Πριν δυο τρεις μέρες αγόρασα τον καινούργιο δίσκο των «Διάφανων Κρίνων». Αν και είναι ακόμη νωρίς, έχω σχηματίσει μια – έστω και θολή – άποψη για το νέο αυτό δίσκο, για το «που το πάει» το συγκρότημα αυτό της εναλλακτικής ροκ σκηνής, για την αλλαγή του και τι αυτή σημαίνει. Με αφορμή λοιπόν την κυκλοφορία αυτή και τα τεκταινόμενα στο συγκρότημα, θα προεκτείνω και κάποια γενικότερα συμπεράσματα για τη μουσική και την τέχνη στην σημερινή κοινωνία.
Κάποιος ο οποίος έχει ασχοληθεί λίγο παραπάνω με το συγκρότημα «Διάφανα Κρίνα», μιας και όλοι πιστεύω το έχετε ακουστά και έχετε ακούσει τουλάχιστον ένα τραγούδι του, έχει δηλαδή κάποια δισκογραφία, έχει συζητήσει έστω και λίγο με κάποιον για το συγκρότημα, θα έχει καταλάβει λοιπόν ότι μετά τον δεύτερο τους δίσκο «Κάτι σαράβαλες καρδιές» άρχισαν να υπόκεινται σε μια – κάποια μετάλλαξη. Ένα πιο προσεχτικό μάτι θα έβλεπε ότι αυτή η μετάλλαξη είχε αρχίσει να δείχνει τα σημάδια της ήδη στο δεύτερό τους δίσκο. Αλλά, αυτό δεν είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς, και επομένως αρκούμαι στο να σημειώσω ότι ένας προσεχτικός ακροατής τους (δεν μιλάω για πιστό οπαδό, αυτός πολύ περισσότερο) θα διαπίστωνε αυτή την αλλαγή.
Τα βαριά ακόρντα με την ξεθωριασμένη παραμόρφωση έδιναν σιγά σιγά τη θέση τους σε πιο τζαζ φόρμες και
κλίμακες, το βάθος και το βαρύ κλίμα στη μουσική τους έδινε τη θέση του σε «straight» riffs και σε κατεβάσματα, η μουσική τους με λίγα λόγια από βαριά, πεσιμιστική και μουντή, έγινε τεχνική, με γυρίσματα και διαρκείς μελωδίες, πειραματισμούς, πιο “straight” και “
Mainstream”, με περισσότερα ματζόρε και «χαρούμενες» μελωδίες. Αυτό συνέτεινε στο να αλλάξει ριζικά το μουσικό κλίμα.
Η χαρακτηριστική φωνή του Ανεστόπουλου, καθώς και ένα περιβάλλον από το οποίο δεν έχουν αποκοπεί, κρατάνε κάπως τα προσχήματα.
Την ίδια στιγμή οι βαρείς πεσιμιστικοί στίχοι με τις συνεχείς μεταφορές, τις έντονες και πομπώδεις λέξεις, τις δίχως νόημα στροφές και τις χωρίς αρχή και τέλος εικόνες που σου μετέδιδαν, υπέστησαν και αυτοί μια μετάλλαξη.
Όλο και πιο αισιόδοξοι στίχοι εμφανίζονταν, σε σημείο που αρκετοί να αντικατοπτρίζουν ξεκάθαρα ένα αίσθημα ευφροσύνης. Επίσης οι μεταφορές όλο και μειώνονταν, χωρίς όμως να ξεφεύγουν από την τεχνοτροπία του ρομαντισμού που συνοδεύει τα «Διάφανα». Έχουμε μια μεταπήδηση από το ένα είδος του ρομαντισμού στο άλλο. Και αυτό φαίνεται με τις συμβολικές λέξεις και τις συνεχείς μεταφορές να δίνουν πολλές φορές τη θέση τους σε κυριολεκτικές αφηγήσεις ή περιγραφές εικόνων.
Μέχρι στιγμής δεν έχω πάρει θέση , ούτε έχω βγάλει συμπέρασμα. Μέχρι στιγμής παρουσιάζω την κατάσταση εντελώς αντικειμενικά, στα παραπάνω δεν υπάρχει τίποτα που να λέει «καλό» ή «κακό».
