καθώς ήταν μηχανουργός στο επάγγελμα. Αν και για την τύχη του, οι απόψεις διίστανται για χρόνια, υπάρχουν μαρτυρίες και στοιχεία πως στάλθηκε στην Ισπανία για να ενταχθεί στη Διεθνή Ταξιαρχία στο πλευρό των Δημοκρατικών δυνάμεων, όπου και έχασε τη ζωή του πολεμώντας ενάντια στο φασισμό του Φράνκο.
Ο τρόπος της απόδρασής του ήταν τόσο ξακουστός, ώστε έγινε τραγούδι από τον Ζωρζέτο, έναν Σοβιετικό πολίτη και ηθοποιό από τη Γεωργία, που ήρθε στην Ελλάδα γύρω στο 1924 και έκανε φυλακή, την ίδια περίοδο που έγινε και η απόδραση Μπεζεντάκου από τις φυλακές Συγγρού. Ο Ζωρζέτος προσάρμοσε το τραγούδι στη μελωδία ενός κομματιού του συνθέτη Λέων Ουτάσοφ με τον τίτλο Бублички (μπουμπλίτσκι) που σημαίνει «μικρά στρογγυλά ψωμάκια».
Ύστερα από τον πρώτο ζωντανό δίσκο του Τζαβέλλα, η υπόλοιπη δισκογραφική παρουσία του, θα μπορούσε να χωριστεί σε δυο κατηγορίες.
Η πρώτη κατηγορία, περιλαμβάνει 4 δίσκους με επανεκτελέσεις αντάρτικων τραγουδιών, για τα οποία έγραφε στο βιβλίο του ANTAPTO-ROCK:
«Τι είναι τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944; Είναι η καλλιτεχνική έκφραση του Έπους της Εθνικής Αντίστασης. Είναι η φωνή, του λαού μας σε μια κρίσιμη και δραματική ώρα της πατρίδας μας. Είναι ο καθρέφτης της λαϊκής ψυχής, είναι οι πόθοι και τα όνειρά του, είναι η κλαγγή των όπλων, βροντή κι αστροπελέκι, είναι κάλεσμα για μάχη, είναι η ψυχή του αγώνα».
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους δίσκους με τα δικά του τραγούδια στους οποίους θα σταθούμε αναλυτικότερα. Ο ίδιος, λόγω της σεμνότητάς του, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να προβάλλει το δικό του προσωπικό έργο, παραμένοντας μέχρι σήμερα γνωστός περισσότερο για τις επανεκτελέσεις των αντάρτικων τραγουδιών και λιγότερο ως συνθέτης και τραγουδοποιός.
Το 1977, από την Columbia, κυκλοφορεί ο δίσκος «Πορεία μεσ’ τη νύχτα». Πρόκειται για ένα δίσκο βασισμένο σε ποιήματα του Χιώτη αγωνιστή ποιητή Φώτη Αγγουλέ, τα οποία είτε μελοποιούνται με τη μορφή της μπαλάντας, είτε απαγγέλλονται, με τη συμμετοχή της Νατάσας Παπαδοπούλου και Χορωδίας. Ο δίσκος του Τζαβέλλα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς αποτελεί μία συνολική συνθετική εργασία πάνω στην ποίηση του Αγγουλέ, δεδομένου ότι μόνο περιστασιακά, ορισμένα ποιήματά του μελοποιήθηκαν και από άλλους, πολύ σημαντικούς συνθέτες (Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος, Μπακαλάκος κ.α.)
Ο Φώτης Αγγουλές, γεννημένος το 1911 στο Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, αποτελεί φαινόμενο, δεδομένου ότι λόγω των δυσκολιών, αναγκάστηκε να βγει από παιδί στη βιοπάλη, εγκαταλείποντας το σχολείο στη δευτέρα δημοτικού. Παρόλα αυτά, μεγαλώνοντας, εργάζεται ως διορθωτής σε τοπικές εφημερίδες στη Χίο, ενώ το 1932 εμφανίζεται πρώτη φορά στα γράμματα.
Εκδίδει στη Χίο τη δική του σατυρική εφημερίδα «Μιχαλού», και ως αντιφασίστας γράφει σατυρικά κείμενα για το Μουσολίνι τον Ιούλιο του 1936, για τα οποία διώκεται από τις ελληνικές αρχές. Με την κατάληψη της Χίου από τους Γερμανούς, δραπετεύει μαζί με άλλους αντιφασίστες και κομμουνιστές για τη Μέση Ανατολή. Εκεί συνδέεται με το ΕΑΜ όπου συλλαμβάνεται από του Άγγλους «συμμάχους» κλείνεται σε φυλακή της Παλαιστίνης, σε διάφορα στρατόπεδα, και τέλος στο κολαστήριο Ντεκαμερέ.
