Μάθετε για 12 μουσικά όργανα σε αυτό το δεύτερο μέρος της παρουσίασης. Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε
εδώ...
Αερόφωνο
Παλιό μουσικό όργανο, που έμοιαζε με λατέρνα. Λειτουργούσε με πεπιεσμένο αέρα. Οι ήχοι του προκαλούνταν με την περιστροφική κίνηση μιας χειρολαβίδας. Μπορούσε να παίζει 5 έως 6 διαφορετικούς σκοπούς. Λεγόταν και
βαρβαρικό όργανο γιατί, όταν χαλούσε, προκαλούσε απαίσιους θορύβους. Η ανακάλυψή του ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους...
Αιολοπάνταχο
Μουσικό όργανο. Είναι συνδυασμός πιάνου και αιολομελωδικού (θυμίζει το εκκλησιαστικό όργανο). Εξωτερικά μοιάζει με το πιάνο, μέσα όμως στο αρμονικό του κιβώτιο έχει φυσητήρες που μπαίνουν σε λειτουργία με κατάλληλους χειρισμούς των πεντάλ. Ο αέρας που βγαίνει από τους φυσητήρες ενεργεί πάνω σε γλωσσίδια που αντιστοιχούν στα πλήκτρα του πιάνου.
Aκμων
Μουσικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των κρουστών. Αποτελείται από μια μεταλλική πλάκα που είναι τοποθετημένη πάνω σε ένα ξύλο και από ένα σφυρί το οποίο χτυπά ο εκτελεστής πάνω στην πλάκα. Η χρησιμοποίηση του ά. γίνεται περισσότερο για τη δημιουργία εντυπώσεων. Ο ήχος που παράγεται είναι ξερός ή οξύς, ανάλογα με τον όγκο της πλάκας. Το όργανο αυτό χρησιμοποιήθηκε και από κλασικούς συνθέτες (
Βέρντι, Μπιζέ, Βάγκνερ) σε ορισμένες τους όπερες.
Aκορντεόν
Μουσικό όργανο. Εφευρέθηκε από τον Αυστριακό Ντάνιαν το 1829 και τελειοποιήθηκε από τον Γάλλο Κ. Μπιφέ το 1839. Διαθέτει γλωττίδες που περιέχονται σε δύο θήκες, οι οποίες συνδέονται με ένα φυσερό, το οποίο, καθώς είναι ελεύθερο, τις βάζει σε παλμική κίνηση και προς τις δύο διευθύνσεις, με το πληκτροφόρο του δεξιού χεριού, παραπλήσιο με εκείνο του πιάνου, ή με το πληκτροφόρο του αριστερού, που αποτελείται από μια σειρά κουμπιά. Το διατονικό α., παράγει δύο διαφορετικούς ήχους με το ίδιο κουμπί, αν έλξουμε ή ωθήσουμε το φυσερό.
Aρπα
Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η άρπα σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες κάθετα, πολλές ανισομήκεις χορδές, που καταλήγουν και στερεώνονται στο ηχείο, έναν ειδικό μηχανισμό που είναι τοποθετημένος στον χορδοστάτη και λειτουργεί με την κίνηση των ποδοπλήκτρων, και με αυτό τον τρόπο επιτρέπει την τονική αλλοίωση του ήχου των χορδών.