Θέλοντας να κρίνω αυτήν την αλλαγή, μου φαίνεται απογοητευτική.
Η μουσική τους έχει καλυτερέψει. Ίσως και οι στίχοι. Ίσως και η λογική τους. Η παραγωγή είναι κλάσεις ανώτερη όσο πάει, οι κιθάρες που βάζουν πολύ περισσότερες, ξεκάθαρες μελωδίες ακούγονται, ένας πολυδουλεμένος ήχος εμφανίζεται, ένα κλίμα ανώτερου μουσικού επιπέδου κάποιος αντιλαμβάνεται ακούγοντας τον δίσκο.
Κάτσε ρε φίλε, θα μου πείτε. Τώρα δεν μας είπες ότι η αλλαγή σου φαίνεται απογοητευτική; Πως τώρα μας λες όλα αυτά τα θετικά για την αλλαγή τους;
Έτερον εκάτερον είναι η απάντηση. Ναι, βελτιώθηκαν μουσικά πάρα πολύ. Ναι, η παραγωγή τους είναι πολύ καλύτερη. Ναι οι στίχοι τους δεν είναι χειρότεροι, ίσως να είναι και καλύτεροι από τους πρώτους τους δίσκους. Αλλά η αλλαγή είναι απογοητευτική.
Είναι απογοητευτική γιατί τα Διάφανα Κρίνα είχαν δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο – δικό τους – στυλ, το οποίο κωδικά θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ως: «επιβλητική φωνή που καλύπτει τα πάντα, βαρείς πομπώδεις στίχοι με μεγάλες λέξεις, πεσιμισμός, απαισιοδοξία, σκοτεινότητα, μουντή παραμόρφωση που χτυπάει συνεχώς, νοσταλγικές μελωδίες που σε ταξίδευαν, ένα κλίμα απώλειας και καταστροφής, λίγες μουσικές εναλλαγές».
Με αυτό το περιθωριακό στυλ άγγιξαν πάρα πολλούς και ξεχώρισαν, έχοντας ένα κοινό ιδιόμορφο το οποίο δεν ήταν το κοινό της ελληνικής ροκ – αυτή την εντύπωση έχω – αλλά ήταν κάτι πολύ ευρύτερο.
Με το single «Είναι που όλα ήρθαν αργά», μετά με το LP τους «Ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές» και τέλος με το νέο τους δίσκο «Ότι απέμεινε από την ευτυχία», αλλά και με το κλίμα που επικρατεί στις τελευταίες συναυλίες τους, δείχνουν ότι είναι «σε άλλα περιβόλια». Αυτό το στυλ που τους ανέδειξε, σιγά σιγά το αντικαθιστούν.
Και θα μου πει κάποιος, ναι, αλλά που είναι το κακό; Αυτό θα μπορούσε να είναι και πρόοδος, υγιείς μετάλλαξη.
Ναι, αλλά η γνώμη μου είναι ότι αυτό το ρηξικέλευθο στυλ τους ήταν η μοναδικότητα, η ΑΞΙΑ του συγκροτήματος. Αυτός ο πεσιμισμός, αυτοί οι μεταφορικοί ρομαντικοί στίχοι και οι πομπώδεις εκφράσεις, αυτή η μουσική που έσπαζε τα τετριμένα και τα όρια και γινόταν υπερβολικά ποιητική, υπερβολικά σκοτεινή, υπερβολικά «μονότονη», αυτό το στυλ που δημιουργούσε πιστούς οπαδούς και φανατικούς εχθρούς, σιγά σιγά εγκαταλείπεται.
Πλέον νομίζω ένας πιστός τους οπαδός παύει σιγά σιγά να είναι πιστός, και ένας που δεν τους μπορούσε αρχίζει σιγά σιγά να τους ανέχεται και ίσως να τους ακούει.
Η τεχνική τους κατάρτιση και οι πειραματισμοί δεν λένε τίποτα από μόνοι τους. Αυτό που είχαν ήταν καθαρά ένα στυλάκι που ήθελε βεβαίως νέες ιδέες και εφευρετικότητα, αλλά ήταν από μόνο του τόσο δυνατό, που δεν ήθελε αλλαγή. Ήθελε νέες ιδέες πάνω στο ίδιο μοτίβο.
