Ο
Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1905, στην Άνω Χώρα, στην
Ερμούπολη της Σύρου. Το 1917 κατέβηκε στο
Πειραιά, κι αφού εργάστηκε ως
χαμάλης και εκδοροσφαγέας κατέληξε να γίνει
μουσικός. Έμαθε
μπουζούκι στους
τεκέδες του Πειραιά και στις αρχές της Δεκαετίας του ’30 είχε ήδη ηχογραφήσει αρκετά τραγούδια, κυρίως διασκευές παλαιότερων τραγουδιών, προσαρμοσμένα στο μπουζούκι.
Δεν ήταν ο πρώτος που ηχογραφούσε ρεμπέτικα. Η αρχή είχε γίνει στην Αμερική με το "
Μινόρε του τεκέ", του Ιωάννη Χαλκιά, που είχε θεαματική απήχηση και έμελλε να αποτελέσει την θρυαλλίδα της ρεμπέτικης δισκογραφίας. Ωστόσο ο Μάρκος, εκεί κάπου στις αρχές του ’30,
έλαβε μιαν απόφαση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η γέννηση του σύγχρονου Αστικού Λαϊκού τραγουδιού...
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΡΟ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Ο
Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στη Σύρο και συγκεκριμένα στο Σκαλί της Άνω Χώρας, στις 10 Μαΐου του 1905, ημέρα Τετάρτη, στις τρεις η ώρα το πρωί. Ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της
Ελπίδας Βαμβακάρη. Τα άλλα παιδιά ήτανε με τη σειρά ο Λεονάρδος, ο Φραγκίσκος, η Γκράτσια, ο Αργύρης και η Ρόζα.
Ο Δομένικος, ο πατέρας του Μάρκου, ήταν γιος του Μάρκου του Ρόκου και είχε άλλα δύο αδέρφια, τον Αντώνη και το Μορφίνη. Και τα τρία αδέρφια έπαιζαν γκάιντα. Ο Δομένικος έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει την οικογένειά του. Άλλοτε δούλευε καρβουνιάρης, άλλοτε έπλεκε καλάθια, πότε-πότε πήγαινε στα χωράφια ως σκαφτιάς. Η
Ελπίδα Βαμβακάρη, ήταν ένα από τα έξη παιδιά του Λεονάρδου Προβελέγγιου, ο οποίος ήταν ράφτης στο επάγγελμα. Όπως θυμάται ο Μάρκος:
«Η μάνα ήτανε όμορφη και χαρούμενη. Αστειευόταν, τραγουδούσε όμορφα, όλο ζωή…».
Το 1909 ο Μάρκος πρωτοπήγε στο σχολείο, ενώ το 1912, πριν να τελειώσει την τετάρτη δημοτικού, αναγκάστηκε να διακόψει διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό. Η μητέρα του
Ελπίδα μαζί με το Μάρκο έπιασαν δουλειά στο κλωστήριο του Δεληγιάννη. Εκείνη την εποχή γεννήθηκε η Γκράτσια, η πρώτη αδερφή του Μάρκου. Ο Μάρκος όμως δεν μπορούσε να χωρέσει στο εργοστάσιο. Η μητέρα του είδε κι απόειδε και τον έδωσε παραγιό σ’ έναν ξάδερφό της με το παρατσούκλι ο Μούγιας, που διατηρούσε μπακάλικο στην πόλη της Σύρας. Κάτι όμως η θεία του η στρίγγλα, κάτι ο θείος του ο Μούγιας, έφυγε και από εκεί. Μετά από μία γερή πνευμονία κατέβηκε στην πόλη της Σύρου, όπου πήγε να δουλέψει ως χασάπης. Δούλεψε σε δύο χασάπικα και στη συνέχεια έπιασε δουλειά ως εφημεριδοπώλης. Η δουλειά αυτή τον έσπρωχνε προς την αλητεία και αποφάσισε να αλλάξει και να δουλέψει σε οπωροπωλείο. Άλλαξε δύο οπωροπωλεία, ώσπου κατέληξε και πάλι εφημεριδοπώλης στο πρακτορείο των Αθηναϊκών εφημερίδων, ενώ το βράδυ δούλευε ως λούστρος. Όλα αυτά μέχρι το 1917, δώδεκα χρονών στα δεκατρία, ώσπου μία μέρα κύλησε ένα μεγάλο βράχο σε μία κατηφόρα και αυτός πήγε και έπεσε μέσα σε ένα σπίτι. Τον έψαχνε η αστυνομία και ο Μάρκος από το φόβο του μπήκε λαθρεπιβάτης σε ένα καράβι για τον Πειραιά.
ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΤΗΣ ΚΙ ΕΡΗΜΟΣΠΙΤΗΣ
Τα πρώτα χρόνια στον Πειραιά ήτανε δύσκολα για το Μάρκο. Έμενε στα Ταμπούρια και αρχικά δούλεψε ως γαιανθρακεργάτης.
«…Πότε βγάζαμε το κάρβουνο όξω από τα φορτηγά που ξεφορτώναμε. Πότε πηγαίναμε κάτω στο λιμάνι, πιάναμε μια μαούνα εξήντα, εβδομήντα τόνους, δέκα νοματαίοι, δώδεκα, την οποία έπρεπε να την αδειάσουμε στον Κάνθαρο, μέσα εκεί που είχανε τις αποθήκες του κάρβουνου οι μεγάλοι εφοπλιστές…».
Ήρθε κάποια στιγμή και όλη η οικογένειά του στον Πειραιά και αυτός με τον πατέρα του ζούσαν την οικογένεια δουλεύοντας στο κάρβουνο. Αφού δούλεψε τέσσερα χρόνια στη σκληρή αυτή δουλειά, πήγε στη χαμαλίκα και ξεφόρτωνε εμπορεύματα στη Ζέα, στο τελωνείο του Μαργιολή, όπου έμεινε δύο-τρία χρόνια. Στην περίοδο αυτή παντρεύτηκε με τη Ζιγκοάλα, την πρώτη του γυναίκα, την οποία καθώς έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο. Ο έρωτας του Μάρκου με τη Ζιγκοάλα ήταν κεραυνοβόλος, αλλά η κατάληξη άσχημη.
«…Δεκαεννιά χρονών έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οκτώ χρονών, μου ’δινε και λεφτά και κουστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα, τη Ζιγκοάλα, και την απαράτησα…».
Εκείνη την περίοδο άρχισε να πηγαίνει στους τεκέδες. Δεκαοχτώ χρονών ξεκίνησε τη μαστούρα. Ήταν η εποχή που ο Μάρκος αλήτευε στους τεκέδες και άρχισε να έχει νταραβέρια με την αστυνομία. Το πρωί στη δουλειά, το βράδυ στον τεκέ. Για εννιά μήνες περίπου δούλεψε με τον πατέρα της Ζιγκοάλα, χαμαλίκι πάλι στο τελωνείο.
Κατά το 1922-'23 έφυγε από λιμενεργάτης και πήγε εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά. Σιγά-σιγά έγινε δεινός εργάτης στα σφαγεία, άριστος εκδορέας. Περίπου ένα χρόνο μετά ο Μάρκος μυήθηκε στο μπουζούκι, το όργανο που του άλλαξε τη ζωή:
«…Λίγο πριν πάω στρατιώτης, το 1924 ή αρχή το '25, άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί…».
ΤΕΤΡΑΣ, Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ, ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Φαντάρος πήγε για δεκατέσσερις μήνες, όταν έγινε είκοσι χρονών. Δεκατέσσερα χρόνια θα ήτανε μαζί με τις φυλακές που είχε φάει, αλλά τα κατάφερε και απολύθηκε. Γύρισε στο σπίτι του, αλλά λίγο-λίγο άρχισε να μην πηγαίνει στη δουλειά. Ο πατέρας του και η μάνα του μαραζώνανε γιατί τον βλέπανε να μη δουλεύει, να γυρίζει στους τεκέδες συνεχώς μαστούρης. Ο Μάρκος είχε συνεχώς στο μυαλό του το μπουζούκι, αυτό τον είχε συνεπάρει, αλλά είχε πέσει και στην αλήτικη ζωή με τους τεκέδες και τη μαστούρα σε καθημερινή βάση. To 1930 ο Δομένικος, ο πατέρας του Μάρκου, πέθανε χωρίς να προφτάσει να δει το γιο του στα πάλκα και στα γραμμόφωνα.
Ο Μάρκος είχε αρχίσει να γράφει δικά του τραγούδια. Μέχρι το ‘33 είχε γράψει περίπου 50 τραγούδια και τα ’παιζε με το μπουζούκι του και τα θυμότανε χωρίς να πάει σε κάποιον μουσικό να του βάλει νότες.
Με το Γιώργο το Μπάτη, τον Ανέστη το Δελιά και το Στράτο τον Παγιουμτζή είχαν γνωριστεί στους τεκέδες και γυρνάγανε μαζί και παίζανε, τραγουδάγανε και πίνανε και διασκέδαζαν τους μάγκες για το κέφι τους.