Ιστορία. Η άρπα, όργανο με αρχαιότατη προέλευση, έφτασε στην Ευρώπη από την Ανατολή, όπου ήταν ευρύτατα γνωστή? οι πρώτες μαρτυρίες ανάγονται στην εποχή του αρχαίου βασιλείου της Αιγύπτου και οι σχετικές παραστάσεις δείχνουν μερικές χορδές τεντωμένες ανάμεσα στα άκρα ενός τόξου. Αργότερα, την εποχή του Μέσου και Νέου Βασιλείου, η άρπα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σχημάτων, ενώ αρχίζει να τονίζεται ιδιαίτερα το διακοσμητικό στοιχείο. Η αιγυπτιακή άρπα ήταν συνήθως μεγάλου σχήματος και παιζόταν καθιστά (σπάνιες είναι στην Αίγυπτο οι περιπτώσεις φορητής άρπας). Αντίθετα, στη Συρία ήταν μικρότερων διαστάσεων, πάντα φορητή και παιζόταν περπατητά. Η τελευταία άλλαξε σχήμα και από τοξοειδής έγινε γωνιώδης. Στην Ευρώπη πρωτοεμφανίζεται στις βόρειες χώρες (συγκεκριμένα στην Ιρλανδία και τη Σκοτία) ανάμεσα στον 8o και 9o αι. μ.Χ. Προέρχεται από την αιγυπτιακή και έχει τις ίδιες διαστάσεις, καθώς και το ίδιο επίμηκες σχήμα του ηχείου. Αρχικά –είτε τοξοειδής είτε γωνιώδης– η άρπα ήταν πάντα ανοιχτή από το ένα μέρος. Αντίθετα στην Ευρώπη με την εισαγωγή του κιονίσκου, στοιχείου διακοσμητικού και πρακτικού ταυτόχρονα, αλλάζει οριστικά σχήμα και γίνεται τριγωνική. Η άρπα διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και υιοθετήθηκε από τους περιπλανώμενους τραγουδιστές? χάρη στην κομψότητά της έγινε αντικείμενο ξεχωριστής φροντίδας, ιδιαίτερα των Γάλλων και Βαυαρών κατασκευαστών, ενώ οι κυρίες της αριστοκρατίας την προτιμούσαν για την ποιότητα του ήχου της ως στόλισμα των σαλονιών τους.
Το ενδιαφέρον των μουσικών για το όργανο αυτό αυξήθηκε παράλληλα με την τεχνική τελειοποίησή του. Υπήρχαν άρπες διπλές, με 58 χορδές, τοποθετημένες σε δύο σειρές, καθώς και άρπες χρωματικές με δίχρωμες χορδές: άσπρες για τους διατονικούς φθόγγους και μπλε για τους χρωματικούς. Υπήρχε ακόμα άρπα με σύστημα χορδών που άλλαζε διατονικό ύψος με ειδικά μικρά άγκιστρα που τα χειριζόταν o εκτελεστής, καθώς και ά. με ποδόπληκτρα που επέτρεπαν την αυξομείωση στο τέντωμα των χορδών, πετυχαίνοντας έτσι μηχανικά μια πλήρη χρωματική κλίμακα. Τέλος, υπάρχει η σύγχρονη άρπα με ποδόπληκτρα και από τις δύο πλευρές, που κατασκευάστηκε το 1828 από τον Σεβαστιανό Εράρ και καθιερώθηκε πια ως όργανο ορχήστρας και συναυλιών.
Η άρπα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως όργανο ορχήστρας το 1607 από τον Μοντεβέρντι στην όπερά του Ορφεύς. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ήδη στην Ιταλία εξαίρετοι εκτελεστές του οργάνου αυτού. Χρησιμοποιήθηκε επίσης στα μελοδράματα των Χέντελ, Γκλουκ, Ροσίνι και
Βέρντι ιδιαίτερα ως όργανο συνοδείας των μονωδικών μερών. Στα μελοδράματα μάλιστα Ορφεύς και Ευρυδίκη του Γκλουκ και Αΐντα του
Βέρντι, η άρπα. γίνεται ένα όργανο συνοδείας που ταιριάζει απόλυτα στο σκηνικό περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται ο μύθος των έργων αυτών.
Με τους μεταγενέστερους μουσικούς, όπως o Μπερλιόζ, o Λιστ, o Βάγκνερ, o Στράους, ο Ντεμπισί και ο Ραβέλ, η άρπα απέκτησε μια ιδιαίτερη εκφραστική αξία τόσο στον τομέα της συμφωνικής μουσικής όσο και στον τομέα της μουσικής δωματίου.
Άσκαυλος
Μουσικό ποιμενικό όργανο εφοδιασμένο με ασκό για αποθήκευση αέρα. Ο άσκαυλος είναι όργανο πολύ συνηθισμένο στην Ευρώπη και σε μερικές περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Στην τυπική του μορφή εμφανίζεται τον Μεσαίωνα ως όργανο των μενεστρέλων, ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται στους χορούς και στις γιορτές των χωρικών. Ακόμα εμφανίζεται και στις αυλές των ευγενών και των βασιλιάδων. Toν 16o αι. διαδίδεται σε μια παραλλαγμένη μορφή, που λέγεται musette ή cabrette.
