Από τους δρόμους του σύγχρονου έντεχνου τραγουδιού στα παλιά λημέρια του ρεμπέτικου ξενάγησαν οι ερμηνεύτριες Φωτεινή Βελεσιώτου & Λιζέτα Καλημέρη τον κόσμο που βρέθηκε την Παρασκευή 14 Ιουνίου στον αύλειο χώρο του Θεάτρου Badminton.
Ύστερα από την αναβολή λόγω βροχόπτωσης το βράδυ της Πέμπτης, όπου είχε προγραμματιστεί αρχικά η συναυλία, τελικώς πραγματοποιήθηκε μία ημέρα μετά. Η μουσική παράσταση διεξήχθη στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Τα τραγούδια μας κι ένας συνθέτης», των οποίων την καλλιτεχνική διεύθυνση έχει αναλάβει ο συνθέτης Μιχάλης Κουμπιός. Η ιδέα πραγματώνεται με τη συμμετοχή ενός ή δυο ερμηνευτών, οι οποίοι τιμούν έναν παλαιότερο συνθέτη και κατά περίπτωση ερμηνεύουν και τραγούδια από την προσωπική τους δισκογραφία. Στη δεύτερη περίπτωση, ανήκε η εν λόγω συναυλία. Δύο χαρακτηριστικές ερμηνεύτριες με αρκετά πλούσια διαδρομή, ένωσαν κυρίως τις ψυχές τους προσφέροντας πλημμύρα συναισθημάτων και λυρικών εικόνων.
Το όνομα της μίας εξ αυτών, Λιζέτα Καλημέρη εκ Θεσσαλονίκης. Από μικρή στην ενασχόληση με τη μουσική. Πρώτα με μία κιθάρα και εμφανίσεις σε μικρές μουσικές σκηνές της Θεσσαλονίκης και της Καστοριάς. Η δισκογραφική της παρουσία ξεκινάει από το 1994 με το δίσκο «Πνοή του ανέμου» σε μουσική Γιώργου Καζαντζή και έκτοτε οι συνεργασίες της ουκ ολίγες, περιλαμβάνουν το Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Ορφέα Περίδη, το Λάκη Χανιώτη, το Μιχάλη Παπαζήση, το Λουδοβίκο των Ανωγείων, πολλές συμμετοχές σε δισκογραφήματα άλλων καλλιτεχνών, ένα ερμηνευτικό πέρασμα από τη Λαϊκή Ορχήστρα του Μίκη Θεοδωράκη. Η δεύτερη ερμηνεύτρια, Φωτεινή Βελεσιώτου προσέφερε ως δασκάλα δημοτικού τις υπηρεσίες της για 25 περίπου χρόνια. Επομένως, θα έλεγα ότι προέρχεται από ένα χώρο κάπως διαφορετικό από τον καλλιτεχνικό, παρόλο που η επάξια διάπλαση των παιδιών από ένα δάσκαλο, προϋποθέτει την κατοχή της υψηλής τέχνης του παιδαγωγού. Πάντα αγαπούσε το τραγούδι, κυρίως το μεταπολεμικό ρεμπέτικο. Το παρεΐστικο κλίμα στα ταβερνάκια εκτόνωνε την αγάπη της για το τραγούδι, ώσπου το 2005 την ανακάλυψε η στιχουργός Μάγδα Παπαδάκη και κυκλοφόρησε τον πρώτο της δίσκο με τίτλο «Γυναίκες» σε μουσική Μιχάλη Νικολούδη.