Από το 1945 που απελευθερώνεται, ζει στη Χίο, παρακολουθούμενος διαρκώς, καθώς αρνείται να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Τελικώς, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο, η εκτέλεση του οποίου ματαιώνεται λόγω της μαζικής κινητοποίησης του Χιώτικου λαού.
Απελευθερώνεται το 1956, βαριά άρρωστος. Αδυνατεί να βρει δουλειά και ζει πάμφτωχος, στερούμενος ακόμη και τα στοιχειώδη για την επιβίωσή του. Με τη μεσολάβηση γνωστών και φίλων, βρίσκει μία δουλειά ως τυπογράφος, όπου κατορθώνει να τυπώσει την εν λόγω ποιητική συλλογή. Όμως, τα προβλήματα υγείας τον λυγίζουν.
Αρχές του 1964, με παρέμβαση του Σωματείου Τυπογράφων, του δίνεται μια ψωροσύνταξη. Στις 27 Μαρτίου παίρνει το καράβι «Κολοκοτρώνης», για Πειραιά. Ταξιδεύοντας στην τρίτη θέση ξεψυχά από πνευμονικό οίδημα. Στην τσέπη του βρέθηκαν μόνο 20 δραχμές.
Η εργασία του Πάνου Τζαβέλλα πάνω στην ποίηση του Φώτη Αγγουλέ, ήταν σύμφωνα με τον ίδιο «χρέος μας ιερό ν’ αναστήσουμε - μαζί με το αντάρτικο τραγούδι - τον αγωνιστή-ποιητή που τα ’δωσε όλα για την Ελλάδα και τον άνθρωπο».
Ακούστε εδώ ολόκληρο το δίσκο.
Η «Λευτεριά Παντάνασα» κυκλοφορεί το 1981 και περιλαμβάνει τραγούδια σε στίχους Πέτρου Ανταίου και Στέφανου Τηλικίδη τα οποία ερμήνευσαν ο ίδιος ο συνθέτης, η Νατάσα Παπαδοπούλου και η Δάφνη Σκούρα.
Ο Πέτρος Ανταίος (λογ. ψευδώνυμο του Σταύρου Γιαννακόπουλου), γεννήθηκε στην Προύσα και μεγάλωσε στην Μυτιλήνη, σε περίοδο ανθοφορίας της Λεσβιακής Πνευματικής Άνοιξης. Άρχισε να δημοσιεύει στα νεοελληνικά γράμματα από 18 χρονών. Σπούδασε στην Ανωτάτη Εμπορική και αργότερα στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Γκόρκι της Μόσχας. Τις μέρες της εισβολής των ναζί στην Ελλάδα ίδρυσε τη "Φιλική Εταιρεία Νέων". Ήταν γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ των νέων, από τους οργανωτές της ΕΠΟΝ και επικεφαλής των Επονιτών ανταρτών του ΕΛΑΣ (η μαρτυρία του "Πώς ιδρύσαμε την ΕΠΟΝ" διασώζεται στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου, "Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την Ελληνική Αριστερά", Εστία, 2005). Στην υπερορία σε συνεργασία με τον Έρενμπουργκ, την Αιχμάτοβα και άλλους σοβιετικούς συγγραφείς παρουσίασε έργα τριάντα σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων. Έργα του δημοσιεύτηκαν στα ρωσικά και στις κυριότερες γλώσσες των λαών της πρώην ΕΣΣΔ, καθώς και μεγάλος αριθμός άρθρων του στο κεντρικό τύπο της Μόσχας, φωτίζοντας τους αγώνες, τις δοκιμασίες και τις πνευματικές κατακτήσεις του ελληνικού λαού. Μετά τον επαναπατρισμό του εξέδωσε πολλά έργα του (μεταξύ των οποίων δύο μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων) και μεταφράσεις Πούσκιν, Τολστόι, Μπούνιν, Μαγιακόφσκι, Ριμπακόφ, Τουργκένιεφ, Ντοστογιέφσκι κ.ά. Έφυγε από τη ζωή στις 25 Ιουνίου 2002.
Ο Στέφανος Τηλικίδης γεννήθηκε το 1923 στο Κρεπασνόι του Καυκάσου. Σε ηλικία 6 ετών εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο χωριό Τέρπυλος του νομού Κιλκίς. Εκεί διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Κιλκίς. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της Κατοχής οργανώθηκε στις τάξεις του Ε.Α.Μ..