Το 1934 ο Μάρκος, ο Μπάτης, ο Στράτος και ο Δελιάς φτιάξανε την ξακουστή τετράδα του Πειραιώς και άρχισαν να παίζουν στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση του Πειραιώς, κοντά στον Άγιο Διονύση. Ο Μάρκος ήτανε ακόμα εκδορεύς και όποτε πήγαινε για δουλειά πληρωνόταν καλά. Όμως το μπουζούκι τον τραβούσε περισσότερο. Στου Σαραντόπουλου έπαιξαν για πέντε-έξι μήνες. Στη συνέχεια ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Στην κομπανία προστέθηκε και ο Σκαρβέλης, ο λεγόμενος Παστουρμάς. Η αστυνομία όμως δεν του έδωσε άδεια -αφού ο Μάρκος δε δέχτηκε να «πάει με τα νερά τους»- και έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει. Μετά τα Άσπρα Χώματα αποφάσισε να ταξιδέψει στη Σύρα, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Πήρε τον Μπάτη, τον αδερφό του το μικρό τον Αργύρη και το Ροβερτάκη και έπαιξε σ’ ένα μαγαζί της παραλίας για περίπου δύο μήνες. Όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή.
Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΔΟΞΑ
Στη δισκογραφία μπήκε το 1933. Στην Odeon γραμμοφώνησε τον πρώτο δίσκο που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να ’ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).
«Μα έτσι, μα αλλιώς, επί τέλους με βάλανε και ετραγούδησα για πρώτη φορά το «Έπρεπε να ’ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας». Μόλις το ετραγούδησα εμείνανε άναυδοι. Εγώ δεν πίστευα ότι είχα καλή φωνή γιατί όταν επήγαινα σχολείο, στην ωδική με είχανε στη δεύτερη φωνή. Δεν ήμουνα στην πρώτη φωνή. Τέλος πάντων, δεν ήξερα ότι και η δεύτερη φωνή έχει αξία. Δεν το ήξερα. Και έβλεπα εδώ που ήταν οι τενόροι, ενώ η δική μου φωνή έπιανε μπάσα. Αλλά ήτανε αυτή η φωνή που ζητάγανε αυτοί…».
Τα τραγούδια έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος άρχισε να γίνεται περιζήτητος. Την εποχή εκείνη είχε βουίξει όλος ο ντουνιάς με τα νταραβέρια της Ζιγκοάλα με έναν φίλο του Μάρκου. Ο Μάρκος αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του αλλά και ντρεπόταν συνάμα, γιατί όλοι οι μάγκες στους τεκέδες γνωρίζανε τα καμώματά της. Με τον αδερφό του, το Φραγκίσκο, είχανε μαλώσει άγρια γι’ αυτό το θέμα. Ο ένας φοβόταν τον άλλο, μίσος απερίγραπτο. Τελικά ο Μάρκος χώρισε τη Ζιγκοάλα και έφυγε από κοντά της. Η γυναίκα αυτή τον κυνήγησε και ζήτησε δικαιώματα από τα τραγούδια του αλλά ο Μάρκος δεν της έδωσε δεκάρα, γράφοντας τα τραγούδια του με το ψευδώνυμο Ρόκος, (το όνομα του παππού του).
Με τη δισκογραφία άρχισαν και οι περιοδείες και η δόξα. Τρεις φορές πήγε στη Θεσσαλονίκη. Πήγε ακόμα στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα, σε πολλές πόλεις. Για κάθε πόλη που πήγαινε είχε και μία ιστορία για να διηγηθεί.
Μετά τις περιοδείες άρχισε να δουλεύει στου Αντώνη του Βλάχου, στο Βοτανικό που είχε ένα μαγαζί-μπαρ στις γραμμές του σιδηροδρόμου. Μαζί του είχε το Γιάννη τον Παπαιωάννου, τον Κώστα τον Καρίπη, το Στέλιο τον Κερομύτη και κάποιον Στέλιο με ένα σαντούρι.
Αργότερα προστέθηκε στο σχήμα και η
Στέλλα Χασκίλ καθώς και άλλες τραγουδίστριες. Τα σχήματα αυτά γνώρισαν μεγάλη επιτυχία μέχρι τη μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος.
Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ
O Βοτανικός έκλεισε με την έναρξη του πολέμου. Ο Μάρκος άρχισε να παίζει στο μαγαζί του Μάριου Δαλέζιου στην οδό Ίωνος 6, μαζί με τον Κερομύτη, τον Παπαϊωάννου, τον Περιστέρη, τον Καρίπη και άλλους. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και η Κατοχή σκληρή. Το ’41 πέθανε ο αδερφός του ο Λεονάρδος και το ’42 πέθανε και η μητέρα του
Ελπίδα. Ο Μάρκος έμεινε με τα δύο μικρά του αδέρφια, τη Ρόζα και τον Αργύρη. Η Κατοχή κράταγε ακόμη. Εκείνη την εποχή, η μεγάλη του αδερφή, η Γκράτσια τον παρακίνησε να παντρευτεί με τη Βαγγελιώ, τη γυναίκα που έμελλε να είναι η τελευταία νόμιμη σύντροφός του. Ο Μάρκος μετά τη συμφορά που είχε πάθε με την πρώτη του γυναίκα, τη Ζιγκοάλα, δεν έπαιρνε την απόφαση. Τελικά μία Κυριακή του ’42 έγιναν οι ορθόδοξοι γάμοι του Μάρκου με τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών. Τα δύο πρώτα παιδιά του Μάρκου και της Βαγγελιώς χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε το Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949. Μετά το Μάριο ο Μάρκος έπιασε δουλειά στην οδό Ίωνος σ’ ένα μαγαζί που το έλεγαν «Άμφισσα». Μαζί του είχε και το μικρό του αδερφό τον Αργύρη, μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΛΑΜΠΗ ΚΑΙ Η ΛΗΣΜΟΝΙΑ
Μετά την «Άμφισσα» δούλεψε επτά-οκτώ μήνες σ’ ένα μαγαζί που το ’λεγαν «Καρέ του Άσσου» και στη συνέχεια στου Βαγγέλα, στην οδό Πατησίων. Από εκεί μετακόμισε στην Τρούμπα σ’ ένα μαγαζί στην παραλία του Λινάρη. Στις αρχές του ’47 τον βρήκε ο Παπαϊωάννου και μαζί με τον Ροβερτάκη, τον Καρίπη, το Χατζηχρήστο, τον Κερομύτη, τον Περιστέρη και άλλους άρχισαν να παίζουν στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές. Παράλληλα ο Μάρκος άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Στη συνέχεια έπιασε δουλειά ξανά στου Μάριου που ήταν συμπατριώτης του καθολικός και είχε μεταφέρει το μαγαζί του από την οδό Ίωνος στις Τζιτζιφιές. Μέχρι τις Τζιτζιφιές ο Μάρκος τα βόλευε καλά.
Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Το ’55, το ’56 το ’57 και το ’58 ο Μάρκος είχε «σβήσει» από τα πάλκα (πάρκα όπως τα έλεγε). Ταξίδεψε στην Ικαρία, τη Σάμο, την Άρτα, τα Γιάννενα, την Πρέβεζα, το Μεσολόγγι, το Βόλο, τη Λάρισα, σε πολλές πόλεις αλλά δουλειά σε πάλκο δεν υπήρχε για το Μάρκο. Στην Αθήνα δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί. Οι δισκογραφικές εταιρίες αλλά και οι «φίλοι», αυτούς που ευεργέτησε ο Μάρκος, όλοι τον είχανε ξεχάσει. Ακόμα και ο αδερφός του ο Αργύρης! Η ζωή ερχόταν βόλτα δύσκολα.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΡΙΕΡΑ ΚΑΙ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ
Μια μέρα του καλοκαιριού, το 1959 ο Γρηγόρης ο Μπιθικώτσης, που αγαπούσε πολύ το Μάρκο, του έφερε το καλό νέο. Η Κολούμπια θα έβγαζε όλα τα τραγούδια του τραγουδισμένα με τη φωνή του Γρηγόρη. Νέα αλλά και παλιά του τραγούδια ερμηνευμένα από το Γρηγόρη Μπιθικώτση έφεραν το Μάρκο στο προσκήνιο. Στις 19/5/1960 η δεύτερη δισκογραφική καριέρα του Μάρκου είχε ξεκινήσει.
Μετά τη μεγάλη επιτυχία στη δισκογραφία, δίνεται η δυνατότητα στο Μάρκο να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους. Το 1966 κάνει την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολουθεί η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Όλοι οι παραγωγοί των δισκογραφικών εταιρειών, που είχαν παραμερίσει το Μάρκο, συνωστίζονταν τώρα στην πόρτα του και τού ζητούσαν να ηχογραφήσει όποιο τραγούδι θέλει αυτός. Ο Μάρκος είχε πάρει την «εκδίκησή» του.
Οι πολλές αρρώστιες είχαν αρχίσει να λυγίζουν το γίγαντα από καιρό. Στις 8 Φλεβάρη του 1972, ο Μάρκος πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας τεράστια παρακαταθήκη:
Το μπουζούκι, έγινε λαϊκό όργανο, και καταξιώθηκε ως τέτοιο, χάρις σ' αυτόν.
Η λαϊκή ορχήστρα με κυρίαρχα τα μπουζούκια, που πρώτος εισήγαγε, ήταν πλέον θεσμός (ακόμα και σήμερα λέμε «πάμε στα μπουζούκια»).
Ο ίδιος, πέθανε αποθεωμένος, θρύλος του λαϊκού τραγουδιού, και αιώνιος πατριάρχης.