Αν και η ενορχήστρωση των τραγουδιών επιλέχθηκε να είναι όσο γίνεται πιο φυσική και απλή, η επιλογή των μουσικών μόνο απλοϊκή δεν ήταν. Από τη μία ο Ναξιώτης Δημήτρης Μαργιολάς με το μπουζούκι του, βαθύς γνώστης της ρεμπέτικης, λαϊκής και έντεχνης μουσικής. Στις πολλές συνεργασίες του, περιλαμβάνονται ονόματα από το βαρύ πυροβολικό όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Λεοντής, ο Καλδάρας αλλά και νεότεροι συνθέτες, όπως ο Κραουνάκης, ο Μάλαμας, ο Σέμσης, ο Τόκας, ο Δημητρίου. Ωστόσο, ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στην πρώτη είσοδο του ως μουσικού στη δισκογραφία και στην εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Δήμος Μούτσης το 1971, για τον ιστορικό δίσκο «Ο Άγιος Φεβρουάριος». Την κιθάρα έπαιξε ο Γιώτης Σαμαράς, γεννηθείς στη Βουδαπέστη, δεξιοτέχνης στην Jazz κιθάρα και με συνεργασίες τόσο στην ουγγρική όσο και στην εγχώρια Jazz μουσική σκηνή. Ιδρυτικό μέλος των Page One, συνεργάστηκε με το Γιώργο Τρανταλλίδη, το Γιώργο Φακανά, το Βασίλη Τσαμπρόπουλο, το Γιώργο Μαγγλάρα καθώς και ως μουσικός με πολλούς ερμηνευτές και συνθέτες της έντεχνης μουσική σκηνής. Για πολλά χρόνια, διδάσκει στο Κέντρο Μουσικών Σπουδών Φίλιππος Νάκας. Τέλος, ο Δήμος Πολυμέρης στο ακκορντεόν, με πληθώρα συνεργασιών όπως ο Κώστας Μακεδόνας, ο Μπάμπης Τσέρτος, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Ανδρέας Κατσιγιάννης, Κώστας Χατζηχριστοδούλου. Επίσης, με τον κλαρινίστα Θεόδωρο Γεωργόπουλο έχει κυκλοφορήσει ένα δίσκο στα χνάρια της Βαλκανικής μουσικής παράδοσης.
Στο πρώτο μέρος λοιπόν, οι δυο ερμηνεύτριες απέδειξαν η κάθε μια με το ιδιαίτερο φωνητικό ηχόχρωμά της, πως έχουν κοινές μουσικές καταβολές. Η λυρικότητα της Καλημέρη εμφανέστατη στα τραγούδια από την προσωπική της πορεία. «Ήτανε αέρας» του Καζαντζή που μας πήρε από το χέρι για να ξυπνήσουμε με το φύσημά του και να δούμε πώς οι άρχοντες γίνονται κουρέλια καθώς και τις κηλίδες αίματος που κατά την παράδοση είναι «Οι τρείς ανθοί» του Κρόκου. Κι από τους δαρμένους από έρωτα και κολασμένους «Παραβάτες» του Λάκη Χανιώτη σε στίχους Θανάση Παπακωνσταντίνου σε μία άλλη παράβαση, ηθική και ψυχική, όπως αυτή της ξελογιάστρας «Σαλώμης» του Λουδοβίκου των Ανωγείων. Όλα αυτά φαντάζουν ελαφρώς σκοτεινά και καταθλιπτικά, γι΄ αυτό ο Ορφέας Περίδης μας θυμίζει με τους στίχους και τη μουσική του πως πάντα υπάρχει ένας «Φάρος» για να φέγγει το νυχτωμένο μας μυαλό, είτε με τη μορφή του φίλου είτε με την άυλη υπόσταση του εσωτερικού φωτός. Οι «Χρόνοι της απουσίας σου» του Γιώργου Καζαντζή σε λόγια της Λίλυς Βαρίνου φέρνουν παγωνιά, συναισθηματικό βούλιαγμα, αίσθημα εγκατάλειψης, αλλά οπλίζουν με δύναμη για να σπάσουν τα δεσμά του εγκλεισμού στη «Φυλακή» των δυνατών του κόσμου που μελωδικά έχτισε ο Σταύρος Κουγιουμτζής σε ποίηση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Όλες αυτές οι βαθειά ανθρώπινες καταστάσεις πάντα κάνουν κύκλους και επιστρέφουν στη μαγιά, στην αρχή, στη μάνα. Ακούγεται σκληρό αλλά αυτή η επιστροφή πάντα είναι προσωρινή. Η ανάγκη για απογαλακτισμό, μας ωθεί να επιζητούμε τον αποδιωγμό μας από εκείνη, όσο σκληρό κι αν ακούγεται το «Διώξε με, μάνα, διώξε με» που ενίοτε καταφεύγουμε. Φαίνεται πάντως ότι ανέκαθεν ίσχυε αυτό, εφόσον στιχουργήθηκε από τη μεγάλη ποιητική παράδοση για να φτάσει στο σήμερα να μελοποιηθεί από το Χρήστο Τσιαμούλη.