Ο άσκαυλος έχει μια δική του μουσική φιλολογία, κυρίως χάρη στις συνθέσεις δύο ιδιότυπων οικογενειών Γάλλων μουσικών, που έζησαν μεταξύ 17ου και 18ου αι., των Οτετέρ (Hotteterre) και των Σεντβίλ (Chedeville). Πολύ συγγενική με τον άσκαυλο είναι η τσαμπούνα, που ανάμεσα στις χώρες που χρησιμοποιείται είναι και η Ελλάδα. Ενώ στον άσκαυλο το φύσημα γίνεται έμμεσα, με ένα φυσητήρι που ο εκτελεστής πιέζει με τον βραχίονα, στην τσαμπούνα το φύσημα γίνεται άμεσα από τον ίδιο τον εκτελεστή.
Ασκομαντούρα
Πνευστό όργανο, γνωστό από την αρχαιότητα και εξαιρετικά δημοφιλές στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα. Σήμερα το συναντούμε με ποικίλα ονόματα και σχήματα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Λέγεται και ασκοτσάμπουνο, τσαμπούνα και γκάιντα. Αποτελείται από έναν δερμάτινο ασκό στον οποίο είναι προσαρμοσμένος ένας ή περισσότεροι αυλοί με διαφορετικό μήκος και σχήμα. Ο μουσικός φυσάει στον ασκό από το επιστόμιο του κυριότερου αυλού, που έχει 7 έως 8 μικρές τρύπες και με τα δάχτυλά του παίζει τη μελωδία. Οι άλλοι αυλοί χρησιμεύουν για να κρατάει το ίσο ενός ορισμένου τόνου. Βλ. άσκαυλος.
Aυλός
Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη αυλού: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα ανάλογα σύγχρονα όργανα, και τέλος τους δίαυλους, που ήταν συνδυασμός δύο μιμ, φέρονταν στο στόμα και οι δύο μαζί και παρήγαν ταυτόχρονα δύο ήχους. Οι Κινέζοι γνώριζαν και αυτοί τρεις διαφορετικούς τύπους αυλού, που βασικά δεν διέφεραν πολύ από τους αιγυπτιακούς: τους γιο, που ήταν ευθύαυλοι, όπως οι μιμ, τους τσε, που ήταν πλαγίαυλοι με το επιστόμιο στη μέση του οργάνου, και τέλος τους σιάο, που ήταν μια σειρά από ανισομήκεις σωλήνες από μπαμπού, μέσα στους οποίους φυσούσαν ακριβώς όπως μέσα σε ένα κοίλο (θηλυκό) κλειδί. Στην ελληνική αρχαιότητα ο αυλός. έπαιξε σημαντικό ρόλο ως όργανο συνοδείας σε θρησκευτικές τελετές, σε συμπόσια και θεατρικές παραστάσεις. Το αρχαιότερο ελληνικό πρότυπο του είδους είναι ίσως η σύριγγα του Πάνα, που χρησιμοποιούταν περισσότερο ως ποιμενικό όργανο. Έμοιαζε πολύ με το κινεζικό σιάο και παιζόταν κατά τον ίδιο τρόπο. Αποτελούταν από επτά έως εννέα ανισομήκεις σωλήνες από καλάμι, τοποθετημένους έτσι, ώστε να παράγουν μια ολόκληρη διατονική κλίμακα. Οι άλλοι τύποι ελληνικών αυλών ήταν ευθύαυλοι με διπλή γλωττίδα και δεκαέξι το πολύ οπές, πλαγίαυλοι με επιστόμιο, άσκαυλοι, κάτι σαν τη σημερινή γκάιντα και τέλος δίαυλοι με ξεχωριστή για τον καθένα από τους δύο αυλούς γλωττίδα και με δύο έως πέντε οπές. Εκτός από τους άσκαυλους και φυσικά τη σύριγγα του Πάνα, οι υπόλοιποι αυλοί, των οποίων ο ήχος έμοιαζε περισσότερο με τον ήχο του σύγχρονου κλαρινέτου, είχαν διάφορα μεγέθη: μεγαλύτερο οι αντρικοί οξύφωνοι και βαθείς, μικρότερο οι γυναικείοι υψίφωνοι και μέσοι, ανάλογα κάθε φορά, όχι μόνο με το τονικό ύψος, αλλά και με το ηχόχρωμα που ταίριαζε στο είδος του τρόπου, δηλαδή της μουσικής κλίμακας που χρησιμοποιούσαν. Όσο για τους δίαυλους, οι σχετικές παραστάσεις μας τους δείχνουν ανισομήκεις. Παίζονταν πάντα από τον ίδιο αυλητή. Δεν είναι όμως βέβαιο αν παίζονταν ταυτόχρονα, οπότε θα παρήγαν δυο διαφορετικούς φθόγγους ή ο ένας μετά τον άλλο, οπότε ο δεύτερος αυλός θα παρήγε τους βασικούς τουλάχιστον φθόγγους κάποιου άλλου τρόπου και θα χρησίμευε έτσι για μετατροπία, δηλαδή για μετάβαση από τη μια κλίμακα στην άλλη. Ωστόσο δεν είναι αβάσιμη η εκδοχή ότι και οι δύο αυλοί παίζονταν ταυτόχρονα, οπότε ο δεύτερος, ο βαθύτερος, πιθανόν να συνόδευε τον πρώτο με ένα είδος κρατημένου φθόγγου (ισοκράτη).
