Μια επιστημονική θεωρία, παραμένει πάντα μια απόπειρα διατύπωσης, επειδή ο συλλογισμός πάνω στον οποίο βασίζεται, προορίζεται να ανασκευασθεί ή να απορριφθεί από μεταγενέστερες έρευνες και ανακαλύψεις.
Ένα έργο τέχνης μένει ως οριστικό δημιούργημα αιωνίως...
Η Ουσία της Τέχνης (Ορισμοί)
Όσον αφορά την ουσία της τέχνης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης τη χαρακτήρισαν σαν μίμηση και αναπαράσταση της πραγματικότητας.
Κατά τον Πλάτωνα, η τέχνη είναι "μίμησις μιμήσεως", γιατί η πραγματικότητα που αντιγράφει η τέχνη, είναι και αυτή αντίγραφο ενός άλλου, νοητού κόσμου (Πολιτεία).
Η Αριστοτελική λογική συνδέει άρρηκτα τις λογικές διαδικασίες με τον προφορικό λόγο, παραβλέποντας τη γενική αυτοτέλεια των νοητικών διεργασιών που έχει αναγνωρίσει η σύγχρονη μαθηματική λογική. Ο Αριστοτέλης, θεωρεί ως πηγή του καλού τον ρυθμό τη συμμετρία και την αρμονία (Ποιητική) και απαριθμεί δέκα κατηγορίες αξιολόγησης του αισθητικού αντικειμένου: ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, που, πότε, κείσθαι, έχειν , ποιείν, πάσχειν.
Η πλατωνική διδασκαλία «περί των μεγίστων γενών» συμπτύσσει αυτές τις δέκα κατηγορίες σε πέντε : όν, στάσις κίνησις, το αυτό, το έτερον, με σημασία γενικών όρων οντολογικής θεμελίωσης.
Ο Πλωτίνος συνεχίζει τις θεωρίες του Πλάτωνα (με τις πραγματείες του ‘Περί του καλού’ και ‘Περί του νοητού κάλλους’).
« ‘Αρμονίη αφανής φανερής κρείττων». Ο Ηράκλειτος κάνει λόγο για κρυμμένη αρμονία, ανακαλύπτοντάς την ακόμα και σε αυτό που ο Νίτσε ονόμασε αργότερα ‘Διονυσιακό στοιχείο’.
Ο Αριστείδης Κοϊντιλιανός επεξηγεί τον μηχανισμό της αισθητικής συγκινήσεως με τη σημασία του ελκυσμού της ψυχής από το αισθητικό αντικείμενο (της ψυχαγωγίας)
Ο όρος «Αισθητική» χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τον Μπαουμγκάρτεν, ως ορισμός της επιστήμης που εξετάζει το ωραίο στη φύση και στην τέχνη, στο δίτομο έργο του Aesthetica (1750-1758). Ο Μπαουμγκάρτεν, ακολουθώντας τις διδασκαλίες του Λάιμπνιτς, θεωρεί το ωραίο αντιληπτό όχι με τη σκέψη αλλά με τις αισθήσεις αντίληψης.
‘Αντίθετος’ με την ονομασία ο Καντ ονομάζει τη νέα επιστήμη, «κριτική του γούστου» (Geschmack), ενώ ο Έγελος χρησιμοποιεί την ονομασία ‘Αισθητική’ στις πανεπιστημιακές παραδόσεις του (1823-1827), θεωρώντας τη μια δεύτερη, πνευματικής προέλευσης πραγματικότητα.
Ο Έγελος και ο Καντ έθεσαν το πρόβλημα πόσο η τέχνη είναι ο τόπος ή το μέσον της αλήθειας.
Γενικά, οι αισθητικές αξίες στέκονται σε απόσταση από την πραγματικότητα;
Απευθύνουν όπως οι ηθικές αξίες προστάγματα σε όλους τους ανθρώπους;
Ή απευθύνονται μόνο σ’ εκείνους που τις καταλαβαίνουν; (Χάρτμαν)
Για τον John Dewey η τέχνη δεν είναι φτιαγμένη για τους λίγους που την γνωρίζουν αλλά για να δίνει νόημα σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής. Ο Dewey ακολουθεί τις ιδέες του Bergson υποστηρίζοντας ότι η τέχνη θα πρέπει να ξαναγίνει οργανικό τμήμα της καθημερινής ζωής.
Ο Φρόυντ, υποστήριξε ότι η τέχνη είναι εξευγενισμός της λίμπιντο, ενώ άλλοι είδαν την ομορφιά στην υπηρεσία της ερωτικής έλξης. Για τον Φρόυντ κάθε έργο τέχνης είναι η ικανοποίηση των μυστικών και απωθημένων ορμών του καλλιτέχνη στη φαντασία του.