Φτάνουμε στο σήμερα λοιπόν. Πώς να μην απογοητεύται ένας που τους αγάπησε , όταν στη συναυλία τους ακούει το αριστουργηματικό «τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου», το οποίο είναι ένα υπεραπαισιόδοξο γεμάτο παράπονο και οργή κομμάτι, με την τρομπέτα που έδινε έναν τόσο ταξιδιάρικο τόνο, να αποδίδεται με ηλεκτρικές, με «στακάτους» ρυθμούς, με χαρούμενες πρόσθετες μελωδίες και χωρίς κανένα πάθος;
Ή πώς να μην απογοητεύεται κάποιος όταν ακούει ένα τραγούδι για τη διαδρομή του συγκροτήματος με τίτλο «Διάφανα Κρίνα» και έχει εκτός από εύθυμη μουσική και μελωδίες, και στίχους του στυλ «τραλαλά τραλαλό» ;
Ή πώς να συμβιβαστεί κάποιος με τους στίχους του Ανεστόπουλου, που είναι άσχετοι με το κλίμα που το συγκρότημα είχε μέχρι τώρα δημιουργήσει;
Επιπλέον δεν μπορεί ένας έμπειρος ακροατής να μην καταλάβει και τη διάσταση που υπάρχει πλέον μεταξύ της μουσικής επένδυσης των κομματιών και της φωνής και του κλίματος που δίνουν – όσο δίνουν – οι στίχοι. Ενώ παλιά υπήρχε ένα αρμονικό σύνολο που κάθε του τμήμα ταίριαζε άψογα με τα υπόλοιπα, δίνοντας αυτό που έδινε, τώρα υπάρχει μια τεχνική τεχνοτροπία στις κιθάρες, συνεχή γεμίσματα και
Mainstream μελωδίες πάνω στη φωνή του Ανεστόπουλου, που τη γνωρίζετε προφανώς, και τους στίχους που μεταφέρουν – όσο το μεταφέρουν – το στυλ του συγκροτήματος, κάτι που εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κάποιος ότι «δεν κολλάει».
Επίσης οι στίχοι με αυτή τη μουσική, ξεσκεπάζονται, και φαίνεται περισσότερο η αδυναμία τους. Ο Ροδοστόγλου, που είναι ο κύριος στιχουργός του συγκροτήματος δεν είναι φυσικά ποιητής, και έχει πολλές αδυναμίες στη στιχουργική του. Αυτές όμως οι αδυναμίες καλύπτονταν υπέροχα στο αρχικό στυλ του συγκροτήματος. Έμενε η βάση της στιχουργικής του – αυτό το στυλ των πομπωδών λέξεων, των σκοτεινών μηνυμάτων και του πεσιμισμού – η οποία έδινε πάρα πολλά σ’ αυτό το στυλ, ήταν ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του. Τώρα που οι στίχοι φαίνονται πιο ξεκρέμαστοι και αταίριαστοι εξώφθαλμα πολλές φορές με τη μουσική, ξεδιπλώνεται και η αδυναμία τους. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην προσπάθειά τους να γράψουν στίχους με το παλιό γνώριμο στυλ, που είτε τους τραγουδούν, είτε τους απαγγέλουν. Φαίνονται σ’ αυτό το περιτύλιγμα να μην πείθουν κανέναν, να είναι επαναλαμβανόμενοι και κενοί περιεχομένου («Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα, που κατεργάζονται την εκμηδένισή μου, θρυμματίζουν όλα μου τ’ άστρα, και μ’ αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα, στα ερωτηματικά και τους τρόμους» - στίχοι από το νέο δίσκο)
Από τη στιγμή βέβαια που δεν ήταν μέρος τους το προηγούμενό τους στυλ, δικαίωμά τους και ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΚΑΝΑΝ και άλλαξαν το στυλ τους. Όχι μόνο για τους εαυτούς τους, αλλά και γιατί ένας καλλιτέχνης πρέπει να νιώθει αυτό που κάνει (δεν μιλάμε για Τσαλίκη, Μαζωνάκη και λοιπούς που περιμένουν τι θα τους πουν να πουν). Όταν ένα στυλ δεν μπορείς πια να το εκφράσεις, το καλύτερο είναι να μην το κάνεις για χάριν της εμπορικότητας ή των αγαπημένων σου οπαδών, γιατί, ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση, λόγω του ότι θα είσαι ψεύτικος, καθώς και λόγω του ότι δεν θα μπορείς να γεννήσεις ιδέες (εφόσον ένα στυλ σου είναι ξένο πια) θα χάσεις και σ’ αυτά.