Απόγονοι των αρχαιότατων αυτών οργάνων είναι τα λαϊκά ποιμενικά όργανα (όπως η νεοελληνική φλογέρα) που συναντούμε σήμερα λίγο πολύ σε όλους τους λαούς, ενώ τελειοποιημένος τύπος είναι το σύγχρονο φλάουτο, που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως όργανο δεξιοτεχνίας ή συμφωνικής ορχήστρας.
Bάρβιτος
Μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, που λεγόταν επίσης και
κιθάρα. Η καταγωγή του ανάγεται στη μυθολογία, γι’ αυτό και αναφέρεται ως το αγαπημένο μουσικό όργανο του Απόλλωνα. Ήταν όμοιο με τη λύρα, αλλά με μεγαλύτερες διαστάσεις. Τη βάρβιτο αποτελούσαν ένα αρμονικό ηχείο σε διάφορα σχήματα, κλεισμένο ανάμεσα σε δύο πλάγιους βραχίονες –κατά κανόνα καμπυλωτούς προς τα έξω– που συνδέονταν με ένα εγκάρσιο στήριγμα. Μεταξύ του αρμονικού ηχείου και του στηρίγματος ήταν τεντωμένες μερικές χορδές σε μεταβλητό αριθμό, από τέσσερις έως δεκαπέντε.
Η βάρβιτος ηχούσε συνήθως μόνο με πλήκτρο, αλλά οι δεξιοτέχνες χρησιμοποιούσαν τα δάχτυλά τους. Ήταν γνωστή από τον 7o αι. π.Χ. και γνώρισε, με τον καιρό, μεγάλη δημοτικότητα, όπως φαίνεται από πολυάριθμες παραστάσεις της σε τοιχογραφίες, αγγειογραφίες, αγάλματα. Τον Μεσαίωνα, βάρβιτος ονομαζόταν ένα λαϊκό έγχορδο όργανο, με επίπεδο ηχείο και μακριά λαβή. Από αυτό προέρχονται σήμερα το λαούτο και η
κιθάρα.
Bιέλα
(viella). Το αρχαιότερο έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο, με ηχείο επίπεδο. Η ονομασία του προέρχεται από παραφθορά (viole ή vielle)της γαλλικής λέξης viole (βιόλα). Η βιέλα διαδόθηκε πολύ από τους τροβαδούρους και τους μενεστρέλους του 12ου και 13ου αι. Είχε πέντε χορδές, ικανές να δημιουργούν ήχους που εκτείνονταν σε δυόμισι οκτάβες. Μερικοί θεωρούν πως η βιέλα προέρχεται από το organistrum, είδος μεγάλου λαούτου, χαρακτηριστικού των πλανόδιων μουσικών, που το έπαιζαν τρίβοντας τις χορδές με έναν μηχανισμό όμοιο με μικρή μανιβέλα, και το οποίο γνώρισε μια νέα άνθηση στη Γαλλία τον 18ο αι.