Η ερμηνευτική δωρικότητα της Βελεσιώτου ήρθε αμείλικτη με δυο τραγούδια σε στίχους Μάγδας Παπαδάκη και μουσική Μιχάλη Νικολούδη. Τα «Κόκκινα λουστρίνια» δίνουν μια άλλη διάσταση για όλες εκείνες τις γυναίκες που εδώ και χρόνια πουλάνε το σώμα τους που ίσως τελικά, το κάνουν για να μη βγει σε πλειστηριασμό η ψυχή τους. Το φαλλοκρατικό επιχείρημα πως «ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς», αντιστρέφεται τεχνηέντως στις «Φόνισσες», όταν η προδοσία αφήνει πληγές ανεπούλωτες. Πάντως, η «Γυάλινη χαρά» σε μουσική Ευγένιου Δερμιτάσογλου και στίχους Θανάση Πλαταμώνα, δεν κάνει διακρίσεις ανάλογα με το φύλο. Ως γυάλινη, είναι τόσο διάφανη, ώστε γίνεται αόρατη και μη βιώσιμη. Περνάς από μέσα της χωρίς να το καταλαβαίνεις και γεμίζεις με τις χαρακιές των σπασμένων γυαλιών της. Τώρα, πώς γίνεται πολλοί να εξακολουθούν να ζήσουν το εφήμερο και το επίπλαστο, έτσι ώστε «το ψέμα να μοιάζει με αλήθεια» για «Λίγο ακόμα», μάλλον θα παραμείνει άλυτο ψυχοσυναισθηματικό μυστήριο ανά τους αιώνες. Ούτε ο Νίκος Καρίμπας στον οποίο ανήκουν οι στίχοι, ποσό μάλλον ο Αντώνης Πολίτης που μελοποίησε αν και το περιέγραψαν πολύ όμορφα, δεν κατάφεραν να δώσουν απάντηση για την αιτία. Ίσως φταίει η ελπίδα ότι «τ΄ όνειρο θα ξαναρθεί και πάλι από την αρχή» έστω κι αν το καράβι τσακιστεί στα κύματα του έρωτα και βουλιάξει. Τουλάχιστον θα μείνει η αγάπη για «Αυτή τη θάλασσα» όπως γράφει ο Πόλυς Κυριάκου στη μελωδία του Γιώργου Καζαντζή. Ο τελευταίος στη συνεργασία του με τη στιχουργό Ελένη Φωτάκη ζωντάνεψε τις «Μέλισσες» για να αποδώσουν τον πόνο του αποχωρισμού αλλά και τη σκληρότητα της συνειδητοποίησης. Ταξιδευτές σε φουρτουνιασμένες θάλασσες δεν είναι μόνο οι έρωτες. Είναι κυρίως οι άνθρωποι, ο τρόπος ζωής τους συνολικά. Για έναν τέτοιο άνθρωπο γράφτηκε από το Μιχάλη Κουμπιό, το βιογραφικό τραγούδι σε στίχους Λίνας Δημοπούλου για τον «Κώστα Βίρβο».
