Το ράγκταϊμ αποτέλεσε το πρώτο στιλ τζαζ, μουσική κυρίως για σόλο πιάνο και λιγότερο για ορχήστρα. Το βασικό μουσικό χαρακτηριστικό του είναι ο συγκοπτόμενος
ρυθμός, συνήθως δύο ή τεσσάρων τετάρτων. Σύμφωνα με τον Μάρσαλ Στερνς αποτελεί ένα είδος ροντό που κατάγεται από το μενουέτο και το εμβατήριο. Το ύφος του ράγκταϊμ προσαρμόστηκε από τον πιανίστα, ενορχηστρωτή και διευθυντή ορχήστρας Φέρντιναντ "Τζέλι-Ρολ" Μόρτον. Οι συνθέσεις ράγκταϊμ, τα αποκαλούμενα και ράγκς, αποτέλεσαν επίσης μέρος του ρεπερτορίου της τζαζ της Νέας Ορλεάνης αλλά και της λευκής σχολής του Ντίξιλαντ. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα την περίοδο 1900 - 1915. Το ράγκταϊμ παίζεται και σήμερα από παραδοσιακές ορχήστρες.
Το μπίμποπ είναι ένα είδος της τζαζ μουσικής που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1940. Λίγα χρόνια αργότερα, το στυλ του χαρντ μποπ εξελίχθηκε από το μπίμποπ.Πίνακας περιεχομένων
Ιστορία
Το Μπίμποπ θεωρείται γενικά έργο δύο σημαντικών μουσικών της τζαζ, του Τσάρλι Πάρκερ, ο οποίος καθιέρωσε τη μελωδική φρασεολογία και δημιούργησε την τεχνοτροπία και του Ντίζι Γκιλέσπι που την κωδικοποίησε και αποκάλυψε τις δυνατότητες της. Αρκετοί ακόμα μουσικοί που ανήκουν στο ρεύμα του σουίνγκ αποτέλεσαν σημαντική επιροή για την διαμόρφωση του μπίμποπ, όπως ο Λέστερ Γιάνγκ και ο Κόλμαν Χώκινς.
Το είδος του μπίμποπ εξελίχθηκε στις αρχές του 1940 και απέκτησε ένα ευρύτερο κοινό περίπου στα 1945. Σε αντίθεση με το σουίνγκ, θεωρήθηκε αρκετά τεχνικό ή πολύπλοκο και δεν είχε ποτέ την ίδια εμπορική απήχηση. Ο ίδιος ο Γκιλέσπι υποστήριξε πως η ιδιαίτερη τεχνική που απαιτούσε το μπίμποπ ήταν στην πραγματικότητα ένας εκ των στόχων του προκειμένου να ανυψώσει το μουσικό αυτό είδος σε υψηλά επίπεδα, προσβάσιμα μόνο σε πολύ ικανούς μουσικούς. Από την άλλη πλευρά, παλαιότεροι τζαζ μουσικοί, αλλά και ο Λούις Άρμστρονγκ εξέφρασαν την αντίθεση τους στο μπίμποπ.
Ύφος
Στην ουσία, η διαφοροποίηση του μπίμποπ από άλλα είδη της τζαζ έγκειται σε έναν ακόμα καταμερισμό του ρυθμού. Μετά τα 2/2 του στυλ της Νέας Ορλεάνης και τα 4/4 του σουίνγκ, οι Πάρκερ και Γκιλέσπι παρουσίασαν τα 8/8 χρησιμοποιώντας έναν έντονο τονισμό στις αλλαγές συγχορδιών της σύνθεσης. Το γεγονός ότι έπαιζαν κι οι δυο πολύ γρήγορα ήταν λιγότερο σημαντικό από τη δυνατότητα τους να εκμεταλλεύονται απόλυτα τις ρυθμικές προεκτάσεις.
Αναπτύσσοντας ένα σύστημα υποκατάστατων συγχορδιών που υπερθέτει ο εκτελεστής πάνω στις αρχικές, και παίζοντας σε διπλό χρόνο (παίζοντας τα σολιστικά τμήματα σε διπλή ρυθμική αγωγή από την αρχική), ο Πάρκερ ουσιαστικά άλλαξε το πρόσωπο της τζαζ.
Η επιδέξια χρήση πολλών μουσικών κλιμάκων στην ίδια σύνθεση άνοιγε νέους ορίζοντες στην έμπνευση και στις ιδέες των εκτελεστών. Τα αυτοσχεδιαζόμενα σόλο ήταν πολύπλοκες παραλλαγές ή νέες συνθέσεις που βασίζονταν περισσότερο στην αρμονία παρά στη μελωδία της σύνθεσης.
