ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Aρθρα

    Οι μάγκες και το ρεμπέτικο

    Οι μάγκες εμφανίστηκαν στην Ελλάδα, στην αρχή περίπου του 20ου αιώνα.

    Οι μάγκες και το ρεμπέτικο

    Γράφει ο Γιώργος (mprizas)
    4 άρθρα στο MusicHeaven
    Τρίτη 09 Δεκ 2008

    Αυτή η κοινωνική ομάδα δεν εμφανίστηκε έτσι στο ξεκάρφωτο, αλλά αποτελούσε μια συνέχεια των περιθωριακών ομάδων που δημιουργήθηκαν μετά το ξεκίνημα της απελευθέρωσης της Ελλάδας από την Οθωμανική αυτοκρατορία.

    Μετά την απελευθέρωση λοιπόν, δημιουργείται σιγά-σιγά μια τάξη κεφαλαιούχων στηριγμένη κυρίως στο εμπόριο, και μαζί με τις παραδοσιακές οικονομικές δυνάμεις του τόπου,  διαμόρφωσαν τα μεσαία και τα ανώτερα στρώματα της τότε Ελλάδας. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι υποαπασχολούμενο με δουλειές του ποδαριού, ζει σε πολύ άσχημες συνθήκες και έρχεται σε αντιδιαστολή με το παραπάνω κομμάτι της κοινωνίας που έτρεχε για να προλάβει τους ρυθμούς της δύσης.

    Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μία κοινωνία δύο ή τριών ταχυτήτων. Τα υψηλά στρώματα που ασκούνε πολιτική και εκφράζουν την κυρίαρχη ιδεολογία, δεν αναγνωρίζουν τη λαϊκή κουλτούρα που δημιουργείται από τους ανθρώπους του περιθωρίου οι οποίοι έχουν στοιβαχτεί στα προάστια των αστικών κέντρων και κυρίως της Αθήνας, καθώς τη κουλτούρα αυτή τη θεωρούν δημιούργημα της ανατολικής παράδοσης πράγμα ανυπόφορο για την ελίτ της εποχής που το χε ρίξει στα βαλς και στις σβούρες, και δείγμα και θύμηση σκλαβιάς. Έτσι τα απορρίπτουν, τα κυνηγούν, χωρίς όμως να έχουν να αντιπροτείνουν κάτι διαφορετικό επί της ουσίας.

    Ο τρόπος έκφρασης των «περιθωριακών ομάδων» δεν ήτανε άλλος από το χορό, το τραγούδι, την «αργκό», το θέατρο σκιών, που σήμερα αποτελούν τη μοναδική αναγνωρισμένη κουλτούρα της εποχής εκείνης από τη σύγχρονη Ελλάδα.

    Στο ανελέητο κυνηγητό της λαϊκής κουλτούρας από την άρχουσα τάξη, εκείνοι δημιουργούν κοινωνικά «αντισώματα» κατηγορώντας την κοινωνία για τον αποκλεισμό που υφίστανται, αλλά και για όλα τα βάσανα που τους ταλαιπωρούν, συχνά δίκαια, αλλά χωρίς να λείπουν και οι υπερβολές.

     

    «Ένας αλήτης πέθανε- στου πάρκου την πλατεία

    μα ούτε μάτια εδάκρυσαν- ούτε καρδιές εράγισαν

    άραγε ποια να ‘ναι η αιτία?

    Αχ κακούργα κενωνία!»

     

    Η λαϊκή παράδοση από τις κοινωνικά περιθωριοποιημένες ομάδες δημιουργείται και εξελίσσεται από τους χώρους ψυχαγωγίας και διασκέδασης- τεκέδες- μέχρι τις φυλακές. Και στάθηκαν αρχειοφύλακες της παράδοσής μας απέναντι στη δυτικόπληκτη, άχρωμη επίσημη κουλτούρα. Και δημιουργούν δικούς τους τρόπους συμπεριφοράς, ντυσίματος και κοινωνικής συμπεριφοράς.

