Παρά το γεγονός ότι η ταινία απογοήτευσε τις εισπρακτικές προσδοκίες της παραγωγής, το τραγούδι γνώρισε επιτυχία και μάλιστα ο ίδιος ο Bowie δήλωσε ότι το κομμάτι αυτό ήταν ένα από τα καλύτερα και πιο επαγγελματικά που έγραψε ποτέ. Έχει, άραγε, δίκιο;
ABSOLUTE BEGINNERS - David Bowie
I've nothing much to offer
There's nothing much to take
I'm an absolute beginner
And I'm absolutely sane
As long as we're together
The rest can go to hell
I absolutely love you
But we're absolute beginners
With eyes completely open
But nervous all the same
If our love song
Could fly over mountains
Could laugh at the ocean
Just like the films
There's no reason
To feel all the hard times
To lay down the hard lines
It's absolutely true
Nothing much could happen
Nothing we can't shake
Oh we're absolute beginners
With nothing much at stake
As long as you're still smiling
There's nothing more I need
I absolutely love you
But we're absolute beginners
But if my love is your love
We're certain to succeed
If our love song
Could fly over mountains
Sail over heartaches
Just like the films
There's no reason
To feel all the hard times
To lay down the hard lines
It's absolutely true
Το «Absolute Beginners» κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1986 και περιλαμβάνεται στο soundtrack της ομώνυμης ταινίας για την οποία άλλωστε γράφτηκε το τραγούδι. Έφτασε ως το Νο 2 της Μεγάλης Βρετανίας και ως το Νο 53 των Η.Π.Α.
Ο
David Bowie όχι μόνο ερμηνεύει το τραγούδι αλλά συμμετείχε και στην ταινία η οποία είναι ένα μη συμβατικό μιούζικαλ βασισμένο στο βιβλίο του Colin MacInnes το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1959.
Η ταινία
Το μιούζικαλ, διάρκειας 107’, σκηνοθετήθηκε από τον μάστορα των video-clip Julien Temple. Η δράση της ταινίας, όπως και στο βιβλίο, εξελίσσεται το καλοκαίρι του 1958 και πραγματεύεται την εξέλιξη της κουλτούρας των νέων της εποχής, η οποία, καθώς μπαίνει η δεκαετία του 1960, μετασχηματίζεται από την τζαζ και την πρώιμη ροκ σε μία νέα γενιά. Άλλωστε είναι η πρώτη γενιά που ήταν πλέον αρκετά νέα για να έχει ζήσει ή να θυμάται κάτι από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ταυτόχρονα ιδανική για να δώσει ένα φρέσκο πρόσωπο στην νέα εποχή. Ήδη η dolce vita, γεννημένη μέσα από τις στάχτες του πολέμου, έχει ήδη κυριεύσει σχεδόν όλη την Ευρώπη.
Προσαρμοσμένη, λοιπόν, στο μυθιστόρημα του Colin MacInnes, η ιστορία της ταινίας μας μεταφέρει στο Λονδίνο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πριν την εποχή των Beatles και των Rolling Stones, και παρακολουθεί τον Λονδρέζο Colin (Eddie O’ Connell), έναν 19χρονο ταλαντούχο φωτογράφο της εργατικής τάξης που του αρέσει η νυχτερινή ζωή και τα τζαζ κλαμπ. Ο Colin αναζητώντας τη θέση του στον κόσμο, μπλέκει σε ένα ρομαντικό ειδύλλιο με την όμορφη και φιλόδοξη νεαρή Crepe Suzette (Patsy Kensit).
Οι σχέσεις της Suzette, όμως, είναι στενά συνδεδεμένες με τις εξελίξεις στον κόσμο της μόδας και η ίδια δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τη σταδιοδρομία της. Έτσι, η Suzette απογοητεύεται από τον Colin όταν εκείνος δεν πηγαίνει σε μία φωτογράφηση που εκείνη κανόνισε με το αφεντικό της (James Fox). Η Suzette εγκαταλείπει τον Colin για τον ηλικιωμένο πλην όμως ισχυρό και πλούσιο αριστοκράτη Χένλεϊ και ο νεαρός φωτογράφος βρίσκεται μπροστά σε ένα ηθικό δίλημμα: να μείνει πιστός στις ιδέες του και φτωχός ή να «ξεπουληθεί» στο σύστημα και να γίνει αρκετά πλούσιος ώστε να φτάσει στην κορυφή και να ξανακερδίσει την υλιστική Suzette;
Εν τω μεταξύ στο Notting Hill, τη συνοικία του Colin, όλο και μεγαλώνει η φυλετική ένταση. Μάλιστα ένα από τα γεγονότα που απεικονίζονται στην ιστορία βασίστηκε στις φυλετικές ταραχές που ξέσπασαν στο Notting Hill τον Αύγουστο του 1958. Καθώς το Λονδίνο ταλαντευόταν από τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές της εποχής εκείνης, οι πρώτοι έφηβοι αποκαλούνταν «absolute beginners».
