Δε μπορώ να σου δώσω τίποτα.
Λίγη νεραϊδόσκονη μόνο, για δύσκολες ώρες, κι αυτή
κλεμμένη απ’ τις κρυμμένες των ανθρώπων πεθυμιές…
Να σου πω ένα μυστικό;
Κάθε βράδυ υπνοβατώ.
Γίνομαι ευχή πεφταστεριού, τάμα ενός ερωτευμένου,
κι έπειτα ένα μικρούλι τόσο δα κομμάτι απ’ τη Σελήνη που στέκει πάντα ασάλευτη στο θρόνο της, πριγκίπισσα σωστή,
λες και δεν είναι αληθινή, λες και ποτέ δεν ήταν.
Και "...χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά…"
Έτσι έρχομαι και ξεκουράζομαι πλάι σου, χώνομαι στα
ριγέ σεντόνια σου, μένω μόνο να σε κοιτάω και να κρατάω
την αναπνοή μου μην τυχόν και ξυπνήσεις.
Κι έπειτα χάνομαι.
Στο μέτωπο, στα χέρια, στα μαλλιά σου.
Σε νιώθω να ονειρεύεσαι αγριεμένες θάλασσες και κύματα, ναυάγια, πνιγμούς, ρουφήχτρες που απειλούν να σε
κρατήσουν μέσα τους αιχμάλωτο για πάντα.
Στριφογυρνάς συνέχεια, με τα μάτια κλειστά, ανήσυχος και φοβισμένος, φωνάζεις ότι πνίγεσαι και ξαφνικά όλα σταματούν…
Τότε περνάω κρυφά απ’ των ονείρων σου τη χαραμάδα –
σαν ασημόσκονη, δες με, ίσα που χωράω – γλιστράω
αθόρυβα μες στον ύπνο σου, γδύνομαι, τα μαλλιά μου μακραίνουν, τα πόδια μου ενώνονται και βγάζω λέπια,
γίνομαι μια γυναίκα – ψάρι, γίνομαι γοργόνα και πέφτω
στου εφιάλτη σου την αστρολουσμένη τρικυμία να σε σώσω.
Τα καταφέρνω και σε βγάζω ζωντανό έξω απ’ το νερό, ενώ
την ίδια ακριβώς στιγμή αγγίζω με τ’ ακροδάχτυλά μου το χαμόγελο που ασυναίσθητα στον ύπνο σου μου χαρίζεις.
Κάτι τέτοιες νύχτες είναι που νιώθω σαν τούλι,
τόσο ελαφριά, τόσο αέρινη, που θέλω ένα μόνο
μικρό χάδι απ’ την ανάσα σου για να πετάξω μακριά,
πριν κοιμηθώ έναν αμόλυντο, ήσυχο ύπνο.