Δεν τους κατηγορώ λοιπόν. Ούτως ή άλλως η γνώμη μου έχει και στοιχεία υποκειμενισμού, άλλους που άκουγαν τα «Κρίνα» ίσως να μην τους έχει επηρεάσει αρνητικά αυτή η στροφή.
Γενικότερα όμως σκέφτομαι κάποια πράγματα. Μήπως είναι φυσικό που στους πρώτους δίσκους είχαν αυτό το στυλ, και ύστερα άλλο; Μήπως είναι λογική αυτή η αλλαγή; Και το ίδιο δεν ισχύει και σε πάρα πολλά άλλα συγκροτήματα και καλλιτέχνες;
Τι είναι αυτό λοιπόν που αλλάζει τους καλλιτέχνες με τον καιρό; Είναι μήπως ο πειραματισμός; Είναι μήπως οι απαιτήσεις της εμπορικότητας και της “show biz” ή της μουσικής βιομηχανίας; Είναι η λογική ωρίμανση, ή μεταστροφή που αιτιάζεται στο χρόνο; Τι επιτέλους είναι;
Αν το σκεφτούμε σε περισσότερο βάθος, τα «Διάφανα» είχαν ένα συγκεκριμένο στυλ το οποίο ήταν και περιθωριακό και ακραίο, και άγγιζε έναν κόσμο και γι’ αυτό. Κάνω μια σκέψη χωρίς να θέλω να γίνω κακός, άλλωστε το είπα και θα το λέω, ότι πολύ καλά κάναν και άλλαξαν το στυλ τους.
Είναι δυνατόν να μπορούσε να διατηρηθεί ένα συγκρότημα στο ίδιο ακραίο και βαρύ στυλ για πολύ καιρό; Αυτή δεν είναι μια κατάσταση που, κάποτε, περνάει ή πρέπει να περάσει; Μια ζωή ο Ροδοστόγλου θα έγραφε στίχους του ίδιου «θανατερού» στυλ, η μουσική τους θα μπορούσε να είναι για πάντα τόσο σκοτεινή;
Αυτό το στυλ δεν εκφράζει μια ψυχολογική κατάσταση την οποία ο άνθρωπος θέλει να την ξεπεράσει, και αν βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες την ξεπερνά;
Και τώρα, το σημαντικότερο ίσως. Αυτή η κατάσταση δεν αντιστοιχεί σε ανθρώπους που έχουν «φάει κατραπακιές» από τη ζωή, που υποφέρουν, που νιώθουν απώλειες, που βρίσκονται κάτω από αρνητικές καταστάσεις; Νομίζω ναι.
Τα Διάφανα Κρίνα των επιτυχιών, των συναυλιών, της αναγνώρισης και της αγάπης του κόσμου, των συνεχών πωλήσεων, είναι δυνατόν να είναι παραμένουν σε αυτή την κατάσταση;
Το χρήμα εκφράζει κάποιες υλικές ανάγκες, είναι το Α και το Ω για να ζήσεις σωστά (μην μου πετάξει κανείς τις κλασσικές ρομαντικές παπ****ς ότι «δεν το έχουμε ανάγκη» και τα λοιπά). Ο ελεύθερος χρόνος και η λίγη και σίγουρη δουλειά επίσης παίζει ρόλο για να ζεις σωστά. Ο έρωτας επίσης είναι βασικό συστατικό της ευτυχίας, αν και τις περισσότερες φορές πάει με το χρήμα (μην κολλήσουμε πάλι εδώ, δεν μιλάω για «φιλάργυρους» ερωτικούς συντρόφους, μιλάω για τις αναγκαίες υποδομές που παρέχει, και οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα στον άνθρωπο να λειτουργήσει) Η δόξα και η αναγνώριση επίσης είναι συστατικό της ευτυχίας.