Στη συνέχεια της ιστορίας, ο καταθλιπτικός Colin στρέφεται για βοήθεια σε ένα φανταχτερό στέλεχος της διαφήμισης, με πρόσβαση στο star system, τον Vendice Partners (
David Bowie), που του υπόσχεται ότι θα τον κάνει φωτογράφο των αστέρων της εποχής. Η Suzette αρραβωνιάζεται τον Χένλεϊ και δεν συγκινείται με την επιτυχία του Colin.
Ο Colin και η Suzette, ως πρώην πλέον εραστές, ακολουθούν παράλληλες πορείες προς την επιτυχία κεφαλοποιώντας την νεανική τρέλα που κυρίευε τη χώρα. Η Suzette θα καταλάβει το λάθος της όταν ο Colin και οι συνεργάτες του δέχονται επίθεση από ανθρώπους του Χένλεϊ.
Τα παραπάνω, μαζί με τα ηθικά διλήμματα σε θέματα κοινωνικής ευθύνης και οικονομικού κέρδους, αποτελούν τα βασικά σημεία της πλοκής σε μια ιστορία που αντιμετωπίζει αμφιλεγόμενα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της εφηβικής κρίσης ταυτότητας, της ταξικής προκατάληψης και του βρετανικού ρατσισμού (που έχει ως αποδέκτες τους μετανάστες από τις Δυτικές Ινδίες), αλλά και του ίδιου του καπιταλισμού που αντιπροσωπεύεται με σάρκα και οστά από τον
David Bowie, ο οποίος ερμηνεύει τον γλοιώδη, αλλά και με μεφιστοφελικές σαγηνευτικές ιδιότητες, Vendice Partners.
Η ταινία, λοιπόν, που επαναφέρει στη μνήμη την εποχή του μαρτίνι και του καπνού, αποτελεί μία νοσταλγική ματιά στην νεανική κουλτούρα της εποχής. Ταυτόχρονα, όμως, έχει και μία δόση σαρκασμού που μετριάζεται από την κοινωνική ένταση της εποχής και ιδιαίτερα από την ενοχλητική άνοδο του ρατσισμού.
Παρά το γεγονός ότι η ταινία πραγματεύεται τα σοβαρά θέματα με χαμηλό τόνο, εντούτοις λέει την ιστορία της με μια ζωηρόχρωμη δονητικότητα που η αισθητική της παραπέμπει σε έναν συνδυασμό MTV και παλιού χολιγουντιανού μιούζικαλ. Η μοναδική αυτή ταινία είναι μία οπτικοακουστική εμπειρία, ένα φαντασμαγορικό υπερθέαμα με οργιαστικά χρώματα και ένα εκθαμβωτικό μίγμα μουσικής, απίστευτων χορογραφιών και οπτικών εφέ που σε συνδυασμό με έναν ρυθμό που κόβει την ανάσα θυμίζει περισσότερο δίωρο video-clip παρά κινηματογραφική ταινία, πόσω μάλλον όταν εμφανίζονται μυθικά αστέρια σε θαυμάσιους δεύτερους ρόλους όπως, εκτός του
David Bowie, της
Sade και του Ray Davies, αλλά και μια πληθώρα βρετανικών προσωπικοτήτων όπως οι Sandie Shaw, Robbie Coltrane, Steven Berkoff κ.α.
Δεδομένου ότι όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι ο φανταστικός κόσμος του Colin, η τζαζ γίνεται η δική του lingua franca (δηλαδή η γλώσσα επικοινωνίας). Η «σπινθηροβόλα» μουσική του σεβαστού Gil Evans παίρνει δείγματα από τους
Miles Davis, Charles Mingus και άλλες αυθεντίες της εποχής, ενώ με τα μουσικοχορευτικά της νούμερα η ταινία αποδίδει φόρο τιμής στους Busby Berkeley και Jerome Robbins.