Όπως και να χει, ο αποχωρισμός για τη συγκεκριμένη συναυλία άργησε να έρθει, αφού ακολούθησε ένα εξίσου απολαυστικό και νοσταλγικό δεύτερο μέρος, που τίμησε το μεγάλο δημιουργό του ρεμπέτικου τραγουδιού, Γιάννη Παπαϊωάννου. Γεννημένος στην Κίο της Μικράς Ασίας το 1913, ήρθε στην Αθήνα με τη Μικρασιατική καταστροφή περνώντας από τη Σαμοθράκη, τη Θράκη, τον Πειραιά, το Κερατσίνι και τελικά εγκαταστάθηκε στις Τζιτζιφιές. Η νέα κατάσταση τον ανάγκασε να κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει εφόσον είχε χάσει τον πατέρα του σε μικρή ηλικία, στα 8 του χρόνια. Οικοδόμος, ψαράς σε καΐκια. Αγαπούσε εξίσου τη μουσική με το ποδόσφαιρό. Έπαιζε στην ομάδα του Φαληρικού (μεταγενέστερα Εθνικός) κι ίσως να τον είχε κερδίσει η στρογγυλή θεά, αν ένας τραυματισμός δεν τον ανάγκαζε να αποτραβηχτεί. Ακόμη και μετά τον τραυματισμό του, η πίεση της μάνας του δεν τον έκανε να σταματήσει, παρά μόνο όταν του αγόρασε το πρώτο το μουσικό όργανο, ένα μαντολίνο με το οποίο ξεκίνησε να παίζει καντάδες στις γειτονιές.
Κάπως έτσι, λοιπόν η Μιράντα Τερζοπούλου, γνώστρια της λαϊκής και δημοτικής παράδοσης, στενή συνεργάτιδα της Δόμνας Σαμίου, ξεκίνησε να μας συστήνει τον Παπαϊωάννου, έχοντας το ρόλο της αφηγήτριας. Ο πρώτος σταθμός ήταν κάπου στο 1934, όταν τρώγοντας ένα μεσημέρι στην ταβέρνα του Γκινόπουλου στις Τζιτζιφιές, άκουσε έναν αμερικάνικο δίσκο γραμμοφώνου με το «Μινόρε του τεκέ» του Γιάννη Χαλκιά (Τζακ). Όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του «Tρέλλα!! Tέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Kανείς δεν ξανάγραψε τέτοιο. Aυτό το σύμβολο, πράγμα απλησίαστο από όλο τον κόσμο. Aμέσως άλλαξα γνώμη κι είπα θα πάρω μπουζούκι».
Τη σκυτάλη πήραν οι δυο ερμηνεύτριες, με το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ο Παπαϊωάννου το 1937, τη «Φαληριώτισσα», το οποίο ήδη ήταν γνωστό στον Πειραιά από το 1935 (Ξέρετε τότε, δεν υπήρχε τηλεόραση, περιοδικός τύπος, διαδίκτυο και όλα τα συναφή). Η Φωτεινή Βελεσιώτου συνέχισε με τα «Πώς θα περάσει η βραδυά» σε στίχους Αλέκου Αγγελόπουλου του 1950, «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» και «Νύχτες ξενυχτώ χωρίς ελπίδα» σε στίχους του ίδιου, από το 1948. Η Λιζέτα Καλημέρη, ερμήνευσε το εμβληματικό τραγούδι του Πατσά ή Ψηλού, όπως ήταν το παρατσούκλι του με τίτλο «Πριν το χάραμα» από τη συνεργασία του το 1948, με το στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη ή Τσάντα. Κι αν νομίζετε, ότι ο πόνος δεν φέρνει μεράκι, γλέντι και αντιστρόφως, ο Παπαϊωάννου θα σας διαψεύσει με το τραγούδι του «Πέντε Έλληνες στο Άδη», γραμμένο το 1947 σε στίχους Κώστα Μάνεση. Τραγούδια σαν τα «Άνοιξε, άνοιξε» του 1948 , «Από της Ζέας το λιμάνι» του 1946 σε στίχους Τσάντα, η «Πειραιώτισσα» σε στίχους Κώστα Μάνεση του 1948, και το «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει» της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου από το 1953, είναι τραγούδια που ταιριάζουν γάντι στη ρεμπέτικη φωνή της Βελεσιώτου κι αν ο ιστορικός χρόνος είχε τη δύναμη να ελίσσεται, ενδεχομένως ο Παπαϊωάννου θα επέλεγε εκείνη να τα πρωτοτραγουδήσει.
Είναι γνωστό πως με τη δικτατορία του Μεταξά τον Αύγουστο του 1936, η λογοκρισία στη μουσική και κυρίως στο μπουζούκι έγινε σκληρότατη. Δεν ήταν ωστόσο στόχος το όργανο, μα αυτό που εξέφραζε, η διέξοδος που έδινε στο λαό να επικοινωνεί. Σε ένα λαό που είχε βιώσει την προσφυγιά και συνεπώς τον πόνο, το χαμό, τη φτώχεια και την πείνα και με τη δικτατορία ένιωθε και τη φίμωση της ελευθερίας του για μία ακόμη φορά.. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, λοιπόν, διηγείται ο Γιάννης Παπαϊωάννου την ιστορική αλήθεια του… «Ξαφνικά το 1936 απαγορεύονται τα λαϊκά τραγούδια. Παίρνω τότε το μπουζούκι μου και πάω στη λογοκρισία. Λέω: «Κύριοι, αφού το όργανο είναι κατηγορούμενο, πρέπει να απολογηθεί». Έπαιξα ένα μινόρε και συγκινηθήκανε. Γρήγορα δόθηκε η άδεια να συνεχίσουμε. Ήταν η πρώτη νίκη μου». Έφυγε πρόωρα στις 3 Αυγούστου του 1972, όταν μετά το τέλος του προγράμματός του και ενώ οδηγούσε προς το σπίτι του, σκοτώθηκε σε τροχαίο στο Πέραμα.
Ο Παπαϊωάννου, όπως προείπα, έκανε πολλές δουλειές, όπως ένα σωρό νέοι της εποχής του, προκειμένου να επιβιώσει σε μία κοινωνία ραγδαίων και τραγικών εξελίξεων. Δούλεψε πολύ στη θάλασσα, σε καΐκια. Έτσι γνώρισε και τον «Καπετάν Ανδρέα Ζέππο» δουλεύοντας στο καΐκι του. Αν δεν υπήρχε αυτό το τραγούδι του Παπαϊωάννου, πιθανότατα θα είχε χαθεί η προσωπικότητα του Ζέππου. Ενός απλού ανθρώπου, που ήταν γλεντζές, πότης αλλά κυρίως άνθρωπος. Το 1941, εν μέσω γερμανικών βομβαρδισμών στον Πειραιά, το καΐκι του Ζέππου έβγαζε μεγάλα ψάρια που είχαν βγει στην επιφάνεια λόγω των βομβαρδισμών. Αντί να τα πουλήσει, τα μαγείρευε, μοιράζοντάς τα σε συσσίτια για το λαό. Αργότερα, στα Δεκεμβριανά μάζευε τους τραυματισμένους Ελασίτες και τους πήγαινε σε ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο ενώ τους νεκρούς τους έθαβε στην παραλία, φτωχικά, αθόρυβα, με απλότητα όπως άρμοζε στους αληθινούς αγωνιστές.