Είναι απόλυτα φυσιολογικό 5 άνθρωποι που μαζεύονται, γράφουν τέτοια μουσική και με τέτοιο περιεχόμενο στίχων, και χωρίς κανένα εχέγγυο, να έχουν πρόβλημα με τα παραπάνω συστατικά της ανθρώπινης ικανοποίησης.
Όμως 5 άνθρωποι που έχουν κάνει επιτυχία και είναι γνωστοί, που το χρήμα τους είναι αρκετό πια και που η δουλειά τους είναι διασκέδαση, που ο έρωτας είναι πλέον γι’ αυτούς κατοχυρωμένος (τους έχω δει πολλές φορές πριν τη συναυλία να τους την πέφτουν συνεχώς οι κοπέλες) , πως μπορούν να κρατηθούν σε ένα στυλ, σαν το αρχικό στυλ των «Διάφανων» ; Είναι άραγε δυνατόν;
Αν το καλοσκεφτούμε, είναι απόλυτα λογικό. Γι’ αυτό και δεν «κατηγορώ» τα παιδιά, και σέβομαι την αλλαγή τους αυτή.
Αλλά εδώ υπάρχει γενικότερο πρόβλημα. Ανακύπτουν ερωτήματα. Μήπως η εμπορικότητα τελικά βλάπτει και δεν ωφελεί την Τέχνη; Μήπως οι καλλιτέχνες έτσι απομακρύνονται από το λαό;
Αναρωτιέται κανείς, σε αυτήν την εποχή των τεράστιων αντιθέσεων, ποιος καλλιτέχνης μπορεί να εκφράσει το λαό. Ποιος; Μα όποιος καταφέρει και τον εκφράσει για ικανοποιητικό χρονικό διάστημα, θα καταλήξει με βίλες στην Εκάλη, δεν θα εργάζεται χειρωνακτικά, θα έχει άλλες σκοτούρες, άλλα «προβλήματα» (του στυλ «πότε θα πάω εκείνο το ταξίδι στην Τυνησία»). Πως είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να μπορέσει να «τραγουδήσει το νταλκά του λαού», να εκφράσει τις αγωνίες του, να του δώσει κάτι που το έχει ανάγκη; [τα παραδείγματα φυσικά δεν αντιστοιχούν στα «Κρίνα»]
Στο παρελθόν, λόγω και της μη ύπαρξης τέτοιων τεράστιων αντιθέσεων, η τέχνη ήταν πιο λαϊκή. Δείτε πόσοι τραγουδιστές και τραγουδοποιοί ήταν κοντά στο λαό και τον κόσμο, πραγματικά πολλοί, πρεσβεύοντας τη μουσική από διαφορετικό πόστο ο καθένας (Καζατζίδης, Θεοδωράκης, ρεμπέτες, Λοϊζος, Σαββόπουλος, Νταλάρας και τόσοι άλλοι ! )
Στη σημερινή εποχή υπάρχει κάποιος που να μπορεί να εκφράσει το λαό, τη νεολαία, ή ένα κομμάτι αυτής; Εκτός από το χιπ-χοπ και το Low Bap που εκφράζει έστω και αυτά τα μικρά κομμάτια της νεολαίας που εκφράζει – και έστω και με αυτόν τον τρόπο, δεν νομίζω να υπάρχει κάτι αντίστοιχο.
Σημειώνω βέβαια ότι πολλές φορές ένα «ριζοσπαστικό» ή «λαϊκό» στυλάκι μπορεί να γίνει πεδίο εκμετάλλευσης από τη μουσική βιομηχανία. Σε αυτήν την περίπτωση οι «ακροατές» δεν χάνουν τίποτα. Ναι, όμως ο καλλιτέχνης γίνεται ψεύτικος, γιατί αυτό του το στυλάκι υπαγορεύεται και δεν πηγάζει απ’ αυτόν (βλ. Παπακωνσταντίνου)
Τα ροκ συγκροτήματα πλέον έχουν δεθεί με το άρμα της εμπορικότητας. Και αν κάποιο ξεφύγει, είναι για λίγο, αργά ή γρήγορα θα έχει απομακρυνθεί από τον κόσμο (γιατί ένα συγκρότημα που εκφράζει τον κόσμο πρέπει να ακούγεται, και αν ακούγεται μπαίνει στο φαύλο κύκλο της εμπορικότητας) .
