ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997

    Οι αδικημένοι λαϊκοί τραγουδοποιοί

    Elen
    25.06.2003, 16:17
    Ένα άρθρο της σημερινής Ελευθεροτυπίας για τις άγνωστες πτυχές της ζωής πολύ γνωστών μας λαϊκών τραγουδοποιών, οι οποίοι αν και έχουν "δικαιωθεί" μετά θάνατον, η τύχη ή η μοίρα τους "έπαιξε" άδικα παιχνίδια στη διάρκεια της σύντομης ζωής τους!

    ***********************************************
    Οι αδικημένοι λαϊκοί τραγουδοποιοί

    Σε ήχο Ελληνικό

    ΓΙΩΡΓΟΣ Ε. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

    Σαν μεθαύριο (27 Ιουνίου) το 1943 πέθανε στον Πειραιά ο Βαγγέλης Παπάζογλου σε ηλικία μόνον 46 ετών. Με αφορμή τον αδικοχαμένο λαϊκό τραγουδοποιό αλλά και το γεγονός ότι το άδικο του θανάτου του δεν ήταν παρά η τραγική συνέχεια και κατάληξη ενός σχεδόν συνεχούς αδίκου (ή έστω μιας κακοτυχίας) που τον κυνηγούσε στη ζωή του, ο λόγος αυτός στρέφεται περί το άδικο, ή την κακή τύχη, του ιδίου αλλά και άλλων γνωστών μουσικών συναδέλφων του (π.χ. Μπαγιαντέρας, Ροβερτάκης, Ατραΐδης κ.ά.) που κατά τεκμήριο μπορούν (την ημέρα της κρίσεως) να διεκδικήσουν τον τίτλο του αδικημένου.



    Ο Βαγγέλης Παπάζογλου με τη γυναίκα του Αγγελική
    Ο Γάλλος λογοτέχνης Jean Cocteau έγραψε πως πρέπει να πιστεύουμε στην τύχη. Πώς αλλιώς, λέει, μπορούμε να εξηγήσουμε την επιτυχία εκείνων που αντιπαθούμε; Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, πάντως, θα συμφωνούσε μάλλον με τους επιστήμονες εκείνους που είπαν πως ο Θεός παίζει ζάρια με το Σύμπαν.

    Ο άνθρωπος αυτός έκανε το καλό και το έριχνε στο γιαλό. Σμυρνιός και πατριώτης, στα 28 του πήγε εθελοντής στη μικρασιατική εκστρατεία. Φημισμένος μουσικός στη Σμύρνη, γλίτωσε από τις σφαγές των Τούρκων κι ήρθε στην Ελλάδα, όπου τον περίμενε η γνωστή μοίρα των προσφύγων. Κι εδώ «εθελοντής» στη δημιουργία όχι μόνο ωραίων λαϊκών τραγουδιών αλλά και (μαζί με τον Τούντα) παράγων διαμόρφωσης και καθιέρωσης ενός στιλ λαϊκής μουσικής που επικράτησε πριν ανακατευτούν τα μπουζούκια. Ο Τούντας όμως, που δεν το έκανε εθελοντικά, συναποκόμισε όλη τη σχετική δόξα αλλά και την ύλη. Ο Παπάζογλου φαίνεται ότι περίμενε να τον ανταμείψει η ζωή ή, έστω, η ωραία... κοιμωμένη Πολιτεία. Αντ' αυτού, πολλοί συνάδελφοί του οικειοποιήθηκαν προς όφελός τους πολλά τραγούδια του (έχουν δημοσιευτεί αυτά). Ο ίδιος πέθανε φυματικός διότι τον τσάκισε η πείνα στην Κατοχή. Η γυναίκα του Αγγελική έχει πει το εξής χαρακτηριστικό, σε συνέντευξη που έδωσε στον Τάσο Σχορέλη: «Φτάσαμε στο σημείο να ευχαριστούμε αυτούς που δεν μας έκλεψαν, διότι... δεν μας έκλεψαν...». Αδικημένος και από τα ζάρια του Θεού και από τους δίσκους των γραμμοφώνων. Και δεν είναι ο μόνος. Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας αναγκάστηκε κάποτε να βγει στην επαιτεία; Πολλά τα άδικα που γνώρισε: Τον αδίκησε πρώτον το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας», το οποίο του βγάλανε διότι του άρεσε η οπερέτα του Εριχ Κάλμαν «Μπαγιαντέρα» και έπαιζε στο μπουζούκι το ομώνυμο τραγούδι της. Αδικο επίσης το ότι, αν και έγραψε τραγούδια που γνώρισαν πολύ μεγάλη επιτυχία (Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη, Χατζηκυριάκειο, Σα μαγεμένο το μυαλό μου, κ.ά.), δεν εισέπραξε τα ηθικά (αλλά κυρίως υλικά) οφέλη που αντιστοίχως άλλοι συνάδελφοί του εκαρπώθησαν. Ηταν επίσης άδικο που ήταν κάποτε παλαιστής και... μικρόσωμος. Η μεγαλύτερη όμως ατυχία της ζωής του ήταν ότι τυφλώθηκε το 1941, και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε.