Ουσιαστική αλλαγή έγινε ακόμα και στην εμφάνιση των καλλιτεχνών. Σε αντίθεση με τους καλοντυμένους κι ευπαρουσίαστους μουσικούς του ντίξιλαντ και του σουίνγκ, που έπαιζαν μουσική χορού κυρίως σε πολυτελέστατα κέντρα με άπλετο φωτισμό, οι μουσικοί του μπίμποπ ντύνονταν απλά, με καθημερινά ρούχα, άφηναν γένια και έπαιζαν συνήθως σε μπαρ με λίγο φωτισμό και με ατμόσφαιρα κατάλληλη να τους εμπνέει. Στην περίοδο αυτή βλέπουμε να εισάγεται και η ευρεία χρήση ναρκωτικών από τους μουσικούς.
Ανάμεσα στους μαθητές του Πάρκερ ήταν ο Μάιλς Ντέιβις που δημιούργησε ένα βραχύβιο συγκρότημα, τους "Birth Of The Cool" που αντικατέστησε τις υπερβολές του Μποπ με πιο ήπια δομή και υποσχέθηκε ότι θα προσέφερε πολλά πράγματα στην επόμενη δεκαετία. Ο Ντέιβις αντικατέστησε τα τροπικά πρότυπα (που δεν βασίζονται στους δύο κύριους τρόπους, μείζονα και ελάσσονα) με πιο συμβατικά αρμονικά πρότυπα, μια αντίληψη που χαρακτηρίζει έκτοτε την τζαζ. Οι θεωρίες του Ντέιβις όμως αποδείχθηκαν αρνητικές για τον τενόρο σαξοφωνίστα Τζων Κόλτρεϊν και τον Σόνυ Ρόλινς γιατί στο παίξιμο τους ο αριθμός των αρμονικών αλλαγών που «στριμώχνονταν» η μία πάνω στην άλλη σε μεγάλο αριθμό.
Μια λύση προσπάθησε να δώσει ο σαξοφωνίστας Ορνέτ Κόουλμαν, ο οποίος δημιούργησε την «ελεύθερη μορφή» (free form) εγκαταλείποντας την διαδικασία τής «διαφωνίας προς την λύση», τις ενδείξεις του χρόνου και τις τονικότητες. Ωστόσο, το έργο συγχρόνων του Κόουλμαν όπως οι Όσκαρ Πίτερσον, Μπάντυ Ριτς, Σταν Γκετς και Γουές Μοντγκόμερυ αποδείκνυε πως η τζαζ δεν είχε προσανατολιστεί παντελώς σ' αυτές τις κατευθύνσεις ακολουθώντας πιο παραδοσιακές τζαζ φόρμες.
Το μπούγκι είναι ένα είδος τζαζ μουσικής που είχε σημαντική απήχηση περίπου τη δεκαετία του 1940. Η φόρμα του μπούγκι χαρακτηρίζεται συνήθως από έναν γρήγορο και επαναλαμβανόμενο ρυθμό και ενώ στην αρχή της εμφάνισής του εμφανίστηκε σαν ένα στυλ για σόλο πιάνο, αργότερα επεκτάθηκε με την χρήση πρόσθετων οργάνων ή μεγάλης ορχήστρας. Λέγεται ότι ο μονότονος
ρυθμός του τραίνου επηρέασε το μπούγκι που προσπάθησε να τον μιμηθεί και υπάρχουν πολλά μπούγκι που αναφέρονται στο τραίνο, όπως το Honky-tonk
Train Blues, Stearaline
Train No 39 και άλλα.
Μέχρι το 1920 δεν χρησιμοποιούνταν αυτός ο ορός για να χαρακτηρίσει το στυλ αυτό, μέχρι που κυκλοφόρησε μια δημοφιλής σύνθεση με τον τίτλο «Boogie -woogie» και από τότε επικράτησε να λέγεται έτσι.
Το μπούγκι χτίζεται με μικρές, χτυπητές φράσεις που αυτοσχεδιάζονται από το δεξί χέρι στο πιάνο, ενώ το αριστερό παίζει σταθερά ένα ρυθμικό και κυλιόμενο μπάσο. Συνήθως οι πιανίστες δεν μεταχειρίζονταν το πεντάλ για να κρατήσουν περισσότερο τις νότες, αλλά έπαιζαν τρέμολο και τρίλλιες ή χτυπούσαν επανειλημμένα την ίδια συγχορδία.
Στη δεκαετία του 1920-30 δε γινόταν γλέντι και πάρτυ δίχως πιανίστα μπούγκι. Τότε ήταν στίς δόξες τους οι Κλάρενς Λόφτον, Τζίμμυ Γιάνσεϋ, Πάιν Τόπ Σμίθ. Οι πιανίστες αυτοί δεν είχαν γνώσεις μουσικής, αλλά δεν τις χρειάζονταν μια και στηρίζονταν μόνο σε μερικές αρμονικές διαδοχές, ενώ αυτοσχεδίαζαν επί ώρες πρακτικά, "με το αυτί" όπως λέγεται.
Οι νεώτεροι τότε πιανίστες Άλμπερτ Άμμονς, Μεντ Λουξ Λούις, Πήτ Τζόνσον κ.ά. δημιούργησαν μια νέα κίνηση γύρω στα 1935, οπότε και το μπούγκι αναμείχτηκε με το σουίνγκ και παιζόταν πια κι από μεγάλες ορχήστρες. Το στυλ του μπούγκι έγινε ιδιαίτερο δημοφιλές την περίοδο 1937-1938 χάρη στις συναυλίες τους των Τζόνσον, Άμμονς και Λιούις στο Carnegie Hall και είχε σημαντική επίδραση στους κάντρι (country) μουσικούς της εποχής. Θεωρείται μάλιστα από πολλούς πως το μπούγκι αποτέλεσε τη βάση του ροκ εν ρολ.
Το στιλ της κουλ (ψυχρής) τζαζ θεωρείται από πολλούς ένα από τα ακραία σημεία της μέχρι σήμερα εξέλιξης της τζαζ μουσικής και αναπτύχθηκε περίπου στη δεκαετία του 1950. Στόχος του είδους αυτού είναι το "ψυχρό" και καθαρό παίξιμο, συνήθως περισσότερο εγκεφαλικό και λιγότερο συναισθηματικό, που επιτυγχάνεται με ανάλογη χρήση των οργάνων -- χαρακτηριστικό είναι εξάλλου πως κλασσικά όργανα όπως το φλάουτο εισάγονται στην τζαζ για πρώτη φορά. Μια τέτοια προσέγγιση της τζαζ γοήτευσε πολλούς νεαρούς λευκούς μουσικούς, ειδικότερα στην Καλιφόρνια και το Λος Άντζελες, για αυτό και συχνά αναφέρεται και ως σχολή της Δυτικής Ακτής. Ανάμεσα στους μουσικούς που υπηρέτησαν την κουλ τζαζ βρίσκονται οι Ντέηβ Μπρούμπεκ, Λένι Τριστάνο, Μπιλ Έβανς αλλά και ο Μάιλς Ντέηβις.
Το ντίξιλαντ (dixieland) είναι είδος της τζαζ μουσικής που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Αμερική και κυρίως στη Νέα Ορλεάνη. Έχει χαρακτηριστεί ως το πρώτο είδος της τζαζ που εμφανίστηκε και σήμερα αποτελεί τύπο της παραδοσιακής τζαζ, όπου αυτοσχεδιάζουν μικρά συγκροτήματα και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την παραδοσιακή τζαζ που παίζεται όμως κυρίως από λευκούς μουσικούς.
Ετυμολογία
Η ετυμολογία του όρου ανάγεται στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν μια γαλλική τράπεζα της Νέας Ορλεάνης εξέδωσε ένα καινούργιο χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων όπου αναγραφόταν ο αριθμός στα γαλλικά (dix). Πολύ γρήγορα, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών άρχισαν να αποκαλούν την πόλη της Νέας Ορλεάνης και ολόκληρη την πολιτεία της Λουιζιάνα «γη των dix» (land = γη, τόπος) και γενικότερα, dixieland.
Έτσι, καθώς το όνομα Ντίξιλαντ (Dixieland) επικράτησε να λέγεται για τις νότιες πολιτείες, η μουσική που ξεπήδησε από τις πολιτείες αυτές πήρε το ίδιο όνομα..
Ύφος
Το στυλ ντίξιλαντ πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι λευκοί μουσικοί άρχισαν να μιμούνται τους νέγρους συναδέλφους τους. Λίγοι όμως κατάφερναν να αφομοιώσουν τον τρόπο ερμηνείας των μαύρων. Οι περισσότεροι πήραν απλώς το μουσικό ρεπερτόριο τους και το έπαιζαν διαφορετικά, επηρεασμένοι από τη δική τους ιδιοσυγκρασία. Επίσης, πολλοί που είχαν μουσική μόρφωση, συχνά αντικαθιστούσαν τον αυτοσχεδιασμό με μουσική γραμμένη από πρίν, κάτι πού έκανε τη μουσική τους λιγότερο ευέλικτη από των νέγρων.
Τελικά, η τάση τους να θέσουν σε μουσικές φόρμες τα κομμάτια που έπαιζαν, έγινε αιτία να δημιουργηθεί ένα ορισμένο στυλ εκτέλεσης, με κύρια χαρακτηριστικά τη συγκοπή, τον περιορισμένο αυτοσχεδιασμό, την πλούσια ρυθμική κίνηση, καθώς και τη δημιουργία ενός είδους αντίστιξης. Οι μουσικοί αφού έπαιζαν πρώτα όλοι μαζί τη μελωδία και ακολουθούσαν τα σόλο, στο τέλος αυτοσχεδίαζαν όλοι μαζί πάνω στη σύνθεση, ενώ το πιάνο κρατούσε ρυθμικά τις βασικές
συγχορδίες.
Οι μουσικοί του ντίξιλαντ καινοτόμησαν και στο ρυθμό των τεσσάρων τετάρτων. Δεν τόνιζαν μόνο το πρώτο και το τρίτο μέρος, όπως συνηθιζόταν παλαιότερα, αλλά το δεύτερο και το τέταρτο, δημιουργώντας έτσι το δικό τους τρόπο ρυθμικής συγκοπής ενώ αντικαθιστούσαν συχνά τον κανονικό τονισμό του μέτρου προσθέτοντας τεχνικούς και απροσδόκητους τονισμούς. Αυτό ακριβώς αποτελεί ένα κύριο χαρακτηριστικό του στυλ αυτού.
Με την ονομασία Χαρντ Μποπ (Hard Bop) αναφερόμαστε σε ένα μουσικό ρεύμα της δεκαετίας του 1950, που αποτέλεσε μια μεταγενέστερη επέκταση του Μπίμποπ αλλά και μία αντίδραση στο ρεύμα της Κουλ τζαζ.
Παρόλο που το Χαρντ Μποπ βασίστηκε σε μελωδίες που δεν ήταν ακραία απαιτητικές σε τεχνική, όπως ήταν αυτές του Μπίμποπ, εντούτοις όμως, δεν έκανε καμμία παραχώρηση ως προς την ένταση και τη δύναμη που το στιλ αυτό ανέδιδε. Το κατάφερε αυτό διατηρώντας τους ρυθμούς του Μπίμποπ, περιλαμβάνοντας όμως περισσότερα αυθεντικά Μπλουζ και Γκόσπελ ακούσματα.
Ο Αρτ Μπλάκι (Art Blackey) με το συγκρότημα "Art Blakey And The
Jazz Messengers" παρέμεινε για δεκαετίες ο πιο γνωστός εκπρόσωπος του στιλ Χαρντ Μποπ. Τα πρώτα σχήματα του Art Blackey περιελάμβαναν μουσικούς όπως ο πιανίστας Χόρας Σίλβερ (Horace Silver), ο τρομπετίστας Κλίφορντ Μπράουν (Clifford Brown) και ο σαξοφωνίστας Λου Ντόναλντσον (Lou Donaldson).
Αργότερα, ο Clifford Brown δημιούργησε ένα σχήμα με τον ντράμερ Μαξ Ρόουτς (Max Roach) το οποίο θεωρήθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα κουιντέτα (σχήμα με 5 μέλη) στην ιστορία. Ο Μάιλς Ντέιβις (Miles Davis) υιοθέτησε σε αρκετά άλμπουμ το ύφος αυτό, κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του '50 ενώ ο οργανίστας Τζίμι Σμιθ (Jimmy Smith) ήταν ένας ακόμα από τους διάσημους εκπροσώπους του Χαρντ Μποπ.
Στην ιστορία της Τζαζ, πολλά άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν από τα προαναφερθέντα σχήματα, αποτελούν σήμερα τμήμα της προτεινόμενης Τζαζ δισκογραφίας.
Το σουίνγκ (
Swing) είναι ένα είδος της τζαζ μουσικής που έγινε αυτόνομο και αναγνωρίσιμο στυλ κατά τη δεκαετία του 1930 στις Η.Π.Α. Αποτελεί ουσιαστικά ένα ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη μοντέρνα τζαζ. Η ονομασία του προέρχεται από το αγγλικό ρήμα
Swing, που σημαίνει κουνιέμαι, αιωρούμαι, ακριβώς γιατί η μουσική ήταν εύθυμη και ρυθμική και γιατί συνδυαζόταν με τον αντίστοιχο χορό που απαιτούσε ευκινησία.
