To παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία σήμερα 5.3.2003 και αναδημοσιεύεται εδώ. Πιστεύουμε πως αξίζει ο κόσμος να διαβάζει αναλύσεις τέτοιου επιπέδου, άσχετα αν συμφωνεί ή όχι.
Στο τέλος του άρθρου μπορείτε να αφήσετε τα σχόλια σας.
Ευρωαπορρίμματα και μουσικοί πιθηκισμοί
Το ότι η κοινή γνώμη εκτιμά, σχετικώς, τη δημόσια τηλεόραση, οφείλεται περισσότερο στην κακή ποιότητα της ιδιωτικής και λιγότερο σ' αυτά που η ίδια, από μόνη της, πετυχαίνει. Αυτή την εντύπωση έχει κανείς, συχνά-πυκνά, και η πρόσφατη τελετή της παρουσίασης των υποψήφιων «τραγουδιών» για το διαγωνισμό της
Eurovision ήρθε να την ενισχύσει.
Ελπίζω η παρούσα Διοίκηση να έβγαλε κάποια συμπεράσματα από την προκριματική φιέστα που ξεφούρνισε και φέτος ο εσμός των μισθοφόρων που τη σχεδίασε και τη διέπραξε καθώς, ως Διοίκηση, ήδη την έχει χρεωθεί και κοσμεί το στήθος της σαν λαμπερό παράσημο προαγωγής της υποκουλτούρας. Οι πολίτες που παρακολουθούν με σκεπτικισμό, ή και αγανάκτηση, πώς ξοδεύονται τα χρήματα της αναγκαστικής εισφοράς τους, αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα (ας δοκιμάσουν να τη δημοσκοπήσουν με τίμιο τρόπο) η οποία, απλώς, δεν κάνει φασαρία και γι' αυτό διαφεύγει από την προσοχή των ανεγκέφαλων χωριατογιάπηδων που -αν και άμοιροι επαφής με την πραγματική ελληνική κοινωνία- ισχυρίζονται ότι αυτοί ξέρουν «τι θέλει ο κόσμος» μελετώντας μόνο τα χαρτιά των τηλεμεριδίων, τα διάφορα «τοπ τεν» και τους διαφημιστικούς καταλόγους των αβανταδόρων της βλακείας.
Η ΕΡΤ αποφάσισε, και φέτος, να λάβει μέρος στον, από χρόνια ευτελισμένο, διαγωνισμό τραγουδιού της
Eurovision, παρά το γεγονός ότι η χώρα αποκλείστηκε απ' αυτόν ύστερα από τη διδακτική αποτυχία της περασμένης χρονιάς. Αλλά, όπως μας εξήγησε, με νόημα, η παρουσιάστρια κ. Μπόκοτα, τα «καταφέραμε» να πάμε κι αυτή τη φορά. Δηλαδή, καταφέραμε να συμμετάσχουμε ενώ δεν μας ήθελαν. Αυτό, μάλιστα, το σερβίρισε ως παρασκηνιακό(;) κατόρθωμα, υπέρ πατρίδος, αποφεύγοντας όμως να εξηγήσει το πώς ακριβώς «τα καταφέραμε». Ωσάν δηλαδή να μην ήταν δημόσιος ο λόγος της, και ωσάν, η ίδια, να μην ήταν υπάλληλος και εκπρόσωπος δημόσιου φορέα. Οι αξιοπρεπείς Ελληνες πολίτες τηλεθεατές δεν πήραν απάντηση σ' αυτό το θέμα, το οποίο η παρουσιάστρια κατάφερε (ακόμα κι αν δεν ήταν) να το μετατρέψει σε «λεπτό» ερώτημα. Αντί απαντήσεως πήραν ένα θέαμα, το οποίο εδόξασε, άλλη μια φορά, την ασχήμια, την κενοδοξία, την ευτέλεια και την πνευματική πενία.