Οι
Τρύπες πχ ξεκίνησαν εκφράζοντας μία νεολαία «άγρια» και «ανυπόταχτη». Τελικά μετά από χρόνια σταδιοδρομίας έφτασαν να είναι τόσο εύπεπτοι ώστε να μπορεί να τους ακούσει ο καθένας, και έχασαν αυτή τη γοητεία του συγκροτήματος που εξέφραζε κάποιο κόσμο, και έγινε ένα συγκρότημα που «ακουγόταν από πολύ κόσμο», χωρίς να τον εκφράζει, μια και δεν είχε κάτι συγκεκριμένο να πει που να τον εκφράζει.
Πως όμως να εκφράσει τον κόσμο αυτό ο Αγγελάκας, όταν όχι απλά δεν είναι κομμάτι του, όπως ΗΤΑΝ στη αρχή, αλλά τώρα πια πηγαίνει στις δεξιώσεις και στα πάρτυ, ενώ από φράγκα είναι «μια χαρά» ;
«Με τραγούδια για τη φτώχια και την ξενιτιά, ρετιρέ φτιάχνω στην Κηφισιά» , όπως λέει και ο Κουγιουμτζής.
Τα ίδια και για το Σαββόπουλο, και για το Θεοδωράκη, και για το Νταλάρα, και για τον Παπακωνσταντίνου …..
Και πάει λέγοντας….
Πώς να ξεφύγει ένας καλλιτέχνης από αυτό το τρυπάκι;;;
Αν θελήσει να ξεφύγει, δεν θα ακούγεται…
Αν ακούγεται, θα μπει στο τρυπάκι αναγκαστικά, και από ‘δω παν κ’ άλλοι…
Μήπως η Τέχνη δεν πρέπει να είναι εμπορευματοποιημένη;
Μήπως έτσι θα δούμε αληθινά τραγούδια, και όχι τραγούδια που έχουν βγει από τα εργοστάσια της μουσικής βιομηχανίας;
Μήπως μόνο έτσι ο καλλιτέχνης θα μπορέσει να εκφράσει το μέσο άνθρωπο, ή μία κατηγορία κόσμου τέλος πάντων; Ένα κομμάτι του κόσμου, ή της νεολαίας;
Και δεν μιλάω να τον εκφράσει «πολιτικά», αλλά να εκφράσει τις αγωνίες του, να μπει στο πετσί του.
Πχ το πρώτο στυλάκι των «Κρίνων» πολιτικά ήταν συντηρητικό. Αυτή η σκοτεινότητα, η απαισιοδοξία, η έκφραση της μοναξιάς, η παντελής αδιαφορία για τον κόσμο γύρω και για την κοινωνία, και η διαρκής ενασχόληση με το σκοτάδι, τις υπαρξιακές αναζητήσεις και τις ερωτικές απογοητεύσεις, δεν είναι το αισιόδοξο, το πρόσχαρο, το εναλλακτικό, το διαφορετικό, το ελπιδοφόρο, το αγωνιστικό, το αντιστασιακό, αυτό που ανοίγεται στην κοινωνία, ασχολείται με κοινωνικά ζητήματα και όχι για τον εσωτερικό ψυχισμό του στιχουργού, που αυτό είναι πολιτικό τραγούδι.
Εγώ όμως δεν εξετάζω αυτό. Ας ήταν ότι ήταν πολιτικά το πρώτο στυλάκι των Κρίνων (μην μου πείτε ότι «τι μας λες τώρα» τι σχέση είχε η μουσική τους με την πολιτική, αυτό ακριβώς λέω, τα πάντα εξάλλου είναι πολιτική) δεν με ενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει ότι εξέφραζε ένα κόσμο που ένιωθε όπως αυτοί.