    Προγενέστεροι από τους μάγκες ήταν οι «κουτσαβάκηδες» που εμφανίστηκαν γύρω στο 1870. Οι κουτσαβάκηδες είχανε μουστάκι, περπατούσαν λίγο λοξά σα να κουτσαίνουν, το ένα μανίκι το άφηναν να κρέμεται σαν να ‘τανε το ένα χέρι τους αναγκαίο κακό. Φοράγανε μυτερά παπούτσια, και στο χέρι που απέμενε κρατούσαν ένα κομπολόι. Φόραγαν και ζωνάρι τυλιχτό, συχνά για να κρύβουν τα πιστόλια ή τα μαχαίρια που μετέφεραν. Το 1892 ο διευθυντής αστυνομίας ονόματι Μπαϊραχτάρης τους έκανε να πούνε το δεσπότη Παναγιώτη, κόβοντάς τους τα μανίκια και τις μύτες των παπουτσιών, κόβοντας τους το μισό μουστάκι για να αναγκαστούν να κόψουν και το υπόλοιπο, πράγμα αδιανόητο και ντροπιαστικό για κείνους να μοιάζουν σαν τον Βουλγαρίδη στις ταινίες με τη Λάσκαρη, και συχνά τους φυλάκιζε μέχρι που τους διέλυσε.

    Έτσι φτάνουμε στους «μάγκες» στις αρχές του 20ου αιώνα, οι οποίοι αποτελούν τις νέες ομάδες άρνησης της υπάρχουσας κατάστασης, είναι πολλοί, και κάνουνε μπαμ από δυο χιλιόμετρα με στροφές. Επίσης μακρύ μουστάκι, καβουράκι στο κεφάλι, παντελόνι με ρίγα σαν του Σφακιανάκη, είχανε έπαρση στη συμπεριφορά και λειτουργούσανε σε κλειστές ομάδες. Ο καθένας στην παρέα είχε το ρόλο του. Άλλος ήτανε καλός στα όπλα, άλλος έπαιζε μπουζούκι, άλλος ήτανε χωρατατζής, και συναντιόντουσαν σε μικρούς χώρους για να κάνουν τα «ωραία» τους. Μουσική, τραγούδι, έρωτας, χασίσι.

    Δε φοράγανε γραβάτα, το θεωρούσανε δείγμα καλού ντυσίματος, ενώ είχανε ταχθεί ιδεολογικά κατά της εργασίας και πιστεύανε ότι έπρεπε να ξοδεύεις το λιγότερο δυνατό χρόνο για να κερδίσεις τα προς το ζην. Ενώ για τις κυβερνώσες τάξεις τότε, όπως και τώρα, ο χρόνος ήτανε χρήμα, για τους μάγκες αυτή η λογική θεωρείτο η αιτία για όλες τις δυστυχίες, ενώ μικρή σημασία δίνανε και στο σχολείο. Γι’ αυτούς το πραγματικό σχολείο ήτανε η καθημερινότητα, κι οι δύσκολες συνθήκες ζωής. Ανά πάσα στιγμή ήτανε έτοιμοι να χτυπηθούν με μαχαίρια ή και με όπλα ακόμα προκειμένου να αποδείξουν ποιος ήταν ο πιο θαρραλέος, ενώ το πέρασμα κάποιου από τη φυλακή ήτανε τίτλος τιμής και σεβασμού για τους υπόλοιπους.

    Το ρεμπέτικο τραγούδι συνδέθηκε με τον μάγκα. Για τον μάγκα το ρεμπέτικο ήτανε η φωνή του, ο καημός του, εκείνο που τον ξεχώριζε, το μοναδικό μέσο ανάδειξης του στην κοινωνία. Για το ρεμπέτικο, ο μάγκας κι η ζωή του ήτανε η έμπνευση αλλά κι η ασπίδα του στις αντιδραστικές πολιτικές που ασκούνταν εναντίον του από το κατεστημένο της εποχής. Στα χρόνια του μεσοπολέμου κι οι δυο κυνηγήθηκαν από τις αρχές της πρωτεύουσας κι έτσι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στην επαρχία και κυρίως στη Θεσσαλονίκη όπου ο αστυνομικός διευθυντής εκεί ο Βασίλης Μουσχουντής υπήρξε λάτρης του ρεμπέτικου τραγουδιού κι έτσι οι μάγκες μπορούσανε με μεγαλύτερη ευκολία να εκφραστούν.