Η ταινία προσπάθησε να πετύχει το αδύνατο: να αναβιώσει το χολιγουντιανό μιούζικαλ και μάλιστα από την Αγγλία! Όμως, η αποδοχή της από τους κριτικούς ήταν ανάμικτη. Μερικοί χαιρέτησαν τη θεαματική κινηματογραφία και το φιλόδοξο σκοπό της χαρακτηρίζοντάς την σαν το «West Side Story» του σύγχρονου κινηματογράφου, ενώ άλλοι βρήκαν αυτό το περίεργο μείγμα τόνων και ύφους υπερβολικά ασυμβίβαστο. Πάντως, είτε έτσι είτε αλλιώς, πρόκειται για μία από τις πιο αγνοημένες ταινίες της δεκαετίας του 1980.
Το τραγούδι
Ο
David Bowie και ο σκηνοθέτης της ταινίας, Julien Temple, ήταν καλοί φίλοι και μάλιστα είχαν δουλέψει μαζί το 1984 στην μικρού μήκους ταινία «
Jazzin’ For Blue Jean». Ήταν επόμενο, λοιπόν, να συμφωνήσουν οι δύο φίλοι να παίξει ο
David Bowie τον ρόλο του Vendice Partners και να γράψει κι ένα τραγούδι για την ταινία.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στα Abbey Road Studios τον Ιούνιο του 1985. Οι μουσικοί που κλήθηκαν να παίξουν στο τραγούδι έλαβαν μία κάρτα που τους γνωστοποιούσε ότι θα δουλέψουν στο στούντιο με τον «κύριο Χ», ο οποίος αποδείχθηκε ότι ήταν ο
David Bowie.
Οι μουσικοί πραγματοποίησαν γρήγορα τις ηχογραφήσεις τους αλλά το τραγούδι καθυστέρησε να κυκλοφορήσει λόγω προβλημάτων με την ολοκλήρωση της ταινίας καθώς η Virgin ήθελε να συνδυάσει την κυκλοφορία του τραγουδιού με το άνοιγμα της ταινίας στους κινηματογράφους.
Η εκτέλεση του τραγουδιού που περιλαμβάνεται στο soundtrack διαρκεί 8 λεπτά, ενώ στην έκδοση του single η διάρκεια είναι κάτι παραπάνω από 5μιση λεπτά. Επίσης, στην ταινία, ο μεγάλος μουσικός της
Jazz Gil Evans (13 Μαρτίου 1912–20 Μαρτίου 1988) τραγουδάει το ρεφρέν του τραγουδιού.
Η μουσική καθώς και οι στίχοι είναι του
David Bowie ενώ το video-clip το σκηνοθέτησε ο Julien Temple, ο οποίος δημιούργησε μία ατμόσφαιρα δεκαετίας του 1950 έτσι ώστε το ύφος του clip να ταιριάζει με αυτό της ταινίας, ενώ, όπως είναι φυσικό, περιέχει και αποσπάσματα από την ταινία. Το video-clip αποτελούσε και φόρο τιμής σε μία παλιά βρετανική διαφήμιση των τσιγάρων Strand. Η διαφημιστική τους ατάκα «Δεν είσαι ποτέ μόνος με ένα Strand» μνημονεύεται στην ταινία από τον Partners.
Παρά το γεγονός ότι η ταινία απογοήτευσε τις εισπρακτικές προσδοκίες της παραγωγής, το τραγούδι γνώρισε επιτυχία και μάλιστα ο ίδιος ο Bowie δήλωσε ότι το κομμάτι αυτό ήταν ένα από τα καλύτερα και πιο επαγγελματικά που έγραψε ποτέ. Και μάλλον είχε δίκιο.
Το soundtrack της ταινίας, με τη συμμετοχή επιπλέον της
Sade, του Ray Davies και των Style Council, τράβηξε περισσότερο την προσοχή απ’ ότι η ίδια η ταινία (με εξαίρεση ίσως τη σκηνή όπου ο
David Bowie χορεύει πάνω σε μία τεράστια γραφομηχανή), ενώ το ομώνυμο τραγούδι γνώρισε μεγάλη επιτυχία και θεωρείται από τα κλασικά πλέον του
David Bowie.
Χάρη στο τραγούδι αυτό, αλλά και σ’ ολόκληρο το soundtrack, η ταινία απέκτησε τον χαρακτηρισμό της cult ταινίας. Μερικοί, μάλιστα, τη θεωρούν ως το βρετανικό αντίστοιχο της αμερικάνικης
Rock ταινίας «Street Of Fire» (Πύρινοι Δρόμοι), που είχε επίσης ρετρό στυλ, γνώρισε εμπορική αποτυχία, αλλά είχε αξιοσημείωτο soundtrack.
Κείμενο-έρευνα: Κωνσταντίνος Παυλικιάνης