Ένα τέτοιο στυλάκι θα μπορούσε να εμφανιστεί αν η Τέχνη δεν ήταν εμπορικοποιημένη.
Γιατί πλέον ο καλλιτέχνης δεν θα εκφράζει απλά έναν κόσμο ή μέρος του (κατά συνέπεια και αυτόν τον κόσμο που του ταυτιζόταν με αυτό που πρέσβευαν τα Διάφανα), αλλά θα είναι κομμάτι του κόσμου.
Ο καλλιτέχνης θα είναι ο άνθρωπος που δουλεύει σαν όλους τους άλλους, που ταυτόχρονα είναι καλλιτέχνης, και που δεν περιμένει ανταμοιβή από την τέχνη του, όπως και πάρα πολλοί που αργότερα έγιναν μεγάλοι, να μην πω όλοι, έτσι ξεκίνησαν.
Μήπως ο Άσιμος, άνεργος και χωρίς φράγκο στην τσέπη δεν μπόρεσε να βγάλει εκπληκτικά τραγούδια;
Μήπως ο Σαββόπουλος όταν άρχιζε την καριέρα του ως τραγουδοποιός δεν εξέφρασε τόσο πολύ κόσμο ; (τώρα τι να εκφράσει με το «Πρώτη του 2000». Τον ακούνε όμως πολλοί περισσότεροι από τότε)
Μήπως τα Διάφανα Κρίνα ή οι
Τρύπες, πώς βγάλανε τα πρώτα τους τραγούδια ; Περιμένοντας να βγάλουνε λεφτά, ή μήπως τα τραγούδια τους ήτανε πηγαία; Και εξέφραζαν την κατάστασή τους, την κατάσταση της νεολαίας τότε (
Τρύπες), την κατάσταση ενός απλού ανθρώπου ή νεολαίου;
Άραγε ο Αλκίνοος ( ο οποίος μπορώ να πω ότι τα έχει πάει μια χαρά με την εμπορικοποίηση, δεν έχει αλλάξει, δεν τον έχει επηρεάσει σχεδόν καθόλου, και συνεχίζει και βγάζει αριστουργήματα, αλλά αυτό έχει να κάνει με την εκμετάλλευση από τη μουσική βιομηχανία αυτού του ολόιδιου στυλ που εμφάνισε ο νεαρός ) το φοβερό «Συνάντηση» το έγραψε για «κανένα φράγκο» ή μήπως ήταν μια ερωτική μπαλάντα που έγραψε αυθόρμητα για μια κοπέλα; (το «Συνάντηση» ήταν από τα πρώτα τραγούδια που έφτιαξε, πριν βγάλει δίσκο, και μπήκε τυχαία σε μια συλλογή στην Κύπρο. Το έχει ηχογραφήσει σε live).
Επομένως το ότι «μόνο μέσω της μουσικής βιομηχανίας» μπορούμε να ακούσουμε καλή μουσική, είναι μύθος.
Καλή μουσική μπορεί να φτιάχνουν τόσοι τόσοι άγνωστοί μας, καλή μουσική (μάλλον πιο κοντά στον κόσμο, γιατί το καλή είναι σχετικό) θα μπορούσαν να συνεχίσουν να φτιάχνουν και τόσοι άλλοι που το τρυπάκι της εμπορικότητας, αλλά και της ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ που είχαν πλέον από το μέσο άνθρωπο, τους έκανε να κάνουν «άλλα» πράγματα, αυτά που τους υποδείκνυαν οι παραγωγοί.
Μήπως επιπλέον, αν ξεφύγουμε από τη μουσική βιομηχανία η μουσική θα γίνει πιο θελκτική για το μέσο άνθρωπο, οι δημιουργίες θα γίνουν πιο αυθόρμητες, πιο κοντά στον μέσο άνθρωπο, τους προβληματισμούς του και τις ανάγκες του ;
Μήπως τελικά η μουσική θα γίνει πραγματικά χαρά για τους ανθρώπους γιατί δεν θα εξαρτάται από τα 20 ΕΥΡΩ που πρέπει απαραιτήτως να έχεις για να έρθεις σε επαφή με ένα (1) έργο ενός (1) δημιουργού;
[ Τέλος Α’ μέρους ]