    Τριπλά αδικημένος ο γνωστός επίσης Μικρασιάτης μουσικός Γιάννης Ετσιρείδης ή Ιντζιρίδης, ή ακόμα Γιοβάν Τσαούς, φυσιογνωμία του λαϊκού τραγουδιού την περίοδο 1923-1940: Πρώτον διότι, ενώ όλα πήγαιναν καλά γι' αυτόν -ήτοι 18 χρόνων ήταν φημισμένος σ' όλη τη Μικρά Ασία, σε σημείο να τον καλεί ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ να παίξει στα χαρέμια του μαζί με έναν τραγουδιστή ονόματι Μπουχράν. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι από όλους όσοι έπαιζαν στο σεράι του Χαμίτ, οι μόνοι που δεν ευνουχήθηκαν ήταν ο Μπουχράν, ένας άλλος τυχερός, ονόματι Ζουρναλή Μεμέτ και ο Γιοβάν Τσαούς. «Χαλάλι τους», έλεγε ο Χαμίτ. Ενώ λοιπόν όλα πήγαιναν καλά, έρχεται η μικρασιατική τραγωδία και ο Γιοβάν βρέθηκε από τα παλάτια του Χαμίτ στα προσφυγικά υπόστεγα του Πειραιά. Δεύτερον, διότι δεν ζούσε από τη δουλειά του μουσικού αλλά έκανε το ράφτη, με βοηθό τη γυναίκα του. Κι όμως ήταν ταλαντούχος (έπαιζε ταμπουρά, βιολί, σάζι, ούτι, μπουζούκι, ταμπούρ αλλά και πιάνο), έγραφε κι έπαιζε για το κέφι του. Πολύ λίγα τραγούδια βγήκαν στ' όνομά του (Η Ελένη η ζωντοχήρα, Πέντε μάγκες στον Περαία κ.ά.) ενώ άλλα του τα κλέβανε, όπως λέει ο Τάσος Σχορέλης αλλά και άλλοι συνάδελφοί του που ήξεραν τα πράγματα από πρώτο χέρι. Ολοι οι παλαιοί μουσικοί παραδέχονται ότι δεν ήταν μόνο ένας από τους καλύτερους μουσικούς και συνθέτες της εποχής του αλλά και ένας μεγάλος αγνοημένος. Τρίτον, και χειρότερο άδικο, είναι ότι πέθανε ξαφνικά τον Οκτώβριο του 1942 από δηλητηρίαση: Εφαγε τηγανόψωμο που έφτιαξε με χαλασμένο αλεύρι που το βρήκε σε ένα βομβαρδισμένο πλοίο στον Πειραιά. Λίγες ώρες αργότερα, από την ίδια αιτία, πέθανε και η γυναίκα του. Αυτό κι αν είναι θεϊκή ζαριά!

    Η ιστορία του λαϊκού τραγουδιού έχει να παρουσιάσει κι άλλους «άτυχους» και αδικημένους, τόσο από τους δίσκους όσο κι απ' την κοινωνία. Και μια και είπαμε κοινωνία, η ιστορία του τραγουδιού έχει και το εξής παράδοξο σχετικά με την αδικία: Κανείς δεν θα έλεγε πως ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε αδικημένος, ωστόσο ο ρόλος του αδικημένου και του άτυχου, στο τραγούδι, του εξασφάλισε την πιο μεγάλη δικαίωση στο ρόλο του τραγουδιστή.




    ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 25/06/2003