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1953 με την ποιητική συλλογή «Δημοτικά Μοτίβα» σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
Το 1963, βραβεύτηκε στον Καλοκαιρίνειο Διαγωνισμό του Φιλολογικού Συλλόγου "Παρνασσός" για το θεατρικό του έργο με τον τίτλο «Αυτή που δεν ξέχασε».
Το 1983, βραβεύτηκε με το Βραβείο Ειρήνης και Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί για τα ποιήματά του «Αγάλιασμα», «Ογλούμ» και «Γράμμα στον Αζίζ Νεσίν».
Το 1994, η Ελληνική Επιτροπή Διεθνούς Ύφεσης και Ειρήνης Θεσσαλονίκης (ΕΔΥΕΘ) του απένειμε μετάλλιο για την προσφορά του στους αγώνες του φιλειρηνικού κινήματος, καθώς το σύνολο του έργου του είναι αφιερωμένο στον άνθρωπο και την Ειρήνη.
Η λογοτεχνική κριτική του απένειμε τον τίτλο του «Ποιητή της Ειρήνης».
Οι στίχοι του ποιήματός του «Γρηγόρης Λαμπράκης» βρίσκονται χαραγμένοι στη βάση του μνημείου προς τιμήν του Γρ. Λαμπράκη επί της οδού Ερμού στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και συμπεριλαμβάνονται σε Ελληνικές και ξένες ποιητικές ανθολογίες.
Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Στη Θεσσαλονίκη έζησε μέχρι το θάνατό του το 1995.
Το 1981 είναι μια χρονιά ορόσημο για την πολιτική ζωή της χώρας και ο Τζαβέλλας δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος και ανεπηρέαστος στο καλλιτεχνικό του έργο από τα γεγονότα. Είναι η χρονιά, όπου πανηγυρικά επαγγέλλεται η περιβόητη «αλλαγή» που όμως ποτέ δεν συνέβη επί της ουσίας. Είναι η χρονιά, όπου μεγάλο πλήθος αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, της Αριστεράς, άνθρωποι δημοκράτες που αγωνίστηκαν, εξορίστηκαν και πέρασαν από φωτιά και σίδερο, ακολούθησαν ένα δρόμο γοητευτικό και πολλά υποσχόμενο, που παρά το ωραίο περιτύλιγμα δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα. Είναι η εποχή που οι μεγάλες έννοιες του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, της λαϊκής κυριαρχίας αλλοιώθηκαν ως προς το αληθές περιεχόμενό τους.
Ο Τζαβέλλας, παραμένοντας πιστός στις ιδέες του, συνεργάζεται με δυο στιχουργούς που ήταν γέννημα θρέμμα της Εθνικής Αντίστασης και όπως φαίνεται, δεν παρασύρθηκαν από το γενικότερο κλίμα της εποχής. Φτιάχνουν ένα δίσκο με τραγούδια που έχουν «χρώμα» δημοτικής μουσικής και στιχουργικά φαίνεται σαν να προσπαθούν να αναπαλαιώσουν την αντάρτικη θεματολογία δίνοντάς τη θέση που της αξίζει, σε αντίθεση με αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν την αγωνιστική προσφορά τόσων ανθρώπων, όχι μόνο για να ανέβουν τα σκαλοπάτια της εξουσίας, αλλά και να παροπλίσουν κάθε παραπέρα αγωνιστική τους διάθεση, παραπλανώντας τους για δήθεν δικαίωση των θυσιών τους. Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι – προσκλητήριο νεκρών (σ.σ. Θρήνος) που αναφέρεται στο αίμα των Ηλέκτρα Αποστόλου, Παναγιώτας Σταθοπούλου, Γρηγόρη Λαμπράκη, Σωτήρη Πέτρουλα, Διομήδη Κομνηνού, Αλέκου Παναγούλη. Άνθρωποι διαφορετικών γενεών που όλοι τους ενώθηκαν με μία νοητή γραμμή αίματος και αγώνα.
Το 1983, κυκλοφόρησε ο δίσκος «Θρήνοι & αναστάσιμα» με τη μοναδική λαϊκή φωνή της Καίτης Γκρέυ, ενώ τα μπουζούκια παίζει ο Χρήστος Νικολόπουλος. Πρόκειται για έναν καθαρόαιμο λαϊκό δίσκο, μουσικά αλλά και στιχουργικά. Χαρακτηριστικό τραγούδι το ζεϊμπέκικο «Της φωτιάς ο γιός». Ακόμη και σε αυτό το λαϊκό δίσκο, ο Τζαβέλλας δεν αποκόβεται από το παρελθόν του. Αντίθετα, με αποστασιοποιημένη - χρονικά πλέον - ματιά, θυμάται και κατά κάποιο τρόπο κάνει έναν απολογισμό ζωής.