Ιστορία
Το είδος του σουίνγκ πρωτοεμφανίστηκε μετά το 1920 στο Σικάγο, στις μεγάλες ορχήστρες νέγρων και κυρίως του Κάουντ Μπέζι και της Μαίρη Λου Γουίλλιαμς. Μετά το 1930 όμως πλήθαιναν οι μεγάλες ορχήστρες και οι λευκοί άρχισαν να αντιγράφουν τη μουσική των μαύρων. Η μουσική καλλιέργεια των λευκών τους έκανε νά διαμορφώσουν ένα άλλο είδος τζαζ με στοιχεία ευρωπαϊκής μουσικής. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έπαψαν οι επιδράσεις, είτε προέρχονταν από την κλασική μουσική είτε από την ξένη λαϊκή. Χάρη στο σουίνγκ, όμως, άνοιξαν οι ορίζοντες της τζαζ και άρχισε η διάδοση της και εξω από την Αμερική.
Από το 1935 μέχρι το 1945 όλες oι ορχήστρες έπαιζαν σουίνγκ, η νεολαία χόρευε τον αντίστοιχο χορό, το
ραδιόφωνο μετέδιδε προγράμματα τζαζ ενώ παράλληλα γίνονταν κοντσέρτα και περιοδείες. Επιπλέον, ο Μπένι Γκούντμαν είχε στεφθεί βασιλιάς του σουίνγκ ενώ ονομαστές ορχήστρες ήταν αυτές των αδελφών Τόμμυ & Τζίμμυ Ντόρσεϋ και του Γκλεν Μίλλερ.
Μέσα από τις μεγάλες ορχήστρες του σουίνγκ, ξεπήδησαν πολλοί μουσικοί που έδωσαν ώθηση στους νεώτερους να καινοτομήσουν ριζικά στη τζαζ, προκαλώντας τη βαθμιαία μετάβαση από τις παλιές μορφές προς τις νεότερες. Μεγάλες προσωπικότητες αυτής της «μετάβασης» είναι ο Τσάρλι Κρίστιαν στην
κιθάρα, ο Λέστερ Γιάνγκ στο τενόρο σαξόφωνο, ο Τζίμμυ Μπλάντον στο μπάσο και ο Ρόυ Έλντριτζ στην τρομπέτα.
Στην εποχή του σουίνγκ θα πρέπει να αναφερθεί και ένας πολύ σπουδαίος συνθέτης και πιανίστας, ο Ντιούκ Έλλιγκτον, παρόλο που δεν ανήκει ολοκληρωτικά σε κανένα στυλ. Έγινε πολύ γνωστός με τη συμβολή του στη δημιουργία της διασκευασμένης τζαζ για μεγάλη ορχήστρα, χαρακτηριστικό της περιόδου του σουίνγκ. Ο Ντιούκ Έλλιγκτον είναι αναμφίβολα από τους σημαντικότερους μουσικούς σε όλη την ιστορία της τζαζ καθώς η ζωή του συμβαδίζει με τη γένεση και την ανάπτυξη της. Η μουσική του αποτελεί μια σύζευξη της παραδοσιακής και της μοντέρνας τζαζ κατά ένα μοναδικό τρόπο.
Στα χρόνια του σουίνγκ εμφανίζονται και οι σημαντικότερες τραγουδίστριες και τραγουδιστές της τζαζ: η Έλλα Φιτζέραλντ, η Μπίλλι Χόλιντεϋ, η Ανίτα Ό Ντέυ, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Τζίμμυ Ράσσιγκ κ.ά.
Ένας συνδυασμός του σουίνγκ με την αφρο-κουβανέζικη μουσική σχημάτισε το Μάμπο και επηρέασε ορχήστρες όπως του Τίτο Πουέντε ενώ και οι ορχήστρες σουίνγκ συνήθιζαν να παίζουν κομμάτια σε αυτούς τους ρυθμούς.
Ένα από τα θετικά στοιχεία του σουίνγκ ως μουσικό είδος αποτελεί το γεγονός ότι χρησιμοποίησε στις ορχήστρες λευκούς και νέγρους μουσικούς μαζί. Αυτό ήταν μια νίκη στις φυλετικές διακρίσεις των Αμερικανών και στην επιμονή τους να θεωρούν την τζαζ μουσική μόνο των νέγρων.