Ποιος μπορεί να πει, με ήσυχη συνείδηση, ότι τα δέκα πονήματα που εμφανίστηκαν ως «ελληνικά» τραγούδια τιμούν ή αντιπροσωπεύουν τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της παράδοσης του ελληνικού τραγουδιού (όλων των ειδών και των εποχών); Τα μόνα που προσμετρώνται σ' αυτά είναι, ακριβώς, ο βαθμός της περιφρόνησης της παράδοσης αυτής καθ' εαυτήν από τη μια, η α-τεχνία και η βαρβαρώδης φύση τους από την άλλη. Ιδού, προς επίρρωσιν, πώς περιγράφει το τραγούδι με το οποίο διαγωνίστηκε η «καλλιτέχνις»
Σαμπρίνα, από συνέντευξή της που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα «
Eurovision Greece»: «Είναι ένα
Dance κομμάτι, ιδανικό για clubbing που γκρουβάρει υπέροχα. Από το πρώτο δευτερόλεπτο θέλεις να χορέψεις και στο ρεφρέν πιστεύω πως θα ξεσηκωθούν όλοι...». Θα ξεσηκωθούν, ναι, αλλά με τι διαθέσεις άραγε;
Στην ΕΡΤ και τη Διοίκησή της χρεώνεται, επίσης, το αχαρακτήριστο ατόπημα να υιοθετεί «ελληνικά», τάχα, τραγούδια, που μιλούν αγγλικά (και μάλιστα της συμφοράς). Φαίνεται ότι το γιουροβιζιονιστικό επιτελείο της ΕΡΤ, στην απέλπιδα προσπάθειά του να αποσπάσει, επί τέλους, και με κάθε εθνικό εξευτελισμό, ένα ψωροβραβείο τρίτης κατηγορίας, φαντάστηκε ότι η ελληνική γλώσσα, στο εξωτερικό, αποτελεί εμπόδιο και γι' αυτό, εδώ και χρόνια, ενθαρρύνει κάθε είδους φραγκολεβαντινισμό υπερθεματίζοντας σε εθελοδουλεία και ραγιαδισμό ακόμη και εκείνους που ένεκα πνευματικής εξαχρείωσης υποτιμούν και εκμαυλίζουν την παράδοση και τη γλώσσα. Τι να πει κανείς για τη μουσική; Η εθνική ιδιαιτερότητα και ταυτότητα αντιπροσωπεύονται με μουσικούς πιθηκισμούς αμερικανικών εμπορικών προτύπων, και δη, κατά παράβασιν των δεδηλωμένων «προδιαγραφών» της EBU, της οποίας ένας εκ των ιδρυτικών σκοπών ήταν: «Να αντισταθμίσει τη διαρκώς αυξανόμενη επίδραση που ασκούσαν (τότε) στην Ευρώπη τα αμερικανικά μέσα και πρότυπα». Τι πρωτοπορία στη μειοδοσία!
Εύρημα, επίσης, η διαδικασία επιλογής του ενός και καλυτέρου: Μια οκταμελής δευτεροβάθμια κριτική επιτροπή (αφήνουμε την πρωτοβάθμια διότι σ' αυτήν η ΕΡΤ παρεχώρησε, αυθαιρέτως βέβαια, το αλάθητον του Πάπα) αποφασίζει μεν, αλλά κατά το... 40% μόνον! Ακολουθεί ο «λαός» που ψηφίζει διά μηνυμάτων SMS με μερίδιο 30% στην απόφαση και ο «λαός» που ψηφίζει διά της σταθερής τηλεφωνίας με μερίδιο επίσης 30% (τι σημασία, τώρα, έχει αν μια ψήφος δίδεται από κινητό ή σταθερό τηλέφωνο το γνωρίζουν μόνο τα ξεφτέρια της ΕΡΤ που το επινόησαν). Αυτό όμως το προνόμιο (60%) της ψήφου του «κοινού», που θέλει να περάσει και ως δημοκρατική, τάχα, πρόθεση, αποτελεί στην ουσία πράξη συνειδητού και αδιάντροπου λαϊκισμού, καθώς, όλοι γνωρίζουν ποιοι, κατά κανόνα, συνηθίζουν να τηλεφωνούν σε τηλεοπτικές εκπομπές και ειδικότερα ποιοι τηλεφώνησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τι μας βεβαιώνει, δηλαδή, ότι μερικές από τις «χιλιάδες» των τηλεφωνημάτων αυτών δεν έγιναν στο πλαίσιο οργανωμένης επιχείρησης είτε των εταιρειών δίσκων που συνεργάζονται με τους διαγωνιζόμενους είτε από συγγενείς και φίλους, που λέει ο λόγος; Στα σοβαρά ισχυρίζονται ότι ψήφισε το κοινό, δηλαδή η κοινωνία; Ας τ' αφήσουν αυτά, τα εκ του πονηρού. Αν ήθελαν μια γνώμη που να αντιπροσωπεύει την πραγματική κοινωνία θα έπρεπε οι ίδιοι να επιλέξουν και να ζητήσουν ψήφο από ομάδες και ανθρώπους που αποδεδειγμένα να προέρχονται από όλο το πνευματικό φάσμα της κοινωνίας και όχι να περιμένουν, σταυροπόδι, ποιος θα «φιλοτιμηθεί» να τηλεφωνήσει και πόσες φορές.
Τρίτο και τελευταίο (σαν χαριστική βολή), η συμβολή των παρουσιαστριών. Από τη μια, η κ. Μπόκοτα, οχυρωμένη πίσω από ένα πεποιημένο, όσο και ετοιμόρροπο, στιλ άνεσης και καπατσοσύνης, δεν παρέλειπε συνεχώς να υπενθυμίζει πόσο σημαντικός είναι ο διαγωνισμός αυτός (σημ.: καθώς επίσης και τα ετήσια ταξίδια της στο εξωτερικό, ως μόνιμος «αρχηγός» της αποστολής), πόσα η ίδια γνωρίζει περί αυτού (τάχα εκ των έσω), πόσο μας αγαπάνε εκεί στην Ευρώπη, πόσο βαθιά πιστεύει ότι, πού θα πάει, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, κάποτε θα το τσιμπήσουμε κι εμείς αυτό το αναθεματισμένο βραβείο, καθώς και άλλα παρόμοια φληναφήματα. Από την άλλη, οι κυρίες Ρίκα Βαγιάννη και Πόπη Τσαπανίδου, γνωστές σχολιάστριες της ΕΡΤικής «πρωινάδικης» μπουρδολογίας (τι εναλλακτικό πνεύμα προγράμματος κι αυτό), αυτάρεσκα και θρασύτατα, προσδιόρισαν, οι ίδιες (!), το ρόλο τους σαν κάτι παρόμοιο (λέει) με το ρόλο των δύο γερόντων του «Μάπετ σόου»! ή του, πάλαι ποτέ, εξώστη του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τους έλειψε όμως δραματικά, σε σχέση μ' εκείνους, τόσο η σπιρτάδα όσο και η καλλιέργεια, το κριτικό πνεύμα και η ευφυΐα. Αντίθετα, τους περίσσεψαν η αμηχανία, η κενολογία, οι «κοτσάνες» και η κοινοτοπία. Τι τους ήθελαν, κι αυτές, τους αυτοπροσδιορισμούς; Δεν περιορίζονταν, καλύτερα, στους απλούς διορισμούς που, έτσι κι αλλιώς, φαίνεται ότι απολαμβάνουν ελέω τίνος άραγε διευθυντή ή παράγοντα;
ΥΓ.: Εις το Φεστιβάλ
Eurovision θα επανέλθουμε, συν θεώ, το Μάιο, όταν με το καλό θα επανέλθει και η ελληνική αντιπροσωπεία με τη «συγκομιδή» της, που τολμώ να προβλέψω ότι θα είναι μόνο λίγα ψώνια από τα μαγαζιά της Ρίγας.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ε. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 05/03/2003