Ιδιαίτερα φορτισμένο το τραγούδι «Θρήνος για το Μανώλη Σιγανό», του φυματιολόγου γιατρού από το Σκαλάνι της Κρήτης που γεννήθηκε το 1904. Εντάχθηκε ως φοιτητής στο ΚΚΕ. Εξορίστηκε από το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά και αργότερα παραδόθηκε στους Γερμανούς, όπου και κατάφερε να αποδράσει το 1942. Αμέσως εντάχτηκε στον ΕΛΑΣ. Αργότερα, το ΠΓ του ΚΚΕ του ανέθεσε τη φύλαξη του Νίκου Ζαχαριάδη. Συνελήφθη το 1944 και αφού τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, καταδικάστηκε σε θάνατο. Κατάφερε να δραπετεύσει μία ήμερα πριν την εκτέλεσή του. Μάλιστα, είχε το παρατσούκλι «άσος των αποδράσεων».
Τα κατοπινά χρόνια πηγαινοερχόταν σε φυλακές και εξορίες. Μάλιστα, το 1953 στο μεγάλο σεισμό της Κεφαλλονιάς βρισκόταν στις εκεί φυλακές. Ο Μανώλης Σιγανός έδειξε την ανθρωπιά του ακόμη και προς τους εχθρούς και αντιπάλους του: Άρρωστος από την καρδιά του κι ενώ η φυλακή τραμπάλιζε έτοιμη να πέσει και να θάψει ζωντανούς 300 κατάδικους, πέρασε κάτω από τους καστρότοιχους που είχαν αρχίσει να γκρεμίζονται κι έτρεξε στη βορεινή σκοπιά. Πήγε να ξεθάψει και να σώσει ένα χωροφύλακα, που είδε πως γκρεμίστηκε μαζί με τη σκοπιά και θάφτηκε κάτω από τα ερείπια. Έφτασε έγκαιρα, τον ξέθαψε και τον έσωσε, ενώ οι άλλοι χωροφύλακες είχαν εξαφανιστεί, για να σωθούν.
Φυλακίστηκε ακόμη και σε σχετικά προχωρημένη ηλικία και με μεγάλα προβλήματα υγείας από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, η οποία, όμως, μετά από λίγους μήνες τον απελευθέρωσε από φόβο μη χρεωθεί το θάνατό του.
Το βράδυ της 7ης Ιουνίου του 1972, περπατώντας, στο Σύνταγμα, κάθισε σ’ ένα παγκάκι του Ζαππείου. Εκεί έγειρε το κεφάλι του και πέθανε μέσα στα δέντρα και στα λουλούδια που αγαπούσε πολύ. Ακόμη κι εκείνη τη στιγμή, δεν αφέθηκε στην τύχη του. Προσπάθησε να βάλει στο στόμα του το χάπι της καρδιάς, μα δεν πρόλαβε. Βρέθηκε εκεί, με το χαπάκι στη χούφτα του.
Ο τελευταίος δίσκος του Πάνου Τζαβέλλα κυκλοφόρησε το 1986 με τίτλο «Επαναστατικός ρομαντισμός», και περιλαμβάνει τραγούδια σε ύφος μπαλάντας και θεματική πιο κοντά στο πλαίσιο της εποχής που κυκλοφόρησαν. Μιλάει για την «Αθήνα του νέφους, του άγχους και της αντιπαροχής», τη «Μετανάστευση», ενώ περιλαμβάνει και το τραγούδι «Ειρήνη» το οποίο πριν από δύο χρόνια, το 1984 είχε ακουστεί στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Ακόμη, περιλαμβάνει ένα τραγούδι φόρος-τιμής στον Ντανιέλ Ορτέγκα, ηγέτη των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, με τίτλο «Ορτέγκα Κομαντάντε».
Το τελευταίο τραγούδι του δίσκου - το οποίο το 1982 επένδυσε μουσικά τους τίτλους αρχής της ομώνυμης ταινίας για τον Εμφύλιο - σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, επισφράγισε το τέλος της δισκογραφίας του Πάνου Τζαβέλλα συνοψίζοντας την αγωνιστική διαδρομή του, μιλούσε για εκείνο το αεικίνητο «Κόκκινο τρένο» το οποίο «όπου περνά βάζει φωτιά και είν’ απ’ τη λευτεριά σταλμένο για το ταξίδι της ζωής»…
Πηγές:
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο