Ο μοναδικός Paco De Lucia μιλά στην ...χθεσινή Ελευθεροτυπία...
Τα πρώτα του μαθήματα στην
κιθάρα τα πήρε σε ηλικία πέντε χρόνων απ' τον πατέρα του. Ο μικρός Φρανθίσκο Σάντσεθ Γκόμεθ μεγάλωνε στο Αλγκεθίρας, στον ισπανικό Νότο, μέσα στη μουσική. Ο πατέρας του, ο Ντον Αντόνιο, πουλούσε ρούχα και, για να συμπληρώνει το οικογενειακό εισόδημα, έπαιζε
κιθάρα στους χορούς.
Τ' αδέρφια του Φρανθίσκο έπαιζαν
κιθάρα και τραγουδούσαν. Κάποιος που μεγάλωνε φτωχός στις αρχές της δεκαετίας του '50 στον ισπανικό Νότο δεν είχε και πολλές επιλογές παρά ν' ακολουθήσει την παράδοση του φλαμένκο. Γύρω του, άλλωστε, κυκλοφορούσαν οι μεγάλοι τραγουδιστές και κιθαρίστες. Ο Σαμπίκας, ο Νίνο Ρικάρδο, ο Μάριο Εσκουδέρο... Με τα χρόνια, ο μικρός Φρανθίσκο πήρε το όνομα της μάνας του, έγινε ο ονομαστός Πάκο ντε Λουθία. Ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο, έπαιξε με τους μεγαλύτερους μουσικούς. Ο βασιλιάς του φλαμένκο.
Σήμερα ζει ανάμεσα στα σπίτια που αγοράζει σε κάθε μέρος που του αρέσει: Στη Μαδρίτη, στο Τολέδο, στο Μεξικό, στη Μαγιόρκα... Εκεί τον βρήκαμε και μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Εχει κυκλοφορήσει πρόσφατα και το νέο του δίσκο «Cositas buenas». «Τον έφτιαξα απομονωμένος σ' ένα μάλλον άγριο μέρος στο Μεξικό καθώς είχα τη διάθεση και τον χρόνο ν' αφοσιωθώ στη μουσική μου, να ξαναβρώ το νόημα στο παίξιμό μου. Εκεί κρύβεται το μήνυμα στο φλαμένκο», λέει. «Γιατί το φλαμένκο δεν είναι μια μουσική που διδάσκεται σε σχολεία. Τα καλύτερα σχολεία είναι οι οικογένειες των Τσιγγάνων της Ανδαλουσίας. Για να μάθεις πρέπει να ζήσεις, να ψάξεις μόνος σου τους τρόπους. Το φλαμένκο είναι η ζωή».
- Είστε από τους πρώτους που από τη δεκαετία του '60 προσθέσατε στοιχεία τζαζ ή ροκ στο φλαμένκο. Πόσο κινδυνεύει σήμερα η παράδοσή του από την παγκοσμιοποίηση του ήχου;
«Καθόλου δεν κινδυνεύει. Γιατί υπάρχουν στο φλαμένκο οι μουσικοί που το προσέχουν. Δεν πρόκειται λοιπόν να παρασυρθούμε από την παγκοσμιοποίηση και να το εμπορικοποιήσουμε. Θα ήταν γελοίο να ξεχάσουμε τις ρίζες μας. Ισως το πραγματικό φλαμένκο να μην ακούγεται και πολύ από τα μίντια, επιβιώνει όμως στις οικογένειες που το παράγουν. Και είναι πολύ δυνατή μουσική για ν' ανακατευτεί με τα σκουπίδια του εμπορίου».
- Ταξιδεύοντας και μεταφέροντας αυτή τη μουσική στον κόσμο, δεν επηρεάζεστε από τις παραδόσεις που συναντάτε; Στον τελευταίο σας δίσκο χρησιμοποιείτε μπουζούκι.
«Τη μουσική δεν την δημιουργούν τα όργανα αλλά οι μουσικοί. Ετσι δεν έχει σημασία ποια διαφορετικά όργανα θα χρησιμοποιήσω για να χρωματίσω τη μουσική μου. Πράγματι, υπάρχει μπουζούκι στον δίσκο μου αλλά παίζεται από έναν κιθαρίστα φλαμένκο. Ηχεί πολύ εξωτικό αλλά η μουσική παραμένει φλαμένκο. Δεν αλλάζει όπως και με το ούτι που χρησιμοποιώ».