«Στα πεύκα και στα έλατα» έβρισκαν καταφύγιο οι φυματικοί της εποχής προκειμένου να αναπνεύσουν καθαρό αέρα. Έτσι ονομάστηκε το τραγούδι σε στίχους Τσάντα του 1947, για να περιγράψει αυτήν την κατάσταση. Όμως, στα πεύκα και στα έλατα βρέθηκε και το κοινό με τον καθάριο αέρα να ξεχειλίζει, να δίνει πνοή κίνησης στο καΐκι του Καπετάν Ζέππου με τις υπέροχες ερμηνείες των δυο ερμηνευτριών που απέδωσαν με σεβασμό τα τραγούδια ενός καλλιτέχνη, ο οποίος μέσα στη μεγάλη άνθιση του ρεμπέτικου, κατάφερε να ξεχωρίσει, διαμορφώνοντας το δικό του τρόπο σύνθεσης, βαπτίζοντάς τον στην αφρώδη θάλασσα, εισάγοντας στοιχεία του παραδοσιακού νησιώτικου αλλά και της καντάδας.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου έζησε απλός, γεμάτος καλοσύνη. Τουλάχιστον, έτσι λένε όσοι τον γνώρισαν. Προσέφερε τόσα στο μουσικό μας πολιτισμό, χωρίς φυσικά αντάλλαγμα και χωρίς καμία ατομική έπαρση. Όπως έγραψε, «Tου Γούναρη, του μεγάλου Γούναρη, οι Αμερικάνοι του έκαναν άγαλμα. Τον τίμησαν. Εμάς ποιος θα μας τιμήσει; Εμείς δεν θέλουμε αγάλματα. Εμείς είμαστε η Ιστορία της Λαϊκής Μουσικής. Το Mάρκο, τον Kερομύτη, τον Περιστέρη, το Στράτο, το Mπαγιαντέρα, τον Tσιτσάνη, το Xατζηχρήστο, τον Mπάρμπα Mήτσο; Δεν θέλουμε αγάλματα εμείς, θέλουμε σεβασμό». Οπωσδήποτε ο σεβασμός είναι κάτι που κερδίζεται και σίγουρα ο Παπαϊωάννου έχει αναδειχτεί πρωταθλητής ως προς αυτό, σε ότι αφορά τον απλό κόσμο που άκουγε, ακούει και θα εξακολουθήσει - σε πείσμα των ευτελών ακουσμάτων - να ακούει τα τραγούδια του. Αυτός ο σεβασμός, ο πιο ουσιαστικός, είναι πάντα ανεπίσημος. Όσο για τον τυπικό και επίσημο σεβασμό; Μπάρμπα Γιάννη, «σβήσε το φως να κοιμηθούμε»….
Πηγές:
- Ντόμπρα και σταράτα, Γιάννης Παπαϊωάννου, Εκδ. Κάκτος 1996
- Eπιπλέον βιογραφικά στοιχεία: www.ogdoo.gr
- Ο Καπετάν Αντρέας Ζέππος, Ευάγγελος Αθηναίος, Εκδ. Μουρούσια 2012
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#27584 / 11.07.2013, 03:07 / Αναφορά Πάλι έγραψες !!!! |
#27585 / 11.07.2013, 05:49 / Αναφορά Λατρεύω Μαργιολά στο μπουζούκι. |
#27597 / 14.07.2013, 01:06 / Αναφορά Μουσικοί, ερμηνευτές, συνθέτες, στιχουργοί, όλοι φωτίζονται και τιμώνται στις παρουσιάσεις σου, αυτό που απολαμβάνω πάντοτε είναι η παράλληλη ανάγνωση Ιστορίας, Πολιτικής και Πάλης των ανθρώπων (τα κεφαλαία σκόπιμα). Την ιστορία του Ζέππου δεν την γνώριζα, τον ονόμασα "Ο Ζορμπάς ψαράς" (ακούγεται σαν το "Ο Καραγκιόζης φούρναρης", τώρα που το ξανασκέφτομαι, σε όλα αυτά τα πρόσωπα, υπαρκτά ή φανταστικά, η φτώχεια και η ταπεινή καταγωγή κρύβουν υψηλό φρόνημα και ανθρώπινο "πλούτο" ). |
#27633 / 26.07.2013, 10:33 / Αναφορά Παναγιώτη, οι περιγραφές σου πάντα ταξιδιάρικες και υπερπλήρεις! Όταν σε διαβάζει κανείς είναι σαν να παραβρίσκεται και ο ίδιος στη συναυλία. Σ' ευχαριστούμε για τις επιπλέον ιστορικές και βιογραφικές πληροφορίες. Δίνουν στην προσεγμένη σου δουλειά εξαιρετικό ενδιαφέρον! Καλή συνέχεια σε όσα κάνεις και περιμένουμε νέα κείμενα!!! |