Κατά τον ¶ντλερ η τέχνη είναι μια μορφή αναπλήρωσης και υπεραναπλήρωσης ψυχικού πόνου ή συναισθημάτων στέρησης. Ο ¶ντλερ δεν αρνείται την ύπαρξη καλλιτεχνικού ταλέντου. Δέχεται μόνο ότι το οποιοδήποτε φυσικό ταλέντο καλλιεργείται με την άσκηση και την αδιάκοπη προσπάθεια, στην οποία σπρώχνει το συναίσθημα της στέρησης και της κατωτερότητας. (Κατά τον ¶ντλερ πάρα πολλοί καλλιτέχνες είχαν οργανικές ανεπάρκειες…)
Για τον Ruskin η τέχνη είναι έκφραση της λογικής και πειθαρχημένης χαράς που δοκιμάζει ο άνθρωπος στις μορφές και τους νόμους της Δημιουργίας, στην οποία λαβαίνει κι αυτός μέρος.
Για τον
Oscar Wilde η τέχνη είναι η έξυπνη διαμαρτυρία μας και η γενναία προσπάθειά μας να βάλουμε τη φύση στη θέση της. (Essays)
Ο Goethe θεωρεί την τέχνη σαν την ένωση των απαιτούμενων περιστάσεων για να μπορέσει ο σκοπός της φύσης να πραγματοποιηθεί. (Eckermann)
Για τον Ιερό Αυγουστίνο η τέχνη εικονογραφεί τη βούληση της φύσης. Ο άνθρωπος, ασκώντας την τέχνη, επιτελεί τον φυσικό του προορισμό. Εμβαθύνοντας στα μυστικά της φύσης, εμβαθύνει στον ίδιο το Θεό, γίνεται μέτοχος της θεϊκής τάξης.
Για τον Χέρμπαρτ το ωραίο δεν οφείλει την ύπαρξή του στο περιεχόμενό του αλλά στη μορφική του διάταξη.(Αισθητική της Μορφής)
Για τον Γκυγιώ, μέτρο της αξίας οποιουδήποτε έργου τέχνης είναι η ένταση με την οποία αυτό εκφράζει τη ζωή.
Για τον Χάιντεγγερ, με την τέχνη πραγματοποιείται μια αποκάλυψη του είναι. Το ότι συγκροτείται ένας κόσμος ως χώρος, όπου διαδραματίζεται ο ιστορικός βίος ενός λαού, τούτο οφείλεται στη δημιουργικότητα της τέχνης, ως τέχνης ποιητικής, η οποία θέτει στη διάθεση του λαού τη γλώσσα και τον θρύλο.
Για τον Βαλερύ το έργο τέχνης, δεν είναι συναισθηματική συγκινησιακή έκφραση, αλλά μορφοποίηση πνευματικών δυνάμεων.
Για τον υπαρξισμό η τέχνη θεωρείται ένας κόσμος σημείων, τα οποία την ερμηνεύουν σε μια συνοπτική στιγμή που κρύβει μέσα της κάτι από την αιωνιότητα, το νόημα και τις περιπέτειες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κατά τον Lukacs το έργο τέχνης αντανακλά τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, χωρίς να αποτελεί απλή απεικόνιση ή αντιγραφή της, αλλά αποδίδοντας τη δυναμική της, τη διαλεκτική σχέση ουσίας και φαινομένων που την καθορίζει.
«Επιπλέον, οι μάζες βλέπουν μέσα στις τέχνες όπλα μάχης…» (Μπρεχτ : ‘Οι τέχνες και η επανάσταση’).
Ο Αντόρνο δεν θεωρεί ότι το έργο τέχνης είναι αντανάκλαση της πραγματικότητας, αλλά η ίδια η πραγματικότητα.
Ο Ερνέστος Bloch θεωρεί την τέχνη προφαινόμενο και όχι αντανάκλαση. Αποκαλύπτει δηλαδή η τέχνη, το πραγματικά δυνατό, που δεν είναι άλλο από τον εξανθρωπισμό και την τελείωση του ανθρώπου.
Στον Μεσαίωνα, την τέχνη ενδιαφέρει η θεοκεντρική αποτύπωση του κόσμου.
Στην Αναγέννηση η τέχνη ενδιαφέρεται για τον κόσμο καθ’αυτόν, ως φυσικό σύμπαν, μέσα από νεοπλατωνικά δεδομένα που συγχωνεύονται με τα κείμενα του Αυγουστίνου για να δημιουργηθεί ένα καινούργιο φιλοσοφικό πρότυπο.(Natura est Deus). Παράλληλα αφυπνίζεται το ενδιαφέρον για την τεχνολογική θεώρηση.
Ο Ντανταϊσμός μη αναγνωρίζοντας παρά μόνο το ένστικτο, καταδικάζει την εξήγηση. «Είναι απαράδεκτο ένας άνθρωπος να αφήνει ένα ίχνος από το πέρασμά του στη γη» (Αντρέ Μπρετόν).