- Εκτός από τον εξωτισμό που φέρνει, βρίσκετε το όργανο ενδιαφέρον;
«Εδώ και πολλά χρόνια ακούω αρκετή ελληνική μουσική, αν και δεν γνωρίζω τη γλώσσα ώστε να σου μιλήσω για οργανοπαίκτες. Μου αρέσει, πάντως, πάρα πολύ, ιδιαίτερα εκείνη που έχει εμφανή στοιχεία από την Ανατολή».
- Ως Νότιος, τι ιδιαίτερο νιώθετε πως δίνετε στη μουσική της Ευρώπης;
«Τον ρυθμό που δεν έχουν οι Βόρειοι και που ψάχνουν σε μουσικές από την Αφρική, την Καραϊβική ή τη Βραζιλία. Για τους Βόρειους που ζουν στις κρύες πόλεις το φλαμένκο είναι χαρούμενο, πολύχρωμο και εξωτικό, τους θυμίζει πως οι άνθρωποι δίπλα τους στο νότο επικοινωνούν ίσως πιο εύκολα».
- Εχετε τέσσερα παιδιά. Θα θέλατε να συνεχίσουν το έργο σας;
«Δεν θα μου άρεσε να τα δω μουσικούς. Τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα από την εποχή που ήμουν εγώ παιδί, αλλά και σήμερα δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι μουσικός. Πολλές φορές το ψυγείο σου θα μείνει άδειο. Εχω περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας μου έπαιζε όλη νύχτα
κιθάρα και στις καλύτερες περιπτώσεις μόλις που κατάφερνε να φέρει για όλους μας φαγητό το πρωί».
- Παίζετε φλαμένκο, μια μουσική - γέφυρα του αραβικού με τον δυτικό κόσμο. Εχετε συνεργαστεί με πάρα πολλούς μουσικούς κι απ' τους δύο κόσμους. Με ποιους αισθάνεστε πιο άνετα;
«Προτιμώ τους Αραβες, αλλά η επικοινωνία είναι πιο εύκολη με τους Δυτικούς γιατί έχουν οργάνωση στη μουσική. Οι τζαζίστες, για παράδειγμα, έχουν κώδικες. Αν τους γνωρίζεις, μπορείς να παίξεις ανά πάσαν στιγμή με μια μπάντα χωρίς απαραίτητα να έχεις ξαναπαίξει με τους μουσικούς. Και χωρίς πρόβα. Οι Ανατολίτες όπως και οι Τσιγγάνοι είμαστε πιο αναρχικοί. Δεν έχουμε οργάνωση. Αν κάποιος από μας θέλει να παίξει φλαμένκο πρέπει να κοιτάξει προσεκτικά τον άλλο κιθαρίστα, τον τραγουδιστή, είναι αγνός αυτοσχεδιασμός. Στην τζαζ ο αυτοσχεδιασμός είναι οργανωμένος. Ολοι ξέρουν πως υπάρχει μια μελωδία, ύστερα έχεις κάποια μέτρα ν' αυτοσχεδιάσεις σε συγκεκριμένες συγχορδίες. Είναι εύκολο αν ξέρεις τους κώδικες. Αλλά για να παίξεις με άραβες μουσικούς πρέπει να καθήσεις κάτω και να συνθέσεις τη μουσική από κοινού».
- Μπαίνετε σε άλλη λογική έξω απ' το φλαμένκο, όταν παίζετε με τζαζίστες;
«Με οποιονδήποτε και να έχω παίξει, τον Τσικ Κορία, τον Αλ ντι Μέολα, τον Τζον Μακλάφλιν, έχω νιώσει ελεύθερος. Παίζουν με τον τρόπο τους, παίζω με τον δικό μου. Είναι δύσκολο να μιξάρω δύο διαφορετικές κουλτούρες. Εκείνοι παίζουν τζαζ, εγώ φλαμένκο. Είναι το αίσθημά μου και νομίζω πως το αποτέλεσμα μας έχει δικαιώσει».
- Εχετε στο μυαλό σας κάποιους που δεν έχετε παίξει μαζί τους και θα το θέλατε;
«Υπάρχουν πολλοί που μου αρέσουν. Αλλά προς το παρόν θα ήθελα να μείνω λίγο μόνος. Εχω το δικό μου συγκρότημα και νιώθω πολύ καλά».
- Ακόμα και με κάποιους που δεν ζουν πια;
«Ω, εκεί αλλάζει το πράγμα. Θα ήθελα να μπορούσα να έχω παίξει με τον Μανουέλ ντε Φάγια, τον σπουδαίο ισπανό κλασικό κιθαρίστα, και με τον Μάιλς Ντέιβις»!