Bιμπράφωνο
Κρουστό μουσικό όργανο. Αποτελείται από λεπτά χαλύβδινα ελάσματα που πάλλονται όταν τα χτυπάει κανείς με ειδικές μπαγκέτες. Τα ελάσματα είναι τοποθετημένα κατά τέτοιο τρόπο που να σχηματίζουν μια πλήρη χρωματική κλίμακα. Κάτω από το καθένα τους βρίσκονται ισάριθμοι μεταλλικοί σωλήνες και μέσα σε αυτούς μια μικρή έλικα, που περιστρέφεται χάρη σε έναν ειδικό ηλεκτρικό μηχανισμό. Καθώς η έλικα περιστρέφεται, δίνει στις παλμικές κινήσεις των ελασμάτων έναν ήχο πολύ χαρακτηριστικό. Για να πετύχει κανείς
συγχορδίες με περισσότερους φθόγγους, μπορεί να χτυπά τα ελάσματα με περισσότερες μπαγκέτες (έως 6, δηλαδή 3 σε κάθε χέρι). Το βιμπράφωνο μπήκε στη σύγχρονη συμφωνική ορχήστρα (αναφέρουμε ενδεικτικά τη Λειτουργία για την Ειρήνη του Αλφρέντο Καζέλα και τα Τραγούδια της αιχμαλωσίας του Λουίτζι Νταλαπίκολα), αλλά μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε σε συνθέσεις πρωτοποριακής μουσικής και κυρίως στην τζαζ.
Bιόλα
Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το
βιολί, η βιόλα έχει κοινό μηχανισμό και τεχνική με αυτό. Ο ήχος της είναι βαθύς, αλλά διαπεραστικός και πλούσιος σε παλμικές δονήσεις.
Αν και η καταγωγή της ανάγεται στον 13o αι., μεταξύ 16ου και 17ου αι. ονόμαζαν βιόλα όλα τα όργανα της οικογένειας των εγχόρδων. Οι βιόλες διακρίνονταν τότε σε δύο είδη: στις βιόλες ντα μπράτσο (viole da bracchio),που έμοιαζαν πιο πολύ με το
βιολί, και στις βιόλες ντα γκάμπα (viole da gambα)που, ανάλογα με την έκταση και τον τρόπο που κουρδίζονταν, περιλάμβαναν από τη μια μεριά τις οξύφωνες, υψίφωνες, μεσόφωνες, βαρύτονες και βαθύφωνες βιόλες και από την άλλη έναν νόθο τύπο οργάνου, που βρισκόταν μεταξύ βαθύφωνου και οξύφωνου. Η μεσόφωνος του νόθου αυτού τύπου είναι η βιόλα ντ’ αμόρε (viola d’ amore)με 5 έως 7 χορδές, που στηρίζονται πάνω σε καβαλάρη,και 7-14 συμπαθητικές χορδές, κουρδισμένες σε ταυτοφωνία με τις αντίστοιχες κύριες, με τις οποίες και συνηχούν, όπως συνηθίζεται να λέγεται, εκ συμπαθείας.
Μερικοί θεωρούν τη βίολα ντ’ αμόρε όργανο αγγλικής επινόησης των μέσων του 17ου αι., χωρίς όμως να υπάρχουν και ανάλογα όργανα εκείνης της εποχής. Άλλοι πάλι τη θεωρούν ιταλικής επινόησης και ως απόδειξη φέρουν το γεγονός ότι το 1720 ένας Ολλανδός δεξιοτέχνης έπαιξε πάνω σε μια βιόλα ντ’ αμόρε με επτά χορδές, βενετικής κατασκευής. Σε κάθε περίπτωση, Ιταλοί ήταν οι πρώτοι αξιόλογοι κατασκευαστές και δεξιοτέχνες, μεταξύ των οποίων αναφέρεται και ο διάσημος, τον 18ο αι., βιολιστής Ατίλιο Αριόστι (1666-1740) που, μεταξύ άλλων, έγραψε και μια συλλογή από τέσσερα μαθήματα και κομμάτια για βιόλα ντ’ αμόρε (1728). Αργότερα μεταχειρίστηκε βιόλα ντ’ αμόρε και ο Μάγερμπερ, στην πρώτη πράξη του μελοδράματός του Οι Ουγενότοι (1836). Η σύγχρονη βιόλα, αντίθετα με το
βιολί, δεν βρήκε μεγάλη απήχηση ως όργανο δεξιοτεχνίας και η φιλολογία της είναι μάλλον περιορισμένη. Ενδεικτικά αναφέρουμε το συμφωνικό ποίημα του Μπερλιόζ Ο Χάρολντ στην Ιταλία,αφιερωμένο στον Παγκανίνι, που ωστόσο δεν το έπαιξε ποτέ, και τις συνθέσεις του Χίντεμιτ με συνοδεία πιάνου ή ορχήστρας.
Πηγή: ΔΟΜΗ