Ο Υπερρεαλισμός επιβάλλει το εφικτό της φαντασίας χωρίς να δεσμεύεται από κάποια επιστημονική ή έστω ‘επιστημονικοφανή’ δεοντολογία.
Η Σύγχρονη τέχνη επιδιώκει να εκφράσει την εσωτερική οργάνωση του κόσμου, να ψηλαφίσει τις δομές της λειτουργίας του.
«Στην τέχνη, επιστήμη και φαντασία, δεν είναι ασυμβίβαστοι αντίπαλοι.» (Μπρεχτ)
Ο επιστήμονας αναλύει υλικά ή γεγονότα. Ο καλλιτέχνης πρωτίστως συνθέτει. Διαλέγει το υλικό του, συγκεντρώνει, οικοδομεί, συνθέτει. Ασχολείται με τον υποκειμενικό κόσμο των εικόνων και των συναισθημάτων. Μοχθεί να δώσει μορφή και υπόσταση στην άποψή του για τον κόσμο.
«Μια φυσική θεωρία, όταν απαγγέλλεται με τη συνοδεία κιθάρας, μπορεί να ακούγεται πιο μελωδικά από μια άλλη φυσική θεωρία.» (Paul Feyerabend :Ενάντια στη Μέθοδο)
Μια επιστημονική θεωρία, παραμένει πάντα μια απόπειρα διατύπωσης, επειδή ο συλλογισμός πάνω στον οποίο βασίζεται, προορίζεται να ανασκευασθεί ή να απορριφθεί από μεταγενέστερες έρευνες και ανακαλύψεις.
Ένα έργο τέχνης μένει ως οριστικό δημιούργημα αιωνίως.
Πιθανά να καταστραφεί, αλλά όχι και να αγνοηθεί.
Από τον υποκειμενικό κόσμο του, ο καλλιτέχνης προβάλλει για μια στιγμή στο άπειρο του κόσμου των αντικειμενικών αξιών. Δημιουργεί για να καταστήσει αιώνιο το παρόν, για να είναι ο μοναδικός νικητής στον ανθρώπινο αγώνα κατά του χρόνου.
Το έργο τέχνης είναι το πάγωμα μιας στιγμής, η γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, ανάμεσα στην ατομική και στην καθολική εμπειρία.
Συνοψίζοντας, η θεμελιώδης ερώτηση που αφορά την ουσία της τέχνης, αφορά την ίδια τη φύση του έργου τέχνης. Οκτώ είναι οι σημαντικότερες απαντήσεις που πηγάζουν από την εξερεύνηση της υπόστασης αυτής :
1. Το έργο τέχνης αποτελεί λήθη, διαφυγή από την πραγματική ζωή.
2. Το έργο τέχνης επιφέρει κάθαρση παθημάτων. (Βερθέρος.)
3. Είναι επανάληψη της πραγματικής ζωής.
4. Αποτελεί εξιδανίκευση της πραγματικής ζωής.
5. Είναι λειτουργική άσκηση τεχνικών δεξιοτήτων.(Μπαχ, Μότσαρτ)
6. Το έργο τέχνης είναι προσπάθεια κατανόησης κάποιας κοσμικής δύναμης ή αρχής.
7. Είναι δείγμα ενός μέσου επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Τέλος, αυτό που υπερισχύει στην πράξη :
8. Είναι αυτό που είναι.
Στη βαθύτερή της ουσία, ακόμα κι αν φαινόταν απλή ή ξεκάθαρη σαν περιεχόμενο και μορφή, η τέχνη στάθηκε ανέκαθεν ένα αίνιγμα, ένα παράδοξο:
Αλήθεια μαζί και ψέμα, αντανάκλαση της πραγματικότητας αλλά και αναίρεσή της.
Η βαθύτερη ουσία της τέχνης είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στις ιδέες και την υλική τους πραγμάτωση, ανάμεσα στα συναισθήματα και τις αισθητηριακές τους προβολές.
Το έργο τέχνης μπορεί να είναι ένα υλικό προϊόν, όμως υπερβαίνει τις εξαρτήσεις της ύλης, ξεπερνά τους περιορισμούς, μετουσιώνεται σε γεγονός πνευματικό. Αντανακλά τις κοινωνικές ή τις ιδεολογικές συνθήκες που το παρήγαγαν. Μπορεί να μεταδώσει δέος αλλά και τρόμο. Μπορεί να αφανίσει μορφές του παρελθόντος που κατέληξαν ανενεργές. Αποτελεί σταθερά μια πρόκληση για περιπέτεια. Αποκολλάται από τον δημιουργό του και ζει σε πείσμα της φθοράς που επιφέρει ο χρόνος. Ζει ανεξάρτητο γιατί ο καθένας μπορεί να διαβάσει καινούργια πράγματα σ’ αυτό.
Παναγιώτης Βουλιάκης
Email: vouliakis@internet.gr