    Μετά την εποχή του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου γίνεται μια τεράστια αλλαγή στην αντίληψη του ρεμπέτικου τραγουδιού αλλά και στην έννοια του μάγκα, με πρωτεργάτη τον Τσιτσάνη. Αλλάζει το ύφος, το κάνει πιο εξωστρεφές και αποδεκτό από ευρύτερες τάξεις της κοινωνίας. Ακόμα κι ο Βαμβακάρης, ο οποίος  υπήρξε πρωτεργάτης και σημαιοφόρος του προπολεμικού ρεμπέτικου τραγουδιού, αναγκάζεται και τραγουδά τραγούδια και του Τσιτσάνη προκειμένου να επιβιώσει.

    Έτσι αλλάζει και η έννοια του μάγκα, ο οποίος είναι πια άρρηκτα συνδεδεμένος με την κουλτούρα της νέας εποχής του ρεμπέτικου, φτάνοντας σιγά-σιγά στο σήμερα όπου η λέξη «μάγκας» έχει διττή σημασία και χρησιμοποιείται για ανθρώπους που δε σηκώνουν και πολλά γενικότερα, αλλά συχνά χρησιμοποιείται και αρνητικά για όσους επιδεικνύονται.

     

    (βασισμένο στην κοινωνιολογική ιστορία του ρεμπέτικου της Μαρίας Κωνσταντινίδου, με «πινελιές» δικές μου…(θα ‘σκαγα…)





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #17301   /   09.12.2008, 12:37   /   Αναφορά
    Εξαιρετικό αφιέρωμα Γιώργο! Ευχαριστούμε.
    #17302   /   09.12.2008, 17:12   /   Αναφορά
    Να συμπληρώσω και εγώ κάτι... Οι κουτσαβάκηδες το ένα το μανίκι το είχαν να κρέμεται για να είναι πιο εύκολο γι' αυτούς το τράβηγμα του μαχαιριού που είχαν στο ζωνάρι τους.

    Μπράβο Γιώργο πολύ καλό άρθρο και από αυτά που λείπουν από το περιοδικό.
    #17306   /   10.12.2008, 16:28   /   Αναφορά
    Ωραίο άρθρο mprizako!!! Περιμένω και συνέχεια, μη μου πεις ότι μόνο αυτό ήτανε!
    #17387   /   24.12.2008, 23:40   /   Αναφορά
    ΜΠΡΑΒΟ ΡΕ ΜΑΓΚΑ.ΤΑ ΛΕΣ ΩΡΑΙΑ.
    #17752   /   04.02.2009, 01:25   /   Αναφορά
    Η αξία κάποιων πραγμάτων είναι διαχρονική.Όσα χρόνια και να περάσουν όλοι θα μιλάνε για τους ρεμπέτες και τα ρεμπέτικα τραγούδια!Δεν αντιπροσωπεύουν μόνο ένα είδος μουσικής αλλά και μια στάση ζωής και αντίληψης για τα πεπραγμένα.Μακάρι να υπήρχε και στις μέρες μας...
    #18192   /   06.04.2009, 23:21   /   Αναφορά
    ΩΡΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ..ΜΠΡΑΒΟ
    #18368   /   29.04.2009, 20:34   /   Αναφορά
    και απο μενα ενα μπραβο για το αρθρο και μην ξεχναμε οτι το ροκ υπηρχε σαν σταση ζωης,σαν ιδεολογια ,σαν ιδεα απλα τελοσπαντων πολυ πριν υποστηριχθει απο την αναλογη μουσικη υποκρουση